Ἐπιστολή 214 τοῦ Μ. Βασιλείου, πρὸς Τερἐντιο τὸ Κόμητα

Στόν Τερέντιο τό Κόμητα

(  Ἀπόδοση στήν νεοελληνική )

Γράφηκε τὸ 375 καὶ ἀποτελεῖ μίαν ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες θεολογικὲς στιγμὲς τοῦ Βασιλείου. Ὄχι τόσο γιὰ τὴ σωστὴ θέση ποὺ παίρνει στὸ πρόβλημα τοῦ σχίσματος τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ γιὰ τὴ θεολογικὴ διάκριση ποὺ εἰσάγει μεταξὺ κοινοῦ καὶ ἰδιαίτερου, μὲ σκοπὸ τὴ διευκρίνιση τῆς σχέσεως στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ θεία οὐσία (=κοινὴ καὶ στὰ τρία θεῖα πρόσωπα) πρὸς τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (=ἰδιαίτερες καὶ διακεκριμένες γιὰ κάθε πρόσωπο). Τὸ κοινό, ἡ οὐσία, ἀνήκει ἐξίσου καὶ στὰ τρία πρόσωπα. Τὸ ἰδιαίτερο, ἡ ὑπόσταση, ἀνήκει στὰ πρόσωπο. Ἔχουμε τρεῖς ὑποστάσεις διακεκριμένες, μὲ κοινὴ θεότητα, μὲ μία θεία οὐσία. Ἡ διδασκαλία-διάκριση αὐτὴ υἱοθετήθηκε ἀπόλυτα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.

1. Ὅταν ἀκούσαμε πὼς ἡ σεμνότης σου (1) πάλι ἐκβιάσθηκε ν\’ ἀναλάβει δημόσιο λειτούργημα, στὴν ἀρχή, —πρέπει νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια— ταραχθήκαμε. Αἰτία, ἡ σκέψη πὼς κάθε ἄλλο παρὰ θὰ ἤθελες, μιὰ κι ἀπαλλάχθηκες ἀπὸ τὶς κρατικὲς ἔγνιες κι ἥσυχα πιὰ φρόντιζες τὴν ψυχή σου, νὰ ξαναγυρίσεις ἀναγκαστικὰ στὰ ἴδια. Ὕστερα ὅμως, συλλογισθήκαμε: Ὁ Κύριος, θέλοντας αὐτὴ τὴν παρηγοριὰ νὰ χαρίσει στὶς Ἐκκλησίες μας, ποὺ μύρια ὅσα δεινὰ τὶς μαστίζουν τώρα, πάλι οἰκονόμησε νὰ ἔλθει στὰ πράγματα ἡ δική σου σεμνοπρέπεια. Ἔτσι λοιπὸν καὶ πιὸ χαρωπὰ αἰσθήματα μᾶς κατεῖχαν, ἀφοῦ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμα, πρὶν φύγουμε ἀπὸ
τὴν παροῦσα ζωή, θὰ συντυχαίναμε μὲ τὴν τιμιότητά σου.

