Ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ μιὰ πρωτογενῆ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ κοιτάξει τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τὸν ἑρμηνεύσει. Νὰ τὸν γνωρίσει καὶ μὲς τὴ γνωριμία αὐτὴ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του.
Ἡ στροφὴ πρὸς τὰ πάνω τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φυσική. Ἡ στροφὴ τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὰ κάτω εἶναι «ἀφύσικη». Τὸ νὰ κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ εἶναι φυσικό. Τὸ νὰ προσβλέπει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, τὸ νὰ τὸν ἀγαπᾶ ἀπεριόριστα, τὸ νὰ γίνεται ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καὶ νὰ μπαίνει στὴν ἀνθρώπινη ζωή, τὸ νὰ καταντάει ὁ εὐτελέστερος τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ σβήνεται, αὐτὰ ὅλα εἶναι «ἀφύσικα».
Ἡ ἐκκλησία λοιπὸν ζεῖ τὸ «ἀφύσικο». Ζεῖ μιὰ πρωτόγνωρη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ἐμπειρία. Ὅμως ἔτσι δοκιμάζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος· στὸ νὰ μπορέσει νὰ μπεῖ σ’ αὐτὴ τὴ νέα λογική· τὴν «ἀφύσικη» λογική.
Ὅλες οἱ θρησκεῖες κοιτοῦν πρὸς τὰ πάνω μὲ σκοπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς. Ἕνας κόσμος κλειστός, ἀνθρώπινος, παρὰ τὴν φαινομενικὴ μεταφυσική του διάσταση. Στὴν ἐκκλησία, ἀντίθετα, μαθαίνεις νὰ ζεῖς προσμένοντας τὸ ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ἀποκάλυψη. Θρησκεία καὶ ἐκκλησία εἶναι διαφορετικὲς πραγματικότητες.
Μπορεῖ ὅμως ἡ ἐκκλησία μέσα στήν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετατραπεῖ σὲ θρησκεία; Βέβαια μπορεῖ· ἐὰν παύσει αὐτῄ ἡ συνείδηση νὰ ζεῖ τήν ἀδιάπτωτη καὶ ὀδυνηρὴ πεῖνα γιὰ τὴν σχέση του μὲ τό ἀόρατο, τὸ σιωπηλό, τὸ μακρινὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐκκλησία βασίζεται ὁλοκληρωτικὰ στὴν πίστη σ’ αὐτὴ τὴ σχέση. Καὶ ἡ πίστη βασίζεται στὴν ἐμπειρία καὶ τὸν ἔλεγχο πραγμάτων οὐ βλεπομένων. Χρειάζεται συνεχὴς ἐπικέντρωση σ’ αὐτή τήν σχέση. Χρειάζεται ὁλοκληρωτικὸ ἄνοιγμα στὴν παρουσία Του.
Ὁ μεγάλος μας ἀντίπαλος σ’ αὐτὴν τὴν προσπάθεια εἶναι ἡ ἀπομόνωση. Τὸ κλείσιμό μας σ’ ἕναν κόσμο φτιαγμένο ἀπό ἔπαρση, ἐπιπολαιότητα καὶ αὐτοϊκανοποίηση. Ὁ Κύριος ἔχει πεῖ ὅτι ἀποκαλύπτεται μόνον στοὺς ταπεινούς δηλαδὴ τοὺς ὁλότελα ἀνοιχτοὺς ἀνθρώπους· στό πρόσωπο τὸ δικό του καὶ στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν τους.