Λόγος ἐπικήδειος εἰς τόν λόρδον Μπάϋρον

 

(Ἐξεφωνήθη ἐν Μεσολογγίῳ, τὴν ΙΟην Ἀπριλίου 1924)

Τί ἀνέλπιστον συμβεβηκός! Τί ἀξιοθρήνητον δυστύχημα! Ὀλίγος καιρὸς εἶναι ἀφ’ οὗ ὁ λαὸς τῆς πολύπαθης Ἑλλάδος, ὅλος χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις, ἐδέχθηκεν εἰς τοὺς κόλπους του τὸν ἐπίσημον τοῦτον ἄνδρα, καὶ σήμερον ὅλος θλίψις καὶ κατήφεια καταβρέχει τὸ νεκρικόν του κρεββάτι μὲ πικρότατα δάκρυα καὶ ὀδύρεται ἀπαρηγόρητα. Ὁ γλυκύτατος χαιρετισμὸς ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ἔγινεν ἄχαρις τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα εἰς τὰ χείλη τοῦ κάθε Ἕλληνος Χριστιανοῦ καί, ἀπαντώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, πρὶν τοῦ εὐχηθῆ τὲς καλὲς ἑορτές, ἐρωτοῦσε « πῶς εἶναι ὁ Μυλόρδος » ; Χιλιάδες ἄνθρωποι συναγμένοι νὰ δώσουν μεταξὺ τους τὸ θεῖον φίλημα τῆς ἀγάπης, εἰς τὴν εὐρύχωρην πεδιάδα ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς πόλεώς μας, ἐφαίνονταν ὅτι ἐσυνάχθηκαν μόνον καὶ μόνον νὰ παρακαλέσουν τὸν ἐλευθερωτὴν τοῦ παντὸς διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ συναγωνιστοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους μας.

Καὶ πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ συντριβὴ ἡ καρδία ὅλων; Νὰ μὴ καταπικραθοῦν ὅλων τὰ χείλη; Εὑρέθηκεν ἄλλην φοράν τὸ μέρος τοῦτο τῆς Ἑλλάδος εἰς περισσότερην χρείαν καὶ ἀνάγκην παρὰ εἰς τὴν ἐποχήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ πολυθρήνητος Μυλὸρδ Μπάϊρων ἐπέρασε μὲ κίνδυνον καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς του εἰς τὸ Μεσολόγγι; Καὶ τότε, καὶ εἰς ὅσον καιρὸν συνέζησε μαζί μας, δὲν ἐθεράπευσε τὸ πλουσιοπάροχόν του χέρι τὲς δεινότατες χρεῖες μας, χρεῖες ὅπου ἡ πτωχεία μας τὲς ἄφηνεν ἀδιόρθωτες; Πόσα ἄλλα καλά, πολὺ ἀκόμη μεγαλήτερα, ἐλπίζαμεν ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄνδρα; Καὶ σήμερον, ἀλοίμονον, σήμερον ὁ πικρὸς τάφος καταπίνει καὶ αὐτὸν καὶ τὲς ἐλπίδες μας !

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε τάχα, καθήμενος καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀναπαυόμενος καὶ χαιρόμενος τὰ καλὰ τῆς Εὐρώπης, νὰ τρέξη μὲ μόνην τὴν μεγαλοδωρίαν τῆς καρδίας του εἰς βοήθειάν μας; Τοῦτο ἀρκοῦσε διὰ ἡμᾶς, ἐπειδὴ ἡ δοκιμασμένη φρόνησις καὶ βαθεῖα ἐμπειρία τοῦ προέδρου τῆς Βουλῆς καὶ διοικητοῦ μας ἐξοικονομοῦσε μὲ μόνα τὰ μέσα αὐτὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν μερῶν τούτων. Ἀλλὰ ἂν ἀρκοῦσε τοῦτο διὰ ἡμᾶς, δὲν ἀρκοῦσεν, ὄχι, διὰ αὐτὸν.