2. Ἀλλὰ ξανὰ ἄλλη φήμη μᾶς ἦλθε: Ὅτι ἔμενες στὴν Ἀντιὸχεια καὶ μοιραζόσουν τὶς εὐθύνες στὶς τρέχουσες ὑποθέσεις μὲ τοὺς κορυφαίους δημοσίους λειτουργούς. Καὶ μαζὶ μ\’ αὐτὴ τὴ φήμη, ἀκούσαμε ὅτι οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἀνήκουν στὴ μερίδα τοῦ Παυλίνου (2) , συζητοῦν μὲ τὴν τιμιότητά σου γιὰ τὴν ἕνωση μ\’ ἐμᾶς. Ἐμᾶς δὲ λέγοντας, ἐννοῶ τὴ μερίδα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐπισκόπου Μελετίου (3) . Καθὼς πληροφοροῦμαι, οἱ παρὰ πάνω κυκλοφοροῦν τώρα μεταξύ τους γράμματα τῶν Δυτικῶν, ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ εἶναι ἄδικα γιὰ τὸ θαυμασιότατο ἐπίσκοπο τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τὸ Μελέτιο. Καὶ δὲν ἀπορῶ γι\’ αὐτό. Οἱ μὲν ἀγνοοῦν ὁλότελα τὴν ἐδῶ κατάσταση. Οἱ δέ, ἂν κι ὑποτίθεται πὼς τὴν ξέρουν, μὲ πάθος μᾶλλον παρὰ μὲ ἀντικειμενικότητα τοὺς τὴν ἐξηγοῦν. Πλήν, ἐκεῖνοι δὲν ἀποκλείεται ν\’ ἀγνοοῦν τὴν ἀλήθεια ἤ καὶ ν\’ ἀποκρύβουν τὴν αἰτία ποὺ ὤθησε τὸ μακαριότατο Ἀθανάσιο (4) νὰ γράψει στὸν Παυλίνο. Ἀλλὰ παρακαλοῦμε τὴν τελειότητά σου, μιὰ κι ἔχεις αὐτοῦ ἀνθρώπους ποὺ μποροῦν νὰ ἐκθέσουν μὲ ἀκρίβεια ὅσα συνέβηκαν μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων ὅταν βασίλευε ὁ Ἰοβιανός (5), ἀπ\’ αὐτοὺς νὰ τὰ μάθεις. Ὡστόσο, ἐπειδὴ κανέναν δὲν κατηγοροῦμε, ἀλλὰ ποθοῦμε νὰ ἔχουμε πρὸς ὅλους τὴν ἀγάπη καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστης, συγχαίρουμε αὐτοὺς ποὺ ἔλαβαν τὰ γράμματα ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κι ἂν κάτι τὸ σεπτὸ καὶ σπουδαῖο γι\’ αὐτοὺς περιέχουν τὰ γράμματα, εὐχόμαστε νὰ ἐπαληθευθεῖ αὐτό, βεβαιούμενο μὲ τὰ ἴδια τὰ ἔργα. Ὅμως οὔτε κι ἔτσι μποροῦμε νὰ πείσουμε τὸν ἑαυτό μας ποτὲ ὅτι θὰ ἔπρεπε ἤ τὸ Μελέτιο ν\’ ἀγνοήσουμε ἤ τὴν Ἐκκλησία του νὰ λησμονήσουμε ἤ τὰ ζητήματα, ποὺ ἐξ ἀρχῆς τὸ χάσμα ἄνοιξαν, νὰ τὰ θεωρήσουμε ἀσήμαντα καὶ νὰ πιστέψουμε πὼς ἐλάχιστα ζημιώνουν τὸ συμφέρον τῆς εὐσέβειας. Γιατί ἐγὼ, μὴ μοιάζοντας μὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔλαβε μίαν ἐπιστολὴ καὶ τὴν ἔχει περὶ πολλοῦ, ποτὲ δὲν θὰ δεχθῶ, ἐξ αἰτίας της, νὰ ἐπηρεασθῶ καὶ νὰ ὑποχωρήσω. Ἀλλὰ κι ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς οὐρανοὺς ἔλθει καὶ δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν ὑγιὰ δογματικὴ διδασκαλία, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸν θεωρήσω κοινωνὸ τῶν ἁγίων.

