Πράγματι, ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀναστηθῆ ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀνεστήθησαν ἀπὸ ἄλλους, καὶ ἀφοῦ πάλιν ἀπέθαναν, ἐπέστρεψαν, στὴν γῆ• ὁ δὲ Χριστός, ἀφοῦ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Διότι μόνον αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε ὁ ἴδιος τὴν τρίτη ἡμέρα τὸν ἑαυτό του, δὲν ἐπέστρεψε πάλι στὴν γῆ, ἀλλὰ ἀνῆθλε στὸν οὐρανό, καθιστῶντας τὸ φύραμά μας ὁμόθρονο μὲ τὸν Πατέρα ὡς ὁμόθεον. Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸ εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔγινε ἀρχὴ τῆς μελλούσης κοινῆς ἀναστάσεως, «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων», «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν», καὶ «τοῦ μέλλοντος αἰῶνος πατήρ».
Καὶ ὅπως ὅσοι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἀδὰμ ἀποθαίνουν ὅλοι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἔτσι καὶ ὅσοι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, θὰ ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἀλλὰ ὁ κάθε ἕνας στὴν τάξι του• «ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ (δευτέρᾳ) παρουσία αὐτοῦ, εἶτα τὸ τέλος, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν καὶ θῆ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» κατὰ τὴν κοινὴν ἀνάστασι, μὲ τὴν ἔσχατη σάλπιγγα• «δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τούτου ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν».
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ νὰ διερχώμεθα τὴν ἱερὰν Τεσσαρακοστὴ μὲ νηστείαν, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, καὶ ἄσκησι σὲ ὅλες γενικῶς τὶς ἀρετές• μὲ τὴν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν οἱ σωζόμενοι στὸν αἰῶνα τοῦτο, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μετάνοια καὶ βίο θεοφιλῆ• μὲ τὴν Πεντηκοστὴ δὲ αὐτή, τὴν ὁποία διανύουμε τώρα, δεικνύει τὴν ἄνεσι καὶ ἀπόλαυσι ποὺ ἀναμένει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιὰ τὸν Θεό.
«ἔρχεται εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Σιχάρ, πλησίον τοῦ χωριοῦ οὗ ἔδωκεν Ἰακὼβ (στὸν) Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ». Πηγὴν ὀνομάζει τὸ φρέαρ, ἐπειδὴ τὸ νερὸ του ἦταν πηγαῖο, ὅπως θὰ γίνη φανερὸ στὴν συνέχεια τοῦ λόγου• ἦταν δὲ τοῦ Ἰακώβ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκεῖνος τὸ εἶχε ἀνοίξει• ἡ δὲ περιοχὴ τὴν ὁποίαν ἔδωσεν ὁ Ἰακὼβ στὸν Ἰωσὴφ εἶναι τὰ Σίκημα, δηλαδὴ αὐτὴ ἡ Σιχέμ. Διότι ὅταν ψυχορραγοῦσε στὴν Αἴγυπτο, ἀφήνοντας διαθήκη πρὸς αὐτὸν τοῦ εἶπε: «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω, ὑμᾶς δὲ ἀποστρέψει (θὰ σᾶς ἐπαναφέρη) ὁ Θεὸς ἐκ τῆς γῆς ταύτης εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων ἡμῶν. Ἐγὼ δὲ δίδωμί σοι Σίκημα ἐξαίρετον παρὰ τοὺς ἀδελφούς σου (κατ’ ἐξαίρεσι), ἥν ἔλαβον ἐκ χειρὸς Ἀμορραίων ἐν τῇ μαχαίρᾳ μου καὶ τῷ τόξῳ μου». Γι’ αὐτὸ τὰ μὲν Σίκημα κατοικοῦντο ὕστερα ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, τὸν δὲ τόπο γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὸν κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τὶς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης Ἱεροβοάμ.