Πλασμένος ἀπὸ τὴν φύσιν γιὰ νὰ ὑπερασπίζεται πάντοτε τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου καὶ ἂν τὰ ἔβλεπε καταπατημένα, γεννημένος εἰς ἐλεύθερον καὶ πάνσοφον ἔθνος, θρεμμένος ἀπὸ μικρὸς μὲ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν συγγραμμάτων τῶν ἀθανάτων προγόνων μας, τὰ ὅποια διδάσκουν, ὅσους ἠξεύρουν νὰ τὰ διαβάσουν, ὄχι μόνον τί εἶναι, ἀλλὰ καὶ τί πρέπει νὰ εἶναι καὶ τί ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἶδε τὸν ἐξαχρειωμένον, τὸν ἁλυσσοδεμένον ἄνθρωπον τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀποφασίση καὶ νὰ ἐπιχειρισθῇ νὰ συντρίψη τὲς φρικτὲς ἁλυσίδες του, καὶ τὰ συντρίμματα τῶν ἁλυσσίδων του νὰ κάμῃ κοφτερὰ σπαθιά, διὰ νὰ ξαναποχτήσῃ μὲ τὴν βίαν, ὅτι τοῦ ἅρπαξεν ἡ βία.

Εἶδε, καὶ ἄφησεν ὅλες τὲς πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἀπολαύσεις τῆς Εὐρώπης καὶ ἦλθε νὰ κακοπαθήσῃ καὶ νὰ ταλαιπωρηθῆ μαζί μας, συναγωνιζόμενος, ὄχι μόνον μὲ τὸν πλοῦτον του, τὸν ὁποῖον δὲν ἐλυπήθηκεν, ὄχι μόνον μὲ τὴν γνῶσιν του, τῆς ὁποίας μᾶς ἔδωκε τόσα σωτηριώδη σημεῖα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σπαθὶ του ἀκονισμένον, ἐναντίον τῆς τυραννίας καὶ τῆς βαρβαρότητος. Ἦλθεν, εἰς ἕνα λόγον, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῶν οἰκίων του, μὲ ἀπόφασιν νὰ ἀποθάνη εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τὴν Ἑλλάδα. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ συντριβῆ ὅλων μας ἡ καρδία διὰ τὴν στέρησιν ἑνὸς τοιούτου ἀνδρὸς ; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν τὴν στέρησίν του ὡς γενικὴν στέρησιν ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους;

Ἀλλὰ ἕως αὐτοῦ, ἀδελφοί, εἴδατε τὸν φιλελεύθερον, τὸν πλούσιον, τὸν ἀνδρεῖον ἄνθρωπον, τὸν ἀληθινὸν φιλέλληνα, εἴδατε τὸν εὐεργέτην. Τοῦτο φθάνει βέβαια διὰ νὰ μᾶς κινήση τὰ δάκρυα, δὲν φθάνει ὅμως, δὲν φθάνει, διὰ τὴν ὑπόληψίν του καὶ διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ἐνδόξου ἐπιχειρήματός του.

Αὐτός, τοῦ ὁποίου κλαίομεν τὸν θάνατον ἀπαρηγόρητα, εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ εἶδος του ἔδωκε τὸ ὄνομά του εἰς τὸν αἰῶνα μας. Ἡ εὐρυχωρία τοῦ πνεύματός του καὶ τὸ ὕψος τῆς φαντασίας του δὲν τὸν ἄφησαν νὰ πατήση τὰ λαμπρά, πλὴν κοινὰ ἴχνη τῆς φιλολογικῆς τῶν παλαιῶν δόξας. Ἔπιασε νέον δρόμον, δρόμον τὸν ὁποῖον ἡ γεροντικὴ πρόληψις ἐπροσπάθησε καὶ προσπαθεῖ ἀκόμη νὰ τὸν κλείση εἰς τὴν σοφὴν Εὐρώπην ἀλλὰ ζοῦν τὰ συγγράμματά του καὶ θὰ ζοῦν ὅσο ζῇ ὁ κόσμος. Θέλει μείνει πάντοτε ὁ δρόμος αὐτὸς ἀνοιχτός, ἐπειδὴ καὶ αὐτός, καθὼς καὶ ὁ ἄλλος, εἶναι δρόμος ἀληθινῆς δόξας.

