Δός µοι τοῦτον τὸν ξένον

Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ εἶδε τὸν ἥλιο νὰ κρύβει τίς ἀκτίνες του καὶ τὸ καταπέτασµα τοῦ ναοῦ νὰ σχίζεται µὲ τὸ θάνατο τοῦ Σωτῆρος, ἐπισκέφθηκε τὸν Πιλᾶτο καὶ τὸν παρακαλεῖ µὲ τοῦτα τὰ λόγια: Δός µου αὐτὸν τὸν ξένο, ποὺ ἀπὸ βρέφος ἀκόµη ζοῦσε σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ὡς ἀποξενωµένος καὶ περιπλανώµενος. Δός µου αὐτὸν τὸν ξένο, ποὺ ἐκπλήττοµαι, ὅταν βλέπω τὸν παράξενο θάνατό Του. Δός µου αὐτὸν τὸν ξένο, ποὺ γνωρίζει νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ φιλοξενεῖ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δός µου αὐτὸν τὸν ξένο, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ φθόνο Τὸν ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸν κόσµο. Δός µου αὐτὸν τὸν ξένο γιὰ νὰ Τὸν κρύψω στόν τάφο, ἀφοῦ ὡς ξένος δέν ἔχει ποῦ νὰ ἀκουµπήσει τὴν Κεφαλὴ Του. Δός µου αὐτὸν τὸν ξένο, πού, ὅταν ἡ Μητέρα Του Τὸν ἔβλεπε νεκρὸ ἐφώναζε δυνατά: Ὦ! Υἱὲ καὶ Θεέ µου, ἂν καὶ ὁ πόνος ξεσχίζει τὰ σπλάχνα καὶ τὴν καρδιά µου, ὅταν Σὲ βλέπω νεκρό, ὅµως παίρνω θάρρος ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Σου καὶ Σὲ δοξάζω. Καὶ µ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ εὐσχήµων Ἰωσὴφ παρακαλοῦσε ἐπίµονα τὸν Πιλᾶτο καὶ λαβαίνει τὸ Σῶµα τοῦ Σωτῆρα. Ἀφοῦ τὸ τύλιξε µὲ εὐλάβεια σὲ σεντόνι καὶ τὸ ἄλειψε µὲ ἀρώµατα, κατέθεσε στόν τάφο Αὐτόν, ποὺ παρέχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸ µέγα ἔλεος.

Σχόλια:

(1). Τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ σὲ περιεχόµενο τροπάριο πρέπει νὰ ψάλλεται κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, ἀλλὰ δυστυχῶς κάτι τέτοιο ἔχει παραµεληθεῖ. Ἡ περιφορὰ στά παλιὰ χρόνια γινόταν γύρω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες, ποὺ ἦσαν συγχρόνως καὶ κοιµητήρια, ὥστε τὸ µήνυµα τῆς ἐν καιρῷ ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν µὲ τὴν ἔγερση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου νὰ διοχετεύεται σὲ ὅλους τοὺς κοιµηθέντας. Σήµερα ἡ «περιφορά» τοῦ Ἐπιταφίου γίνεται σὲ διαφόρους δρόµους τῆς ἐνορίας καὶ ὑπάρχει ἔστω ἡ ἐλπίδα νὰ ληφθεῖ τὸ µήνυµα τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντας στὰ σπίτια, ἀπ’ ὅπου καὶ περνάει ὁ Ἐπιτάφιος. Τὸ περιεχόµενο τοῦ τροπαρίου προβάλλει ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ Κυρίου ἀπὸ τή βρεφική ἡλικία Του µέχρι τὸν ἑκούσιο θάνατο καὶ τὴν ταφὴ του ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδηµο.

(2). Ὁ Ἰωσὴφ ὑπενθυµίζει στόν Πιλᾶτο ὅτι ὁ νεκρός πού ζητεῖ νὰ ἐνταφιάσει εἶναι ἕνας ξένος καὶ ἄγνωστος ἀνάµεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἦλθε µὲ τή Σάρκωσή Του στήν «περιουσία» Του,στούς δικοὺς Του ἀνθρώπους καὶ αὐτοὶ δέν Τὸν γνώρισαν. Τὸν ἀποξένωσαν ἀπὸ τή ζωή τους. Χαρακτηρίζεται ὡς ξένος παρόλα τὰ θαυµατά Του, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἐγωισµὸ τὰ διέστρεψαν καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ τους γέµισε ἀπὸ µῖσος στὸ Πρόσωπό Του, ὥστε νὰ Τὸν ὁδηγήσουν στὸ θάνατο. Ὁ ἱερὸς ὑµνῳδὸς βλέπει µὲ τὸ στόµα τοῦ Ἰωσὴφ στό θάνατο τοῦ Κυρίου τὴν πηγὴ τῆς ἄφθαρτης καὶ αἰώνιας ζωῆς καὶ ἐκπλήττεται καὶ φρίττει ἀπὸ τὸ ἀκατάληπτο αὐτὸ µυστήριο. Ζητεῖ ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο τὸ Σῶµα τοῦ ξενωθέντος Κυρίου, ποὺ φιλοξενοῦσε καὶ προστάτευε ὅλους τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποξενωθέντας ἀνθρώπους.

(3). Ὁ Ἰωσὴφ θέλει νὰ ἐνταφιάσει τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ὡς ἀποξενωµένος δέν ἔχει ποῦ νὰ κλίνει τὴν κεφαλή. Ὁ Ἰωσὴφ εἶχε παρακολουθήσει τὸν ἀβάσταχτο πόνο τῆς Μητέρας τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὅµως Τὸν ἔβλεπε ἐπάνω στὸ Σταυρό, ἔπαιρνε θάρρος καὶ ἐλπίδα ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὥστε νὰ Τὸν µεγαλύνει καὶ νὰ Τὸν δοξολογεῖ στούς ἀπεράντους αἰῶνες. Ὁ Ἰωσὴφ ἐνταφιάζει τὸ Σῶµα τοῦ Κυρίου, ποὺ παρέχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ µέγα ἔλεος.