«Ἄκουσε, γεράκι, τὸ καηµένο τ᾿ ἀηδόνι.
Ἡ ζωή µου εἶναι στὴν ἐξουσία σου, ὅπως καὶ τὸ πέταγµά µας αὐτὸ µέσα στὰ σύννεφα, ὅπου δὲν εἶχα φτάσει ποτέ.
Ἀλλὰ ἄκουσέ µε: Ἀπὸ τὶς µυστικὲς πηγὲς τῆς φύσης ἐρχόταν µιὰ ἤπια πνοὴ καὶ συναντοῦσε µιὰν ἄλλη, ἐξίσου ἤπια, µέσα στὸ στῆθος µου.
Αὐτὴ ἡ πνοὴ γινόταν τραγούδι, ὅπως καὶ τὸ φύλλωµα τοῦ δέντρου ποὺ µὲ φιλοξενοῦσε, ὅπως τὰ ἄστρα ποὺ ἔλαµπαν ψηλά.
Ἡ ὀµορφιὰ τῶν πραγµάτων ποὺ ἦταν γύρω µου µὲ συγκινοῦσε καὶ µεταβαλλόταν σὲ µουσική.
Εἶδα κι ἐσένα νὰ ἔρχεσαι καταπάνω µου, καὶ ὁ φόβος µου νικήθηκε ἀπὸ τὸ θαῦµα τῆς γρήγορης καὶ µεγαλόπρεπης πτήσης σου, ποὺ τὴ θαύµαζα σὰν δῶρο τῶν θεῶν.
Ἀλλὰ τὴ στιγµὴ ἐκείνη, ἀπὸ άπροσµέτρητο βάθος, ἑτοιµάζονταν ν᾿ ἀναβρύσουν ἀπὸ µένα τραγούδια θλίψης γιὰ ἕνα ρόδο ποὺ τὸ µάδησε ὁ ἀέρας.
Τὰ ἄρχιζα, τὰ τραγούδια αὐτά, ἐγὼ πού, ὅταν ξεσποῦσε ὁ κεραυνός, ἔνιωθα νὰ µοῦ τρέµει τὸ στῆθος, καθὼς ἤµουν µαζεµένο µέσα στὸ νέο φύλλωµα.
Ἄφησέ µε νὰ ζήσω µιὰ στιγµὴ µόνο, ὅσο γιὰ νὰ βγάλω στὸν αἰθέρα καὶ γιὰ τὸ αὐτί σου τὸ θησαυρὸ ποὺ αἰσθάνοµαι µέσα µου. Μὴ σκοτώσεις αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γεννηθεῖ!».
Καθὼς τὸ ἀηδόνι µιλοῦσε, τὸ γεράκι χαλάρωνε τὸ ἁρπακτικὸ νύχι του, καὶ µὲ τὸ ἄλλο ἔκανε φιλικὸ νεῦµα στὸ ἀηδόνι, ποὺ ὅµως τὴ στιγµὴ ἐκείνη ξεψύχησε.