Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἐξακολουθεῖ καὶ συμπληρώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση μὲ κάτι τί μονότροπο καὶ σχεδὸν ἀκίνητο, μὲ κάποια χάρη καὶ συγκρατημὸ καὶ ἀφέλεια καὶ σοβαρότητα ποὺ δὲν τῆς λείπει τὸ χαμόγελο, καὶ μὲ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν τῆς ἀπολείπει ὁλότελα καὶ ἡ ἔγνοια τοῦ κοσμικοῦ· μὲ τρόπους καὶ μὲ θέματα, μὲ σκήματα καὶ μὲ μικρογραφήματα, μὲ ἱστορίες καὶ μὲ ζωγραφιὲς ποὺ θυμίζουν κάποιες «μινιατοῦρες» τῶν πατέρων μας μέσα στὰ Βαγγέλια καὶ στὰ προσευκητάρια, ὅ,τι πιὸ δέξιο καὶ ὅ,τι πιὸ λεπτότερο ἔχει νὰ δείξη ἡ βυζαντινὴ τέχνη κάθε φορὰ ποὺ μὲ λιγοστὰ μέσα κατορθώνει πολλὰ καὶ συγκινεῖ δυνατά· πιὸ κοντά, στ’ ἀποτελέσματα τοΰτα, μὲ τὴν κλασικὴ τέχνη, μὲ τὴν ἀρχαία τὴν ὀμορφιά.

  • !

    Πάντα ἔσταζε κάποιο μέλι ἀπὸ τὰ χείλη του, καὶ τὸ κοντύλι του, ἔτσι ἄκοπα, ἄνετα, ἀπρόσεχτα, μὲ δυὸ τρεῖς μολυβιές μας ἄφινε στὸ χαρτὶ ἀξέχαστα «σκίτσα», ποὺ τὸ στόμα τους ἤθελε φιλί, καὶ τὰ μάτια τους γύρευαν ἀγάπη καὶ μᾶς τραβοῦσε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπάνου στὰ γραμμένα του καὶ μᾶς ἀντάμωνε ἀδερφώνοντάς μας μὲ τὴ συγκίνηση καὶ μὲ τὴ συμπάθεια. Τέτοιος εἶναι ὁ τεχνίτης.

Ὁ Παπαδιαμάντης


 
\"\" 

Μέρος Πρώτο

Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε, μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς. Μέσα στὸ ἔργο του, τὸ ἁπλὸ καὶ τὸ ἀστόχαστο, ποὺ συνεχίζει καὶ τελειώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση σὲ κάποια της σημαντικὰ στοιχεῖα, καὶ στὰ καλὰ καὶ στὰ πονηρά, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ νεκρά της γλώσσας καὶ τοῦ ὕφους, τὰ σπαρμένα μέσα ἐκεῖ καὶ κρατημένα μὲ κάποιο πεῖσμα καὶ μὲ κάποια ἀντίσταση καὶ μὲ ὅλη τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀναθρεμμένου καλογερικά, μὲ τὴ μνήμη του καὶ μὲ τὴν καρδιὰ του γιομάτη ἀπὸ βιβλικὰ ρητὰ καὶ λειτουργικὰ τροπάρια. Ἐξακολουθεῖ καὶ συμπληρώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση μὲ κάτι τί μονότροπο καὶ σχεδὸν ἀκίνητο, μὲ κάποια χάρη καὶ συγκρατημὸ καὶ ἀφέλεια καὶ σοβαρότητα ποὺ δὲν τῆς λείπει τὸ χαμόγελο, καὶ μὲ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν τῆς ἀπολείπει ὁλότελα καὶ ἡ ἔγνοια τοῦ κοσμικοῦ· μὲ τρόπους καὶ μὲ θέματα, μὲ σκήματα καὶ μὲ μικρογραφήματα, μὲ ἱστορίες καὶ μὲ ζωγραφιὲς ποὺ θυμίζουν κάποιες «μινιατοῦρες» τῶν πατέρων μας μέσα στὰ Βαγγέλια καὶ στὰ προσευκητάρια, ὅ,τι πιὸ δέξιο καὶ ὅ,τι πιὸ λεπτότερο ἔχει νὰ δείξη ἡ βυζαντινὴ τέχνη κάθε φορὰ ποὺ μὲ λιγοστὰ μέσα κατορθώνει πολλὰ καὶ συγκινεῖ δυνατά· πιὸ κοντά, στ\’ ἀποτελέσματα τοΰτα, μὲ τὴν κλασικὴ τέχνη, μὲ τὴν ἀρχαία τὴν ὀμορφιά.

Τὸ ἔργο τοῦτο εἶναι μαζὶ δροσολογημένο ἀπὸ τὸ γλυκοχάραμα τῶν νέων καιρῶν. Ὁ καλόγερος ποιητής, σκεδιάζοντας συχνὰ πυκνὰ «τὰ γερὰ ἑλληνικά» τοῦ σκολειοῦ του γιὰ νὰ διαβαστῆ ἀπό τους, σὰν ἐκεῖνον, γραμματισμένους, καθὼς φαντάζεται, καὶ διαβασμένους ἀναγνῶστες του, ὁ ποιητὴς αὐτὸς εἶναι διπρόσωπος.

Μὲ τὴν ψυχὴ του τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν εἶναι ξεραμένη ἀπὸ τοῦ σκολειοῦ τὴν παράδοση, βλέπει, κουβεντιάζει, ἀνασταίνει, χρωματίζει, κάνει μουσικὴ τὴ σκέψη του, ἀνοίγει τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ του γιὰ νἄμπη καθαρὸ μέσα του τὸ ἑλληνικὸ τὸ φῶς, ὁ ἑλληνικὸς ὁ ἀέρας, ἀνοίγει διάπλατες τὶς πόρτες του, γιὰ νὰ μπῆ μέσα στὸ σπίτι του καὶ νὰ καθήσῃ καὶ νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ κλάψῃ καὶ νὰ χορέψῃ καὶ νὰ ζωγραφιστῇ καὶ νὰ ζήσῃ διαλεμένη, ξεκαθαρισμένη, μὰ πάντα, χωρὶς πόζα, χωρὶς ρητορική, χωρὶς καμιὰν ἔγνοια νὰ φαντάξῃ καὶ νὰ δειχτῇ, καὶ γιὰ τοῦτο σημαντικώτερη καὶ ἀληθινώτερη, ἁπαλὴ κι εὐγενικὴ πάντα κι ἐκεῖ ποὺ σὰν πρόστυχη φέρνεται κι ἐκεῖ ποὺ σὰν ἀκάθαρτη ξεμυτίζει, ἡ Ρωμιοσύνη(1) κάποιων τόπων μας, μέσα στὰ νησιά μας, στὶς ἥμερες ἀκρογιαλιές μας, στὰ ζωγραφισμένα μας βουνά, στὰ ζαφειρένια μας κύματα, στὰ πρασινισμένα μας τὰ καλύβια, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἄνθρωποι φτωχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἀκέριοι καὶ ἁγνοὶ καὶ παραστατικοὶ μέσα στὰ πάθη τους, στὶς ἀγάπες τους, στὰ γλέντια τους καὶ στὰ μεθύσια τους, στὸ σάλεμα καὶ στὴν ἀκινησία τους, στὴν ταπεινότητα καὶ στὴ μικρότητά τους.

