1.
Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
Κι’ ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
Μὲ λογισμὸ καὶ μ’ ὄνειρο, τί χάρ’ ἔχουν τὰ μάτια,
Τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ’ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
Ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ’ ἀθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα,
Ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ’ ὅλα τὰ κάλλη πόχει,
Ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ’ναι κρυμμένα•
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν’ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
Κι’ εὐθὺς ἐγὼ τ’ Ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ’χ’ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
( Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλη τὴν πολιορκία τοῦ Μεσολογγιοῦ).
2.
Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοὶ ― στέκομαι καὶ κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι’ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.―
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
Καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ’ ἄστρα σὰ πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι’ οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι•
Κι’ ἀλιά! σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν•
Ἀθάνατη ’σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;».
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ’π’ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
Καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
Ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκλήσι.
Τὸ μίσος ὅμως ἔβγαλε καὶ κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαρού, τ’ ἀγκίστρι π’ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξης ἄμε.»
―――
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
Κι’ ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι’ ὅταν πληθύνουν τ’ ἄστρα,
Ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι’ οἱ βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ ἀπίθωσε στ’ ἀγκίστρι τὴ ζωή του,
Τὸ πέταξε, τ’ ἀστόχησε, καὶ περιτριγυρνώντας:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγ’, ἀλίμονον! βαρεῖ τὸ καλυβάκι•
Σὲ λίγην ὥρα ξέσκεπα τὰ λίγα στήθη μένουν•
Ἀθάνατη ’σαι, ποὺ, βροντή, ποτὲ δὲν ἡσυχάζεις;
Πανερημιὰ τῆς γνώρας μου, θέλω μ’ ἐμὲ νὰ κλάψης.»
3.
Δὲν τοὺς βαραίν’ ὁ πόλεμος, ἀλλ’ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . κι’ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
Στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.
4.
Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι’ ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλ’ ἥλιος, ἀλλ’ ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος
Ὁ στύλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
Τὰ παλληκάρια τὰ καλά, μ’ ἀπάνου τὴ σημαία,
Ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καὶ τὸ Σταυρὸν ἁπλώνει
Παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας,
Κι’ ὁ οὐρανὸς καμάρωνε, κι’ ἡ γῆ χεροκροτοῦσε•
Κάθε φωνὴ κινούμενη κατὰ τὸ φῶς μιλοῦσε,
Κι’ ἐσκόρπα τὰ τρισεύγενα λουλούδια τῆς ἀγάπης:
«Ὄμορφη, πλούσια, κι’ ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι’ ἁγία!».
5.
Ἀπὸ τὴν ἄπειρην ἐρμιὰ τὰ μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι’ ἄστραψαν, κι’ εἶπαν τὰ μαῦρα χείλη:
«Παιδί, στὴν πόρτα χαίρεσαι μὲ τὴ βοὴ ποὺ στέρνεις•
Μπροστά, λαγέ, στὸν κυνηγό, κατακαμπὶς καπνίζεις•
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνᾶς, ἀφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Καὶ τώρα δά, τ’ ἀράθυμο πάτημ’ ἀργοπορώντας,
Κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλε κοιτᾶ, καὶ σφίγγει,
Σφίγγει στενὰ τὴ σπάθη του στὸ λαβωμένο στῆθος,
Π’ ἀγρίκα μέσα τὴν καρδιὰ μεγάλη καὶ τὴ θλίψη.
6.
O Πειρασμὸς
Ἒστησ’ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι’ ἡ φύσις ηὖρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνακουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι’ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι’ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια τῆς πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἒξ’ ἀναβρύζει κι’ ἡ ζωή, σ’ γῆ, σ’ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π’ ἀκίνητο ’ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ’ ὅπου κι’ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ’ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἒπαιξ’ ἡ πεταλούδα,
Ποὺ ’χ’ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ’δες•
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ’ ὅσο κάν’ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π’ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι’ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.
7.
Ἕρμα ’ν’ τὰ μάτια, ποὺ καλεῖς, χρυσὲ ζωῆς ἀέρα.
8.