Ἐδῶ παρατρέχω ὅσα μὲ βιάζει νὰ σᾶς κοινοποιήσω τὸ βαθὺ σέβας καὶ ὁ μεγάλος ἐνθουσιασμός, ὅπου πάντοτε ἔμπνευσεν εἰς τὴν καρδίαν μου ἡ ἀνάγνωσις τῶν συγγραμμάτων του καὶ τὸν ὁποῖον αἰσθάνομαι τώρα σφοδρότερον ἀπὸ ἄλλην φοράν. Ἐγκωμίασε καὶ ἐγκωμιάζει τὸν ποιητὴν τοῦ αἰῶνος μας ὅλη ἡ σοφὴ Εὐρώπη καὶ θέλει τὸν ἐγκωμιάσουν ὅλοι οἱ αἰῶνες, ἐπειδὴ ἐγεννήθηκε διὰ ὅλην τὴν Εὐρώπην καὶ διὰ ὅλους τους αἰῶνας.

Ἕνας ἄλλος συλλογισμός μοῦ ἔρχεται εἰς τὸν νοῦν, συλλογισμὸς τόσον ὀρθὸς καὶ ἀληθινὸς ὅσον προσαρμοσμένος εἰς τὴν περίστασιν τῆς Πατρίδος μας. Ἀκούσατε, Ἕλληνες, μὲ προσοχὴν αὐτὸν τὸν συλλογισμόν, ἐπειδὴ θέλω νὰ γενῆ καὶ συλλογισμὸς ἐδικός σας καὶ συλλογισμὸς παντοτεινός.

Πολλὰ ἐστάθησαν τὰ λαμπρὰ ἔθνη εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ ὀλιγώτατες οἱ ἐποχὲς τῆς ἀληθινῆς τους λαμπρότητος. Ἕνα ὅμως φαινόμενον, στοχάζομαι, λείπει ἀπὸ τὰ χρονικὰ ὅλου τοῦ λαμπροῦ κόσμου, φαινόμενον, τὸ ὁποῖον ἐδίσταζεν ἂν ποτὲ ἠμπορῆ νὰ φανῆ καὶ αὐτὸς ὁ παρατηρητικὸς νοῦς τῆς φιλοσοφίας.

Ὅλα σχεδὸν τὰ ἔθνη τῆς γῆς ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς εἰς τὰ χέρια τοῦ ἄλλου αὐθέντου. Κάποτε ἐκαλλιτέρευσαν, κάποτε ἐχειροτέρευσαν. Πουθενὰ ὅμως τὸ μάτι τοῦ ἱστορικοῦ δὲν εἶδε κανένα ἔθνος κατασκλαβομένον ἀπὸ βαρβάρους, καὶ μάλιστα βαρβάρους ριζωμένους ἀπὸ αἰῶνες εἰς αὐτὸ τὸ ἔθνος, δὲν τὸ εἶδε, λέγω, νὰ ξεσκλαβωθῆ ἀφ\’ ἑαυτοῦ του. Ἰδοὺ τὸ φαινόμενον. Τοῦτο σήμερον παρουσιάζεται κατὰ πρώτην φοράν εἰς τὸν κόσμον καὶ φαίνεται εἰς μοναχὴν τὴν Ἑλλάδα. Ναὶ εἰς μοναχὴν τὴν Ἑλλάδα φαίνεται. Τὸ βλέπει μακρόθεν ὁ φιλόσοφος καὶ χάνει τὸν δισταγμὸν του. Τὸ βλέπει ὁ ἱστορικὸς καὶ ἑτοιμάζεται νὰ τὸ διηγηθῆ ὡς νέαν ἀνακάλυψιν τῆς τύχης τῶν ἐθνῶν. Τὸ βλέπει ὁ πολιτικὸς καὶ γίνεται σκεπτικώτερος καὶ προφυλακτικώτερος. Τόσον παράδοξος εἶναι ὁ καιρὸς εἰς τὸν ὅποιον ζοῦμεν, ἀγαπητοί μου Ἕλληνες ! Ἡ ἐπανάστασις τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι ἐποχὴ τοῦ ἔθνους μας μόνον, εἶναι ἐποχὴ ὅλων τῶν αἰώνων, ἐπειδή, καθώς σᾶς εἶπα, εἶναι φαινόμενον μοναδικὸν εἰς τὴν πολιτικὴν κατάστασιν τῶν ἐθνῶν.

