Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καὶ ὅλα μὲν αὐτὰ καλὰ ἦσαν τότε· ἀλλὰ τώρα, ὅταν ἐγήρασέ τις, οὔτε «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι», οὔτε «κόκκινη σὰν τὸ αἶμα», τίποτε πλέον ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν βλέπει τις· ἀλλὰ καταντᾷ νὰ γίνεται αὐτός: κρύος σὰν τὸ χιόνι… καὶ νὰ πάσχῃ ἀναιμίαν.

Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι

Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πῶς μοῦ τὸ ἔλεγε ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι· ἐπρόκειτο δι᾿ ἕνα βασιλόπουλο, ὁποὺ δὲν ἔστεργε πότε νὰ πανδρευθῇ, ἀνίσως δὲν εὕρισκε μίαν βασιλοπούλα, τὴν ὄμορφη τοῦ κόσμου, ὅπου νὰ εἶναι ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα.

Καὶ ὕστερα νομίζω, τὸ βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν, τὸν ὁποῖον ἔχομεν αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα, ἀκόμη καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας· κι ἔρριξε μίαν τουφεκιὰν ἐπάνω στοὺς χιονισμένους κάμπους καὶ στὰ λιβάδια καὶ στὰ πλάγια τῶν βουνῶν κι ἐμάτιασε μίαν ἔλαφον· καὶ τὸ αἷμα τῆς ἐλάφου ἐχύθη ἐπάνω στὰ χιόνια, κι ἐκεῖ, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐγεννήθη μία βασιλοπούλα, κι ἐμεγάλωσε καὶ ἦταν ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα.

Καὶ τὸ βασιλόπουλο ηὖρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του, πλασμένην ἀπὸ χιόνι, ὅπως ὁ Πυγμαλίων τὴν ηὖρε ἀπὸ μάρμαρον. Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ Ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου. Εὐτυχεῖς, διότι δὲν ὑπῆρξαν. Ἀλλ᾿ ἔκαμον καὶ ἄλλους πρὸς καιρὸν εὐτυχεῖς, τόσα παιδιὰ ποὺ ἄκουσαν τὰς διηγήσεις τῶν προμητόρων.

Ἐνθυμῆσθε τὸν στίχον τοῦ Σολωμοῦ.

Ποιὰ εἶναι κείνη ποὺ κατεβαίνει
ἀσπροντυμένη ἀπ᾿ τὸ βουνό.

Ἡ χιὼν καὶ τὸ γάλα εἶναι αἱ δυὸ προχειρότεραι κοινοτοπίαι διὰ τὴν λευκότητα νεαρὸς γυναικός. Μίαν φορὰν ἔτυχε ν᾿ αὐτοσχεδιάσω ἓν δίστιχον, πρὸς ἔπαινον μιᾶς λευκῆς καὶ λευκοφορεμένης. Μαζὺ μὲ ἕνα ἀγαπημένον, εὐγενῆ φίλον μου, τὸν Γιαννάκην τοῦ κατετὰν-Ἀργυροῦ, ἐβαδίζομεν εἰς τοῦ Ἀχειλᾶ τὸ ποτάμι, τὸν κατήφορον, τὸ ρέμμα-ρέμμα.

Παρὰ τὴν βρύσιν, ἐπέζευσεν ἐκεῖνος, ἐγὼ ἐπέμεινα πεζὸς νὰ βαδίζω. Τότε μ᾿ ἐβίασε φιλικῶς νὰ λάβω ὀνάριον, τὸ ὁποῖον ἐσταμάτησεν εἰς τὸν δρόμον. Ἦτο μεγαλόσωμον, μὲ κοκκινωπὸν σποδοβάϊον τρίχωμα, ὅλως ἀσυνήθους χρώματος, τὸ ὁποῖον ἐγώ, μὲ τὸ ἀνακάτωμα ἀθηναϊκῶν ἀναμνήσεων, ὠνόμασα κοκκινέλι.

Παρὰ τὴν βρύσιν μας ἔφερεν ὁ ψυχογιὸς τοῦ Γιαννάκη, ὁ ἀγωγιάτης καλάθιον μὲ ἀχλάδια, ἀγγούρια καὶ πράγματα. Ἔβαλεν εἰς τὴν πηγήν, διὰ νὰ κρυολογήση, τὸ παγούρι μὲ τὸ ρακί· παγούρι φυσικόν, ἀπὸ ποδάρι τεραστίας καβούρας, τὸ ὁποῖον ὀνομάζομεν, δὲν ἠξεύρω διατί, τὸν Καβουροπόλεως. Ἐλέγαμεν π.χ. φέρε τὸν Καβουροπόλεως, μᾶς ἦλθεν ὁ Καβουροπόλεως; καὶ τὰ τοιαῦτα.

