Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ µαζὶ µὲ τὸ Νικόδηµο κατέβασε ἀπὸ τὸ ξύλο (= σταυροῦ) Ἐσένα, ποὺ φορᾶς τὸ Φῶς ὡς ἱµάτιο καὶ ἀφοῦ Σὲ εἶδε νεκρό, γυµνὸ καὶ ἄταφο, ἄρχισε νὰ θρηνεῖ ἀπὸ συµπάθεια καὶ ἀγάπη καὶ ἔλεγε µὲ κλάµµατα καὶ ὀδύνη: «Ἀλλοίµονό µου, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ ἥλιος, ἐνῶ Σὲ ἔβλεπε νὰ κρεµιέσαι στὸ σταυρό, ντύθηκε στὸ σκοτάδι καὶ ἡ γῆ ἀπὸ τὸ φόβο της συγκλονιζόταν καὶ τὸ παραπέτασµα τοῦ ναοῦ σχίσθηκε στὰ δυό. Ἀλλὰ νά! ποὺ τώρα Σὲ βλέπω καὶ ἀναγνωρίζω, πὼς γιὰ µένα µὲ τὴ θέλησή Σου δέχθηκες τὸ θάνατο. Πῶς νὰ Σὲ κηδεύσω Θεέ µου; Ἤ πῶς νὰ Σὲ τυλίξω σὲ σεντόνια; Μὲ ποιὰ χέρια νὰ ἀγγίξω τὸ ἀµόλυντο Σῶµα Σου; Ἤ µὲ ποιὰ ἄσµατα θὰ ψάλλω τὴν ἐξόδιο πορεία Σου, Εὔσπλαχνε Κύριε; Δοξολογῶ τὰ Πάθη Σου, ἐγκωµιάζω µὲ ὕµνους τὴν ταφή Σου καὶ µαζὶ µὲ τὴν Ἀνάστασή Σου φωνάζω δυνατά: Κύριε, δόξα σὲ Σένα.
Ὁ δοξαστικὸς ὕµνος, ποὺ ψάλλεται µπροστὰ στὸν Ἐπιτάφιο µετὰ τὴν ἀποκαθήλωση τοῦ Ἐσταυρωµένου ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση τῆς ὑµνολογίας γιὰ τὸν ἑκούσιο θάνατο, τὸν ἐνταφιασµὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Κύρια πρόσωπα εἶναι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδηµος, τὴν τολµηρὴ πράξη τῶν ὁποίων ἀναφέρουν καὶ οἱ τέσσερεις ἱεροὶ Εὐαγγελισταί. Ὁ ἱερὸς ὑµνογράφος πρέπει νὰ βρέθηκε πολὺ κοντὰ στὴν ψυχικὴ κατάσταση καὶ τῶν δύο, ὥστε µέσα ἀπὸ πνευµατικὴ ἔξαρση καὶ θεῖο φωτισµὸ ἔβαλε στὸ στόµα τῶν δυὸ µαθητῶν τὸ σωτηριολογικὸ περιεχόµενο τοῦ δοξαστικοῦ ὕµνου.
Ἀξιώθηκαν νὰ κρατήσουν στὰ χέρια τους τὸ νεκρὸ καὶ ἄταφο ἀκόµη Σῶµα τοῦ Κυρίου. Κατελήφθησαν ἀπὸ εὐσυµπάθητο θρῆνο, γιατί στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔβλεπαν τὸν Δηµιουργό τοῦ κόσµου. Ἡ αἴσθηση τοῦ ἑκουσίως νεκρωθέντος Θεανθρώπου Κυρίου συγκλόνισε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ὁ ἥλιος δὲν µποροῦσε νὰ βλέπει «τὸν στεγάζοντα ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῶα αὐτοῦ» νὰ κρεµιέται ἐπάνω στὸ Σταυρό, γι’ αὐτὸ καὶ ντύθηκε τὸ βαθὺ σκοτάδι. Ἡ γῆ σειόταν ἀπὸ φόβο καὶ τρόµο καὶ τὸ παραπέτασµα τοῦ ναοῦ σχιζόταν στὰ δυό. Τὴν ἴδια συγκλονιστικὴ ἐµπειρία δοκιµάζουν καὶ οἱ δυὸ µαθηταί, ὅταν ἀντικρύζουν µέσα ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωµένο Κύριο τὴν ἄπειρη καὶ ἀκατανόητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἁµαρτωλὸ ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν αἰσθάνονται ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι νὰ κηδεύσουν τὸν Κύριο καὶ Θεό τους. Πῶς νὰ Τὸν τυλίξουν στὸ σεντόνι καὶ µὲ ποιὰ χέρια νὰ ἀκουµπήσουν τὸ πανάχραντο Σῶµα Του. Μὲ ποιὰ θρηνώδη ἄσµατα νὰ συνοδεύσουν τὴν ἐπιτάφια πορεία του. Ἐδῶ σταµατάει καὶ ἡ περαιτέρω ἐπεξεργασία τοῦ ἀνέκφραστου καὶ ἀπερινόη του µυστηρίου, ποὺ γίνεται ἀποδεκτὸ µέσα ἀπὸ τὴν αὐθόρµητη δοξολογία τοῦ Πάθους, τῆς Ταφῆς, πού βεβαιώνουν τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.