Αὐτὸ τὸ μοναδικὸν φαινόμενον ἐπαρατήρησεν ὁ μεγάλος νοῦς τοῦ μεγαλόφρονος, τοῦ πολυθρηνήτου Μπάϊρον καὶ ἠθέλησε νὰ ἑνώση τὴν ἀθάνατήν του δόξαν μὲ τὴν δόξαν σας καὶ νὰ ἐμβάση τὸ ὄνομά του εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν λαμπρῶν σας κατορθωμάτων. Δὲν ἔγιναν καὶ ἄλλες ἐπαναστάσεις ἐν ταῖς ἡμέραις του; Καμμίαν ὅμως δὲν ἠκολούθησε, καμμίαν δὲν ὑπερασπίσθη, ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ διαφορετικὸς ὁ χαρακτὴρ καὶ πολλὰ διαφορετικὴ ἡ φύσις τους. Ἡ μοναχὴ δόξα τῆς Ἑλλάδος ἦτο ἄξια δόξα διὰ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον δοξολογοῦν ὅλα τὰ σοφὰ στόματα. Βλέπετε λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, βλέπετε τί καιρὸν ζῆτε, εἰς τί ἀγῶνα ἐμβήκατε; Βλέπετε ὅτι μὲ τὴν δόξαν σας δὲν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῆ καμμία δόξα ἀπερασμένη; Οἱ φιλελεύθεροι, οἱ φιλάνθρωποι, οἱ φιλόσοφοι ὅλων τῶν ἐθνῶν, καὶ μάλιστα τῆς μεγαλόδωρος Ἰγκλιτέρας, σᾶς χαιρετοῦν ὅλα μακρόθεν, ὅλοι σᾶς συγχαίρονται, ὅλοι σᾶς ἐμψυχώνουν καὶ ὁ ποιητὴς τῶν καιρῶν μας, ἀγκαλιὰ καὶ στεφανωμένος ἀθανασίαν, ἐζήλευσε τὴν δόξαν σας καὶ ἦλθε προσωπικῶς νὰ ξεπλύνει μαζί σας μὲ τὸ αἷμα του τὰ μολυσμένα ἀπὸ τὴν τυραννίαν χώματά μας.

Γεννημένος εἰς τὴν λαμπροτάτην Μητρόπολην τῆς Λόντρας, εὐγενέστατος καὶ ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, πόσην χαρὰν αἰσθάνθηκε ἡ φιλελληνική του καρδία, ὅταν ἡ πτωχή μας πόλη, εἰς σημεῖον εὐγνωμοσύνης, τὸν ἐπολιτογράφησεν; Εἰς αὐτὸν τὸν ἀγῶνα τοῦ θανάτου του, ἤγουν εἰς τὴν στιγμήν, ὅταν κρυμμένη ἡ αἰωνιότης δείχνεται εἰς τὸν ἄνθρωπον εὑρισκόμενον εἰς τὰ ὅρια τῆς θνητῆς καὶ τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ὅταν, λέγω, ὅλος ὁ ὁρατὸς κόσμος φαίνεται ἕνα μόνον σημεῖον ὡς πρὸς τὰ λαμπρὰ ἔργα τῆς θείας Παντοδυναμίας, εἰς ἐκείνην τὴν φοβερὴν ὥραν ὁ πολυένδοξος τοῦτος νεκρός, ἀφίνοντας τὸν κόσμον ὄλον, ἐβάσταξεν εἰς τὸ στόμα του μοναχὰ δυὸ ὀνόματα: τῆς μονάκριβης καὶ πολυαγαπημένης του Κόρης καὶ τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὀνόματα, βαθιὰ ριζωμένα εἰς τὰ σπλάγχνα του, μήτε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ ἐξάλειψη. Θυγατέρα μου! εἶπεν. Ἑλλάδα! εἶπε, καὶ ἡ φωνὴ του ἔλειψε ! Ποὶα ἑλληνικὴ καρδία νὰ μὴ συντρίβεται ὅσες φορὲς ἐνθυμεῖται αὐτὴν τὴν περίστασιν;

Δεκτὰ βέβαια, ἀγαπητοί μου Ἕλληνες, πολὺ δεκτὰ εἶναι εἰς τὴν σκιὰν του τὰ δάκρυά μας, ἐπειδὴ εἶναι δάκρυα εἰλικρινῆ, δάκρυα τῶν κληρονόμων τῆς ἀγάπης του. Ἀλλὰ πολὺ δεκτότερα δι’ αὐτὸν θέλει εἶναι τὰ ἔργα μας διὰ τὴν πατρίδα, τὰ ὁποῖα, καὶ χωρισμένος ἀπὸ ἡμᾶς, θέλει παρατηρεῖ ἐπάνωθεν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, τοὺς ὁποίους ἄνοιξεν ἡ ἀρετή του. Αὐτὴν καὶ μοναχὴν τὴν εὐγνωμοσύνην γυρεύει ἀπὸ ἡμᾶς ἐν ταῖς εὐεργεσίαις του, αὐτὴν τὴν ἀνταμοιβὴν εἰς τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην του, αὐτὴν τὴν ἐλάφρωσιν εἰς τὲς ταλαιπωρίες του, αὐτὴν τὴν πληρωμὴν διὰ τὸν χαμὸν τῆς πολυτίμητης ζωῆς του.