3. Θυμήσου λοιπόν, λαμπρὲ ἄνθρωπε, κάτι. Ὅτι οἱ παραχαράκτες τῆς ἀληθείας ποὺ τὸ ἀρειανὸ σχίσμα παρεμβάλλουν στὴν ὑγιὰ πίστη τῶν Πατέρων, κανέναν ἄλλο λόγο δὲν παρουσιάζουν γιὰ τὴ μὴ παραδοχὴ τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῶν Πατέρων παρὰ τὸ νόημα τοῦ ὁμοουσίου. Πονηρὰ καὶ μὲ σκοπὸ νὰ διαβάλουν τὴν πίστη διδάσκουν πὼς ἐμεῖς λέμε τὸν Υἱὸ κατὰ τὴν ὑπόσταση ὁμοούσιο. Ποὺ ἂν τοὺς δώσουμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ὅτι μερικοὶ ἀπὸ ἁπλοϊκότητα μᾶλλον παρὰ ἀπὸ κακία διαδίδουν αὐτὰ ἤ παραπλήσιά τους, τίποτε δὲν ἐμποδίζει κι ἐμᾶς νὰ βρεθοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδιαν ἀναντίρρητη κατηγορία. Κι ἔτσι θὰ δυναμώναμε τὴν αἵρεση ἐκείνων ποὺ ἕνα ἐπιδιώκουν στὴ Θεολογία, ὄχι νὰ κτίσουν κάτι δικό τους, ἀλλὰ τὰ δικά μας νὰ διαβάλουν. Καὶ ποιὰ διαβολὴ θὰ ἦταν ἀπ\’ αὐτὴ πιὸ φοβερὴ καὶ πιὸ ἱκανὴ νὰ κλονίσει τὸ φρόνημα τῶν πολλῶν; Νὰ ἐμφανισθοῦν δηλαδὴ μερικοὶ ἀπό μᾶς, λέγοντας πὼς μία εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁπότε, ἔστω κι ἂν μὲ σαφήνεια δίδασκαν πὼς διάφορα εἶναι τὰ πρόσωπα, δὲν θὰ ἔλεγαν κάτι ἄλλο ἀπ\’ ὅ,τι εἶπε πρὶν ὁ Σαβέλλιος. Τί εἶπε ἐκεῖνος; Ὅτι ὁ Θεὸς ἕνας μὲν εἶναι στὴν ὑπόσταση, ἀλλὰ ἀναφέρεται ἀπὸ τὴ Γραφὴ μὲ ἄλλο πρόσωπο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαίτερη κάθε φορά χρεία. Ἄλλοτε δηλαδὴ μιλώντας σὰν Πατέρας, ὅταν αὐτοῦ τοῦ προσώπου εἶναι ἡ ὥρα. Ἄλλοτε σὰν Υἱός, στὴ δική μας φροντίδα ἤ σὲ ἐνέργειες ἄλλης πλευρᾶς τῆς θείας οἰκονομίας κατεβαίνοντας. Κι ἄλλοτε ὑποδυόμενος τὸ πρόσωπο τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἡ ὥρα ἀπαιτεῖ τέτοιου προσώπου λόγια. Ἂν λοιπὸν φανοῦν κι ἀνάμεσά μας κάποιοι, λέγοντας ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν ὑποκείμενο, τρία δὲ τέλεια πρόσωπα ὁμολογώντας, πῶς δὲν θὰ δώσουν τὴν ἐντύπωση ξάστερης κι ἀναντίρρητης ἀπόδειξης ὅτι ἀληθινὰ εἶναι ὅσα λέγονται γιά μᾶς;

4. Ὅσο δὲ γιὰ τὸ ὅτι ὑπόσταση κι οὐσία δὲν εἶναι τὸ ἴδιο, μοῦ φαίνεται πὼς κι οἱ ἴδιοι οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ Δύση τὸ ὑποδήλωσαν. Ἔχοντας δηλαδὴ ὑπ\’ ὄψη τὴ στενότητα τῆς γλώσσας τους, τὸ νόημα τῆς οὐσίας τὸ παράδωσαν μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη. Ὥστε, ἂν ὑπῆρχε κάποια διαφορὰ στὴν ἔννοια, νὰ σώζεται αὐτὴ στὴν εὐκρινὴ κι ἀσύγχυτη ἀπόσταση τῶν λέξεων. Ἂν πρέπει τώρα κι ἐμεῖς τὴ δική μας ἄποψη νὰ ποῦμε σύντομα, τὴ λέμε: Ὅπως διαφέρει τὸ κοινὸ ἀπὸ τὸ ἰδιαίτερο, ἔτσι κι ἡ οὐσία ἀπὸ τὴν ὑπόσταση. Γιατί ὁ καθένας μας καὶ στὸ κοινό τῆς οὐσίας ὀντολογικὰ μετέχει καὶ κατὰ τὶς προσωπικές του ἰδιότητες εἶναι ὁ δείνα ἤ ὁ δείνα. Ἔτσι κι ἐκεῖ. Κοινὴ εἶναι ἡ οὐσία, ὅπως ἡ ἀγαθότης, ἡ θεότης ἤ ὅ,τι ἄλλο σκεφθεῖς. Ἐνῶ ἡ ὑπόσταση νοεῖται στὸ ἰδίωμα τῆς πατρότητος ἤ τῆς υἱότητος ἤ τῆς ἁγιαστικῆς δύναμης. Ἂν λοιπὸν λένε πὼς χωρὶς ὑπόσταση εἶναι τὰ πρόσωπα, ἀπὸ ἐκεῖ ἡ διδασκαλία τους ἀποδείχνεται ἄτοπη. Ἂν ὅμως παραδέχονται σ\’ αὐτὰ ἀληθινὴ ὑπόσταση, πράγμα ποὺ κι ὁμολογοῦν, ἂς τὰ ἀριθμοῦν. Ἔτσι, ἡ διδασκαλία τοῦ ὁμοουσίου θὰ διαφυλαχθεῖ στὴν ἑνότητα τῆς θεότητος. Ἀλλὰ κι ἡ ὀρθόδοξη ἐπίγνωση τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ κηρύσσεται μὲ τὴν ὁλότελα ἀκέραιη ὑπόσταση καθενὸς ἀπὸ τὰ ὀνομαζόμενα πρόσωπα. Ὅμως, γιὰ ἕνα θέλω νὰ εἶναι βέβαιη ἡ σεμνότης σου. Ἀφορᾶ σὲ σένα καὶ σὲ ὁποῖον ἄλλον, ὅπως σύ, τρέφει κῆδος γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν καταφρονεῖ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα. Ὅτι πρέπει ν\’ ἀναμένετε τὴ διδαχὴ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας γι\’ αὐτὴ τὴ σύμπνοια κι εἰρήνη. Αὐτοὺς ἐγὼ θέτω στύλους κι ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. Καὶ τόσο πιὸ πολύ τοὺς σέβομαι, ὅσο πιὸ μακριὰ ξεσπιτωθοῦν, μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ, γιὰ τιμωρία, ὁ χωρισμός. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, φύλαξέ μας τὸν ἑαυτό σου ἀπροκατάληπτο. Γιὰ νὰ σ\’ ἔχουμε ἐπανάπαυσή μας, μιὰ καὶ σὲ ὅλα μᾶς χαρίσθηκες ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν ραβδὶ καὶ στήριγμα.

1. Ὁ Τερέντιος ἦταν εὐσεβὴς χριστιανὸς ποὺ εἶχε φθάσει στὰ ἀνώτατα κρατικὰ ἀξιώματα (Ἦταν στρατηγός).
2. Ὁ Παυλίνος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις ἐπισκόπους ποὺ διεκδικοῦσαν τὸ θρόνο τῆς Ἀντιοχείας. Τὸν εἶχαν χειροτονήσει ὁ Καλάρεως τῆς Σαρδηνίας Λούκιφερ καὶ τὸν ὑποστήριζαν πάντοτε οἱ δυτικοὶ ἐπίσκοποι καὶ ὁ πάπας. Ὁ Βασίλειος ὑποστήριζε ὅτι κανονικὸς ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας εἶναι μόνον ὁ Μελέτιος, ποὺ τώρα ἦταν ἐξόριστος γιὰ τὴν ὀρθοδοξία του, καὶ ὅτι ὁ Παυλίνος ἐκτὸς ἄλλων χώλαινε στὴν πίστη, διότι συμμεριζόταν ἀπόψεις τοῦ κακοδόξου Μαρκέλλου Ἀγκύρας. Τὸ τελευταῖο δὲ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν οἱ δυτικοί.
3. Πρόκειται γιὰ τὸ Μελέτιο Ἀντιοχείας.
4. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας.
5. Ὁ ὀρθόδοξος αὐτοκράτορας Ἰοβιανὸς βασίλεψε μόνο ἀπὸ τὸ 363 μέχρι τὸ 364.

Κείμενο Πρωτότυπο

ΠΡΟΣ ΤΕΡΕΝΤΙΟΝ ΚΟΜΗΤΑ Ἐπιστολή 214.