Ὁ Παπαδιαμάντης ὁ μεγάλος ζωγράφος τῶν ταπεινῶν. Ὁ ἱστοριστὴς τῶν Θαλασσινῶν Εἰδυλλίων(2) , ὁ ἀπέριττος καὶ ἀσκημάτιστος κι ἑλκυστικὸς κι εὐκολοδιάβαστος καὶ ξεχωριστὸς ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸ τεχνικὸ τὸ ξετύλιμα τῶν ἱστοριῶν του, πρὸς ὅ,τι ὀνομάζεται συμμετρία καὶ σύνθεση. Ἁπαλὸς καὶ ἀφρόντιστος αὐτοσπουδαστής, ποὺ τραγουδᾶ πιὸ πολὺ καὶ ποὺ δημοσιογραφεῖ, παρὰ ποὺ χτίζει καὶ ποὺ καλλιτεχνεῖ τὶς ἱστορίες του· κάτι τί ἀντίθετο πρὸς τὸν ἄλλον του τὸν ὁμότεχνο καὶ τὸν ἀντίμαχο, πρὸς τὸν Καρκαβίτσα, τὸν τραχύ, τὸ φροντισμένο, τὸ δουλευτή, τὸν ἠρωικὸ δημοτικιστή, πού μας ἐπιβάλλεται μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς δύναμης, ἐκεῖ ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης μας κυριεύει μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς χάρης. Μὰ μήπως ἡ δύναμη δὲν εἶναι χάρη; Καὶ μήπως ἡ χάρη δὲν κρύβει κάποια δική της δύναμη;

Τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ μαζὶ ἐκκλησιαστικὸ καὶ κοσμικό, βυζαντινὸ καὶ ἀνθρώπινο, κάτι τί διδαχτικὸ καὶ κυματιστό, γελαστὸ καὶ μελαγχολικό, τὸ λυρικὸ καὶ τὸ δραματικό, τὸ δίγλωσσο καὶ δίψυχο, δείχνει, καὶ μὲ τὰ στοιχεῖα του αὐτά, ζωηρότερο, ἀπὸ ἄλλα ἔργα, τὴν κατάσταση τῆς νέας ἑλληνικῆς ψυχῆς· εἶναι κείμενο καὶ μαρτυρικὸ γιὰ τὸν ἰστορικὸ καὶ τὸ μελετητὴ τῶν πραγμάτων μας καὶ τῶν καιρῶν μας ἀσύγκριτα σπουδαιότερο ἀπὸ τὶς βουλές καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους μας. Ἀπὸ τὸν καιρό, ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, ποὺ πρόβαλε μὲ τὸ Χρῆστο Μηλιόνη (3) καὶ μὲ τὴ Γυφτοπούλα του, ἴσα μὲ τὰ τελευταῖα του ἔργα(4) , ὁ ποιητὴς αὐτὸς ὁ περίφημος καὶ ὁ ἀτύπωτος, ὁ χριστιανὸς καὶ ὁ ἀλκοολικός, ὁ ψάλτης τοῦ ναοῦ καὶ ὁ πιστός τῆς ταβέρνας, ὁ λατρευόμενος ἀπὸ τοὺς νέους γύρω του καὶ ὁ ἀπλησίαστος, ὁ ντυμένος σὰ ζητιάνος, καὶ ὁ ἐμπνευσμένος σὰν ἀπὸ τὴ μοσκοβολιὰ δροσερώτατων μενεξέδων, ὁ ἀκάθαρτος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ γλυκύτατος τραγουδιστὴς τοῦ Φτωχοῦ Ἅγιου καὶ τῆς Νοσταλγοῦ, εἶδος τί Βερλαίν, μὰ πιὸ πολὺ κανονικός, μὰ λευκὸς στὴ ζωή του ὅσο δὲν ἦταν ὁ μεγάλος Φράγκος ὁμόφυλός του· ἴσα μὲ τὰ τώρα, ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε περιφρονημένος καὶ δοξασμένος, μοναχικὸς καὶ καταφρονητικός, ὅσιος καὶ ἀλήτης. Μὰ πάντα ἔσταζε κάποιο μέλι ἀπὸ τὰ χείλη του, καὶ τὸ κοντύλι του, ἔτσι ἄκοπα, ἄνετα, ἀπρόσεχτα, μὲ δυὸ τρεῖς μολυβιές μᾶς ἄφινε στὸ χαρτὶ ἀξέχαστα «σκίτσα», ποὺ τὸ στόμα τους ἤθελε φιλί, καὶ τὰ μάτια τους γύρευαν ἀγάπη καὶ μᾶς τραβοῦσε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπάνου στὰ γραμμένα του καὶ μᾶς ἀντάμωνε ἀδερφώνοντάς μας μὲ τὴ συγκίνηση καὶ μὲ τὴ συμπάθεια. Τέτοιος εἶναι ὁ τεχνίτης.

——————————————————————————

Σημειώσεις

1. Ὁ συγγραφεὺς χρησιμοποιεῖ μιὰ Ἑλληνικὴ λέξη ποὺ ἀνεπαρκῶς μεταφράζουμε romaisme, διότι δηλώνει τοὺς νέους Ἕλληνες, ἰδίως τὸν λαό, μὲ τὴν γλῶσσα του, τὰ ἔθιμά του, τὸ πῶς σκέπτεται, πῶς βλέπει, πῶς κρίνει, τὴν πρωτόγονη ἁπλότητά του ποὺ περιέχει συγχρόνως ἁπλοϊκότητα ἀλλὰ καὶ εὐφυῆ πανουργία.(Σημείωμα τοῦ μεταφραστῆ).

2. Καὶ αὐτὸς εἶναι ο τίτλος ποὺ ἤθελε νὰ δώση στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του.

3. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες του διηγηματογραφικὲς προσπάθειες μὲ πρωταγωνιστῆ τὸν περίφημο Κλέφτη, τὸν ἐχθρὸ τῶν Τούρκων.

4. Μέχρι τὴ Φόνισσα (ψυχολογικὴ ἀνάλυση ποὺ ἀφ\’ ἑνὸς ὁδηγεῖ στὸ ἔγκλημα καὶ ἀφ\’ ἕτερου σὲ ἀπύθμενα καὶ μυστηριώδη βάθη, στὰ ὁποῖα ὁ συγγραφεὺς πασχίζει νὰ ἐμβαθύνη, νὰ προεκτείνη καὶ νὰ ρυθμίση τὴν τέχνη του, ἐπιζητώντας συγχρόνως νὰ βουτήξη τὴν πέννα του μέσα σὲ λίγο χρῶμα ἀπ\’ τὸν οὐρανὸ τῆς Ρωσσίας).

\"\"
 
Μέρος Δεύτερο
Στὴν τύχη δανείζομαι ἀντιπροσωπευτικὰ στοιχεῖα καὶ λεπτομέρειες ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ τὴ σύντομη βιογραφία, βιογραφία κριτικὴ καὶ πολὺ πληροφορημένη ποὺ ἒγράψε ὁ Μ.Ζερβός,(5) δίκην προλόγου, στὰ Ἅπαντα τοῦ συγγραφέα ποὺ τυπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Φέξη στὴν Ἀθήνα.

Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στὴν Σκιάθο τὸ 1851 ὅπου ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Ἡ Σκιάθος, μικρόνησος ἁπλωμένη εἰς τὴν ἀρχὴ τοῦ πορθμοῦ Τρίκερι, χωρίζει τὴν Εὔβοια ἀπὸ τὸ Πήλιο, καὶ εἶναι γόνιμος, πολύφυτος καὶ γραφική. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε ἐκεῖ τὰ δεκαέξη πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Συχνὰ ξαναγύριζε καὶ συναντοῦσε τοὺς παλιούς του φίλους στὰ γνώριμα μονοπάτια, στοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ ἀκρογιάλια. Ἡ οἰκογένειά του, πιθανότατα Βυζαντινὴ παλαιόθεν, ἀπὸ τὸν Μυστρᾶ τῆς Πελοποννήσου, ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκιάθο κατὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔμαθε γαλλικὰ καὶ ἀγγλικὰ αὐτοδίδακτος. Διὰ τοὺς ἀρχαίους \”Ἕλληνας συγγραφεῖς εἶχεν ἀνέκαθεν μέγα ἐνδιαφέρον καὶ πολὺν ἐνθουσιασμόν. Ἐγνώριζεν ἀπὸ στήθους ὁλόκληρους ραψῳδίας τοῦ Ὁμήρου.

Στὴν Ἀθήνα ἔφθασε στὰ εἴκοσί του χρόνια, ὅπου γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ σχολή, χωρὶς νὰ παρακολουθεῖ τακτὰ τὰ μαθήματα• ὡς ἐκ τούτου δὲν πῆρε τὸ δίπλωμά του. Γιὰ νὰ ζήση κατεγίνετο μὲ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ γιὰ τὶς ἐφημερίδες. Διάβαζε πολύ, ἡ ἀνάγνωσίς του ἐγίνετο τυχαίως, χωρὶς σύστημα, ἦτο ὅμως συνεχὴς καὶ ἐπίμονος. Θαύμαζε τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Αἰσχύλο σὰν ἄφθαστα πρότυπα τέχνης. Ἐκ τῶν νεωτέρων τοῦ ἦσαν ἀγαπητοὶ ὁ Θερβάντες καὶ ὁ Δίκενς, μὰ τοποθετοῦσε τὸν Σαίξπηρ πάνω ἀπὸ ὅλους.

Στὸν συνάδελφό του καὶ φίλο Μωραϊτίδη ἔλεγε: «Μόνον ὅταν βλέπης εἰς τὰ προγράμματα ἔργον τοῦ Σαίξπηρ, νὰ πηγαίνης εἰς τὸ θέατρον».

Εἰς τὸ πενιχρόν του δωμάτιο, ὅπου συχνὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τραπέζι —καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἔγραφε στὸ πάτωμα— ὑπῆρχεν ἀπαραιτήτως ἕνα κιβώτιον μὲ βιβλία καὶ ἕνα κερί. Μεταξὺ τῶν μονίμων βιβλίων του εὑρίσκοντο τὰ ποιήματα τοῦ Ὁμήρου, ἡ Ἁγία Γραφή, ἕνας Μίλτων μὲ γαλλικὴ μετάφραση. Πλὴν τοῦ Παπαδιαμαντόπουλου, κατόπιν Ζὰν Μωρεάς, οἱ συναναστροφές του μὲ τοὺς συγχρόνους λογοτέχνες ἦσαν ἐλάχιστες. Ὁ πιὸ ἀγαπητός του φίλος ἦταν ἕνας καλόγερος, ὁ Νήφων, ποὺ ἔγινε ἀργότερα νεωκόρος σὲ μία ἐκκλησία καὶ συγκάτοικός του στὴν Ἀθήνα. Ὁ καλόγερος αὐτὸς ἔπινε πολὺ καὶ σιγὰ – σιγὰ παρέσυρε τὸν φίλο του στὴν συνήθεια αὐτή.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε συχνὰ γιὰ τὸ κέφι του, ἰδίως στὰ κρυμμένα ἐξωκκλήσια, ἄγνωστα στὸ μεγάλο κοινό, προσκεκλημένος τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Γνώριζε ἀπὸ μνήμης ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια καὶ τὰ ἔψελνε μὲ κατάνυξη καὶ ἔκφραση, διατελῶν γνώστης τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἒζησε σὲ μεγάλη ἔνδεια(6). Δὲν ἄντεχε πλέον εἰς τὴν βαρεῖαν δημόσιογραφικὴν ἐργασίαν. Ἕνας ἀδελφὸς του ἀπέθανε φρενοπαθής.

Ὁ φίλος του ὁ Νήφων μετέστη εἰς Κύριον παθὼν ἐξ ἀλκοολισμοῦ. Πολλὰ οἰκογενειακὰ τοῦ εἶχαν ἐπισυμβῆ. Ἡ ὑγεία του κλονίστηκε. Ἕν δίπλωμα καθηγητοῦ τῆς γαλλικῆς τὸ ὁποῖον πεντηκονταετὴς ἒλαβεν γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τοὺς ἐναπομείναντας συγγενεῖς του δὲν τὸν ὠφέλησεν σὲ τίποτα. Κανεὶς δὲν ἐφρόντισε νὰ τοῦ προσφέρη μία ἕδρα καθηγητοῦ καὶ ἦταν πολὺ ὑπερήφανος γιὰ νὰ καταδεχθῆ νὰ τὴν ζήτηση. Ἔζη λοιπὸν ἀσθενὴς καὶ πενόμενος χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ζητῆ οὐδὲ νὰ δέχεται συνδρομήν. Ὁ μόνος ἀρωγὸς στὶς στιγμὲς τοῦ πόνου καὶ τοῦ πένθους του ἦταν ὁ ἐξαίρετος διηγηματογράφος Βλαχογιάννης πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεφε μεγάλη φιλία καὶ ἐμπιστοσύνη. Μοίραζε τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν φιλία του ἀνάμεσα σὲ ἕναν συγγραφέα τῆς ὁλκῆς τοῦ Βλαχογιάννη καὶ ἕναν ἁπλὸ ὀπωροπώλη ὀνόματι Μπούκη. Ὁ Μπούκης ἀγαποῦσε καὶ σεβόταν πολὺ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἔστελλε συχνὰ τὴ σύζυγό του εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ Παπαδιαμάντη, μίαν ὥρα δρόμον ἀπὸ τὸ κατάστημά του, διὰ νὰ τὸν φροντίζη. Ἀπ\’ ὅλους τους Ἕλληνες συγγραφεῖς εἶναι ὁ μόνος ποὺ θυμίζει «τοὺς μεγάλους δημοκρατικοὺς ἐνθουσιασμούς» τοῦ διάσημου ἀμερικανοῦ ποιητὴ Γουὰλτ Γουΐτμαν, ὅταν συναναστρεφόταν τὶς λαϊκὲς τάξεις.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἀγαποῦσε τὴν ζωγραφικὴν, ὅταν δὲ ἦτο νέος ἠσχολήθη εἰς αὐτήν. «Καὶ εἶναι ἀξιωσημείωτον», μᾶς λέει ὀ Ζερβὸς ὁ βιογράφος του, «ὅτι αἱ πλεΐσται περιγραφαὶ τῶν τόπων καὶ φυσιογνωμιῶν ἒχουν τὴν ἀντίληψιν καὶ ἒξαρσιν τῶν κυρίων χαρακτηριστικῶν σημείων, ὅσα βλέμμα ζωγράφου δύναται ἰδίως νὰ διακρίνη».

Σὲ ἕνα του διήγημα ὁ Παπαδιαμάντης αὐτοπροσωπογραφεῖται κάτω ἀπὸ ἕνα ψευδώνυμο. «Ἦτο», μᾶς λέει, «ξένος παρεπιδημῶν πρὸς καιρὸν ἐν τῇ νήσῳ. Ἐκαλεῖτο Λέανδρος Παπαδημούλης, καὶ κατήγετο ἐκ τοῦ τόπου. Εἶχε κατέλθη μετὰ πολλὰ ἔτη, νοσταλγὸς ἐξ Ἀθηνῶν, ὅπου συνήθως διέτριβεν ἀσχολούμενος εἰς ἔργα οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Ἦτο ὑψηλός, ὑπερτριακοντούτης, μὲ μαύρην κόμην καὶ γένειον, μελαψός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, πενιχρὸς τὴν ἀναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων ἀλλόκοτους ἰδέας».

Τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του τὶς πέρασε ἀπομονωμένος στὴν γενέτειρά του, τὴν Σκιάθο. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1910 προσεβλήθη ἀπὸ ἰνφλουέντσαν. Τὴν ὕστατην τῆς ζωῆς του ὥραν παρεκάλεσε τὶς ἀδελφές του καὶ ὅσους τοῦ συμπαρίσταντο νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν κλίνην του. Στραφεῖς ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πρὸς τὸν τοῖχο, ἐξέπνευσε τὴν 3ην Ἰανουαρίου 1911, ὑποψάλλων τὸ τροπάριον τῶν Θεοφανείων.

Δύο χρόνια ἀργότερα μέσα στὴ θύελλα ποὺ ξεσήκωσε ὁ Βαλκανικὸς ἀγώνας, ὅταν ἡ ἐθνική μας ψυχὴ ἐξύπνησε βροντώντας, ὅλο ἀγωνία καὶ ἐλπίδα στὶς ἀπροσδόκητες γιὰ τὶς καρδιές μας στιγμές, μία ξένη καὶ εὐγενὴς νεράιδα, ποὺ παρ\’ ὅλον ὅτι τὸ αἷμα τῶν Βοναπαρτῶν κυλᾶ στὶς φλέβες της, φέρει σφραγῖδα Ἑλληνική, ἡ Πριγκίπισσα Μαρία, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ πεδία μάχης ὅπου εἶχε πάει νὰ παρηγορήση καὶ νὰ περιθάλψη τοὺς τραυματίες καὶ τοὺς μαχητές, σταμάτησε μὲ τὸ πλοῖο-νοσοκομεῖο της στὴν Σκιάθο. Ἀνοίγοντας μία παρένθεση εὐσεβείας στὸ φιλάνθρωπο ἒργο της, προσκύνησε τὴν κατοικία τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τίμησε, ἐκείνη πρώτη, βασιλικά, τὴν μνήμη καὶ τὸ τάλαντο τοῦ συγγραφέα.

——————————————————————————

Σημειώσεις

5. Τὸ ὀρθὸν εἶναι Ί. Ζερβὸς ὅπως ἀναφέρεται στὴν εἰσαγωγὴ τῶν Πασχαλινῶν Διηγημάτων τῶν ἐκδόσεων Φέξη.

6. Ὅταν τὸ 1908, μαθεύτηκε στὴν Ἀθήνα ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἄρρωστος, γέρος καὶ κουρασμένος ζητοῦσε νὰ ἀποσυρθῆ καὶ νὰ πάη νὰ ζήση στὴν Σκιάθο, ἀλλὰ δὲν εἶχε κανέναν πόρο, ὀργανώθηκε πρὸς τιμήν του ἀπὸ τὸν Σύλλογο τοῦ Παρνασσοΰ ἕνα μεγάλο φιλολογικὸ πρωινὸ τὸ ὁποῖο παρακολούθησε ἡ Πριγκίπισσα Μαρία, σύζυγος τοῦ Πρίγκιπος Γεωργίου τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἡ ἐπίλεκτος Ἀθηναϊκὴ κοινωνία. Διάφοροι ὁμιλητὲς ἀνέλυσαν τὸ ἔργο του, διάβασαν τοὺς στίχους του καὶ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ διηγήματά του. Ἕνα ἐνθουσιῶδες κοινὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ὑποδεχθῆ πανηγυρικά. Εἰς μάτην. Ταραγμένος ἀπὸ τὴν μετριοφροσύνη του καὶ τὴν ἀγοραφοβία του, ὁ Παπαδιαμάντης ἀρνήθηκε τὴν δόξα αὐτῆς τῆς συναθροίσεως τῆς ὁποίας τὰ ἔσοδα τοῦ ἐξασφάλισαν τὰ πρὸς τὸ ζῆν τῶν τελευταίων ἡμερῶν του. (Σημείωση τοῦ μεταφραστῆ).