Ὅταν, ἀγαπητοί μου Ἕλληνες, ἡ δύναμίς σας κατορθώση νὰ ἀποσυντρίψῃ τὰ χέρια ὅπου μᾶς ἁλυσσόδεναν, τὰ χέρια ὅπου ἁρπάζαν ἀπὸ τὲς ἀγκάλες μας τοὺς ἀδελφούς, τὰ τέκνα, τὴν κατάστασίν μας, τότε θέλει χαρῆ ἡ σκιὰ του, τότε θέλει ἀγαλλιασθῆ ἡ κόνις του. Ναί, εἰς τὴν μακαρίαν ἐκείνην ὥραν τοῦ εὐτυχισμένου τέλους τῶν ἀγώνων σας, ὁ Ἀρχιερεὺς θ’ ἁπλώνῃ τὴν ἱεράν του καὶ ἐλεύθερην δεξιὰν καὶ θὰ εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει τὸν πολυένδοξον τάφον του. Τὸ παλληκάρι, ζωσμένον τὸ σπαθί, ἀπὸ τὰ τυραννικὰ αἵματα βαμμένον, θὰ τὸν στολίζει μὲ δάφνες, ὁ πολιτικὸς μὲ ἐγκώμια, ὁ ποιητής, γυρμένος εἰς τὴν ἁρμονικώτατη ταφόπετραν, θὰ γίνεται ποιητικώτερος. Τότε ἀνθοστεφανωμένες οἱ Παρθένες τῆς Ἑλλάδος, τὴν μαγευτικὴν ὡραιότητα τῶν ὁποίων ἔψαλλεν ὁ πολυένδοξος συμπολίτης μας Μπάϊρων εἰς πολλὰ του ποιήματα, τότε τὰ ὡραῖα μας τέκνα, χωρὶς πλέον νὰ φοβοῦνται μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὰ ἁρπαχτικὰ χέρια τῶν τυράννων μας, θὰ σταίνουν χορὸν τριγύρω εἰς τὸν τάφον του, τραγουδῶντας τὰ κάλλη τῆς γῆς μας, τὰ ὁποῖα μὲ τόσην χάριν καὶ ἀλήθειαν ὁ ποιητὴς τοῦ αἰῶνος μας ἔψαλλεν.

Ἀλλὰ ποὶα ἰδέα λυπηρή μοῦ ἔρχεται τώρα εἰς τὸν νοῦν; μὲ ἐπλάνεσεν ἡ φαντασία μου, ἐνόμισα ὅτι βλέπω ὅσα ἡ καρδία μου ἐπιθυμεῖ. Ὑπόθεσα εὐλογίες Ἀρχιερέων, δαφνοστεφανώματα, ὕμνους, χοροὺς τριγύρω εἰς τὸν τάφον τοῦ εὐεργέτου τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλὰ ὁ τάφος αὐτὸς δὲν θέλει ἔχει μέσα του τὰ πολύτιμα λείψανα αὐτοῦ τοῦ εὐεργέτου ! Ἄδειος θὰ μείνη ὁ τάφος ! Τὸ σῶμα του ὀλίγες ἡμέρες ἀκόμη μένει εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς μας, τῆς νέας πατρίδος του. Δὲν παραδίδεται εἰς τὲς ἀγκάλες της. Μεταφέρεται εἰς τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ἐτίμησεν ἡ γέννησίς του.

Οἱ ἐδικές σου ἀγκάλες, ἀκριβή του καὶ πολυαγάπητη θυγατέρα, οἱ ἐδικές σου θὰ τὸ δεχθοῦν, τὰ δάκρυα τὰ ἐδικά σου θὰ παρηγορήσουν τὸν σωματοφόρον τάφον του καὶ τὰ δάκρυα τῶν ὀρφανῶν Ἑλλήνων θέλει χύνονται ἐπάνω εἰς τὴν θήκην τοῦ πολυτιμοτάτου πνεύμονός του καὶ ἐπάνω εἰς ὅλην τὴν γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδὴ ὅλη ἡ γῆ τῆς Ἑλλάδος εἶναι τάφος του.

