«Οὗ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν ἕνα ἀπὸ τὰ βασικότερα ἐκκλησιολογικὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Διδάσκουν σαφῶς ὅτι ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, ἡ συγκέντρωση ἑνὸς ἀριθμοῦ χριστιανῶν, ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει σημασία ἂν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ συγκεντρώνονται εἶναι μικρὸς ἢ μεγάλος. ἐκεῖνο ποὺ ἔχει πράγματι σημασία εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς σύναξης. Ἐφόσον μία σύναξη γίνεται «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ», παύει νὰ εἶναι ἁπλὴ συνάθροιση ἀνθρώπων καὶ γίνεται ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, πραγμάτωση τῆς ἀρχαίας προφητείας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς θὰ σκηνώσει ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ του καὶ «αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔσται μετ\’ αὐτῶν, ὁ Θεὸς αὐτῶν» (Ἀπ. 21,3. Ἰεζ. 43,7).
Τὸν ἀντικειμενικὸ αὐτὸ χαρακτήρα τῆς σύναξης τῶν χριστιανῶν τονίζουν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος π.χ. γράφει πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου: «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ, καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοία ὑμῶν τῆς πίστεως. Οὐδέν ἐστιν ἄμεινον εἰρήνης, ἐν ᾗ πᾶς πόλεμος καταργεῖται ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων» (Ἰγνάτιος πρὸς Ἐφεσίους, ΧΙΙΙ).
Κατὰ τὴν ἀντίληψη, λοιπόν, τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου καὶ τῶν συγχρόνων του, ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν χριστιανῶν εἶναι πρωτίστως τὸ ἀντικειμενικὸ σημεῖο τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀποκατέστησε μεταξὺ Αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ του ἐν Χριστῷ καὶ στὴν ὁποία καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ κοινωνήσουν. Καὶ ἡ μετοχὴ στὴ σύναξη αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία πράξη χρήσιμη γιὰ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία τοῦ καθενός, ἀλλὰ εἶναι κυριολεκτικὰ συμμετοχὴ στὸν ἀγώνα ποὺ διεξάγει ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Ἐναντίον ἐκείνου ποὺ σπέρνει τὴ διαίρεση καὶ τὸ μῖσος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ κατορθώνει νὰ διατηρεῖ τὴν ἄδικη καὶ παράνομη ἐξουσία του πάνω στὸν κόσμο χάρη στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ θάνατο.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἐξηγεῖ γιατί ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡ Ἐκκλησία θεώρησε τὴ συμμετοχὴ στὴν κοινὴ σύναξη ὡς οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς καὶ γιατί, παρὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων, ἐξακολούθησε νὰ παραμένει αὐστηρὰ προσηλωμένη στὴν ἀρχὴ τῶν τακτικῶν λατρευτικῶν συνάξεων. Ὅταν ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχθηκε religio illicita, δηλαδὴ ἀπαγορευμένη θρησκεία, δὲν ἀπέβαλε, ὅπως θὰ περίμενε κανείς, τὸν κοινοτικό του χαρακτήρα καὶ δὲν μεταβλήθηκε σὲ μία ἀτομικὴ θρησκεία. Μία τέτοια θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ὁποία δὲν θὰ συνεπαγόταν κανένα σοβαρὸ κίνδυνο γιὰ τοὺς ὀπαδούς της ἀσφαλῶς καὶ θὰ ἦταν ἀνεκτὴ ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος. Καὶ ὅμως, πόσο θὰ ἁπλοποιοῦνταν τὰ πράγματα γιὰ τοὺς διωκόμενους χριστιανούς, ἂν ἀποφάσιζαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς συνάξεις τῆς Κυριακῆς, οἱ ὁποῖες τόσο εὔκολα μποροῦσαν νὰ προδοθοῦν ἢ νὰ ἀποκαλυφθοῦν καὶ ἂν ἀρκοῦνταν σὲ ἕναν «πνευματικὸ» σύνδεσμο μεταξύ τους! Ἀλλὰ τίποτε παρόμοιο δὲν συνέβη. Παρὰ τὴν σκληρὴ καταδίωξη καὶ τὶς τρομερὲς τιμωρίες, οἱ χριστιανοὶ ἐξακολούθησαν νὰ συνέρχονται τακτικὰ «ἐπὶ τὸ αὐτό». Καὶ ὁ λόγος τῆς ἐπιμονῆς τους αὐτῆς ἦταν ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι πρώτιστα συγκεκριμένη συμμετοχὴ στὴ ζωὴ μίας ὁρατῆς καὶ ἁπτῆς μυστηριακῆς κοινότητας, μία συμμετοχὴ ἡ ὁποία δὲν ἐπιδέχεται κανενὸς εἴδους «πνευματοποίηση». Μὲ ἄλλα λόγια, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς εἶναι συνώνυμο μὲ τὸ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, γιὰ νὰ εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ παραδέχεται μία ὁρισμένη κοσμοθεωρία ἢ νὰ ἀγωνίζεται εἰλικρινὰ γιὰ νὰ μεταβάλει τὸν ἀτομικό του τρόπο σκέψης καὶ ζωῆς ἢ ἔστω νὰ ἀνήκει ἀόριστα σὲ μία ἀφηρημένη καὶ ἀπρόσωπη ὀργάνωση. Χρειάζεται, κυρίως, νὰ εἶναι ἐνταγμένος ψυχῇ τε καὶ σώματι σὲ μία συγκεκριμένη τοπικὴ κοινότητα, νὰ μετέχει νόμιμα καὶ ἐνεργητικὰ στὴ ζωή της, νὰ εἶναι μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης ὁ «πλησίον» τῶν ἀδελφῶν του, ὁ «πλησίον» τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ ἀποτελοῦνται, ὅπως καὶ αὐτός, ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα.
Πράγματι, ὅταν ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ κηρύξει τὴν ἔναρξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ, νὰ ἀναγγείλει τὸν ἐγκαινιασμὸ τῆς νέας πραγματικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε λόγο γιὰ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη δὲν εἶναι μία ἀόριστη ἀγάπη τῆς ἀνθρωπότητας. εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀγάπη τῶν συγκεκριμένων ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔταξε ὡς πλησίον μας.
Εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἀγαπᾶ κάποιος ὅσους βρίσκονται μακριά του ἢ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχει παρὰ μόνο λίγες τυπικὲς σχέσεις. Ὡστόσο, συχνὰ χρειάζεται ἀγώνας γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται κυριολεκτικὰ γύρω μας, τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους εἴμαστε ὑποχρεωμένοι κάθε στιγμὴ νὰ ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ καὶ σὲ σχέση.
Ἀντίθετα μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον, τὴν ὁποία δίδασκε τὸ Λευϊτικὸν καὶ τὴν ὁποία ἐφάρμοζαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλῖτες, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη δὲν γνωρίζει καμία διάκριση καὶ δὲν ἀποκλείει κανέναν. Ὅταν ὁ Κύριος ρωτήθηκε ποιόν πρέπει νὰ θεωροῦμε ὡς πλησίον μας, ἀπάντησε μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, ὑποδεικνύοντας ὡς πρότυπο ἀληθινῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον τὸν ἐκπρόσωπο ἑνὸς λαοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο κάθε καλὸς Ἑβραῖος τῆς ἐποχῆς του αἰσθανόταν ὄχι ἁπλῶς μῖσος, ἀλλὰ σχεδὸν φυσικὴ ἀπέχθεια.
Ἑπομένως, οἱ χριστιανοὶ καλοῦνταν νὰ ἀποτελέσουν μία κοινότητα, ἡ ὁποία θὰ ὑπερβαίνει κάθε φραγμὸ φυλῆς, συμφέροντος ἢ προσωπικῶν αἰσθημάτων. Ἡ κοινότητα αὐτὴ θὰ εἶναι θεμελιωμένη, ὄχι σὲ φυσικὲς ἀξίες ἢ στὴν προσωπικὴ συμπάθεια, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὄντως, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο του, ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία τὰ πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος ἀγαπῶνται μεταξύ τους. Αὐτὴν τὴν ἀγάπη του ὁ Θεὸς μεταδίδει σὲ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ «εὐαγγέλιό» του καὶ ἐνσωματώνονται στὸ «σῶμα» τοῦ σαρκωθέντος καὶ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ του. Γι\’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη «καρπὸν τοῦ Πνεύματος» (Γαλ. 5,22) καὶ διδάσκει ὅτι σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ κόσμου τούτου, τὰ ὁποῖα ἀλλοιώνονται καὶ παρέρχονται, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α\’ Κορ. 13,8).
Τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα εἶναι θάνατος καὶ ἀνάσταση. Μὲ τὸ βάπτισμα βιώνουμε τὸν θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί, συνάμα, τὴν ἀνάσταση μίας νέας ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶναι πλέον ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἀθάνατου Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, μὲ τὸ βάπτισμα γινόμαστε «σὰρξ» τοῦ δι\’ ἡμᾶς σαρκωθέντος καὶ ἐκ τῆς Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου τεχθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χριστὸς καὶ χριστιανοὶ ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα.
Τοῦτο ἀκριβῶς ἑρμηνεύει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν ἡ σύναξή μας γίνεται «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ἀνάμεσά μας.
Ἐξηγεῖ ἀκόμη γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν συμμετοχὴ τῶν μὴ βαπτισμένων προσώπων στὶς συνάξεις (βλ. τὴν ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων). Ἀντικειμενικά, οἱ μὴ βαπτισμένοι δὲν ἔχουν ἐγκεντρισθεῖ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί, συνεπῶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μετέχουν σὲ συνάξεις ποὺ γίνονται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος, ἐξηγεῖ γιατί ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποκλείει ἀπὸ τὴν σύναξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας καὶ γιατί δημιουργεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς συμφιλίωσής μας μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα διὰ τῆς ἐξομολόγησης, καθόσον ἡ ἁμαρτία εἶναι πάντοτε ἄρνηση ἢ ἀπόκρουση τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ σύναξη εἶναι φανέρωση καὶ ἐνσάρκωση αὐτῆς τῆς Ἀγάπης.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, προκειμένου νὰ περιγράψουν τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ τὸν ἑλληνικὸ ὄρο «ἀγάπη». Πράγματι, ὁ Θεὸς Ἀγάπη ἐστί. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συνέρχεται «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» γιὰ τὴν Εὐχαριστία, δὲν εἶναι παρὰ ἡ φανέρωση αὐτῆς τῆς Ἀγάπης σὲ ὁρισμένο τόπο καὶ χρόνο.
Ἡ εὐχαριστιακὴ ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας
Κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὅλες οἱ τυπικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες εἶχαν τὴν ἴδια δομή. Παντοῦ ὁ λαὸς συγκεντρώνονταν γύρω ἀπὸ ἕναν ἐπίσκοπο, τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε ἕνα σῶμα πρεσβυτέρων. Ἀργότερα, ποικίλοι λόγοι ἀνάγκασαν τοὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε προΐσταντο πάντοτε αὐτοπροσώπως σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς πρεσβυτέρους νὰ προΐστανται καὶ αὐτοὶ σὲ ὁρισμένες συνάξεις. Ὡστόσο, ὁ ἐπίσκοπος ἐξακολούθησε νὰ παραμένει ὁ μοναδικὸς καὶ ἀναμφισβήτητος ἀρχηγὸς τῆς ἐκκλησίας του.
Ἀκόμη καὶ σήμερα κανένας ἱερεὺς δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει ἔγκυρα τὴν Εὐχαριστία, ἂν δὲν ἔχει ρητὴ καὶ προσωπικὴ ἐξουσιοδότηση ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, στὸν ὁποῖο θέλει νὰ ἱερουργήσει.
Πῶς ἑρμηνεύεται ἡ ἐξαιρετικὴ καὶ μοναδικὴ αὐτὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία; Ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ Πάσχα, τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς συνέφαγε μὲ τοὺς μαθητές του στὸ ἀνώγειο. Συνάμα, εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ Πεντηκοστή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸ Πνεῦμα του στοὺς Ἀποστόλους καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου ἀντηχεῖ καὶ μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ κατέχει στὴν σύναξη τὴν θέση ποὺ κατεῖχε ὁ Χριστὸς κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶναι ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἀντ\’ αὐτοῦ προϊστάμενος πρεσβύτερος.
