Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει μιὰ ἱερὴ τάξη· οἱ ἱερεῖς νὰ διδάσκουν καὶ ὁ λαὸς νὰ ἀκούη. Ὅταν ἢ τάξη αὐτὴ καταργῆται, τότε ὅλα γίνονται ἄνω κάτω καὶ διαλύεται ἡ Ἐκκλησία.

  • !

    Τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἱερατικὴ διακονία, ποὺ ἄνηκει στοὺς ποιμένες, καὶ σὲ κείνους, ποὺ σὲ ἔκτακτες περιστάσεις, θὰ ἤθελαν οἱ ποιμένες νὰ τὸ ἐπιτρέψουν.

  • !

    Ὁ λαὸς λοιπὸν ὀφείλει πρῶτα νὰ ἀκούη πρόθυμα τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας κι ἔπειτα νὰ ξέρη τί ζητάει καὶ τί θέλει νὰ ἀκούση ἀπό τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί συμβαίνει κάποτε καὶ οἱ χριστιανοὶ νὰ θέλουνε νὰ ἀκοῦνε στὸ κήρυγμα ὄχι λόγο Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ λόγο τοῦ κόσμου. Ἀλλ’ οἱ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν διδάσκουν δικό τους Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ παραδίδουν στοὺς πιστοὺς τὴ διδαχὴ ποὺ παρέλαβαν διαδοχικὰ ἀπό τους Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

  • !

    Ἔξω ἀπὸ τὴ θεία Γραφή, ἔξω ἀπὸ τὴ διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν βγαίνει τὸ ἀληθινὸ κήρυγμα, κι οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ξέρουν πὼς τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος Θεοῦ κι ὄχι συζήτηση τοῦ δρόμου. Ὅσα λέγονται ἔξω δὲν γίνονται ὅλα κήρυγμα μέσα στὴν Ἐκκλησία.

  • !

    Ἡ διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι λόγια, ἀλλ’ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔργο τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, κοπιῶδες καὶ βαρὺ ἔργο, εἶναι καὶ νὰ κηρύττουν τὸ λόγο.

  • !

    Ὅριο δηλαδὴ στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου εἶναι νὰ κηρυχθῆ παντοῦ τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί κριτὴς τῶν ἄνθρωπων θὰ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι μας λοιπὸν καὶ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ λαὸς εἴμαστε τὸ ἴδιο ὑπεύθυνοι ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ συμβαίνει ὁ λαὸς νὰ ἀκούη καὶ νὰ σώζεται κι οἱ ποιμένες νὰ διδάσκουν καὶ νὰ κρίνωνται. Γιατί νὰ εἶναι κανεὶς ποιμένας καὶ διδάσκαλος στὴν Ἐκκλησία εἶναι βέβαια μεγάλη τιμή, ἀλλὰ εἶναι καὶ βαρειὰ εὐθύνη.

  • !

    Ἂς μὴ χωριζώμαστε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σὲ ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, ἀλλ’ ἂς πιστεύουμε πὼς Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ μὲ τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους των.

Πρὸς Τιμόθεον Α΄ 4,9-16

29 Ἰανουάριου 1984
Καὶ τὸ αὐριανὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα στὴ θεία Λειτουργία εἶναι περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρώτη πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τρεῖς ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις ἐπιστολὲς τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου στὴν Καινὴ Διαθήκη ὀνομάζονται ποιμαντικὲς ἐπιστολές· εἶναι δύο πρὸς τὸν Τιμόθεο ἐπίσκοπο Ἐφέσου, καὶ μία πρὸς τὸν Τίτο ἐπίσκοπο Κρήτης. Ὀνομάζονται ποιμαντικὲς οἱ τρεῖς αὐτὲς ἐπιστολές, γιατί σ’ αὐτὲς ὁ Ἀπόστολος γράφει γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὰ χρέη τῶν Ἱερῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ βαρὺ καὶ ὑπεύθυνο τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Παῦλος γράφει τρεῖς εἰδικὲς ἐπιστολές, δίνοντας ὁδηγίες καὶ συμβουλὲς στοὺς δύο μαθητὲς του ἐπισκόπους. Στὴ δεύτερη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, ἐκεῖ ποὺ ἀναγκάζεται νὰ ὁμιλήση γιὰ τὸ πρόσωπό του καὶ γιὰ τὸν ἀγώνα του, χαρακτηρίζει τὸ ἔργο του «μέριμναν πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» ἡ φροντίδα του δηλαδὴ καὶ ἡ ἔγνοια του ἦσαν ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ μέριμνα πρέπει νὰ ἐντάξουμε καὶ τὶς τρεῖς ποιμαντικὲς ἐπιστολές. Ἀλλ’ ἂς ἄκουσωμε τὴν αὐριανὴ περικοπὴ σὲ μετάφραση στὴ νεοελληνικὴ δημοτικὴ γλώσσα.