Καθὼς εἰς αὐτὲς τὲς ὑστερινὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς του ἐσὲ καὶ τὴν Ἑλλάδα εἶχεν εἰς τὴν καρδίαν του καὶ εἰς τὰ χείλη του, δίκαιον ἦτο καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατόν του νὰ λάβη καὶ αὐτὴ μερίδιον ἀπὸ τὰ μεγαλοτίμητα λείψανά του. Ἡ πατρίδα του, τὸ Μεσολόγγι, σφιχταγκαλιάζει, ὡς σύμβολον τῆς ἀγάπης του, τὸν πνεύμονά του. Δέξου καὶ σύ, γλυκύτατε καρπὲ τῆς καρδίας τοῦ ἀποθανόντος, δέξου τὸ πτῶμα του. Τὴν καρδίαν του, τὰ ἐντόσθια του, σοῦ τὰ ξεπροβοδεῖ ἡ Ἑλλὰς ὅλη μαυροφορεμένη, ὅλη ἀπαρηγόρητη. Σοῦ τὰ ξεπροβοδεῖ μὲ ὅλην τὴν ἐκκλησιαστικήν, τὴν πολιτικὴν καὶ στρατιωτικὴν τιμὴν καὶ παράταξιν καὶ μὲ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν συμπολιτῶν του Μεσολογγιτῶν καὶ ὁμογενῶν του Ἑλλήνων.

Σοῦ τὰ ξεπροβοδεῖ στεφανωμένα μὲ τὴν εὐγνωμοσύνην της, παρηγορημένα μὲ τὰ δάκρυά της, συνοδευμένα μὲ τὲς θεόδεκτες εὐχὲς καὶ εὐλογίες τοῦ Πανιερωτάτου μας Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ ἀληθινοῦ ζηλωτοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους, κυρίου Πορφυρίου, τοῦ φιλοπάτριδος ἁγίου Ἐπισκόπου κὺρ Ἰωσὴφ καὶ ὅλου τοῦ Κλήρου. Μάθε, εὐγενεστάτη κόρη, μάθε ὅτι στρατηγοὶ τὰ ἐβάσταξαν εἰς τοὺς ὤμους τους καὶ τὰ ἔφεραν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Χιλιάδες Ἕλληνες στρατιῶται ἐσκέπαζαν τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μέρη τοῦ δρόμου, ὅθεν τὰ ἐδιάβαιναν, καὶ τὰ στόματα τῶν τουφεκιῶν, ὅπου ἐκατάφαγαν τόσους καὶ τόσους τυράννους, ἦταν ὅλα γυρμένα κατὰ τὴν γῆν, ὡσὰν νὰ ἤθελαν νὰ πολεμήσουν τὴν γῆν, ὅπου τοὺς ἅρπαξε τὸν εἰλικρινῆ φίλον τους. Ὅλα αὐτὰ τὰ πλήθη τῶν στρατιωτῶν, μὲ τὸ σπαθὶ τούτην τὴν στιγμὴν εἰς τὴν μέσην, μὲ τὸ τουφέκι εἰς τὸν ὦμον καὶ ἕτοιμοι νὰ ἐκστρατεύσουν ἐναντίον τοῦ ἀσπόνδου ἐχθροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, περικυκλώνουν τὸ νεκρικόν του κρεββάτι καὶ ὁρκίζονται ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ μὴ λησμονήσουν ποτὲ τὲς θυσίες τοῦ πατρός σου καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσουν νὰ πατηθῆ ἀπὸ βάρβαρον καὶ τυραννικὸν ποδάρι ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκονται τὰ ἀπομεινάρια του.

Χιλιάδες στόματα χριστιανικὰ ἀνοίγονται αὐτὴν τὴν στιγμὴν καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου ἀντιβοᾶ ὅλος ὕμνους, ὅλος ἱκεσίες, διὰ νὰ κατευοδωθοῦν τὰ σεβάσμια λείψανά του εἰς τὴν πατρικήν του γῆν καὶ νὰ ἀναπαυθῆ ἡ ψυχὴ του ὅπου οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται.