Γερόντισσα Φωτεινὴ (+)

«Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτῆς» (Σοφ. Σολ. δ΄,14)

Ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα Φωτεινή, ἡ Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), κατὰ κόσμον Ντέμου Χαρούλα, γεννήθηκε στὶς 17 Ἰανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1954, ἡμέρα Κυριακὴ στὸ ὀρεινὸ χωριὸ Καστανέα Κονίτσης.

Οἱ γονεῖς της Ἀπόστολος καὶ Ἀγγελικὴ ἦταν ἄνθρωποι πολὺ φτωχοὶ καὶ ἁπλοί. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τίμια ἐργασία τους κατόρθωσαν νὰ ἀναθρέψουν τὰ δυό τους παιδιά. Ὁ πατέρας της ἦταν βοσκὸς καὶ ἡ μητέρα της ἀναγκαζόταν νὰ κάνη ὅλες τὶς δουλειὲς στὸ χωριὸ γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἐξοικονομήση τὰ ἀπαραίτητα. Τίναζε τὶς καρυδιὲς ὅλου του χωριοῦ, ἔκοβε τὰ τριφύλλια, κουβαλοῦσε τὰ οἰκοδομικὰ ὑλικά.

Μὲ πόνο διηγεῖτο ἡ Γερόντισσα ὅτι ἡ μητέρα της πολλὲς φορὲς ἔφτασε νὰ σκάβη τοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων συγχωριανῶν ἤ νὰ πλένη τὰ ὀστᾶ, ὅταν γινόταν ἡ ἐκταφή. Ἐπειδὴ ὅλη τὴν ἡμέρα ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸ σπίτι ἔμαθε στὴν θυγατέρα της, ἐνῶ ἦταν μικρὴ στὴν ἡλικία, νὰ κάνη ὅλες τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Νὰ μαγειρεύη, νὰ ζυμώνη, νὰ ταΐζη καὶ νὰ ἀρμέγη τὶς κατσίκες, νὰ κουβαλάη νερό. Ἄναβε τὸ τζάκι, χτυποῦσε μὲ τὶς ὧρες τὸ γάλα γιὰ νὰ γίνη τὸ βούτυρο. Ποῦ νὰ βρεθῆ χρόνος γιὰ διάβασμα καὶ γιὰ παιχνίδι! Σὲ ὅλες τὶς τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ἠλεκτρικὸ ρεῦμα στὸ χωριό, διάβαζε μὲ τὴν λάμπα πετρελαίου ἤ μὲ τὸ κερί.

Ὁμολογοῦν συγχωριανοί της, πολλοὶ συμμαθητὲς καὶ συμμαθήτριες, ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι, ὅτι ἦταν μιά ἁγνὴ χωριατοπούλα, πάντα χαρούμενη καὶ μὲ φωτεινὸ πρόσωπο, καμμιὰ μιζέρια καὶ πάντα εὐχαριστημένη ἀπὸ τὴν ζωή. Χαιρόσουν νὰ κάνης παρέα μαζί της, ἔλεγαν. Ἦταν ἀγαπητὴ σὲ ὅλους.

Ὅταν ἦρθε στὸ Μοναστήρι ἡ μητέρα της, μετὰ ἀπὸ τὴν κουρά της καὶ ὅταν τὴν πρωτοεῖδε ὡς μοναχή, ἀποκάλυψε στὶς μοναχὲς τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δεῖ ὅταν ἦταν ἔγκυος σ\’ αὐτὴν στὸν 8ο μήνα. «Εἶδα μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸ καντήλι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸν Ναὸ τῆς Παναγίας ἀπέναντι. Ὅταν πῆγα νὰ τὴν πιάσω στὰ χέρια μου αὐτὴ ἔφευγε καὶ πῆγε καὶ στάθηκε στὸ τέμπλο τῆς ἐκκλησίας. Ἄκουσα τότε μία φωνή: "Δὲν εἶναι γιὰ σένα"». Βλέποντας τὴν μοναχὴ μὲ σιγουριὰ πλέον ἐξηγοῦσε πὼς τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δὴ φανέρωνε τὴν ἀφιέρωση τῆς θυγατέρας της στὸν Θεὸ καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας.

Ὅταν ἦταν σὲ ἡλικία 9 ἐτῶν ἄκουσε ὅτι ἡ φίλη τῆς δασκάλας της (πρόκειται γιὰ τὴν μοναχὴ Θέκλα ποὺ ἀσκεῖται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μετσόβου) θὰ γινόταν μοναχή. Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἀπορῶ μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἤμουν μικρὴ στὴν ἡλικία ὅταν πρωτοάκουσα γιὰ τὸν Μοναχισμό. Κι ὅμως ἀγάπησα τόσο πολὺ κάτι πρὶν καλὰ-καλὰ τὸ γνωρίσω».