«Παιδί μου Τιμόθεε, αὐτὸ ποὺ λέγω εἶναι ἀληθινὸ κι ἄξιο νὰ τὸ παραδεχθῆ ὁ καθένας ὁλόψυχα. Γι’ αὐτὸ κοπιάζομε καὶ μᾶς ἔμπαιζουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἔχομε τὴν ἐλπίδα μας στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῶν πιστῶν· αὐτὰ νὰ παραγγέλλης καὶ νὰ διδάσκης. Κανένας νὰ μὴ σὲ καταφρονῆ, ἐπειδὴ εἶσαι νέος, ἀλλὰ νὰ γίνεσαι παράδειγμα γιὰ τοὺς πιστοὺς μὲ τὰ λόγα σου, μὲ τὴ συμπεριφορά σου, μὲ τὴν ἀγάπη σου, μὲ τὴν πνευματικότητα σου, μὲ τὴν πίστη σου καὶ μὲ τὴν ἁγνότητά σου. Ὥσπου νὰ ’ρθω, νὰ μελετᾶς μὲ προσοχὴ τὶς Γραφές, νὰ κηρύττης καὶ νὰ διδάσκης. Νὰ μὴν παραμελῆς τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ποὺ εἶναι μέσα σου καὶ σοῦ δόθηκε μὲ ἱερὴ εὐχὴ καὶ μὲ χειροθεσία τῶν ἱερέων. Αὐτὰ νὰ μελετᾶς σ’ αὐτὰ νὰ εἶναι ἡ ψυχή σου, γιὰ νὰ εἶναι φανερὴ σὲ ὅλους ἡ προκοπή σου».

Ἂν ἦταν σήμερα, μὲ ἀφορμὴ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, νὰ κηρύξουμε καὶ νὰ ὁμιλήσουμε στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ εἴχαμε νὰ δυσκολευτοῦμε καθόλου. Θὰ καλούσαμε τὸν ἱερὸ κλῆρο νὰ ἀκούση τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ εἶναι πολὺ ἁπλὰ καὶ ὁμιλοῦν μόνα τους. Μὰ τώρα αἰσθανόμαστε κάποια δυσκολία, γιατί ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ γιὰ τοὺς ποιμένες, ἐμεῖς πᾶμε νὰ κηρύξουμε πρὸς τὸ λαό. Καὶ μπορεῖ κάποιος, ποὺ ἄκουει, νὰ μᾶς πῆ· «Ὁ Ἀπόστολος γιὰ σᾶς ὁμιλεῖ σήμερα, γιὰ τοὺς ἐπισκόπους, γιὰ τοὺς ἱερεῖς, γιὰ τὸν ἱερὸ κλῆρο. Σήμερα λοιπὸν γιὰ σᾶς θέλομε νὰ ἀκούσωμε, κι ἂν εἶναι τρόπος νὰ ἀντιστραφοῦν τὰ πράγματα· ἀντὶ νὰ λέτε σεῖς καὶ νὰ ἀκοῦμ’ ἐμεῖς, νὰ λέμε λοιπὸν ἐμεῖς καὶ νὰ ἀκοῦτε σεῖς». Ἀλλ’ ὅμως ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀντιστρέφεται καὶ δὲν ἀνατρέπεται, γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα, ὅπως καὶ πάντα, καθὼς ὁ Ἀπόστολος κάπου γράφει «ἀνέχεσθε τοῦ λόγου τῆς παρακλήσεως» 2· ἀνεχθῆτε κι ἀκοῦστ’ ἐκεῖνον ποὺ σᾶς κηρύττει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι λόγος οἰκοδομῆς καὶ εἰρήνης. Καὶ μὴ σᾶς μέλλει· ὅταν ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας διδάσκη τοὺς Χριστιανούς, αὐτὸς διδάσκεται· κι ὄχι μόνο διδάσκεται, ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα καὶ κρίνεται. Ἀφῆστε τον λοιπὸν νὰ σᾶς διδάσκη, κι ἂς εἶναι αὖτος ποὺ θὰ κριθῆ γιὰ σᾶς. Γιατί ἔτσι τὸ θέλησε ὁ Θεός· ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς νὰ ἔχωμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ σωτηρία σᾶς ἀπέναντι στὸ Θεό.