 

Μέρος Τρίτο
Μέσα στὴ «Μαυρομαντηλοῦ»(7), ἀφοῦ μᾶς ξάνοιξ\’ ἕνα πρὸς ἕνα, καὶ παραστατικὰ καὶ μεγαλόπρεπα, τὰ πλούσια κάλλη τοῦ περιβολιοῦ ποὺ εἶχεν ὁ Γιαννιὸς ὁ ξάδερφός του, μᾶς λέει: «Δι\’ ὅλους τὸ περιβολάκι τοῦ Γιαννιοῦ τοῦ ἐξαδέλφου μου ἦτο βιβλίον ἀνοικτόν, ἀλλὰ βιβλίον μὲ ἱερογλυφικοὺς χαρακτήρας. Ἀλλὰ διὰ τὸν ἄμοιρον ἐξάδελφόν μου ἦτο βιβλίον μὲ κεφαλαιώδεις λαμπροὺς χαρακτῆρας, σαφές, ἐναργές, εὐανάγνωστόν. Οὗτος ἔγνωριζεν ὅλα τὰ μυστήρια, ὅλα τὰ κοιλώματα, ὅλα τὰ ἄντρα τοῦ προσφιλοῦς αὐτῷ ἐδάφους…» 

Ὅμοια κι ὁ κόσμος, πού μᾶς παρουσιάζει στὶς ἱστορίες του ὁ Παπαδιαμάντης, εἶν\’ ἕνα περιβόλι ποὺ θαρρεῖς τὸ ἐξουσιάζει αὐτὸς καὶ γνωρίζει κάθε του κοίλωμα, κάθε του σπηλιά, κάθε του μυστικό, καὶ μᾶς τὰ ζωγραφίζει ὅλα του, κάθε του γωνιά, καὶ κάθε του βραγιά, καὶ τὰ φουντωτὰ δέντρα του, καὶ τὰ ταπεινογυρμένα λουλούδια του, καὶ τἄνανθα χορταράκια του, καὶ τὰ φωτοπαιγνιδίσματα καὶ τοὺς ἴσκιους του, καὶ τὴν κοπριά του, καὶ τὴ γύμνια του, καθαρά, ξάστερα. 

Καὶ μέσα στὸ περιβόλι, ποὺ τὸ περιτυλίγει σὰ μέσα σ\’ ἕνα φλογόβολον ἀχτιδόπλεχτο δίχτυ ὁ ἥλιος μας, κ\’ ἔρχονται ὧρες ποὺ δὲν τἀφήνει τίποτε στὸν ἴσκιο ἀποκρυμμένο, καὶ σὰ σκληρὰ καὶ σὰν πεζά μᾶς τὸ ξεγυμνώνει ἐμπρός μας, — βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε καὶ παίρνουμε τὸ κατόπι ἕνα λαὸν ἀπὸ δουλευτάδες καὶ ἀπὸ χασομέρηδες, γυναῖκες, ἄντρες, παιδιά, νοικοκυραίους, ξωμάχους, ἀερολόγους, μιὰ καλόβολη καὶ ἥμερη φτωχολογιά· ἔρχονται μέσα ἐκεῖ καὶ περιτριγυρίζουν καὶ τρέχουν καὶ δουλεύουν καὶ ποτίζουν κι ἄλλοι κάθουνται καὶ λιάζονται καὶ χασμουριοῦνται ἡδονικά· κι ἄλλοι γκρινιάζουν ἐκεῖ καὶ λογοφέρνουν καὶ ἀραδιάζουν ὅλα τους τὰ πείσματα καὶ τὰ νιτερέσσα, καὶ καμμιὰ φορὰ καὶ τἄπλυτά τους· κι ἄλλοι κοροϊδεύουν καὶ πλέκουν φάρσες καὶ γελοῦν, κι ὅλο τρῶνε κι ὅλο πίνουν· καὶ χωριστὰ γιὰ μᾶς καθένας ἀπ\’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσήμαντος καὶ τιποτένιος καὶ πληχτικός· ὅμως ἔτσι καθὼς τοὺς βλέπομ\’ ἐκεῖ μαζεμένους, ὁλόκληρο λαό, σὲ σχήματα καὶ σὲ συμπλέγματα διάφορα, τὸ περιβόλι σὰν κορνίζα σμαραγδένια νὰ τοὺς σφιχτοκλῇ καὶ νὰ χοροπαιγνιδίζη ἀπάνου τους τρελλὰ τὸ φῶς τῆς μέρας, μᾶς φαντάζουν σὰν εἰκόνα κανενὸς ἑλληνικοῦ πανηγυριοῦ, ζωγραφιστὴ ἀπὸ κανένα τῆς φλαμανδικῆς σχολῆς τεχνίτη· καὶ καμμιὰ φορὰ κάτου ἀπὸ τὰ δέντρα, στὴν ὥρα τοῦ ἀλαφροΐσκιωτου μεσημεριοῦ, ἐκείνων τῶν ἁπλῶν καὶ τῶν γοργῶν ἀνθρώπων ὁ χορὸς σὰ ν\’ ἀλλαζῃ τὸ αἷμα του μὲ τὸ χυμὸ καὶ σὰ νὰ παίρνη κάτι ἀπὸ τὴ χλωρασιὰ τῶν φύτρων κι ἀπὸ τὴν ἀσάλευτη μαζὶ καὶ τρεμουλιαστὴ ζωὴ τῶν δέντρων, κάτι ποὺ θυμίζει τὰ λόγια του Γκαῖτε: «Μᾶς φαίνουνταν οἱ ἄνθρωποι θάμνοι καὶ δέντρα, καὶ ἡ βοὴ τους τὸ ψιθύρισμα μιᾶς βρυσούλας». 

Καὶ πρὸς τοῦ ἥλιου τὸ βασίλεμα, τὴν ὥρα ποὺ ἕνας ἕνας ὅλοι ἐκεῖνοι φεύγουν γιὰ νὰ κοιμηθοῦν, καὶ ἀφήνουν ἔρημο τὸ περιβόλι μέσα σὲ ὅλη τὴ συλλογισμένη βαθυπράσινη χάρη καὶ τὴν ἱερὴν ἡσυχία του, κι ἀρχίζουν οἱ σκιὲς νὰ τοῦ δίνουν ἕνα κάποιο κρυφὸ νόημα, τότε κάποιοι σεβάσμιοι ξένοι σιγοπερνοῦν ἀργοπατῶντας μεσ\’ ἀπὸ τὰ μονοπάτια, κάτου ἀπὸ τοῦ κήπου τὶς κλιματαριές, καὶ θὰ στοιχημάτιζα —κ\’ ἐγὼ δὲν ξέρω γιατί— πὼς εἶνε ὁ ἕνας ὁ Θεόκριτος, πὼς εἶνε ὁ ἄλλος Ρωμανὸς ὁ μελῳδός, κι ὁ τρίτος θἄλεγα πὼς εἶναι —κάπως πιὸ δειλὰ κι ἀμφίβολα— ὁ Σαίξπηρ. 