Καθώς, λοιπόν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐκαθόταν μόνος του στὸ πηγάδι, ἔρχεται μία γυναίκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ πάρη νερό• ὁ δὲ Κύριος διψῶντας ὡς ἄνθρωπος καὶ βλέποντας νὰ ἔρχεται κάποιος ποὺ ποθεῖ νὰ ξεδιψάση ἀνθρωπίνως, βλέποντας δὲ ὡς Θεὸς καὶ τὴν καρδία της νὰ διψᾶ γιὰ σωτήριον ὕδωρ, νὰ μὴν γνωρίζη ὅμως ποῖος ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τῆς τὸ προσφέρη, ἐπείγεται μὲν νὰ ἀποκαλύψη τὸν ἑαυτό του στὴν ποθοῦσα ψυχῆ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ποθεῖ τοὺς ποθοῦντας, ὅπως ἔχει γραφῆ, ἀρχίζει δὲ νὰ τῆς ὁμιλῆ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ ἠμπορεῖ νὰ γίνει δεκτός• καὶ τῆς λέγει: «δὸς μοι ὕδωρ πιεῖν». Αὐτὴ δέ, ἐπειδὴ ἦταν εὐφυής, κατάλαβε καὶ μόνον ἀπὸ τὴν στολήν, ἀπὸ τὸ ὕφος καὶ ὅλη τὴν κοσμιότητα τῶν τρόπων του ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος καὶ τηρητὴς τοῦ νόμου• θαυμάζω, λέγει, πῶς ζητεῖς νερὸν ἀπὸ Σαμαρείτιδα, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. Ὁ δὲ Κύριος παίρνοντας ἀφορμὴ ἀρχίζει νὰ ἀποκαλύπτη τὸν ἑαυτό του, λέγοντας• «εἰ ἤδεις (ἐγνώριζες) τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὶς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δὸς μοι ὕδωρ πιεῖν, σὺ ἂν ἤτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἂν σοι (θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε) ὕδωρ ζῶν».
Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀποκαλύψη σιγὰ σιγὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν προστάζει νὰ φωνάξη καὶ τὸν ἄνδρα της. Ὅταν δὲ ἐκείνη, κρύπτοντας τὴν βιοτὴ της ἔσπευσε νὰ λάβη δῶρον, καὶ εἶπε ὅτι δὲν ἔχει ἄνδρα, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε ἀπὸ παιδὶ καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν Κύριον ἀκούοντας ὅτι τώρα δὲν ἔχει ἰδικὸν της ἄνδρα• καὶ γιὰ μὲν τὸν ἔλεγχο δὲν δυσαρεστεῖται, ἐπειδὴ ὅμως διεπίστωσε ὅτι εἶναι Προφήτης, ἀμέσως ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.
Τώρα πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν γεννηθῆ στὴν πίστι καὶ συχνάζουν στὴν Ἐκκλησίαν ἀγνοοῦν αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐγνώριζε καλὰ ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, δηλαδὴ ὁ Ἰακὼβ καὶ οἱ Πατριάρχες πού προῆλθαν ἀπὸ αὐτόν, σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος προσεκύνησαν τὸν Θεόν;
Αὐτὴν τὴν γνῶσι καὶ τὴν προσεκτικὴν ἔρευνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστὸς σὰν ὀσμὴ εὐωδίας, παρέτεινε εὐχαρίστως τὴν συζήτησι μὲ τὴν Σαμαρείτιδα. Διότι ὅπως, ὅταν τοποθετήσης κάτι εὔοσμον ἐπάνω στοὺς πυρωμένους ἄνθρακες, προσελκύεις καὶ συγκρατεῖς τοὺς διερχομένους, ἐὰν ὅμως τοποθετήσης κάτι βαρὺ στὴν ὄσφρησι καὶ δύσοσμο, τοὺς ἀπωθεῖς καὶ τοὺς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καὶ στὴν διάνοια• ἐὰν μὲν ἔχης μέσα σου ἱερὰν μελέτη καὶ ἐνδιαφέρον, καθιστᾶς τὸν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπισκέψεως, διότι αὐτὰ τὰ ὀσφραίνεται ὁ Κύριος σὰν ὀσμὴν εὐωδίας. Ἐὰν ὅμως τρέφης μέσα σου πονηροὺς καὶ ρυπαροὺς καὶ γηΐνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὴν θείαν ἐπιστασία, ἀφοῦ κατέστησες τὸν ἑαυτόν σου ἄξιο τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. «Οὐ γὰρ παραμενοῦσιν ἄνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου», λέγει πρὸς τὸν Θεὸν ὁ ψαλμωδὸς Προφήτης. Διότι ἐφ’ ὅσον ὁ νόμος διατάσσει «μνησθήσῃ διὰ παντὸς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, καθήμενος καὶ πορευόμενος, κοιταζόμενος (ἐξαπλωμένος) καὶ διανιστάμενος» καὶ τὸ Εὐγγέλιο λέγει: «ἐρευνᾶτε τᾶς Γραφάς» καὶ μέσα σ’ αὐτὲς θὰ εὑρῆτε ζωὴν αἰώνιον, καὶ ὁ Ἀπόστολος παραγγέλλει νὰ προσευχώμεθα ἀδιαλείπως, ἐκεῖνος ποὺ ἀπασχολεῖται πολὺ μὲ γηΐνους λογισμοὺς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος• πόσο δὲ περισσότερο αὐτὸς ποὺ ἀπασχολεῖται μὲ πονηροὺς καὶ ἀκαθάρτους.
