Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Χτὲς ὅμως ἔμαθα, ὅτι ὁ Τάκης, ὁ γλυκὸς τρελός μου, ὁ φανταστικός μου τροχονόμος ΠΕΘΑΝΕ!! Τὸν χτύπησε αὐτοκίνητο! Ἄ ρὲ Τάκη, φανταστικὲ καὶ γλυκύτατέ μου τροχονόμε, τέτοιος θάνατός σοῦ ἔπρεπε ἐσένα. Τροχονόμος νὰ πεθαίνει ἀπὸ αὐτοκίνητο. Δὲν ξέρω πόσοι θὰ σὲ κλάψουν Τάκη μου. Ἐγὼ πάντως δὲν θὰ σὲ κλάψω. Δὲν πέθανες γιὰ ἐμένα. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ψυχὲς σὰν τὴν δική σου. Ἁπλά, πηγαίνεις ἀπὸ ΕΔΩ ΕΚΕΙ. Τώρα γιὰ ἐμένα σίγουρα εἶσαι λουσμένος στὸ θεϊκὸ φῶς – μόνο τέτοιο ἀξίζει στὴν ψυχούλα σου- στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατερούλη σου. Καὶ ἂς ἤσουν 1,95 μαντράχαλος!!

Ὁ Τάκης ὁ ψηλός…..

 
(Ἕνας φίλος ἐκπαιδευτικός μᾶς προώθησε τὸ ἑξῆς κείμενο – μαρτυρία γιὰ ἕνα πρόσωπο ἀπὸ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε πολλά, τὸν Τάκη τὸν ψηλό.) 

Ἀπὸ μικρὸς ἤθελε νὰ γίνει τροχονόμος. Μεγάλωσε πιά, ἔγινε ὁλόκληρος ἄντρας καὶ κυκλοφοροῦσε μὲ μιά σφυρίχτρα στοὺς δρόμους τῆς Κατερίνης. Ὅλοι τὸν ξέρανε. Πολλοὺς τρελοὺς σὲ μιά μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη δὲν ἔχει, ὁπότε ὅλοι οἱ τρελοί τοῦ χωριοῦ καὶ τῆς πόλης εἶναι διάσημοι.

Διάσημος ἦταν καὶ ὁ Τάκης. Σὲ ὧρες κυκλοφοριακῆς συμφόρησης, ἔβγαζε τὴν σφυρίχτρα του καὶ ρύθμιζε τὴν κυκλοφορία. Κανεὶς δὲν βρέθηκε νὰ τὸν κατηγορήσει γιὰ ἀντιποίηση ἀρχῆς. Ὄχι, ὁ Τάκης ἦταν ὡραῖος τρελός. Τὸν Τάκη τὸν γνώρισα πολὺ καλά. Φτωχόπαιδο ἦταν, ὁπότε ὅσο μποροῦσε δούλευε. Καὶ δούλευε σκληρά!! Πάρα πολλὲς φορές, ἐρχόταν ὡς ἐργάτης στὸ φορτηγό τοῦ πατέρα μου, γιὰ φόρτωμα καὶ ξεφόρτωμα. Ἔχω περάσει κι ἐγὼ δὲν ξέρω πόσες μέρες καὶ βράδια μαζὶ μὲ τὸν Τάκη στὴν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ τοῦ πατέρα μου, φορτώνοντας καὶ ξεφορτώνοντας ὅ,τι βάζει ὁ νοῦς σας. Οἰκοσκευὲς σὲ μετακομίσεις, φράουλες στὴν κεντρικὴ λαχαναγορὰ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλουμίνια, ὅ,τι θέλετε. Χιλιόμετρα πολλά, ὧρες ἀτέλειωτες, ζυμωμένες μὲ τὸν κάματο. Πόσες φορὲς τὸν ἔχω δεῖ κάθιδρο, νὰ γονατίζει ἀπὸ τὸ βάρος καὶ τὴν κούραση.