Ἐκτιμοῦσε πολύ τούς γονεῖς της. Δὲν εἶχε ποτὲ αἴσθημα κατωτερότητας ἤ κάποιο κόμπλεξ ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ φτωχικὴ οἰκογένεια. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Καυχόταν γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε. Τοὺς θαύμαζε γιὰ τὴν ὑπομονή τους στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς καὶ τοὺς τιμοῦσε ἰδιαίτερα. Μὲ πολλὴ συγκίνηση μιλοῦσε γιὰ τοῦ λίγους κατοίκους ποὺ ἀπέμειναν στὸ χωριὸ καὶ γιὰ τοὺς δικούς της λέγοντας «οἱ ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθήμενοι».

Ἀπέδιδε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὴν μητέρα της ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις ποὺ κατέβαλε γιὰ νὰ τὴν σπουδάση, ἀλλὰ καὶ γιατί, ζώντας στὸ σπίτι μ’ ἕναν δύστροπο στὸν χαρακτήρα παππού, ποὺ ἐξ αἰτίας του δημιουργοῦνταν φασαρίες στὴν οἰκογένεια, τῆς ἐνέπνευσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη σ’ αὐτόν. Ἔτσι ἀπὸ παιδὶ ἔμαθε νὰ ἀγαπάη αὐτοὺς ποὺ τὴν πικραίνουν καὶ τὴν ταπεινώνουν. Ἐπίσης μὲ καμάρι ἔλεγε ὅτι ὁ πατέρας της εἶναι βοσκός. Θαύμαζε τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο τοῦ χαρακτήρα του. Πολλὲς φορές, τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν καθαρότητα τῶν Ποιμένων ποὺ προσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος, δὲν παρέλειπε νὰ συμπληρώνη ὅτι καὶ αὐτὴ κατάγεται ἀπὸ ποιμενικὴ οἰκογένεια. «Τὰ χρήματα πού μοῦ ἔστελναν οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἤμουν φοιτήτρια στὴν Θεσσαλονίκη, αἰσθανόμουν», ἔλεγε, «ὅτι ἔσταζαν αἷμα καὶ ἱδρώτα. Γι’ αὐτό δὲν τὰ ξόδευα ἄσκοπα. Λαχταροῦσα κάποτε νὰ πάρω ἕνα γλυκὸ καὶ δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα». Μάλιστα, ἔλεγε ὅτι ὁ Καθηγητής της, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀείμνηστος Δημήτριος Τσάμης βλέποντας τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ εἶχε καὶ θέλοντας νὰ τὴν βοηθήση τὴν κάλεσε στὸ σπίτι του καὶ τῆς πρότεινε νὰ παραδίδη μαθήματα στὰ παιδιά του.

Ἂν καὶ σπούδασε μὲ πολλὲς στερήσεις, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε γι’ αὐτό. Ἦταν πάντα ὀλιγαρκὴς σὲ ὅλες τὶς προσωπικές της ἀνάγκες. Δὲν φοβόταν τὴν στέρηση ἀγαθῶν καὶ δὲν ἐπιζητοῦσε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Τὸ μόνο ποὺ τὴν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἦταν πάντα πρόθυμη νὰ βοηθήση.

Ὅταν ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο συνέχισε τὶς σπουδές της στὸ Γυμνάσιο τῆς Πωγωνιανῆς. Ἔμενε τότε στὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Πρόνοιας μὲ δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης. Μία παιδική της φίλη διηγεῖται: «Ἡ δύναμις τοῦ Οἰκοτροφείου ἦταν 240 κορίτσια. Στὸν θάλαμο εἴμασταν 40 σὲ 20 διώροφα κρεββάτια. Δὲν γνωριζόμασταν ὅλες μεταξύ μας. Τὴν Χαρὰ ὅμως ὅλες τὴν γνώριζαν καλά, ἤθελαν νὰ κάνουν παρέα μαζί της, τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴν ἐκτιμοῦσαν πολύ. Θυμᾶμαι τὴν χαρά της, ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ κοινωνήση, καὶ ἀποροῦσα. Γιὰ νὰ μὴ πληρώνη στὸ Οἰκοτροφεῖο τὴν μικρὴ οἰκονομικὴ συνδρομὴ γιὰ τὴν διαμονή της, γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη τοὺς γονεῖς της, ποὺ ἤσαν φτωχοί, κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες καὶ διάβαζε πολὺ ὥστε νὰ διατηρῆ τὴν ὑποτροφία καὶ νὰ διαμένη δωρεάν. Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ δὲν χορταίναμε τὸ φαγητὸ καὶ ἀγοράζαμε ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖο κονσέρβες καὶ τὶς μοιραζόμασταν».