Εἰς τὸ ποίημα ἒν’ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα πρόσωπα ἦταν μία κόρη, ὀρφανή, τὴν ὁποίαν οἱ ἄλλες πλέον ἡλικιωμένες γυναῖκες εἶχαν ἀναθρέψει καὶ τὴν ἀγαποῦσαν ὅλες ὡς θυγατέρα τους. Πέφτει εἰς τὸν πόλεμον ἕνας τῶν ἐνδοξοτέρων ἀγωνιστάδων, τὸν ὁποῖον αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν καιρὸν τῆς εὐτυχίας• ὥστε ἀπὸ τὸ ἄκρο τῆς ἐλπίδας ἡ καρδιὰ της βυθίζεται εἰς τὴν λύπη• εὑρίσκει ὅμως παρηγορία κοιτάζοντας τ’ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ τὸ ὑψηλὸ παράδειγμα τῶν ἄλλων γυναικών. Αὐτὰ ἀρκοῦν νὰ διαφωτίσουν ὁπωσδήποτε τοῦτο τὸ κομμάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἐνθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερῶς πρὸς τὸν Ἄγγελο, τὸν ὁποῖον εἶδε στ’ ὄνειρό της νὰ τῆς προσφέρη τὰ φτερά του• γυρίζει ἔπειτα πρὸς τὲς γυναῖκες νὰ τοὺς εἰπῆ, ὅτι αὐτὴ τὰ θέλει τὰ φτερὰ πραγματικῶς, ἀλλ’ ὄχι γιὰ νὰ φύγη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ κρατῆ κλεισμένα ἐκεῖ κοντά τους καὶ νὰ περιμείνη μαζί τους τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ ταῦτα ἀνατρέχει ἡ φαντασία της εἰς ἄλλα περασμένα• πῶς τὴν ἐπαρηγοροῦσαν, ἐνῶ ἐκείτετο ἄρρωστη, «οἱ ἀτάραχες πνοὲς οἱ πολυαγαπημένες» τῶν ἄλλων γυναικὼν ὁπού ἐκοιμοῦνταν κοντά της• καὶ τέλος πῶς εἶχε ἰδεῖ τὸν νέον νὰ χορεύη, εἰς τὴ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς νίκης.
Ἄγγελε, μόνον στ’ ὄνειρό μου δίνεις τὰ φτερά σου;
Στ’ ὄνομ’ Αὐτοῦ ποὺ σ’ τάπλασε, τ’ ἀγγειὸ τς ἐρμιᾶς τὰ θέλει.
Ἰδού, ποὺ τὰ σφυροκοπῶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα,
Χωρὶς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τὰ θέλω γώ, νὰ τάχω γώ, νὰ τὰ κρατῶ κλεισμένα,
Ἐδῶ π’ ἀγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Κι’ ἄκουα ποὺ ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιὰ πούν’ ἡ φωνή σου!»
Ἀηδονολάλειε στῆθος μου, πρὶν τὸ σπαθὶ σὲ σχίση•
Καλὲς πνοὲς παρηγοριὰ στὴ βαριὰ νύχτα κι’ ἔρμη•
Μὲ σᾶς νὰ πέσω στὸ σπαθί, κι’ ἄμποτε νᾶμαι πρώτη!
Τὸ στραβὸ φέσι στὸ χορὸ τ’ ἄνθια στ’ αὐτὶ στολίζει,
Τὰ μάτια δείχνουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνου κόσμο,
Καὶ στὴ θωριὰ τοῦ εἶν’ ἔμορφο τὸ φῶς καὶ μαγεμένο!
9.
Τὰ σπλάχνα μου κι’ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν,
Κι’ ὅσα ἄνθια θρέφει καὶ καρποὺς τόσ’ ἅρματα σὲ κλειοῦνε.
10.
Φεύγω τ’ ἀλόγου τὴν ὁρμὴ καὶ τοῦ σπαθιοῦ τὸν τρόμο.
T’ ὀνείρου μάταια πιθυμιά, κι’ ὄνειρο αὐτὴ ’ν’ ἡ ἴδια!
Ἐγύρισε ἡ παράξενη τοῦ κόσμου ταξιδεύτρα,
Μοῦπε μὲ θεῖο χαμόγελο βρεμένο μ’ ἕνα δάκρυ:
Κόψ’ τὸ νερὸ στὴ μάνα του, μπάσ’ το στὸ περιβόλι,
Στὸ περιβόλι τῆς ψυχῆς τὸ μοσχαναθρεμμένο.
11.
Μία τῶν γυναικῶν προσφεύγει εἰς τὸ στοχασμὸ τοῦ θανάτου ὡς μόνη σωτηρία της μὲ τὴ χαρὰ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὸ πουλάκι,
Ὁπού ’δε σκιᾶς παράδεισο καὶ τηνὲ χαιρετάει
Μὲ τοῦ φτεροῦ τὸ σάλαγο καὶ μὲ κανέναν ἦχο,
εἰς τὴ στιγμὴν ὁπού εἶναι κοπιασμένο ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι, εἰς τὴ φλόγα καλοκαιρινοῦ ἥλιου.
12.
Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες
Γύρου στὴ φλόγα π’ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν
M’ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια,
Ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ•
Καὶ γγίζ’ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα•
Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανῆς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν.
13.
Εἲν’ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
Δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι’ ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.
14.
(Μία γυναίκα εἰς τὸ γιουρούσι)
Τουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Τὸ ξεροκάλαμο περνᾶ.
15.
Σὰν ἥλιος ὁπού ξάφνου σκεῖ πυκνὰ καὶ μαῦρα νέφη,
T’ ὅρος βαρεῖ κατάραχα καὶ σπίτια ἰδὲς στὴ χλόη.