Κάποια φορὰ ἤμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα στὸ γρασίδι, ἐνῶ ἀπὸ πάνω μου σφύριζαν ριπές ἀπὸ αὐτόματα ὅπλα. Στὴν ἀρχὴ πίεζα μὲ δύναμη τὸ κορμί μου στὸ ἔδαφος. Στὴ συνέχεια κουράστηκα νὰ εἶμαι τόσο πολὺ σφιγμένος καὶ ἄρχισα νὰ κοιτάω γύρω μου: τὸ γρασίδι ἦταν πράσινο, ὁ οὐρανός γαλάζιος καὶ δύο μυρμήγκια σέρνονταν, τραβώντας ἕνα κομμάτι ἄχυρο. Καὶ ἔγινε τότε τόσο ξεκάθαρο! Ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ, ξαπλωμένος καὶ φοβισμένος ἀπὸ τοὺς πυροβολισμούς, ἐνῶ ἡ ζωὴ συνεχιζόταν, τὸ γρασίδι ἦταν πράσινο, τὰ μυρμήγκια σέρνονταν τριγύρω. Καὶ ὁ κόσμος συνέχιζε τὴ ροή του. Στὴν πραγματικότητα, ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀσχέτιστος μαζί του καὶ συνάμα κάνει τὰ πράγματα χειρότερα».