Στὴν ἡλικία αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸ κατηχητικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Σὲ ἐπιστολὴ της μία φίλη της ποὺ ἔζησαν μαζὶ στὸ Οἰκοτροφεῖο, ἡ κ. Ἀγγελικὴ Μόκα, μεταξὺ τῶν πολλῶν σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Ἡ Γερόντισσα ἦταν στὴν Δ΄ Γυμνασίου καὶ ἐγὼ στὴν Α΄. Μᾶς μάζευε, ὅταν τὸ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες, κυρίως τὰ Σαββατοκύριακα καὶ ἀργίες καὶ μᾶς ἔκανε κύκλο Ἁγίας Γραφῆς. Τῆς ἄρεσε, θυμᾶμαι, ἀφοῦ πρῶτα ἔπαιρνε ἄδεια ἀπὸ τὴν Διευθύντρια τοῦ Οἰκοτροφείου, νὰ μᾶς πηγαίνη μὲ δική της εὐθύνη νὰ ἀνάβουμε τὰ καντηλάκια στὰ ἐξωκκλήσια, κυρίως ὅταν ξημέρωνε Κυριακὴ ἤ κάποια γιορτή. Ἡ Γερόντισσα μὲ ἔμαθε ὅτι γιορτάζω τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέχρι σήμερα τὸ θυμᾶμαι. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ἡ πειθαρχία της, ἡ ὑπομονή της, ἡ ἀντοχή, ἡ ἐργατικότητα καὶ κυρίως ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Βοηθοῦσε ὅλες τὶς κοπέλες στὸ Οἰκοτροφεῖο, ὅπου ἡ καθεμιὰ τὴν καλοῦσε, ἀκόμη καὶ στὰ μαθήματα. Θυμᾶμαι, ὅταν κάποια κοπέλα δὲν τὰ κατάφερνε τόσο καλὰ στὸ διάβασμα, ἐκείνη δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἄλλη μέρα νὰ πάη διαβασμένη, καθόταν ἀργὰ τὴν νύχτα καὶ τὴν βοηθοῦσε νὰ καταλάβη τὸ μάθημα καὶ ἔπειτα αὐτὴ θὰ πήγαινε νὰ κοιμηθῆ, γιὰ νὰ ξυπνήση πάλι τὸ πρωΐ πρώτη καὶ νὰ ἔχη τὴν ἔγνοια ἂν ὅλες ἑτοιμαστήκαμε γιὰ νὰ φύγουμε γιὰ τὸ σχολεῖο. Θυμᾶμαι τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ τὶς συμβουλές της καὶ σήμερα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οὔτε ἡ μητέρα μου δὲν θὰ μὲ φρόντιζε ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ δὲν σὲ χαϊδεύει, ἀλλὰ σὲ μαθαίνει νὰ στηρίζεσαι στὰ πόδια σου. Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν ὑπευθυνότητα καὶ τὴν ὡριμότητα ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος. Γιὰ τὴν ἡλικία της ἦταν φοβερὰ ὑπεύθυνος ἄνθρωπος καὶ πονοῦσε αὐτὴ γιὰ τὰ λάθη τῶν ἄλλων. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ θάρρος, γιατί τίποτε δὲν τὴν τρόμαζε στὴν ζωή της. Ἡ δυνατή της πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ φαινόταν στὸν τρόπο ζωῆς της».

Ἀγαποῦσε καὶ τιμοῦσε τοὺς Κατηχητές, τὶς Κατηχήτριές της, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς Καθηγητές της στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔλεγε «τοὺς χρωστάω εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιατί μοῦ ἄλλαξαν τὴν ζωή». Ἰδιαίτερα σεβόταν τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸ Σεβαστιανό. Ἔλεγε: «Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσουμε καλὰ ράσα» ἐννοώντας τὸν Μητροπολίτη τοῦ τόπου καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ. Ἔλεγε ὅτι διάβαζε πολὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ ἦταν ἄριστη μαθήτρια στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ἀργότερα -ἔλεγε συγκεκριμένα- ὅταν γνώρισα τὸν Χριστό, μειώθηκε ἡ ἐπίδοσή μου στὰ μαθήματα γιατί εἶχα θέσει ἄλλες προτεραιότητες καὶ προτιμήσεις.

Ὡς φοιτήτρια στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸς μετέπειτα, βοήθησε πολλὰ νέα παιδιὰ μὲ τὸν λόγο της, τὸν ἐνθουσιασμό της καὶ τὸ παράδειγμά της. Εἶχε πολλὲς φίλες καὶ συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὴν κάθε μία ξεχωριστά. Διατηροῦσε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Καθηγητές της ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, τὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, μὲ τοὺς Κατηχητὲς καὶ τὶς Κατηχήτριές της καὶ μὲ πολλοὺς μαθητές της. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι καὶ ἐξέφραζαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν χαρὰ τους ὅταν τὴν ἔβλεπαν. Ἰδιαίτερα τὴν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός. Ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Μετσοβο, τὴν Ἔδεσσα. Διαβεβαίωναν δὲ τὶς μοναχὲς ὅτι τὴν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητά της καὶ τὸ αὐθόρμητο τοῦ χαρακτήρα της. Πραγματικά, ἡ Γερόντισσα Φωτεινὴ δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν ψεύτικη εὐγένεια. Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ κολακέψη ἄνθρωπο. Ἦταν πάντα ἀληθινή. Ἔλεγε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ ξέρω ὅτι ζῆ στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸ ἀντέχω. Θὰ κάνω τὰ ἀδύνατα δυνατά». «Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κανεὶς ἄλλος μεταξύ μας». «Γιὰ δύο λόγους ἤθελα νὰ γίνω μοναχή: γιὰ νὰ ζῶ πιὸ πολὺ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα ἀλλιῶς νὰ τοὺς βοηθήσω παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή». Σὲ ἀγαπητό της πρόσωπο ἔλεγε: «Δὲν θέλω νὰ φοβᾶσαι ὅταν θὰ πεθάνης» ἤ «Πρόσεχε πῶς ζῆς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διανοηθῶ ὅτι ἐσὺ δὲν θὰ σωθῆς». Στοὺς "ἀντιδραστικοὺς" μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔλεγε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση: «Αὐτὸν θὰ τὸν "ἐκδικηθῶ" μὲ τὴν ἀγάπη». Καὶ πράγματι αὐτὴ ἡ "ἐκδίκηση" πάντα εἶχε θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ὁποῖος ἦταν τυχερὸς ἀπὸ τὴν γνωριμία της ἔμπαινε στὴν καρδιά της γιὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν αἰωνιότητα, ὅπως ἔλεγε.

Ὡς Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, 1987-2007, σεβόταν ὑπερβολικά τούς θεσμούς. Ἐκτιμοῦσε βαθύτατα τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη μας, τὸν Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο. Ἔλεγε: «Πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ δῶρο». Αἰσθανόταν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια στὸ πρόσωπό Του. Ἐπίσης τιμοῦσε ὅλους τους ἱερεῖς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη της στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἐργάζονται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸ Μοναστήρι.

Μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ ἐνθουσιασμὸ μιλοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἐνορίτες Ἀκραιφνίου καὶ Κοκκίνου. Οἱ ἱερεῖς τῶν δύο Ἐνοριῶν καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου συνεργάσθηκαν ἄριστα μαζί της. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση μεγάλη καὶ τὴν συγκινοῦσε βαθύτατα ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων γιὰ τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκφραζόταν μὲ πολλοὺς τρόπους.

Ἤθελε τὸ Μοναστήρι νὰ δέχεται μὲ χαρὰ ὅλους τους προσκυνητές. Ἀκούραστη πάντα ἄκουγε τὰ προβλήματά τους καὶ συμμετεῖχε στὸν πόνο τους. Τὰ τελευταία χρόνια ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι πολλοὶ προσκυνητὲς μὲ λεωφορεῖα εἴτε ἀπὸ Ἐνορίες μὲ ἱερεῖς, εἴτε ἀπὸ τουριστικὰ Γραφεῖα. Ὅσο ἀπασχολημένη καὶ ἂν ἦταν θὰ κατέβαινε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ χαιρετήση καὶ νὰ ἀπευθύνη λόγο ποὺ ἀνέπαυε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς προσκυνητές. Μερικοί, βλέποντας τὴν ἁπλότητα ποὺ διέκρινε τὴν Γερόντισσα στὴν φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη της στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε, γίνονταν ἀπαιτητικοὶ μὲ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τους στὴν Μονή. Παρουσίαζαν γιὰ ἀλήθεια τὶς πιὸ ἀπίθανες ἱστορίες ποὺ πάντα ἦταν δακρύβρεχτες. Ἔτσι συνήθισαν νὰ ἔρχονται διάφοροι "ζητιάνοι", ἐπαγγελματίες, γιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγουν ὅλοι μὲ γεμάτα τὰ χέρια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό.