Γιατί καὶ δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Δὲν εἶναι τρόπος, ἂν τύχη καὶ τὸ θέλει κάποιος, νὰ ἀντιστραφοῦν τὰ πράγματα. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει μιὰ ἱερὴ τάξη· οἱ ἱερεῖς νὰ διδάσκουν καὶ ὁ λαὸς νὰ ἀκούη. Ὅταν ἢ τάξη αὐτὴ καταργῆται, τότε ὅλα γίνονται ἄνω κάτω καὶ διαλύεται ἡ Ἐκκλησία. Δύο φορὲς στὴν αὐριανὴ περικοπὴ ἀκοῦμε τὸν Ἀπόστολο νὰ γράφη στὸν ἐπίσκοπο Τιμόθεο γιὰ τὸ χρέος του νὰ διδάσκη τὸ λαὸ «αὐτὰ δίδασκε» (3) καὶ «πρόσεχε… τῇ διδασκαλίᾳ» (4). Τὸ κήρυγμα καὶ ἡ διδασκαλία στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνο χρέος, ἄλλα καὶ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς φαίνεται σὲ ὅ,τι ὁ Ἀπόστολος γράφει σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ | «Μὴ πάντες διδάσκαλοι;» (5)· μὴν τάχα ὅλοι στὴν Ἐκκλησία μποροῦνε νὰ κάνουν τὸ διδάσκαλο; Ὄχι ἂν εἶναι σοφοὶ καὶ ἱκανοί, ἀλλ’ ἂν ἔχουν τὸ κανονικὸ δικαίωμα. Θὰ τὸ ἀκούσωμε κι αὐτὸ στὸ αὐριανὸ ἱερὸ κείμενο· «Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» (6). Ὄχι μ’ ἕναν διορισμὸ οὔτε μόνο μὲ ἐκλογή, ἄλλα μ’ αὐτὸ τὸν ἐπίσημο καὶ ἱεροτελεστικό τρόπο ἡ Ἐκκλησία χειροτονεῖ καὶ ἐγκαθιστᾶ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς διδασκάλους της, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν εἶναι κανεὶς ποιμένας χωρὶς νὰ εἶναι διδάσκαλος, καὶ νὰ μὴν μπορῆ νὰ εἶναι διδάσκαλος, ἂν δὲν εἶναι ποιμένας. Στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Παύλου αὐτα τὰ δύο πᾶνε πάντα μαζί, «ποιμένες καὶ διδάσκαλοι» (7) γράφει. Τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἱερατικὴ διακονία, ποὺ ἄνηκει στοὺς ποιμένες, καὶ σὲ κείνους, ποὺ σὲ ἔκτακτες περιστάσεις, θὰ ἤθελαν οἱ ποιμένες νὰ τὸ ἐπιτρέψουν.

Ἀλλ’ ὅπου ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ γιὰ τὸ χρέος τῶν Ἱερῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, συγχρόνως ἄφηνει νὰ νοηθῆ καὶ τὸ χρέος τῶν λαϊκῶν. Μέσα στὸ «ταῦτα δίδασκε» καὶ στὸ «πρόσεχε τῇ …διδασκαλίᾳ» βλέπομε τὸ ἱερὸ χρέος τῶν ποιμένων νὰ διδάσκουν τὸ λαὸ· νὰ ξέρουν τί τὸν διδάσκουν καὶ νὰ προσέχουν πῶς τὸν διδάσκουν. Ἀλλὰ συγχρόνως βλέπομε καὶ τὸ χρέος τοῦ λαοῦ· γιατί βέβαια οἱ ποιμένες δὲν διδάσκουν ἂλλους παρὰ τὸ λαό. Ὁ λαὸς λοιπὸν ὀφείλει πρῶτα νὰ ἀκούη πρόθυμα τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας κι ἔπειτα νὰ ξέρη τί ζητάει καὶ τί θέλει νὰ ἀκούση ἀπό τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί συμβαίνει κάποτε καὶ οἱ χριστιανοὶ νὰ θέλουνε νὰ ἀκοῦνε στὸ κήρυγμα ὄχι λόγο Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ λόγο τοῦ κόσμου. Ἀλλ’ οἱ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν διδάσκουν δικό τους Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ παραδίδουν στοὺς πιστοὺς τὴ διδαχὴ ποὺ παρέλαβαν διαδοχικὰ ἀπό τους Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. «Ταῦτα δίδασκε» γράφει ὁ Ἀπόστολος, δηλαδὴ αὐτὰ κι ὄχι ἄλλα, σύμφωνα κάθε φορὰ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ καιροῦ καὶ μὲ τὴν ἀρέσκεια τῶν ἀνθρώπων. Οὔτε ὁ ἱερὸς διδάσκαλος μπορεῖ νὰ κηρύττη ὅ,τι θαρρεῖ καὶ θέλει, μὰ οὔτε καὶ οἱ χριστιανοὶ μποροῦνε νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ κηρύττη ἡ Ἐκκλησία, ὅ,τι τοὺς ἀρέσει. Γι’ αὐτὸ γράφει πάλι ὁ Ἀπόστολος «πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει» (8) καὶ «τῇ διδασκαλίᾳ». Ἔξω ἀπὸ τὴ θεία Γραφή, ἔξω ἀπὸ τὴ διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν βγαίνει τὸ ἀληθινὸ κήρυγμα, κι οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ξέρουν πὼς τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος Θεοῦ κι ὄχι συζήτηση τοῦ δρόμου. Ὅσα λέγονται ἔξω δὲν γίνονται ὅλα κήρυγμα μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Μὰ ἀνίσως καὶ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος Θεοῦ, ὅπως τωόντι καὶ εἶναι, τότε θὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τὴν ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ κηρύξουμε στὸ λαό, βγαίνοντας καὶ στὸ δρόμο, γιὰ νὰ φέρωμε τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας στοὺς ἀνθρώπους. Ὅμως μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ πάρωμε τὰ καθημερινὰ λόγια τοῦ δρόμου, γιὰ νὰ τὰ φέρωμε στὴν Ἐκκλησία. Δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται καὶ τὸ κήρυγμα, ἂν ἔχωμε τὴν ἀξίωση νὰ κόβουμε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ μέτρα τὰ δικά μας. Ἢ τὸ δεχόμαστε πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι «οἶκος Θεοῦ ζῶντος, στύλος καὶ ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας» (9) ἢ τὸ ἀμφισβητοῦμε, καὶ τότε πιὰ εἴμαστε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Στὸν καιρό μας ὅμως συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο· πολλοὶ δὲν εἶναι πρόθυμοι καὶ δὲν θέλουνε νὰ ἀκούσουν κἄν λόγο τῆς Ἐκκλησίας. Τάχα πὼς ὅλο τὰ ἴδια ἀκοῦμε ἀπό τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους· τάχα πὼς αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε στὸ κήρυγμα εἶναι παλιὰ καὶ πρέπει καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο νὰ συγχρονισθῆ ἡ Ἐκκλησία· τάχα πὼς οἱ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι στὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς των, καὶ σωστὰ λοιπὸν δὲν ἀκοῦν οἱ ἄνθρωποι· τάχα πὼς ὁ λαὸς δὲν θέλει νὰ ἀκούη λόγια, ἄλλα θέλει νὰ βλέπη ἔργα. Ἀφήνομε ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (10) καὶ περιοριζόμαστε στὸ τελευταῖο. Ἡ διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι λόγια, ἀλλ’ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔργο τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, κοπιῶδες καὶ βαρὺ ἔργο, εἶναι καὶ νὰ κηρύττουν τὸ λόγο.

Ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τὸ ἴδιο εἴμαστε ὑπεύθυνοι καὶ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ λαός. Ἡ μεγάλη εὐθύνη ὅλου τοῦ κόσμου εἶναι ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λαλήθηκε στὸν κόσμο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἄρχισε νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ κόσμου, εἶπε· «Καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτυρίαν τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἤξει τὸ τέλος» (11)· καὶ θὰ κηρυχθῆ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦτο τῆς βασιλείας σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τότε θὰ ἔλθη τὸ τέλος. Καὶ σὲ ἄλλη πάλι περίπτωση εἶπε· «Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτὸν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (12)· ὅποιος μὲ περιφρονεῖ καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγιά μου, ἔχει ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὸν κρίνη· ὁ λόγος ποὺ ἐλάλησα ἐκεῖνος θὰ τὸν κρίνη τὴν τελευταία ἡμέρα. Ὅριο δηλαδὴ στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου εἶναι νὰ κηρυχθῆ παντοῦ τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί κριτὴς τῶν ἄνθρωπων θὰ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι μας λοιπὸν καὶ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ λαὸς εἴμαστε τὸ ἴδιο ὑπεύθυνοι ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ συμβαίνει ὁ λαὸς νὰ ἀκούη καὶ νὰ σώζεται κι οἱ ποιμένες νὰ διδάσκουν καὶ νὰ κρίνωνται. Γιατί νὰ εἶναι κανεὶς ποιμένας καὶ διδάσκαλος στὴν Ἐκκλησία εἶναι βέβαια μεγάλη τιμή, ἀλλὰ εἶναι καὶ βαρειὰ εὐθύνη. Ἂς μὴ χωριζώμαστε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σὲ ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, ἀλλ’ ἂς πιστεύουμε πὼς Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ μὲ τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους των. Ἀμήν.

+ὁ Σ.Κ.Δ.
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Β\’ Κορ. 11,29.

2. Ἑβρ. 13, 22.

3, Α\’ Τιμ. 4,11.

4. Α\’ Τιμ. 4,13.

5. Α\’ Κορ. 12,30.

6. Α\’ Τιμ. 4,14-15.

7. Α\’ Κορ. 12,29. Ἐφ. 4,12.

8. Α\’ Τιμ. 4, 14.

9. Α\’ Τιμ. 3,15.

10. Ψαλμ. 140,4.

11. Ματθ. 24,15.

12. Ἰω. 12,48,