Κοντολογὶς καὶ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ τὴ συνηγμένη Ἐκκλησία ἡ «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ, ὁ «τύπος» τοῦ Χριστοῦ, ἡ «κεφαλὴ» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὅλα αὐτὰ «μυστηριακῶς», «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ» καὶ ὄχι ἔξω ἢ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἔξω ἢ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει κεφαλὴ χωρισμένη ἀπὸ τὸ σῶμα.
Τὸ λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου -καὶ σ\’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ διαφορά του ἀπὸ τὴν διακονία τοῦ ἀποστόλου- ὑπῆρξε πάντοτε λειτούργημα ἑνότητας, συντονισμοῦ καὶ συνέχειας τῆς ζωῆς μίας ὁρισμένης τοπικῆς ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀσκηθεῖ παρὰ μόνο σὲ ὀργανικὴ συνάρτηση πρὸς μία συγκεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Βέβαια, ὑπάρχουν σήμερα καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ λεγόμενοι βοηθοὶ ἐπίσκοποι. Ὡστόσο, οἱ τίτλοι τῶν ἐπισκόπων τοὺς ὁποίους ὑποχρεωτικὰ φέρουν οἱ βοηθοὶ αὐτοὶ ἐπίσκοποι μαρτυροῦν -ἔστω καὶ κατ\’ ὄνομα μόνο- τὴν θεμελιώδη ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ ὅτι δίχως τὴν τοπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἐπίσκοπος.
Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας του, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐπίσης ὁ φύλακας καὶ ἐγγυητὴς τῆς ἱστορικῆς συνέχειας καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε τόπο. Ἡ συνέχεια καὶ ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀποτελοῦν γνωρίσματα καὶ τεκμήρια τῆς μυστηριακῆς φύσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ. Φανερώνουν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνα Βάπτισμα καὶ μία μόνη Εὐχαριστία, ποὺ συνεχίζονται μέσα στὸν χρόνο ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ τελοῦνται σὲ συγκεκριμένο τόπο σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες.
Ἑπομένως, στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει παρὰ μία μόνη παράδοση καὶ μία μόνη ἀλήθεια, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ πιστεύονται ἀπὸ ὅλους, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε ἐποχή. Καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ φυσικό, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνας μόνος Κύριος καὶ ἕνα μόνο Πνεῦμα καί, κατὰ συνέπεια, μία μόνη Ἐκκλησία. Ἡ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν λεγόμενη «Ἀποστολικὴ Διαδοχή», ἡ ὁποία εἶναι μυστηριακὴ διαδοχὴ καὶ συνάμα πιστότητα στὴν διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται διὰ τῆς συμφωνίας τῶν ἐπίσκοπων, τῶν φυλάκων καὶ μαρτύρων τῆς πίστης τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι μυστηριακὰ ἰσότιμες καὶ διοικητικὰ συντονισμένες. Στὸ πλαίσιο τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ρωμαϊκοῦ Κράτους, οἱ γειτονικὲς ἐκκλησίες ἐντάχθηκαν σὲ μεγαλύτερες ἑνότητες, τὶς ἐπαρχίες, μὲ κέντρα ὁρισμένες μεγάλες πόλεις, οἱ ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων ἔλαβαν τὸν τίτλο τοῦ μητροπολίτη ἢ τοῦ πατριάρχη.
Σήμερα οἱ διαιρέσεις αὐτὲς συμπίπτουν συνήθως μὲ τὰ πολιτικὰ ἢ ἐθνικὰ σύνορα τῶν διαφόρων ὀρθοδόξων λαῶν, πράγμα ποὺ δημιουργεῖ καὶ τὶς γνωστὲς συγχύσεις, οἱ ὁποῖες καταλήγουν δυστυχῶς σὲ ἀληθινὲς καταχρήσεις. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐμφανίζεται πρὸς τὰ ἔξω ὡς μία ὁμοσπονδία ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἀπὸ πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου οἱ διάφορες ἐθνικὲς ἢ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες δὲν εἶναι παρὰ ἐπαρχίες ἢ ὁμάδες ἐπισκόπων μίας μοναδικῆς καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας.