«Μία μέρα ἦρθε κάποιος τσιγγάνος μὲ τὴν μάνα του. Ὁδηγοῦσε ἕνα πολυτελέστατο αὐτοκίνητο, τελευταίας τεχνολογίας, σὲ μεταλλικὸ ἀσημὶ χρῶμα. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Νομαρχία φρόντιζε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Μοναστήρι, νομίσαμε πὼς ἦρθε ὁ Νομάρχης. Ὅταν καταλάβαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως μερικὲς ἀδελφὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐκεῖ δυσανασχέτησαν. Ἡ Γερόντισσα τοὺς ἑτοίμασε μόνη της τὸν δίσκο μὲ τὸν καφέ, τοὺς ἔδωσε τρόφιμα καὶ τοὺς πλήρωσε τὴν βενζίνη ποὺ ἔκαψαν γιὰ νὰ ἔρθουν στὸ Μοναστήρι».

Ὁ λόγος τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα τῆς Μονῆς, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰεροθέου, ποὺ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, ἔχει τὴν πνευματικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἦταν γι’ αὐτήν νόμος. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ της μία ἁπλὴ μοναχή, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες. Σὲ πολλὰ πνευματικὰ θέματα, ἂν καὶ γνώριζε καλὰ τί ἔπρεπε νὰ πῆ, ἀπέφευγε νὰ ἀπαντήση ἡ ἴδια καὶ ἔλεγε στὶς μοναχές: «Περιμένετε, ρωτῆστε τὸν Δεσπότη ὅταν ἔρθη». Ἡ ὑπακοή της καὶ ἡ ἀφοσίωσή της στὸν Πνευματικό της Πατέρα ἦταν ὑποδειγματική. Ὅταν ἔλεγε κανεὶς ἐπαινετικὰ λόγια γιὰ τὸ Μοναστήρι ἤ γιὰ τὴν ἴδια ἔλεγε: «Τὸ Μοναστήρι τὸ φροντίζει ἡ Παναγία πρῶτα καὶ ἔπειτα ἂς εἶναι καλὰ τὰ δύο γιώτα (Ἱερώνυμος-Ἰερόθεος)».

Σεβόταν τὴν κάθε μοναχὴ καὶ τὴν θεωροῦσε πρόσωπο καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «Ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς ξέρει γιατί ἔγινε μοναχὴ καὶ τί ζητάει». Συχνὰ τόνιζε πὼς «σημασία ἔχει μὲ ποιὰ κίνητρα κάνω κάτι καὶ μὲ τί λογισμό». Ἔλεγε ὅτι: «Ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἀληθινή, ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη στὸν ἀδελφό». Δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν περιφρόνηση στὸν ἀδελφό. «Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ χαρίσματα, ὅταν δὲν σεβόμαστε τὸν ἀδελφό, "τὸν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο, ὅ ἐστιν ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ πολυτελές"!». «Καλὸ καὶ τὸ διακόνημα, ἀλλὰ ὅσο τέλεια καὶ νὰ τὸ κάνω δὲν φτάνει. Τί γίνεται μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν αὐτομεμψία;». «Ἐμεῖς οἱ Μοναχὲς πρέπει νὰ ζοῦμε ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Σταυρὸ ἀφοῦ Τὸν ἀγαποῦμε. Εὐτυχῶς ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμασταν πεθαμένοι. Ὅλα ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι ἀτμός». «Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό! Νὰ ἔχουμε τὸ μέλι καὶ νὰ μὴ τὸ δοκιμάζουμε, τί κρίμα, ἐνῶ εἴμαστε πλούσιες, νὰ πεθάνουμε φτωχὲς "γύφτες", νὰ μὴ προλάβουμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ ἐρωτευθήκαμε! Διαβάσαμε, ἀκούσαμε, καὶ εἴδαμε τόσα πολλά! Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητες "ἐν τῆ ἡμέρᾳ τῆ φοβερᾶ"». Στενοχωριόταν τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἔβλεπε τὶς μοναχὲς νὰ τὴν φροντίζουν ἰδιαίτερα, λόγῳ τῆς ἀσθενείας της, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔλεγε: «Συγχωρέστε με ποὺ σᾶς κουράζω. Μ\’ ἔχετε βασίλισσα!».