Χύνετ\’ ἕν\’ «ἀδὺ ψιθύρισμα τῶν πίτυων» ἢ ψιθύρισμα Ἀμαρυλλίδος μ\’ ἕνα κάποιο παλληκάρι ποὺ δὲν ξέρεις ἂν εἶναι κανεὶς ἐρωτοχτυπημένος βοσκὸς τοῦ τόπου, ἢ κανένας σάτυρος ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνίαν. Ἀκουετ\’ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας ἀπὸ κάποιο σταυροθόλωτο βυζαντινὸ ἐκκλησιδάκι ἐκεῖ σιμά, ποὺ συνοδεύει ἕνα βαρὺ ἀργοψάλσιμο καλόγερου ἀπὸ μέσα. Ἔξαφν\’ αὐθάδικα σκορπιέται μέσα στὴ στοχαστικὴ πορφυροστόλιστη ὥρα βροντερὸν ὀγκάνισμα· μὴν εἶναι τάχα ἡ φωνὴ του τερατόμορφου ἀγαπητικοῦ τῆς Τιτάνιας; — Καὶ ἀγάλια ἀγάλια ἀνέβηκεν ἡ νύχτα, καὶ τὸ περιβόλι ἀραχνοτύλιξεν ἡ σελήνη ποὺ ὁλονὲν ὑψόνεται. «Μυστηριῶδες θέλγητρον ἁπλόνει ἡ σεληνοφεγγὴς νύξ». Καὶ τότε κάτου ἀπὸ τὰ ἔρημα πάλι φυλλώματα κάποια ταιράκια συναπαντιώνται, ποὺ μόλις λαχταριστὰ κρυφοκοιτάζονται καὶ μήτε ποὺ τολμοῦν νὰ σιμώσουν πιότερο καὶ νὰ πιάσουν τὰ χέρια καὶ νὰ ξεμυστηρευθοῦν τοὺς πόνους τους. Κάποιες μορφὲς παρθενικὲς καὶ γλυκομίλητες πρωτογέννητου κόσμου, ποὺ ὡς καὶ οἱ μαργιολιὲς τους εἶναι ἄδολες. Ἀπὸ τὰ βάθη μιᾶς μυρτούλας σὲ μεθάει ἕνα κελάϊδημα ἀθώρητου πουλιοῦ. Καὶ εἶνε μερικὲς στιγμὲς ποὺ πιστεύεις πὼς τὸ καλοχάραγον αὐτὸ κι ὁλάνοιχτο περιβόλι στὸ σύρε κ\’ ἔλα. καὶ στὰ πράγματα καὶ τῆς πλέον ἀσήμαντης καὶ τῆς πλέον πρόστυχης ζωῆς, λιγάκι θέλει γιὰ νὰ γίνη Ἀρμίδας κῆπος. 

Δὲ θυμοῦμαι ἀλλοῦ νἀπάντησα τεχνίτη σὰν αὐτόν, ποὺ ὄχι μόνο νὰ μὴν ἔχη τῆς τέχνης του τὴν αὐταρέσκειαν, ἀλλά νὰ κοιτάζη πῶς νὰ κρυψῃ κάθε τεχνίτη πόζα καὶ κάθε σκέψη, σὰ ματαιότητα. Ἡ τέχνη του εἶναι νὰ μὴ δείχνη καμμιὰ τέχνη, ὄχι μόνο στὰ λόγια του, ἀλλά καὶ στὴ σύνθεση πολλὲς φορὲς τῶν ἔργων του. Συχνὰ κόβει τὴν ἱστορία γιὰ νὰ μᾶς θυμίση πῶς αὐτὰ ποὺ γράφει εἶνε ἁγνὴ ἀλήθεια, πῶς αὐτὸς δὲν ἐπινοεῖ, πῶς δὲν μαγερεύει ρομάντσα, πῶς μόνο τάς ἀναμνήσεις του συντάσσει καὶ τάς ἐντυπώσεις του μᾶς ἐμπιστεύεται· κι ἄλλοτε ὑποσημειώνει μὲ ψιλά, γιὰ νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πιστεύουν πρόθυμοι τὰ παραμύθια, καὶ τόσο δυσπιστοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἡ φροντιδ\’ αὐτή τοῦ δίνει μιὰ έξαιρετικήν ὄψη ἀνάμεσα καὶ στοὺς ἀποκλειστικοὺς τεχνῖτες τῆς πραγματολογικῆς σχολῆς· θαρρεῖς πὼς τοῦ ἔγινε μανία. Καὶ κανεὶς ἐπιπόλαιος ἀναγνώστης θὰ μποροῦσε καὶ μ\’ αὐτά, σιμὰ στὴ μεγάλη ὁμοιαλήθεια ποὺ ἁπλώνεται σ\’ ὅλα τὰ ἱστορήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, νὰ συμπεράνη πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μνήμη μόνον ἔχει, καὶ φαντασία σπειρὶ δὲν ἔχει. Καὶ ὅμως δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται ὡς τὴν ὥρα στὴ φιλολογία μας τεχνίτης κατέχοντας τόσο ζωηρὰ τὴ δύναμη ποὺ οἱ ψυχολόγοι ὀνομάζουν συμπαθητικὴ φαντασία.

Καὶ τόσο εἶναι ξετιλυγμένο τὸ παρατηρητικό του Παπαδιαμάντη καὶ τόσο καθαρὰ τυπώνεται τῆς ζωῆς ἡ σφραγίδα στὰ πλάσματά του ἐπάνω, ποὺ κανενὸς ἀπὸ τὸ νοῦ δὲ θὰ μπορῇ, νομίζω, νὰ περάσῃ πὼς δὲν τὸν εἶδε στὰ σωστὰ ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμον ὁ ζωγράφος του, πῶς δὲν ἒζησεν ἀγκαλιαστὰ μ\’αὐτὸν καὶ ἀδερφωμένα, πῶς δὲν μᾶς τὸν ρίχνει στὸ χαρτὶ πιστὰ μὲ τὰ ἴδια του ὀνόματα καὶ μὲ τὸ κάθε τί δικό του. Καὶ νὰ σᾶς πῶ, ἡ φροντιδ\’ αὐτὴ καμμιὰ φορὰ δὲν εἶναι πρὸς κέρδος τοῦ τεχνίτη• καμμιὰ φορά ὁ ρεπόρτερ ἀδικεῖ τὸ συγγραφέα. 