Ὁ δὲ Κύριος, συμπληρώνοντας ἤδη τὸν σκοπὸ τῶν λόγων του καὶ προφητεύοντας περὶ τῆς γυναικός, ὅτι θὰ γίνη ὅπως ὁ Θεὸς ζητεῖ καὶ ἀποδέχεται, καὶ συγχρόνως ἀποκρινόμενος στοὺς λόγους της, λέγει: «πίστευσον μοι γύναι, ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτω, οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί», καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, «τοιούτους γὰρ ζητεῖ ὁ Θεὸς τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν».
Βλέπετε ὅτι καὶ γι’ αὐτὴν βεβαιώνει ὅτι θὰ γίνη ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὅτι θὰ προσκυνήση τὸν Ὕψιστον Πατέρα ὄχι τοπικῶς, ἀλλὰ εὐαγγελικῶς – διότι σ’ αὐτὴν ἀπευθύνεται ὁ λόγος, ὅτι οὔτε στὸ ὄρος τοῦτο, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ προσκυνήσετε τὸν Πατέρα – ἀλλὰ συγχρόνως προαναγγέλλει σ’ αὐτὴν φανερὰ καὶ τὴν μετάθεσι τοῦ νόμου: Διότι ἀφοῦ θὰ μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, κατ’ ἀνάγκην θὰ γίνη καὶ μετάθεσις τοῦ νόμου.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόκειται νὰ ἔλθη στὸ μέλλον, ἀφοῦ ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος, δὲν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ὅτι εἶναι. «Ἂλλ ἔρχεται ὥρα», λέγει, «καὶ νῦν ἐστι». Καὶ αὐτὰ προφητικὰ εἶναι• διότι τὸ μὲν «ἔρχεται» τὸ λέγει, διότι ἀκόμη δὲν ὡλοκληρώθηκε, ἀλλὰ θὰ ὁλοκληρωθῆ, τὸ δὲ «τώρα εἶναι» τὸ εἶπε, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε ἕτοιμη νὰ πιστεύση καὶ νὰ προσκυνήση πνευματικῶς καὶ ἀληθῶς. «Ἔρχεται οὖν» λέγει «ὥρα καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» διότι ὁ Ὕψιστος καὶ προσκυνητὸς Πατήρ, εἶναι Πατὴρ τῆς αὐτοαληθείας, δηλαδὴ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καὶ ἔχει πνεῦμα ἀληθείας, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔτσι τὸν προσκυνοῦν, τὸ πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καὶ μετέχουν τῶν κοινῶν ἐνεργειῶν τους. Διότι τὸ Πνεῦμα, λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμεθα, καὶ ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ λέγει: «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ».