Μία ἰδιαίτερη εὐθύνη γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀναγνωρίσθηκε πολὺ νωρὶς ἀπὸ ὅλους στὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης, στὸ πρῶτο καὶ στὸ ἀρχαιότερο ἀπὸ τὰ πατριαρχεῖα. Ἡ εὐθύνη αὐτὴ φυσικὰ δὲν συνεπάγονταν καμία «οἰκουμενικὴ δικαιοδοσία» καὶ δὲν εἶχε σχέση μὲ κανένα «ἀλάθητο» στὸ δογματικὸ τομέα. Καμία τοπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει παρόμοια προνόμια, γιατὶ καμία τοπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαθέτει μυστηριακὴ χάρη διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν χάρη τῶν ἄλλων τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἀλάθητη, γιατὶ εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε πιστὸς στὴν Διαθήκη ποὺ σύναψε μὲ τὸν λαό του καὶ τὴν ὁποία σφράγισε μὲ τὸ αἷμα τοῦ σταυρωθέντος Υἱοῦ του. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς Ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, εἶναι πλήρως καὶ ἐξ ὁλοκλήρου παροῦσα παντοῦ -ποὺ τελεῖται ἡ Εὐχαριστία.
Ἐπομένως, τὸ ἀλάθητο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο γνώρισμα μίας μόνης τοπικῆς κοινότητας καὶ ἀκόμη λιγότερο ἑνὸς μόνου ἀτόμου. Κανένας ἄνθρωπος –οὔτε ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος ποὺ λαμβάνει μὲ τὴν χειροτονία τὸ ποιμαντικὸ καὶ διδακτικὸ χάρισμα τῆς Ἐκκλησίας- δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὡς ἄτομο ἀλάθητος. Τὸ ἀλάθητο εἶναι γνώρισμα ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ δέχονται τὴ χάρη καὶ τὴ ζωή του.
Ἡ πιστότητα, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας στὴν διδασκαλία καὶ στὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ὀφείλεται ἐξολοκλήρου στὴν συγκατάβαση τοῦ ἐλεήμονος καὶ φιλάνθρωπου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τηρεῖ πιστὰ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στὸ λαό του ὅτι θὰ τὸν διαφυλάσσει πάντοτε ἐντὸς τῆς ἀληθείας του καὶ ὅτι θὰ παραμένει μαζί του πάσας τὰς ἡμέρας.
Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ κόσμος
Μὲ τὸ κήρυγμά του αὐτό, ὁ Χριστὸς θέλει νὰ δείξει ὅτι ὅλες οἱ φυσικὲς κοινωνικὲς ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑποταγοῦν στὴ νέα πραγματικότητα τῆς Βασιλείας. Ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ στὴν περίπτωση τῆς οἰκογένειας ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνύψωση ἢ ἀκριβέστερα μὲ ἐξαγιασμό. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ νόημα τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου.
Στὴν περίπτωση, ὅμως, ἄλλων φυσικῶν ὁμάδων σημαίνει μᾶλλον τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ τὴν νέα πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν βεβαίως ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει πλέον διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας. Κατὰ μείζονα λόγο δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνα, ἐλεύθερου καὶ δούλου, «πάντες γὰρ εἷς ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Οἱ φυσικὲς κοινότητες τῶν ἀνθρώπων μὲ τὶς διαφορὲς καὶ τὶς διακρίσεις τους ἀνήκουν στὸν «παρόντα αἰώνα» ποὺ καταργεῖται, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι πραγματικότητα τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος», τοῦ αἰώνα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς χάρης.
Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία μολονότι ποιοτικὰ ἀνήκει στὸν «μέλλοντα αἰώνα», εἶναι παροῦσα στὴν ἱστορία καὶ κρίνει τὴν ἱστορία. Μᾶς ζητεῖ νὰ ἀκολουθήσουμε καὶ νὰ ἐφαρμόσουμε ἀπὸ τώρα τοὺς νόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι\’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων πουλοῦσαν τὶς περιουσίες τους καὶ μοίραζαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ «εἶχον ἅπαντα κοινὰ» (Πρ. 2,44-45). Ἡ ἐνέργειά τους αὐτὴ δὲν ὑπαγορεύονταν ἀπὸ καμία χριστιανικὴ κοινωνικὴ ἰδεολογία, δὲν ἦταν ἕνα εἶδος χριστιανικοῦ κομμουνισμοῦ ἢ σοσιαλισμοῦ. Ἦταν μία αὐθόρμητη ἔκφραση τῆς πίστης τους ὅτι μὲ τὸ βάπτισμά τους εἶχαν γίνει πλέον «τέκνα» καὶ «οἰκεῖοι» τοῦ Θεοῦ, μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἐπρόκειτο, δηλαδή, γιὰ κάποια «χριστιανικὴ λύση» τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος οὔτε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ μίας «χριστιανικῆς δημοκρατίας», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ ἐγκατάλειψη τῶν νόμων τοῦ κόσμου τούτου καὶ γιὰ τὴν πλήρη ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τῆς θείας Ἀγάπης.
Τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ μᾶς δείχνει σαφῶς ὅτι σκοπὸς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι -ὅπως συχνὰ νομίζουμε- νὰ «λύσει» τὰ ποικίλα προβλήματα ποὺ θέτει κάθε στιγμὴ ἡ κοινωνία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Τὸ Εὐαγγέλιο ἔρχεται νὰ θέσει νέα ἐντελῶς δικά του προβλήματα καὶ νὰ προτείνει νέες ἐντελῶς δικές του λύσεις.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, προτοῦ ἀναζητήσουμε τὴν «χριστιανικὴ λύση» τοῦ κοινωνικοῦ ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου ἀνθρώπινου προβλήματος, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ πιστεύσουμε -μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης- τὸ «Εὐαγγέλιο», τὴν χαρμόσυνη εἴδηση ποὺ ἀναγγέλλει ἡ Ἐκκλησία, καὶ νὰ δεχθοῦμε τὴν «χάρη» ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παραδοθοῦμε ὁλόψυχα ἢ ἀκριβέστερα ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δεχθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος στὴν Βασιλεία του, φανέρωση καὶ ἐνσάρκωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα.
Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι οὐσιαστικὰ μία «κλήση». ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Χριστῷ γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ ἡ κλήση αὐτὴ ἀπευθύνεται σὲ πρόσωπα καὶ ὁ ἁγιασμὸς ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἁγιασμὸς προσώπων. Τὰ μεγαλύτερα καὶ θλιβερότερα δράματα τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας ὀφείλονται σὲ συγχύσεις καὶ παρεξηγήσεις ποὺ ἐπικράτησαν στὸν τομέα αὐτό, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσαίωνα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἐκχριστιανίσει καὶ νὰ ἐξαγιάσει τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία προτοῦ νὰ ἐκχριστιανίσει καὶ ἁγιάσει ὅλα τὰ μέλη της.
Ἡ ἄρνηση αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ ἐξαγιάσει τὶς φυσικὲς κοινότητες τῶν ἀνθρώπων -ἐκτὸς τῆς οἰκογένειας- δὲν σημαίνει ὅτι οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν πορεία του. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Συχνὰ ἡ προσπάθεια νὰ ἐξαγιάσουμε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξαγιασθεῖ, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία καθαρὰ παθητικὴ στάση. Μᾶς δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση ὅτι πράττουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πράξουμε καὶ ὅτι δὲν μᾶς ἀπομένει νὰ κάνουμε τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ οἱ φυσικὲς κοινότητες τῶν ἀνθρώπων -καὶ γενικὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν παρόντα κόσμο- εἶναι καὶ θὰ παραμείνουν μέχρι τὴν Δεύτερη Ἔλευση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἕνα ἀπέραντο πεδίο δράσης γιὰ τοὺς χριστιανούς.
Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἁγιογραφικὴ εἰκόνα, εἶναι καὶ θὰ παραμείνουν τὸ φύραμα μέσα στὸ ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ζύμη καὶ τὸ ἅλας. Τὸ ἔργο τῆς ζύμωσης τοῦ φυράματος αὐτοῦ, τὸ ἔργο, δηλαδή, τῶν χριστιανῶν στὸν παρόντα κόσμο, δὲν πρόκειται νὰ τελειώσει πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Χριστὸς παρουσιασθεῖ, κάθε χριστιανὸς θὰ κριθεῖ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία ποὺ θὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει στὸν τομέα τοῦ ἔργου ποὺ ὁ Χριστὸς τοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ.
Εἶναι, ὅμως, ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ εὐκρινῆ ἀντίληψη σχετικὰ μὲ τὴν φύση τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ ἐργασθοῦν οἱ χριστιανοὶ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς ἀναμονῆς καὶ τῆς προσδοκίας τοῦ ἐρχόμενου Κυρίου. Ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι σύμφωνη ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν συνίσταται σὲ μία προσπάθεια ἐξαγιασμοῦ ἀφηρημένων καὶ ἀπρόσωπων ἐννοιῶν, ὅπως π.χ. τοῦ κράτους, τῆς κοινωνίας, τοῦ ἔθνους, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τεχνικῆς, ἀλλὰ ἔγκειται στὴν προσπάθεια νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπαρκτὰ καὶ συγκεκριμένα πρόσωπα. Δηλαδή, ἄνθρωποι ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα, εἴτε ἀμέσως μέσω τῆς ἱεραποστολῆς, τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἐμμέσως μέσω τοῦ ἀγώνα, τὸν ὁποῖο διεξάγουν κάθε στιγμὴ οἱ χριστιανοὶ μέσα στὴν κοινωνία, στὸ πλαίσιο τοῦ ἐπαγγέλματος ποὺ ἀσκοῦν, στὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦν, γιὰ νὰ ἀνοίξουν στοὺς συνανθρώπους τους -στοὺς «πλησίον» τους- τὸν δρόμο τῆς χάρης καὶ τῆς ζωῆς.
Ἀρκεῖ νὰ ρίξει κανεὶς ἕνα βλέμμα σὲ ὅ,τι συμβαίνει σήμερα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πόσο ὀρθὴ καὶ σύμφωνη μὲ τὰ πράγματα εἶναι ἡ ὀρθόδοξη αὐτὴ ἀντίληψη. Πράγματι, ἡ κατάκτηση καὶ ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, τῆς ὁποίας εἴμαστε σήμερα μάρτυρες, δὲν γίνεται ἀπὸ ἀφηρημένες ἔννοιες οὔτε κὰν ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνική, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα ποὺ χειρίζονται αὐτὲς τὶς ἔννοιες, ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀνθρώπους ποὺ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνική. Ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἐξαρτᾶται ἂν οἱ συγκεκριμένοι καὶ ζωντανοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι θὰ κατακτήσουν καὶ θὰ μεταμορφώσουν τελικὰ τὸ σύμπαν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ ἀληθινοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ἀληθινὸ σκοπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἂν θὰ τὸ πράξουν στὸ ὄνομα ἰδεῶν ἐμπνευσμένων ἀπὸ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεση τοῦ κόσμου τούτου.
Γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι στὴν Ἐκκλησία, πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ παρουσιασθεῖ σὲ αὐτοὺς μὲ τὴν πραγματική της μορφὴ καὶ ὑπόσταση, πρέπει, δηλαδή, νὰ παρουσιασθεῖ ὡς ἡ κοινότητα ἡ ὁποία εἶναι θεμελιωμένη πάνω στὴν Ἀγάπη καὶ ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἡ εὐθύνη μας ὡς Ὀρθόδοξων στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλη, γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουμε, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ποὺ διατήρησε μέχρι σήμερα ἄθικτη τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὑπόστασης καὶ διάρθρωσης, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὸν μυστηριακὸ χαρακτήρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ δὲν ἐπέτρεψε νὰ χαθεῖ ἢ νὰ μεταβληθεῖ ἡ ὑπόσταση καὶ ἡ διάρθρωση αὐτὴ σὲ ἕνα εἶδος ἐποικοδομήματος ξένου πρὸς τὴ μυστηριακὴ φύση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ.
