Χίλια ἐννιακόσια τριανταεννέα

Δὲν εἴχαμε δρεπάνια τὴν πλούσια νὰ θερίσομε σοδειὰ

Κι ἔτσι κατάχαμα καθήσαμε τ\’ ἀεροφύσητο νὰ κοιτᾶμε καλαμπόκι•

Στὰ κορφοκλάδια κρέμονταν μιὰ δροσερὴ ἴσκιου πινελιά,

Ὁ φλύαρος ὁ τζίτζικας βουβός• πλανιόταν ἡ ματιά μας,

Λουσμένη ὁλοῦθε μὲ οὐρανὸ• καμμιὰ φωνὴ νὰ σταματήσει

Τῆς μέρας τ\’ ὄνειρο ποὺ ὡρίμαζε σὲ καταχνιὰ καλοκαιριοῦ.

Ζεστὲς εἰκόνες λαφροδιάβαιναν μέσ\’ ἀπ\’ τὸ κίτρινο κουκκί,

Τὸ μπρούτζινο διασκέλιζαν τῆς γῆς μερὶ καὶ πέφταν

Μπροστὰ στὰ πόδια μας, π\’ ἀκίνητα ἀναπαύονταν, ὡς νὰ λαθρογλιστρήσουν

Μὲς στὸ καταμεσήμερο ποὺ οἱ φωνὲς σωπαίνουν —

Λέξη, φύλλο, πουλί, μακριὰ ἀπὸ πόνο ὁ κόσμος.

Δὲν εἴχαμε δρεπάνια τὴν πλούσια νὰ θερίσομε σοδειά.