Ὅτε ἠκούσαμεν τὴν σεμνότητά σου πάλιν ἐκβεβιάσθαι πρὸς τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν͵ εὐθὺς μὲν διεταράχθημεν (εἰρήσεται γὰρ τἀληθές) λογιζόμενοι ὅπως σοι παρὰ γνώμην ἐστὶν ἅπαξ ἀφεθέντι τῶν δημοσίων φροντίδων καὶ σχολάσαντι τῇ ἐπιμελείᾳ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς πάλιν ἀναγκάζεσθαι πρὸς τὰ αὐτὰ ἐπιστρέφειν. Ἔπειτα εἰς ἔννοιαν ἐλθόντες ὅτι τάχα ὁ Κύριος βουλόμενος τῶν μυρίων ὀδυνῶν͵ αἳ νῦν τὰς καθ΄ ἡμᾶς Ἐκκλησίας συνέχουσι͵ μίαν ταύτην χαρίσασθαι παραμυθίαν͵ τὴν σὴν σεμνοπρέπειαν πάλιν ᾠκονόμησεν ἐπὶ τῶν πραγμάτων φανῆναι͵ καὶ δὴ καὶ εὐθυμότεροι ἦμεν ὡς μέλλοντες ἔτι γοῦν ἅπαξ͵ πρὶν ἀπιέναι τῆς ζωῆς ταύτης͵ συντεύξεσθαι τῇ τιμιότητί σου.

2 Ἀλλὰ πάλιν ἡμᾶς ἑτέρα φήμη κατέσχεν͵ ὡς ἐπὶ τῆς Ἀντιοχείας διάγοντος καὶ τὰ ἐν χερσὶ πράγματα ταῖς μεγάλαις ἀρχαῖς συνδιέποντος. Πρὸς δὲ τῇ φήμῃ ταύτῃ κατέλαβεν ἡμᾶς ἀκοὴ ὅτι καὶ οἱ τῆς κατὰ Παυλῖνον συντάξεως ἀδελφοὶ διαλέγονται τῇ ὀρθότητί σου περὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἑνώσεως͵ ἡμᾶς δὲ λέγω τοὺς τῆς μερίδος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ͵ Μελετίου τοῦ ἐπισκόπου. Οὓς καὶ γράμματα ἀκούω νῦν τῶν Δυτικῶν περιφέρειν αὐτοῖς τὴν ἐπισκοπὴν τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν Ἐκκλησίας ἐπιτρέποντα͵ παραλογιζόμενα δὲ τὸν θαυμασιώτατον ἐπίσκοπον τῆς ἀληθινῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας Μελέτιον. Καὶ οὐ θαυμάζω τοῦτο. Οἱ μὲν γὰρ ἀγνοοῦσι παντελῶς τὰ ἐνταῦθα͵ οἱ δὲ καὶ δοκοῦντες εἰδέναι φιλονεικότερον μᾶλλον ἢ ἀληθέστερον αὐτοῖς ἐξηγοῦνται. Πλὴν ἀλλ΄ ἐκείνους μὲν οὐδὲν ἀπεικὸς ἀγνοεῖν τὴν ἀλήθειαν ἢ καὶ ἀποκρύπτεσθαι τὴν αἰτίαν δι΄ ἣν εἰς τὸ γράφειν Παυλίνῳ ἦλθεν ὁ μακαριώτατος ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος. Τὴν δὲ σὴν τελειότητα αὐτοῦ ἔχουσαν τοὺς δυναμένους τὰ μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων γενόμενα ἐπὶ τῆς Ἰοβιανοῦ βασιλείας ἀκριβῶς διηγήσασθαι παρακαλοῦμεν ὑπ΄ αὐτῶν διδαχθῆναι. Πλὴν ἀλλ΄ ἐπειδὴ οὐδενὸς κατηγοροῦμεν͵ πρὸς πάντας δὲ ἔχειν εὐχόμεθα τὴν ἀγάπην καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως͵ συγχαίρομεν τοῖς κομισαμένοις τὰ ἀπὸ Ρώμης γράμματα. Κἄν τινα σεμνὴν καὶ μεγάλην ἔχῃ αὐτοῖς μαρτυρίαν͵ εὐχόμεθα ἀληθεύειν αὐτὴν δι΄ αὐτῶν τῶν ἔργων βεβαιουμένην. Οὐ μέντοι τούτου γε ἕνεκεν δυνάμεθα ἑαυτοὺς πεῖσαί ποτε ἢ Μελέτιον ἀγνοῆσαι ἢ τῆς ὑπ΄ αὐτὸν Ἐκκλησίας ἐπιλαθέσθαι ἢ τὰ ζητήματα ὑπὲρ ὧν ἐξ ἀρχῆς ἡ διάστασις γέγονε͵ μικρὰ ἡγήσασθαι καὶ ὀλίγην ἔχειν νομίσαι διαφορὰν πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπόν. Ἐγὼ γάρ͵ οὐχ ὅπως εἰ ἐπιστολήν τις ἀνθρώπων δεξάμενος ἐπ΄ αὐτῇ μέγα φρονεῖ͵ τούτου ἕνεκεν ὑποσταλῆναί ποτε καταδέξομαι͵ ἀλλ΄ οὐδ΄ ἂν ἐξ αὐτῶν ἥκῃ τῶν οὐρανῶν͵ μὴ στοιχῇ δὲ τῷ ὑγιαίνοντι λόγῳ τῆς πίστεως͵ δύναμαι αὐτὸν κοινωνὸν ἡγήσασθαι τῶν ἁγίων.