Καθὼς τώρα βλέπω μὲ θαυμασμὸ τὸν πνευματικὸ καὶ σφοδρὸν πόθον αὐτῆς τῆς Σαμαρείτιδος πρὸς τὸν Χριστό, μοῦ ἔρχονται πάλι νὰ εἰπῶ γι’ αὐτὴν τὰ λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου: «τὶς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος;»• ἐπειδὴ προαναγγέλλει πὼς μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ἐπιφανῆ ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, καὶ ὑποδηλώνει ὅτι μὲ αὐτὴν ἀρχίζει ἡ Ἐκκλησία τῶν ἐθνῶν ἀνερχόμενη ἀπὸ τὴν πηγὴ στὴν ὁποία ἐστέκετο σὰν ἀπὸ ἱερὰ κολυμβήθρα, καθὼς κατηχεῖτο ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, τὴν βλέπω νὰ προβάλλη σὰν πολυέραστος ὄρθρος. Εἶναι δὲ ὡραία ὅπως ἡ σελήνη, ἐπειδὴ φέγγει, ἐνῶ ἐπικρατεῖ ἀκόμη ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας• ἐκλεκτὴ δὲ ὅπως ὁ ἥλιος, γι’ αὐτὸ καὶ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Φωτεινὴ καὶ κατεγράφη καὶ αὐτὴ στὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ μέλλουν νὰ λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο• διότι ἐπεσφράγισε τὸν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μὲ μακαριώτατο καὶ μαρτυρικὸν τέλος, τώρα δὲ ἐγνώρισε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ τέλεια τὸν ἐθεολόγησε• καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος ὕστερα στοὺς μαθητάς περὶ τοῦ συμφυοῦς καὶ ὁμοτίμου Πνεύματος, πὼς ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θὰ διδάξη ὅλη τὴν ἀλήθεια, τὸ ἴδιο καὶ αὐτὴ προλαβαίνοντας λέγει περὶ αὐτοῦ: «ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα».
Διότι τὸ «δεῦτε, ἴδετε» αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει, ἀκολουθήσετέ με ὅπου θὰ σᾶς ὁδηγήσω καὶ τώρα θὰ σᾶς δείξω τὸν Σωτῆρα ποὺ ἦλθε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὸν κόσμο. Τότε λοιπὸν προτρέποντάς τους μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τοὺς παρουσίασε στὸν Χριστό, ἐμᾶς δὲ μὲ τὴν ἐγκατάλειψι καὶ τῆς οἰκίας καὶ τῆς ὑδρίας μᾶς διδάσκει νὰ θεωροῦμε προτιμωτέρα καὶ ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες τὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν διδασκαλία, τὴν ὁποία καὶ ὁ Κύριος ἀπεκάλεσε ἀγαθὴν μερίδα πρὸς τὴν Μάρθα τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπερασπιζόμενος τὴν Μαρία, ἡ ὁποία παρακολουθοῦσε τὸν λόγο.
Καὶ ἐὰν πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τὰ ἀναγκαῖα, πόσο μᾶλλον τὰ ἄλλα; Διότι τί σὲ κατεπείγει καὶ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ ὠφέλιμα στὴν ψυχὴν ἀκροάματα; Μήπως ἐπιμέλεια οἴκου καὶ παιδιῶν καὶ γυναικός; οἰκεῖον ἤ συγγενικὸ πένθος ἤ χαρά; μήπως ἀγοραπωλησία κτημάτων, χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; Ἀλλὰ ἄκουσε συνετῶς τὰ ἀποστολικὰ διδάγματα• «ὁ καιρὸς ἀδελφοί, τὸ λοιπὸν συνεσταλμένος ἐστί, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτω ὡς μὴ καταχρώμενοι• παράγει (περνᾶ, φεύγει) γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
Τί σημαίνει «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστί»; Σύντομος ὁ βίος, φθαρτὸς αὐτὸς ὁ κόσμος, ἐκεῖνος ποὺ μένει παντοτινὰ εἶναι ἄλλος• μᾶς παραπέμπει δὲ πρὸς ἐκεῖνον ἀσφαλῶς ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιὰ ἐκεῖνον τὸν μέλλοντα, τὸ νὰ ζοῦμε ὅσον εἶναι δυνατὸν ἀπὸ ἐδῶ ἀνάλογα μὲ ἐκεῖνο τὸ πολίτευμα καὶ νὰ ἀποφεύγωμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμι τὰ ἐπιβλαβῆ τοῦ παρόντος βίου.