Ἀλλὰ ἂν ἡ πίστη μας αὐτὴ εἶναι ὀρθή, τότε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι κατέχουμε σήμερα τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ἐκκλησιολογία. Καὶ αὐθόρμητα τίθεται τὸ ἐρώτημα: πῶς χρησιμοποιοῦμε τὴν ἱερὴ αὐτὴ παρακαταθήκη;
Ἀρκεῖ νὰ θέσει κανεὶς τὸ ἐρώτημα αὐτό, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ ἀμέσως τὸ μέγεθος τοῦ σκανδάλου. Κομματιασμένοι σὲ πολυάριθμες ἐθνικὲς ὁμάδες, διαιρεμένοι σὲ ἀναρίθμητες ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες, καλλιεργώντας περίεργους μεσσιανισμοὺς καὶ ἄτοπους φυλετισμούς, μὲ τὴν θεολογική μας σκέψη σκοτισμένη ἀπὸ ἰδέες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμὸ ἢ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ -παρὰ τοὺς ρητορικοὺς κομπασμοὺς περὶ αὐστηρῆς προσήλωσής μας στὴν πίστη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων Συνόδων- διαψεύδουμε καθημερινὰ τὶς ἐλπίδες, τὶς ὁποῖες πολλοὶ ἐκ τῶν μὴ Ὀρθόδοξων ἀδελφῶν μας ἐναποθέτουν σὲ μᾶς.
Καί, ὅμως, ἂν κατορθώναμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὶς ἀντιζηλίες καὶ τὶς ἀντιθέσεις μας, ἂν κατορθώναμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐθνική μας ὑπερευαισθησία καὶ τοὺς ἐθνικούς μας ἀνταγωνισμούς, ἂν πετυχαίναμε νὰ καταργήσουμε τὸ τελείως ἀντορθόδοξο σύστημα τῶν πολλαπλῶν καὶ συχνὰ ἀλληλο-ὑποβλεπόμενων καὶ ἀλληλο-πολεμούμενων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, ἂν ἀποφασίζαμε νὰ ὀργανώσουμε τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστική μας διοίκηση σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ἂν ἀγωνιζόμασταν εἰλικρινὰ παντοῦ ὅπου βρισκόμασταν, νὰ διατηροῦμε τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ φανερώνουμε τὴν ἀληθινὴ φύση τῆς ἐν Χριστῷ ἕνωσης καὶ κοινωνίας, κοντολογίς, ἂν ἐφαρμόζαμε παντοῦ καὶ πάντοτε τὶς ἀρχὲς τὶς ὁποῖες θεωρητικὰ ὑποστηρίζουμε καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες συχνὰ περηφανευόμαστε καὶ καυχόμαστε, τότε θὰ ἀνακαλύπταμε ἀσφαλῶς ὅτι οἱ ἱστορικὲς δοκιμασίες, τὶς ὁποῖες γνώρισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ τὶς ὁποῖες καθημερινὰ ἐπικαλούμαστε γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν σημερινὴ κατάστασή μας καὶ τὴν σημερινή μας ἀδυναμία, δὲν θὰ ἦταν παρὰ μία θαυμαστὴ προετοιμασία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια γιὰ τὸ μέγα ἔργο ποὺ ἔχει νὰ ἐπιτελέσει στὴν ἐποχή μας.
( Πρόκειται γιὰ εἰσήγηση τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννη Μέγιεντορφ (1926-1990), σπουδαίου πατρολόγου καὶ ἱστορικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, στὸ θεολογικὸ Συνέδριο «Ἔφεσος» ποὺ συνῆλθε τὸ θέρος τοῦ 1961 στὴν Ἁγία Παρασκευὴ Ἀττικῆς καὶ εἶχε ὡς θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ». Τὸ κείμενο παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλο καὶ ἡ γλωσσικὴ ἐπιμέλειά του στὴ δημοτικὴ ἔγινε ἀπὸ τὸν Σταῦρο Γιαγκάζογλου.)