3 Ἐνθυμήθητι γάρ͵ ὦ θαυμάσιε͵ ὅτι οἱ παραχαράκται τῆς ἀληθείας͵ οἱ τὸ Ἀρειανὸν σχίσμα τῇ ὑγιεῖ τῶν Πατέρων ἐπεισάγοντες πίστει͵ οὐδεμίαν ἄλλην αἰτίαν προβάλλονται τοῦ μὴ παραδέχεσθαι τὸ εὐσεβὲς τῶν Πατέρων δόγμα ἢ τὴν τοῦ ὁμοουσίου διάνοιαν͵ ἣν αὐτοὶ πονηρῶς καὶ ἐπὶ διαβολῇ τῆς πίστεως ἐξηγοῦνται λέγοντες τὸν Υἱὸν κατὰ τὴν ὑπόστασιν ὁμοούσιον λέγεσθαι παρ΄ ἡμῶν. Οἷς ἐάν τινα δῶμεν ἀφορμὴν ἐκ τοῦ περιφέρεσθαι τοῖς δι΄ ἁπλότητα μᾶλλον ἢ διὰ κακίαν ταῦτα ἢ τὰ τούτοις παραπλήσια λέγουσιν͵ οὐδὲν κωλύει καὶ ἡμᾶς ἀναντιρρή τους μὲν δοῦναι καθ΄ ἑαυτῶν τὰς λαβάς͵ ἰσχυρὰν δὲ ἐκείνοις κατασκευάσαι τὴν αἵρεσιν͵ οἷς μία μελέτη ἐστὶν ἐν τοῖς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγοις οὐ τὰ ἑαυτῶν κατασκευάζειν͵ ἀλλὰ τὰ ἡμέτερα διαβάλλειν. Τίς δ΄ ἂν γένοιτο τῆς διαβολῆς ταύτης χαλεπωτέρα καὶ μᾶλλον δυναμένη τοὺς πολλοὺς διασαλεῦσαι͵ ἢ εἰ φανείησάν τινες ἐξ ἡμῶν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος μίαν ὑπόστασιν λέγοντες͵ οἳ κἂν πάνυ τὸ τῶν προσώπων διάφορον ἐναργῶς δογματίζωσιν͵ ἀλλ΄ οὖν τῷ παρὰ τοῦ Σαβελλίου προειλῆφθαι τὸ αὐτὸ τοῦτο λέγοντος· ἕνα μὲν εἶναι τῇ ὑποστάσει τὸν Θεόν͵ προσωποποιεῖσθαι δὲ ὑπὸ τῆς Γραφῆς διαφόρως κατὰ τὸ ἰδίωμα τῆς ὑποκειμένης ἑκάστοτε χρείας͵ καὶ νῦν μὲν τὰς πατρικὰς ἑαυτῷ περιτιθέναι φωνάς͵ ὅταν τούτου καιρὸς ᾖ τοῦ προσώπου͵ νῦν δὲ τὰς Υἱῷ πρεπούσας͵ ὅταν πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐπιμέλειαν ἢ πρὸς ἄλλας τινὰς οἰκονομικὰς ἐνεργείας ὑποβαίνῃ͵ νῦν δὲ τὸ τοῦ Πνεύματος ὑποδύεσθαι πρόσωπον͵ ὅταν ὁ καιρὸς τὰς ἀπὸ τοῦ τοιούτου προσώπου φωνὰς ἀπαιτῇ· ἐὰν οὖν καὶ παρ΄ ἡμῖν φανῶσί τινες ἓν τῷ ὑποκειμένῳ Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα λέγοντες͵ τρία δὲ πρόσωπα τέλεια ὁμολογοῦντες͵ πῶς οὐχὶ σαφῆ καὶ ἀναντίρρητον δόξουσι παρέχεσθαι τὴν ἀπόδειξιν τοῦ ἀληθῆ εἶναι τὰ λεγόμενα περὶ ἡμῶν;