Ἄλλοτε πάλι τὰ διηγήματα εἶναι σὰν ὑδροκέφαλα• ἀρχίζουν μὲ μία φόρα, καὶ τελειώνουν σ\’ ἕνα πούφ. Ἄλλοτε ὅμως ἡ περιφρόνηση πρὸς τὴν οἰκονομία καὶ τὴ σύνθεσην, ἡ ἀδιαφορία πρὸς τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τῆς Τέχνης, ὄχι μόνο δὲν ἐμποδίζουν, ἀλλὰ —παράξενο!— νομίζεις πὼς συντρέχουν γιὰ νὰ γεννηθοῦν ἔργα ἰσχυρότατης πρωτοτυπίας. Τὸ ἀριστούργημα τοῦ εἴδους, εἶνε, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὸ ἐπιγραφόμενο «Στὴν Ἅγι\’ Ἀναστασά», ὄνειρο μιᾶς νύχτας Λαμπριάτικης. Ἐκεῖ τὰ πραγματικὰ καὶ τὰ ποιητικὰ διαδέχονται σφιχτοδεμένα τὸ ἕνα μὲ τἄλλο, μέσα σὲ τρεῖς καὶ τέσσέρες μαζὶ ὑποθέσεις, τὰ ἐπεισόδια ἰλαρότατα, οἱ τοπιογραφίες, οἱ πίνακες, μιᾶς πολύχρωμης λαμπράδας ἀσύγκριτης, τὸ χιοῦμορ καὶ τὸ μυστήριον, ἡ εἰρωνεία καὶ ἡ ἐποποιία, ἡ φάρσα καὶ ἡ θρησκεία, ὅλη ἡ μουσικὴ σκάλα τῆς ζωῆς, ἄνθρωποι μαζὶ καὶ φύσις, μαζὶ μὲ τὶς προσωπικὲς γνῶμες τοῦ ἲδιου συγγραφέως• κάτι ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ κλωτσοπηδήματα ἑνὸς γαϊδάρου καὶ τελειώνει στὴν ἡρωικὴ θυσία τοῦ Νικοτσάρα, πού μᾶς παρουσιάζει τὶς χωριάτικες πονηριὲς μὲ τὸ νῦ καὶ μὲ τὸ σῖγμα φαιδρότατα, καὶ μᾶς τραγουδεῖ τῶν πρωινῶν πουλιῶν τὰ φτερουγίσματα, ἀπὸ τὸν ἀϊτὸν ὡς τὸ σπουργίτη μὲ λυρισμόν Δαβίδ, σὲ ὅλους τους τόνους ὀλ\’ αὐτὰ σ\’ ἕνα διήγημα. 

Καὶ μὲ συγκινεῖ καὶ τὸν θαυμάζω, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς ἒχω τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαναλάβω (γιατί ὅσο κι ἂν εἶνε τρισμεγάλο τὸ διάστημα ποὺ χωρίζει τὸν τρισμέγιστο ποιητὴν ἀπὸ τὸν ταπεινό μας εἰδυλλιογράφον, ἡ συγκίνηση πού μοῦ παρέχει ὁ μικρὸς εἶνε τότε ἀνάλογη) νὰ ἐπαναλάβω κ\’ ἐγὼ ὅσα ὁ τρανὸς κριτικὸς εἶπε γιὰ τὸν Σαίξπηρ: «Μὴ ζητεῖτε σωστὴ σύνθεσην, ἕνα καὶ μοναχὸ ἐνδιαφέρον ποὺ νὰ μεγαλόνῃ ὁλοένα, σοφὰ οἰκονομημένα καὶ δεμένα μεταξὺ τους πράγματα. Μ\’ ἐνδιαφέρει ὄχι τὸ ποῦ θα βγῶ ἀλλὰ τὸ ὅτι διασκεδάζω στὸ δρόμο. Μοῦ ἀρέσει ὄχι τὸ φτάσιμον, ἀλλὰ τὸ ταξίδι. Εἶναι ἀνάγκη νὰ πηγαίνουμε τόσον ἴσια καὶ τόσο γρήγορα;»(8).

Τὴν πεζή μας γλῶσσα τὴ γράφει μὲ γραμματικὴ καθαρότητα, ἀλλ\’ ὄχι ὅμως πάντα καὶ μὲ τὴ συνειθισμένη στερεοτυπία τῶν λογιωτάτων. Μόνο πῶς ὁ Παπαδιαμάντης ἔμεινε ξένος στὴ σημαντικὴ μεταβολὴ ποὺ ἄρχισε μεθοδικὰ νὰ γίνετ\’ αἰσθητὴ ἀπὸ τὸ(9) «Ταξίδι» τοῦ Ψυχάρη(10). Παράξενο θὰ ἦταν ἂν δὲν ἔμενε ξένος. Νομίζω πῶς καὶ μόνον ἡ Ἱερατικὴ ἀνατροφὴ τοῦ συγγραφέως τοῦ «Χριστοῦ στὸ Κάστρο» (ποὺ μὲ ὅσην ἀγάπη γράφει, μὲ περισσότερην ἀκόμα ἀγάπη ψάλλει στὶς ὁλονυχτίες τῶν ἑορτῶν μας) καὶ ἡ εὐλάβειά του πρὸς τὰ θρησκευτικὰ κείμενα δὲν εἶνε ἄσχετη μὲ τὴν εὐλαβῆ του προσήλωση πρὸς τὰ γλωσσικὰ κείμενα· ἡ καθαρεύουσα, καὶ γιατί συγγενεύει μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ἐκκλησίας, καὶ γιὰ μιὰ κάποιαν ἀκινησία ποὺ τὴν ξεχωρίζει, μπορεῖ, σωστά, ἱερατικὴ γλῶσσα νὰ βαφτιστῇ. Μερικά του διηγήματα, κατὰ τὴν ἐποχὴν ἀκριβῶς τοῦ γλωσσοδημοτικοῦ ὀργασμοῦ, εἶναι γραμμένα στὴν πεζὴ τὴ γλῶσσα μιᾶς σχολαστικῆς κι ὅλο μετοχὰς παραγεμισμένης περιοδολογίας· φανερὸ πῶς ἴσα ἴσα θέλει νὰ ἀντιδράσῃ κατὰ τῆς ἐπιδρομῆς τῶν ἄλλων βαρβάρων. Κάπου μιλεῖ πάλι καὶ γιὰ «τὴν χυδαίαν ἀκυρολεξίαν τῶν γυναίων τοῦ ἀθηναϊκοῦ ὄχλου». Μόνο ποὺ δὲ ζητεῖ συγχώρηση καὶ γιὰ τοὺς χυδαϊσμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἀναγκάζεται ὁλοένα, καθὼς τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ζωή, νὰ παραγεμίζῃ τὸν ἀττικό του καμπᾶ, πάντοτε στοὺς διάλογους, συχνὰ πυκνὰ στὶς περιγραφές του, καθὼς ζητοῦσαν τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ οἱ διάφοροι πεζογράφοι.

Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ διηγήματά του, θυμᾶται πὼς μικρός, αὐτὸς κ\’ οἱ συνομίληκοί του «εὕρισκαν ἄφατον τέρψιν εἰς τὸ νὰ κρούωσι μανιωδῶς τοὺς ραγισμένους παλαιοὺς κώδωνας τῶν ναΐσκων». Μὲ τὴν ἴδιαν εὐχαρίστηση τὸν φαντάζομαι νὰ χτυπάη τὴ ραγισμένη παλιὰ καμπάνα τῆς καθαρεύουσας. Κάποτε γυρίζει μ\’ ἕνα κρυφὸ πόθο πρὸς τὴν άφωρισμένη Δημοτική· δείχνει τότε σὰ νὰ θέλῃ ἀπὸ σιμότερα νὰ τὴ γνωρίσῃ, δείχνει πῶς μποροῦσεν, ἂν ὀρέγονταν νἀρθῇ στὴ δούλεψή της, δουλευτὴς ἐκείνης νὰ φανῆ ἀξιώτερος κι ἀπὸ μερικοὺς ποὺ θέλουν νὰ περνοῦν πὼς ἔχουν τὰ πιστὰ της· τὴν κοιτάει σχεδὸν ἐρωτικὰ· εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔγραψε σχεδὸν ἁπλόγλωσσα τὸν «Ἔρωτα – Ἥρωα», καὶ τὸ ποίημα στὸ θάνατο τῆς βασιλοπούλας Ἀλεξάνδρας, μοναδικῆς ἐμπνεύσεως. Ἀλλὰ γλήγωρα ξυπνὰ καὶ τὸν τραβάει πίσω ἡ βαθειὰ χριστιανική του εὐλάβεια πρὸς τὰ Ἱερὰ λείψανα. Ἔτσι κι ὁ Καλόγηρος τῆς ὁμώνυμης μελέτης του λίγο ἔλειψε νὰ πέσῃ στὰ δύχτια μιᾶς γυναίκας, ἀλλ\’ ἡ «ὀσμὴ τοῦ χώματος» ποὺ ἀνάδινεν ὁ θηλυκοπρόσωπος πειρασμός, ἔγκαιρα τὸν κράτησε στὰ χείλη τοῦ γκρεμοῦ. Ὁ λόγος του εἶν\’ ἀλήθεια πὼς ἔχει ὅλη τὴ δυσκινησία τῆς πεζῆς μας γλώσσας· ἀλλὰ τὸ δυσκίνητον αὐτὸ δὲν τὤχει πάντα. Μιὰ θηλυκὴ ἀστάθεια, μιὰ νευρικὴ ἀνησυχία, ἕνας impressionisme φανερώνεται, γενικῶς εἰπεῖν, στὸ ἔργο του, ποὺ τὸν κάνει νἀλλάζη γραμματική, γλῶσσα, ὕφος, σύμφωνα μὲ τὶς περιστάσεις, τοὺς ἥρωές του, τὰ γοῦστα του, τὰ κέφια του.

Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἡ παρατηρητικότης πρῶτα καὶ ἡ θρησκευτικότης ὕστερα, γέννησαν μιὰ ζωὴ ποὺ μὲ ὅλη της τὴ γερὴ στρογγυλοπρόσωπη ροδοκοκκινάδα δείχνει μιὰ ψυχὴ στοχαστική. Καὶ φτάνει αὐτό. Ὁ πεζογράφος εἶνε στὸ στοιχεῖο του. Μᾶς ἱστορεῖ τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα, καὶ τὰ πλέον ταπεινὰ καὶ τὰ πλέον πεζά, μὲ τὴ σαφήνεια καὶ μὲ τὴν καθαρότητα, καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα, ὄχι πρόχειρα βέβαια καὶ δημοσιογραφικά, ἀλλὰ σὰν παρατηρητής. 

Μέσα στὸν πάρατηρητὴν εἶνε κ\’ ἕνας ποιητής. Ἀνάμεσα στὰ καθαρὰ καὶ στὰ εὐκολοδήγητα τὸ «μυστηριῶδες θέλγητρον τῆς σεληνοφεγγοῦς νυκτός» γίνεται ἀκόμα μυστηριωδέστερο. Δύο τρία λατρευτὰ δράματα γυναικῶν, σὰν τὴν Πολύμνια τοῦ «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη», σὰν τὴ Λιαλιὼ τῆς «Νοσταλγοῦ», σὰν τὸ λευκὸ πλάσμα τῆς «Μιᾶς Ψυχῆς», μὲ μιὰ ψυχολογία βελουδένιας ἁπαλότητος, μὲ μίαν ἀλήθεια ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ρωμαντικό, τίποτε φρασεολογικὸ καὶ φορτωμένο, καὶ σκορπάει τὴν εὐωδιὰ μιᾶς μενεξεδένιας ποιήσεως. Δύο τρεῖς ἀντρίκιες φυσιογνωμίες ἀλησμόνητες, σὰν τὸν ἥρωα τοῦ θαυμαστοῦ «Ἔρωτα στὰ χιόνια» ποῦ συγκινεῖ σὰν καλλιτέχνημα τοῦ Δοστογιέφσκη. 

Μία δύναμη ἠθογραφικὴ γιὰ ξετύλιγμα κοινονικῶν θεμάτων καὶ καυτηρίασμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀσχημιᾶς ποὺ ἀπὸ τὸν δραματικώτατον «Πολιτισμὸν εἰς τὸ χωρίον», περνῶντας ἀπὸ τὸν ἔπιστημονικώτατα σχεδιασμένο «Καλόγηρον», φτάνει στὴ νατουραλιστική, σχεδὸν ἐπικῆς μεγαλοπρεπείας, ἐντέλεια τῶν «Χαλασοχώρηδων». Ἡ ἀνατριχίλα τοῦ θρησκευτικοῦ μυστηρίου, τοῦ «πέραν τῆς ζωῆς», στὴ διπλοσήμαντη «Μία Ψυχή». Καὶ κάτι άκουαρέλλες του ποιητικοῦ καὶ κάτι ἐλαιογραφίες τοῦ πραγματικοῦ. Καὶ ὅλα σφιχτοδεμένα, ἀχώριστα. Ὁ Θεόκριτος μὲ τὸ Συναξαριστή. 

Ἡ Μοῦσα τοῦ Παπαδιαμάντη μᾶς ὁδηγεῖ στὸ γνώριμο χῶμα ποὺ ἐμαρτύρησεν ὁ φτωχὸς ἅγιος\’ ἀλλὰ τὸ χῶμα αὐτὸ μοσχοβολᾶ. Ἡ Μοῦσα αὐτὴ εἶναι σὰν τὴ Λιαλιώ, τὴν νοσταλγόν. Παντρεμένη μὲ τὸν πεζότατο μισόκοπο κὺρ Μοναχάκη, ζῆ τὸν περσσότερο καιρὸν σὰ βυθισμένη στὸ ὄνειρο τῆς πατρίδας πέρα.

——————————————————————————

Σημειώσεις

7. Ἕνα ἀπὸ τὰ διηγήματά του.

8. Ταίν, Ἱστορία τῆς Ἀγγλικῆς Λογοτεχνίας, Τόμος Β\’.

9.
ἀθάνατο.

10.
τοῦ μεγάλου Ψυχάρη

Ἀπό τὸ περιοδικό «Ἐρουρέμ», περίοδος Β’ τεῦχος 3. Ἀθῆναι Δεκέμβριος 1995. Πρώτη δημοσίευση («Ἀκρόπολις», 4 Ἰαν. 1911).