Ἀλλά, σκυλὶ ὁ Τάκης!! Μία φορά δὲν τὸν ἔχω ἀκούσει νὰ βρίζει, νὰ βαρυγκομᾶ, νὰ διαμαρτύρεται! Μονάχα τὸν ἔχω δεῖ πάρα πολλὲς φορὲς νὰ βγάζει στὴν κατάλληλη ὥρα τὴν σφυρίχτρα του καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸν πατέρα μου στὶς διάφορες μανοῦβρες μὲ τὸ φορτηγό. Φρρρρρρ, φανταστικὸς τροχονόμος ὁ Τάκης, μόνο ποὺ τοῦ ἔλειπε τὸ μυαλό. Ἔχετε δεῖ ὅμως τρελὸ εὐγενέστατο; Φαντάζομαι πὼς ὄχι. Τέτοιος ἦταν ὁ Τάκης. Τὸν ἐκμεταλλεύονταν πολλοί. Τὸν ἔβαζαν καὶ δούλευε καὶ τὸν πληρώνανε ψίχουλα. Δὲν διαμαρτυρόταν ποτέ. Μία φορά μόνο, θυμᾶμαι τὴν Μανούλα του ποὺ παρακαλοῦσε τὸν πατέρα μου νὰ τὸν παίρνει μαζί του στὴ δουλειὰ γιατί αὐτὸς δὲν τὸν κορόιδευε. Καὶ τί ἐντύπωση μοῦ ἔκανε, πού δὲν τοῦ ἔδινε ὁ πατέρας μου τὸ μεροκάματό του στὸν ἴδιο ἀλλὰ στὴν μητέρα του! Ἡ συνηθισμένη πλάκα πού τοῦ ἔκαναν;

-Ἄ ρὲ Τάκη, εἶσαι λίγο ἄτυχος. Παραλίγο θὰ σὲ ἔπαιρναν στὴν τροχαία, ἀλλὰ σὲ πιάνει τὸ ὅριο ἡλικίας. Κρίμα ρὲ Τάκη. Ἀλλὰ μήπως νὰ δοκιμάσουμε βάζοντας μέσο; (πνιχτὰ γέλια στὴν ὁμήγυρη).

Κουνοῦσε ἀθῶα τὸ κεφάλι του ὁ Τάκης, συμφωνώντας. Κοιτοῦσε μὲ τὸ ἄδολο βλέμμα του, ποὺ δὲν ἔκρυβε τίποτα ἐντελῶς. Καθρέφτης τὰ μάτια του. Τί ἀθωότητα Θεέ μου. Ξεχείλιζε. Πάντα χαρούμενος ὁ Τάκης. Ἐκτὸς ἀπὸ μιά φορά. Ἕνα μεσημέρι, κάπου πήγαινε μὲ τὸ ποδήλατό του, ἕνα ποδήλατο παλιό, κατοχικό. Περνώντας ἀπὸ τὸ πρακτορεῖο λεωφορείων τῆς Κατερίνης βρῆκε μία γριούλα χωριάτισσα νὰ κλαίει. Σταματάει καὶ τῆς λέει:

-Τί ἔχεις γιαγιά, γιατί κλαῖς;

-Πρέπει παιδί μου νὰ πάω αὐτὰ τὰ φάρμακα στὸν παπποὺ στὸ χωριό, ἀλλὰ ἔχασα τὸ λεωφορεῖο. Τὸ ἑπόμενο θὰ φύγει σὲ 3 ὧρες καὶ ὁ παπποὺς πρέπει νὰ πάρει τὰ φάρμακά του γρήγορα. Δὲν ἔχω ὅμως λεφτὰ γιὰ νὰ πάρω ταξὶ καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Κλαίει ἡ γιαγιά.

Ὁ Τάκης, δὲν εἶχε καὶ αὐτὸς λεφτά. Τί πείραζε ὅμως; Παίρνει τὴ σακούλα μὲ τὰ φάρμακα, καβαλάει τὸ βαρὺ παλιό του ποδήλατο καὶ φεύγει γρήγορα γρήγορα γιὰ τὸ χωριό, τὸ ὁποῖο νὰ σημειωθεῖ ἀπεῖχε 16 χιλιόμετρα!! Καλὰ μέχρι ἐδῶ. Μόνο ποὺ σὲ ὅλη τή διαδρομή, ὁ Τάκης πλάνταξε στὸ κλάμα!!! Ἔκλαιγε σὰ μικρὸ παιδί. Φοβόταν μήπως δὲν προλάβει. Βρὲ τί κάνει τὸ μυαλό. Πολλὰ δὲν τὰ καταλάβαινε, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ κατάλαβε καὶ τὸ ἔζησε σὲ πλήρη ἔνταση καὶ ἀγωνία. Πάντα χαρούμενος ὁ Τάκης, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴν περίπτωση.

Ὥσπου ἔχασε τὸν πατέρα του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔχασα καὶ τὸν δικό μου πατέρα ξαφνικὰ στὰ 45 του. Οἱ πατεράδες μας στὸ νεκροταφεῖο γείτονες, δυὸ τάφους στὰ ἀριστερά τοῦ δικοῦ μου. Ἄρχισε ὁ Τάκης νὰ πηγαίνει καθημερινά, μαζί…. μὲ τὴν καρέκλα του!!! Καθότανε καὶ ἔκανε παρέα στὸν ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ του, ἕναν ἀπὸ τοὺς προστάτες του σὲ αὐτὴ τὴν ζωή. Μὲ τὶς ὧρες καθόταν καὶ τοῦ μιλοῦσε γιὰ ὅτι τὸν ἀπασχολοῦσε, τὸν μάλωνε γιατί δὲν πρόσεξε καὶ πέθανε, ἔκανε καὶ ἔλεγε διάφορα. Ἀλλὰ ποιὸς τοῦ ἔδινε σημασία, ἂν γιὰ τὸν Τάκη ὁ πατέρας του ἦταν ζωντανός; Εἴπαμε ἦταν τρελὸς ὁ Τάκης.

Ἀλλὰ εἶπα γιὰ τὸν πατέρα του μόνο; Ὄχι, καὶ τὸν πατέρα μου τὸν θεωροῦσε ζωντανό. Κάθε χρόνο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου θὰ ἐρχόταν στὸ σπίτι μας νὰ μᾶς εὐχηθεῖ γιὰ τὴν γιορτὴ τοῦ πατέρα μου. Καὶ ἂς εἶχε χρόνια ποὺ πέθανε. Τί σημασία εἶχε αὐτὸ γιὰ τὸν Τάκη; Ἐρχόταν, καθόταν σὲ μία πολυθρόνα στὸ σαλόνι, θὰ ἦταν ὅπως πάντα χαμογελαστὸς καὶ εὐπροσήγορος καὶ ἂς μὴν καταλάβαινε καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ λέγαμε. Καὶ τὸ κυριότερο, ΔΕΝ ἔφευγε ἂν δὲν τὸν κερνούσαμε γλυκό. Ἄρα, ἔπρεπε στὴν γιορτὴ τοῦ νεκροῦ πατέρα νὰ ἔχουμε γλυκὰ γιατί θὰ ἐρχόταν ὁ Τάκης!!

Πέρασε ὁ καιρός, χαθήκαμε, ἐγὼ στὴ Θεσσαλονίκη αὐτὸς στὴν Κατερίνη. Σὲ κάποια νυχτερινὴ ἔξοδο σὲ κέντρο διασκεδάσεως στὴν Κατερίνη, ξανασυνάντησα τὸν Τάκη. Πῶς ὅμως. Ὡς τροχονόμο!!! Τὸν προσέλαβαν στὸ νυκτερινὸ μαγαζί, τὸν ἔντυσαν τροχονόμο. Εἶχε ὅλα τὰ καλούδια! Λευκὰ γάντια, πηλήκιο, ζώνη δερμάτινη λευκὴ φωσφορίζουσα, σφυρίχτρα, τὰ πάντα. Ἄρχοντας ὁ Τάκης ὡς τροχονόμος στὸ πάρκινκ τοῦ νυκτερινοῦ κέντρου. Ζοῦσε ἐπιτέλους τὸ ὄνειρό του. Ἦταν εὐτυχισμένος. Ἦρθε καὶ ἡ δική μου ἡ σειρὰ νὰ μὲ ἐξυπηρετήσει. Θὰ ἔπρεπε νὰ βρεῖ θέση γιὰ τὸ αὐτοκίνητό μου, νὰ μὲ καθοδηγήσει στὶς μανοῦβρες μου. Ὁ Τάκης ὅμως τώρα ἦταν ἐν ὤρᾳ ὑπηρεσίας. Βαριὰ ἡ εὐθύνη του στοὺς ὤμους. Περίμεναν καὶ ἄλλοι ἀπὸ πίσω. Μοῦ χαμογέλασε, ἀλλὰ μὲ κοφτὲς ἀποφασιστικὲς κινήσεις ἑνὸς γνησίου τροχονόμου μοῦ δείχνει τὸ ποῦ πρέπει νὰ κατευθυνθῶ. Φρρρρρρρρ!!!!! Μοῦ πῆρε τὰ αὐτιά. Δὲν εἶχε χρόνο γιὰ κουτσομπολιό. Δὲν πειράζει.

Ἔτσι τὸν ἤξερα τὸν Τάκη, ὥσπου ἔμαθα ἀπὸ τὴν τηλεόραση(!!!) καὶ κάτι ἄλλο γιὰ τὸν Τάκη ποὺ τόσα χρόνια τὸ ἀγνοούσαμε ὅλοι!! Ξαφνικὰ τὸν βλέπω στὶς εἰδήσεις, κάποιος δημοσιογράφος νὰ τοῦ λέει διάφορες ἀπίθανες ἡμερομηνίες καὶ ΑΜΕΣΩΣ ὁ Τάκης νὰ τοῦ λέει τί ἡμέρα ἦταν!! Πολὺ ἐντυπωσιακό. Τί παιχνίδια κάνει τὸ μυαλὸ ἀλήθεια! Νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ τοῦ πεῖς, ἀλλὰ νὰ σὲ τρελαίνει μὲ αὐτὸ του τὸ χάρισμα. Προχτὲς ἔμαθα ὅτι τὸν εἶχε στὴν ἐκπομπή της ἡ Ἀννίτα Πάνια στὴν γνωστὴ ἐκπομπή της. Δὲν τὴν εἶδα, μοῦ τὴν ἔγραψαν ὅμως. Θὰ τὴ δῶ. Εἶμαι σίγουρος, θὰ σὲ κορόιδεψαν, θὰ σὲ χλεύασαν, θὰ σὲ χρησιμοποίησαν γιὰ τηλεθέαση. Δὲν πειράζει, αὐτὰ ἐσὺ δὲν τὰ καταλαβαίνεις. Εἴπαμε εἶσαι τρελός.