4 Περὶ δὲ τοῦ ὅτι ὑπόστασις καὶ οὐσία οὐ ταὐτόν ἐστι͵ καὶ αὐτοί͵ ὡς νομίζω͵ ὑπεσημήναντο οἱ ἀπὸ τῆς Δύσεως ἀδελφοὶ ἐν οἷς τὸ στενὸν τῆς ἑαυτῶν γλώττης ὑφορώμενοι τὸ τῆς οὐσίας ὄνομα τῇ Ἑλλάδι φωνῇ παραδεδώκασιν͵ ἵνα͵ εἴ τις εἴη διαφορὰ τῆς ἐννοίας͵ σώζοιτο αὕτη ἐν τῇ εὐκρινεῖ καὶ ἀσυγχύτῳ διαστάσει τῶν ὀνομάτων. Εἰ δὲ δεῖ καὶ ἡμᾶς τὸ δοκοῦν ἡμῖν ἐν βραχεῖ εἰπεῖν͵ ἐκεῖνο ἐροῦμεν ὅτι ὃν ἔχει λόγον τὸ κοινὸν πρὸς τὸ ἴδιον͵ τοῦτον ἔχει ἡ οὐσία πρὸς τὴν ὑπόστασιν. Ἕκαστος γὰρ ἡμῶν καὶ τῷ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῳ τοῦ εἶναι μετέχει καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἰδιώμασιν ὁ δεῖνά ἐστι καὶ ὁ δεῖνα. Οὕτω κἀκεῖ ὁ μὲν τῆς οὐσίας λόγος κοινός͵ οἷον ἡ ἀγαθότης͵ ἡ θεότης͵ ἢ εἴ τι ἄλλο νοοῖτο· ἡ δὲ ὑπόστασις ἐν τῷ ἰδιώματι τῆς πατρότητος ἢ τῆς υἱότητος ἢ τῆς ἁγιαστικῆς δυνάμεως θεωρεῖται. Εἰ μὲν οὖν ἀνυπόστατα λέγουσι τὰ πρόσωπα͵ αὐτόθεν ἔχει ὁ λόγος τὴν ἀτοπίαν· εἰ δὲ ἐν ὑποστάσει αὐτὰ εἶναι ἀληθινῇ συγχωροῦσιν͵ ὃ ὁμολογοῦσι͵ καὶ ἀριθμείτωσαν͵ ἵνα καὶ ὁ τοῦ ὁμοουσίου λόγος διαφυλαχθῇ ἐν τῇ ἑνότητι τῆς θεότητος καὶ ἡ τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ ἀπηρτισμένῃ καὶ ὁλοτελεῖ ἑκάστου τῶν ὀνομαζομένων ὑποστάσει κηρύσσηται. Ὅμως δὲ ἐκεῖνο βούλομαι πεπεῖσθαι τὴν σεμνότητά σου͵ ὅτι καὶ σὲ καὶ πάντα τὸν παραπλησίως σοι τῆς ἀληθείας φροντίζοντα καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγωνιζομένους μὴ ἀτιμάζοντα ἀναμένειν δεῖ καθηγήσασθαι τῆς συναφείας ταύτης καὶ τῆς εἰρήνης τοὺς προστάτας τῶν Ἐκκλησιῶν͵ οὓς ἐγὼ στύλους καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας τίθεμαι͵ καὶ τοσούτῳ πλέον αὐτοὺς αἰδοῦμαι ὅσῳ ἂν μακρότερον ἐξοικισθῶσιν ἀντὶ τιμωρίας αὐτοῖς ἐπαγομένου τοῦ χωρισμοῦ. Παρακαλῶ οὖν͵ φύλαξον ἡμῖν σεαυτὸν ἀπρόληπτον͵ ἵν΄ ἔχωμέν σοι ἐπαναπαύεσθαι ὃν ἐν πᾶσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς βακτηρίαν καὶ ἔρεισμα ἐχαρίσατο.