Ὅπως δέ, ὅταν γίνεται πυκνὰ ἐπιδρομὴ ἐχθρῶν στὰ περίχωρα τῆς πόλεως, ἔχουμε τοὺς ἀγροὺς σὰν νὰ μὴ τοὺς ἔχωμε, καὶ τὸν περισσότερο χρόνο ἀφήνοντας ἐκείνους παραμένουμε στοὺς οἴκους μὲ ἀσφάλεια, καὶ ἐὰν ἀναχωρήσουν γιὰ λίγο οἱ ἐχθροί, χρησιμοποιοῦμε σὰν σὲ περίπατο τοὺς ἀγροὺς αὐτούς, ὅμως χωρὶς κατάχρησι, ἐπειδὴ βλέπουμε τὸν καιρὸ τῆς χρήσεως σύντομο, ἔτσι καὶ ὁ Ἀπόστολος καλῶς παραινεῖ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν κόσμον αὐτό, ὄχι ὅμως νὰ κάνωμε κατάχρησι. Διότι βλέπει ἀφ’ ἑνός τούς ἀοράτους ἐχθροὺς νὰ ἐπεμβαίνουν δεινῶς, ἀφ’ ἑτέρου τὴν προσδοκία τῆς φθορᾶς• «διότι», λέγει, «παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ παρόντα δὲν ὑπάρχουν οὐσιωδῶς, ἀλλά, ὅπως τὸ εἶπε, μόνο σχῆμα ἔχουν, καὶ γίνονται μέν, ὅμως δὲν εἶναι, φαίνονται γιὰ λίγο καὶ παρέρχονται• καὶ ἂν θελήση κάποιος νὰ τὰ κατέχη, δὲν θὰ ἠμπορέση ποτέ, ὅπως ἡ θερινὴ ἄγονος νεφέλη, ἡ ὁποία διώκεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ παρέρχεται σὰν σκιά. Ἡ παραίνεσις αὐτὴ γίνεται μόνον, γιὰ νὰ γίνη φανερὰ ἡ πρόθεσις τοῦ καθενὸς καὶ γιὰ νὰ δώση σημάδι τῆς ἐπιγνώσεως τῶν διδαγμάτων τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν θελήση κάποιος νὰ κατέχη τὰ παρόντα, αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν γιὰ δυὸ λόγους: διότι ὄχι μόνον ὁ κόσμος αὐτὸς παρέρχεται, ἀλλὰ καὶ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸν κόσμον αὐτόν, μερικὲς φορὲς παρέρχεται καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ὑπάρχοντά του.
Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σὰν νὰ βαδίζη σὲ κάποια ὁδὸ ποὺ καὶ αὐτὴ κινεῖται πολυειδῶς καὶ παρέρχεται ἀπὸ αὐτὸν καὶ συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἤ τὸν προφθάνει ἡ ὁδὸς καὶ δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ κατέχη ἐκεῖνα ποὺ κατεῖχε, ἤ αὐτὸς προφθάνει καὶ δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ κατέχη τὰ βιοτικά• διότι, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός, εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὰ βιοτικά, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ αὐτὰ τρεπτά. Ἤ λοιπὸν τρέπεται πολυτρόπως ὡς συνδεδεμένος μὲ τὰ τρεπτὰ καὶ χάνει ὅσα κατεῖχε, πλοῦτον ἴσως, δόξα ἤ εὐθυμία, ἤ ἀποθνήσκοντας προφθάνει νὰ ἐπιφέρη στὸν ἑαυτὸ του κεφαλαιωδέστερη τροπὴ καὶ ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας σὲ ἄλλους τὰ παρόντα καὶ τὶς ἐλπίδες ποὺ εἶχε γι’ αὐτά. Ἴσως στὰ τέκνα του; ἀλλὰ ποὶα εὐχαρίστησις θὰ προκύψη ἀπὸ αὐτό; Αὐτὸς μὲν δὲν ἔχει πλέον καμμίαν αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τὰ δὲ τέκνα του θὰ πέσουν κι αὐτὰ μὲ τὸν ἴδιο ἤ μὲ ἄλλον τρόπο.
Αὐτὰ εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρι καὶ τὴν φιλανθρωπία αὐτοῦ ποὺ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη ὑπὲρ ἡμῶν, ὄχι μόνον ἕως ἐμᾶς, ἀλλὰ μέχρι καὶ τὶς ἔγκλειστες στὰ καταχθόνια ψυχές• ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἐκεῖ ἀνῆλθε πάλι δι’ Ἀναστάσεως καὶ ἀναβιώσεως καὶ προσέφερε σ’ ἐμᾶς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν γνῶσι καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καὶ ἀϊδίων, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ στὰ ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.