Χτὲς ὅμως ἔμαθα, ὅτι ὁ Τάκης, ὁ γλυκὸς τρελός μου, ὁ φανταστικός μου τροχονόμος ΠΕΘΑΝΕ!! Τὸν χτύπησε αὐτοκίνητο! Ἄ ρὲ Τάκη, φανταστικὲ καὶ γλυκύτατέ μου τροχονόμε, τέτοιος θάνατός σοῦ ἔπρεπε ἐσένα. Τροχονόμος νὰ πεθαίνει ἀπὸ αὐτοκίνητο. Δὲν ξέρω πόσοι θὰ σὲ κλάψουν Τάκη μου. Ἐγὼ πάντως δὲν θὰ σὲ κλάψω. Δὲν πέθανες γιὰ ἐμένα. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ψυχὲς σὰν τὴν δική σου. Ἁπλά, πηγαίνεις ἀπὸ ΕΔΩ ΕΚΕΙ. Τώρα γιὰ ἐμένα σίγουρα εἶσαι λουσμένος στὸ θεϊκὸ φῶς – μόνο τέτοιο ἀξίζει στὴν ψυχούλα σου- στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατερούλη σου. Καὶ ἂς ἤσουν 1,95 μαντράχαλος!!

Θὰ σὲ τιμήσω Τάκη μου, θὰ σὲ βάλω στὸ μάθημά μου στὸ σχολεῖο. Μόνο ποὺ δὲν ξέρω σὲ ποιὸ μάθημα νὰ σὲ πρωτοχρησιμοποιήσω. Νὰ σὲ βάλω στὸ μάθημα τῆς Γ Λυκείου, ἐκεῖ ξέρεις… γιὰ τὶς ἐκτρώσεις. Νὰ καταλάβουν τὰ παιδιὰ ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν περισσεύει, ἀλλὰ ἀντίθετα ὅλοι εἶναι μοναδικὰ πλάσματα, ποὺ ἔχουν πάρα πολλὰ νὰ μᾶς δώσουν, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλουμε ἐμεῖς.

Νὰ σὲ βάλω στὸ μάθημα τῆς Β΄ Λυκείου, ἐκεῖ πού λέει γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀνθρώπων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ τοὺς δείξω τί σημαίνει στὴν πράξη «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»;

Νὰ σὲ βάλω στὸ μάθημα πάλι τῆς Β΄ Λυκείου ἐκεῖ πού λέει γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου; Νὰ σὲ βάλω στὸ ἄλλο τὸ μάθημα πού λέει «Ὁ συνάνθρωπος ὡς ἀδελφός»;

Νὰ σὲ βάλω στὸ ἄλλο ποὺ λέει γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τὸν πόνο στὴ ζωή; Ὅσο σκέφτομαι ἀνακαλύπτω ρὲ Τάκη ὅτι μᾶς ἔδωσες πάρα πολλὰ μαθήματα. Μόνο ποὺ ἔχω μιά ἀπορία. Πῶς γίνεται ρὲ Τάκη νὰ εἶσαι τόσο τρελὸς καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνεις ἀπὸ κακία, ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ μπορεῖς νὰ μᾶς δώσεις τόσα μαθήματα; Μήπως ρὲ Τάκη μᾶς δούλευες καὶ δὲν τὸ καταλάβαμε; Μήπως νὰ σὲ βάλω καὶ στὸ μάθημα οἱ διὰ Χριστὸν Σαλοί;

Σήμερα στὸ σχολεῖο ἤμουν ἐπιτηρητὴς στὶς πανελλήνιες. Δὲν κρύβω ὅτι σὲ σκεφτόμουν ὅλη τὴν ὥρα. Ἄ ρὲ Τάκη, πόσο μὲ ἐπηρέασες στὴν ζωή μου νὰ ξερες. Σὲ εὐχαριστῶ πολύ, ποὺ ὑπῆρξες στὴ ζωή μου. Εἰς τὸ ἐπανιδεῖν λοιπόν, ἕως τότε δῶσε χαιρετίσματα καὶ στὸν πατέρα μου, ξέρω ὅτι τὸν ἀγαποῦσες πολύ.