Ἀγαποῦσε πολὺ τὶς Ἀκολουθίες στὸν Ναό. Ἔλεγε ὅτι μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βρισκόμαστε σὲ πλεονεκτικὴ θέση. Ἐνῶ ὁ κόσμος βγαίνει πρωΐ-πρωΐ γιὰ τὶς δουλειές του, ἐμεῖς ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό! Τῆς ἄρεσε νὰ διαβάζη τὸ Ψαλτήρι. Πολλὲς φορές, ἂν διέκρινε ὅτι κάποια ἀδελφὴ ἦταν κουρασμένη τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ζητοῦσε νὰ διαβάση τὸ Ψαλτήρι γιὰ νὰ τὴν ξεκουράση. Διάβαζε καὶ ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ ἐμᾶς. Εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς καὶ παρακολουθοῦσε ἰδιαίτερά τούς Κανόνες καὶ τὸ Μηναῖο, μάλιστα ὅταν ἔβλεπε νὰ γράφη "Ἰωάννου Μοναχοῦ" ἦταν ἀδύνατο νὰ κρύψη τὸν ἐνθουσιασμό της, γιατί ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Ὁ Ἀναστάσιμος ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τοὺς Ἀναβαθμούς, τὰ Ἐξαποστειλάρια, τὰ Ἑωθινὰ καὶ στὴν συνέχεια ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἦταν γι’ αὐτὴν ἕνα πανηγύρι.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς ἀσθενείας της, μετὰ τὴν διάγνωση τῆς μαγνητικῆς ἐξέτασης εἶπε: «Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Προσευχηθεῖτε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω σωστά. Ταλαιπωρῶ τόσους ἀνθρώπους. Τόσοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μένα! Σὰν μοναχές, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, ὅλοι μᾶς σέβονται καὶ μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Πόσο ταλαιπωρεῖται ὅμως ὁ κόσμος!».

Ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ δοξολογία. Ὁ θάνατός της ἦταν μία κοίμηση. Εἶχε πλήρη συναίσθηση μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ἔφυγε προσευχομένη ἐν μέςῳ προσευχομένων ἀδελφῶν καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ της Πατέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ Μοναστήρι της προσεύχονταν θερμὰ ὅλες οἱ ἀδελφές.

Πολλὲς φορὲς ἡ Γερόντισσα μιλοῦσε γιὰ τὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργῆ ὁ Μοναχός. «Ὅλη τὴν ζωὴ μας πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε σὰν προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πῆ τὸ STOP νὰ μὴ φοβόμαστε».

Κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἐπανελάμβανε προτάσεις ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς φωνῆς της τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα τοῦ Πάσχα.

Τὸ Μέγα Σάββατο αὐτὴν τὴν χρονιὰ λειτούργησε στὸ Μοναστήρι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερώνυμος. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἔψαλλε τὸ "Ἀνάστα ὁ Θεός…" καὶ πετοῦσε στὸν Ναὸ τὶς δάφνες, ἡ Γερόντισσα, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ζοῦσε τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καί, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πῆρε στὰ χέρια της τὸ πανέρι καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ σκόρπισε ἡ ἴδια τὶς ὑπόλοιπες δάφνες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν θέση της εἶπε: «Τί μεγαλεῖο ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ ζῶντος». Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, τῆς προτάθηκε νὰ ἀναπαυθῆ λίγο, γιατί ἦταν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπὸ τὴν xημειοθεραπεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, εἶπε: «Δὲν αἰσθάνομαι καθόλου κουρασμένη. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, δὲν μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν"». Ὅσοι τὴν ἔζησαν ἐκεῖνες τὶς ὧρες, αἰσθάνονταν ὅτι εἶχαν κοντὰ τους μία μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον "ἐξ ἀκοῆς" ἀλλὰ καὶ "ἀπὸ θέας", μία μαθήτρια καὶ εὐαγγελίστρια Χριστοῦ.

Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα ὅλη της τὴν ζωή, Τὸν ἔχοντα ζωῆς καὶ θανάτου τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν συναριθμήση "ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων" καὶ "ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων". Νὰ τῆς χαρίση τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀτελεύτητη ζωὴ ὅπου λάμπει τὸ φαιδρὸ καὶ ἀνέσπερο Φῶς.