Ἀλλ᾿ ἰδού, ἐνθυμοῦμαι. Εἷς νεαρὸς μοναχός, ἀγαπῶν νὰ ἀστεΐζεται, γενομένου ποτὲ λόγου περὶ μητροπολιτῶν διαφόρων παροικιῶν, ληγουσῶν εἰς πόλεως, ὅταν ἔτυχε τότε νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὴν μέσην καὶ τὸ παγούρι αὐτὸ τοῦτο, ἀνέκραξεν αἴφνης!

– Νὰ καὶ ὁ Καβουροπόλεως!

Ἐκεῖ λοιπόν, ὅταν τὸ παγούρι αὐτὸ ἔφερε τοὺς συνήθεις γύρους, ἀνεκαλέσαμεν, μὲ πάντα σεβασμόν, τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἠλιού, ἐκ τῆς Βασιλειῶν Γ´, κι ἐλέγαμεν «Δευτερώσητε, καὶ ἐδευτέρωσαν. Τρισσεύσατε, καὶ ἐτρίσσευσαν».

Ὅπου ὁ καπετὰν Γιαννάκης, μεγάλως φαιδρυνθείς, ὅταν ἤκουσε τὰ ἐδάφια αὐτὰ τῆς Γραφῆς, ἀφελῶς ἔλεγεν, ἀποτεινόμενος πρὸς κληρικὸν φίλον μας.

– Τί δευτέρωσες, παπά;

Τοῦ Γιαννάκη βεβαίως θὰ ἐπήγαινεν ὁ νοῦς τοῦ εἰς τὸ δευτέρωμα τῶν ἀμπέλων, τὸ καλούμενον καὶ δισκάφισμα.

Τέλος, ἵππευσα κι ἐγὼ εἰς τὸ Κοκκινέλι, τὸν Πήγασόν μου, καὶ ἠρχίσαμε ν᾿ ἀνερχώμεθα τὸ βουνό. Ἐπηγαίναμεν εἰς ἕνα πανηγύρι τοῦ Προδρόμου, τῆς 24 Ἰουνίου.

Ἐκεῖ συνηντήσαμε τὴν λαμπρὰν παρέαν τοῦ καπετάν-Κωνσταντῆ τοῦ Μυτιληνιοῦ, ὅλην ἔφιππον. Αὐτός, ἡ συμβία του, τὰ 4 παιδιά του καὶ δυὸ παραγυιοί του. Ἡ καπετάνισσα, ὡραῖα, τριακοντούτις γυνή, μὲ λαμπρὰν περιβολή, καὶ κόκκινα μεταξωτὰ ὑποκάμισσα, ἵππευε μεγαλοπρεπῶς ἐπὶ εὐρώστου ἡμιόνου.

Ξαναμμένος, καθὼς ἤμουν ἐγώ, ὀχούμενος ἐπάνω εἰς τὸ Κοκκινέλι, μοῦ ᾖλθε νὰ εἴπω εἰς τὸν καπετὰν Κωνσταντήν.

– Μοῦ δίνεις τὴν ἄδειαν νὰ πῶ ἕνα τραγούδι τῆς κυρίας;

– Εὐχαρίστως.

Καὶ τότε ἀπήγγειλα.

Ἀσπροκολοβοῦσα μου καὶ ἄσπρη σὰν τὸ γάλα
σένα σοῦ πρέπει λεβεντιά, σοῦ πρέπει καὶ καβάλα.

Σημειώσατε, ὅτι ἡ πρώτη λέξις τοῦ διστίχου ἄνευ δυσφημίας σημαίνει, ἐκεῖ εἰς τὰς νήσους, τὴν φέρουσαν λευκὸν κολόβιον, ἢ φουστάνι ἄνευ χειρίδων.

Καὶ ὅλα μὲν αὐτὰ καλὰ ἦσαν τότε, ἀλλὰ τώρα, ὅταν ἐγήρασε τις, οὔτε ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, οὔτε κόκκινη σὰν αἷμα, τίποτε πλέον ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν βλέπει τις. Ἀλλὰ καταντᾷ νὰ γίνεται αὐτός: κρύος σὰν τὸ χιόνι… καὶ νὰ πάσχῃ ἀναιμίαν.

(1907)