Διαβάζοντας τὸν Μίλτον, μεγάλο ἄγγλο ποιητὴ τοῦ ΙΖ’ αἰ, στὸ μεγάλο ποίημά του «Ὁ χαμένος Παράδεισος» (“Paradise lost”), ὅπου βασικὰ ἑρμηνεύει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφὴ περιγράφοντας σὲ ποίημα τὴν μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, πῶς ἔχασε τὸν Παράδεισο κτλ., ἀλλὰ καὶ στὸ δεύτερό του ἔργο «Ὁ ξανακερδισμένος Παράδεισος» (Paradise regained), ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Μίλτον βλέπει τὴν Βίβλο ὡς ἕνα ἅγιο, ἱερό, δηλαδὴ ὡς ἕνα ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο.
Κατ’ ἀρχὴν ὁ Μίλτον, ὡς προτεστάντης θεολόγος καὶ μάλιστα Καλβινιστής, ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀσχολεῖται μὲ ὅλη τὴν Βίβλο, δὲν τὴν βλέπει ὅπως τὴν εἶδαν καὶ τὴν ἑρμήνευσαν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες. Σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο βλέπει κυρίως τὴν δόξα τοῦ θεοῦ, τὸν δοξασμὸ καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στέκεται τόσο στὴ δημιουργία, στὰ κτίσματα, δηλαδὴ στὴν πράξη τῆς δημιουργίας καὶ στὰ δημιουργήματα.
Στὸν Μίλτον ὁ Θεὸς εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ὁ Δημιουργός. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ Τὸν βλέπει ὡς τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πιὸ τέλειο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκεῖνο ποὺ φανερώνει ἀπὸ μέσα του τὴν τελειότητα τῆς δόξης καὶ τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ἐξουσία καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ βλέπουν οἱ Πατέρες, εἶναι στραμμένη πρὸς τὴ δόξα τοῦ Ἐρχομένου Μεσσία. Καὶ ἑπομένως εἶναι βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία καὶ ὄχι κατ’ ἀρχὴν γιὰ τὸν Θεό. Διότι εἶναι στραμμένη πρὸς τὴν ἐσχατολογία. Ἐνῶ ἅμα μείνουμε μόνο στὴν περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὰ κτίσματα, αὐτὸ εἶναι μᾶλλον στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν. Πρόκειται γιὰ μία αἰώνια στασιμότητα, γιὰ τὸ παρελθόν, γιὰ ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἤδη εἶναι καὶ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔλθει, τὸν «Μέλλοντα Αἰώνα». Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει πολὺ στενό, νὰ δοῦμε τὴ Γραφὴ ἔτσι, ὡς ἕνα βιβλίο δηλαδὴ ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Θεοῦ, τῆς δημιουργίας Του, τῆς δόξης Του καὶ γενικὰ περὶ τῶν ἤδη κτισθέντων ὄντων καὶ τῶν γεγονότων. Αὐτὴ θὰ ἦταν μία στατικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου.
Ἡ πατερικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν καλβινιστικὴ καὶ φονταμενταλιστικὴ θεώρηση ποὺ εἴδαμε πρίν. Ἡ πατερικὴ ἀντίληψη ταυτίζεται μὲ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ στροφὴ καὶ κατεύθυνση πρὸς τὸ μέλλον, πρὸς τὸν Μεσσία. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες εἶδαν, ὅπως ἔχει παρατηρήσει καὶ ὁ π. Φλωρόφσκυ, καὶ στὰ λόγια ἀλλὰ καὶ στὰ γεγονότα τῆς Βίβλου, ἀκόμη περισσότερο τὸ προμήνυμα, τὴν παιδαγωγία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία καὶ τοῦ «Μέλλοντος Αἰῶνος». Εἶναι χαρακτηριστικό, λέει ὁ π. Φλωρόφσκυ, ὅτι ὁρισμένοι Πατέρες ἤδη στὰ λόγια τῆς Γραφῆς εἶδαν τὸ προμήνυμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Αὐτὸ βέβαια ὁ π. Φλωρόφσκυ τὸ παίρνει ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο μιλάει γιὰ τὴν προενσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπὸ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία περιγράφει ἡ Βίβλος. Πάντως αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος γνώμονας, μὲ τὸν ὁποῖο oἱ Πατέρες ἐξηγοῦν τὴν Γραφή.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ λοιπόν, εἶναι γιὰ τοὺς Πατέρες κατ’ ἐξοχὴν βιβλίο χριστολογικὸ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο. Ὄχι «κοσμικὸ» μὲ τὴν ἔννοια κοσμολογικό, δηλαδὴ βιβλίο ποὺ μιλάει πρωτίστως περὶ τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἱστορίας του. Οὔτε θεολογικὸ μὲ μία ἔννοια γενικῆς θεολογίας. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἔννοια λόγου περὶ Θεοῦ γενικά, περὶ Θεοῦ Δημιουργοῦ, περὶ τῆς δόξης, τῆς παντοδυναμίας καὶ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς, ἂν τὸ δοῦμε μόνο ὅπως τὸ βλέπει ὁ Μίλτον καὶ οἱ Προτεστάντες, τότε ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπομένει ἕνα κείμενο θρησκευτικό, ποὺ δὲν διακρίνεται ριζικὰ ἀπὸ ἄλλα θρησκευτικὰ κείμενα ἄλλων θρησκειῶν, ὅπως ἡ Μπαγκαβὰτ Γκίτα, ὅπως ἄλλα ἑβραϊκὰ κείμενα θρησκευτικά, ὅπως τὰ αἰγυπτιακὰ βιβλία περὶ τῶν νεκρῶν, τὸ ἔπος τοῦ Γκιλγκαμὲς κλπ.
Κάπως ἔτσι βλέπει τὴν Βίβλο ὁ Χαμένος Παράδεισος» τοῦ Μίλτον. Ὅπως καὶ ὁ δικός μας σέρβος μεγάλος ποιητὴς τοῦ περασμένου αἰώνα Νιέγκος βλέπει τὴν Ἁγία Γραφὴ στὸ μεγάλο του ποίημα «Ἀκτίνα τοῦ Μικρόκοσμου» ὡς βιβλίο ποὺ μιλάει γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τοὺς οὐρανούς, κυρίως γιὰ τὴν κοσμολογία. Ἂν καὶ ὁ Νιέγκος, ὡς ὀρθόδοξος, εἶναι περισσότερο στραμμένος πρὸς τὸν ἐσχατολογικὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν μὴ ὀρθόδοξο Μίλτον, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχει βέβαια ἐπηρεασθεῖ τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴ βασικὴ ἰδέα. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ὁ ὀρθόδοξος Νιέγκος τελειώνει τὸ ποίημά του μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σαρκωθέντος καὶ Ἀναστάντος, ποὺ δίνει τὸ νόημα σ’ ὅλη τὴν προηγούμενη ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ σ’ ὅλο τὸ δράμα τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ ὁ παράδεισος τοῦ Μίλτον βρίσκεται κάπου στὸ παρελθόν. Ἰδέα δὲν ἔχει πὼς ὁ Παράδεισος εἶναι στὸ μέλλον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ τὸν «Ξανακερδισμένο Παράδεισο» (“Paradise renamed”) ὁ Μίλτον τὸν βλέπει στὸν ἠθικοθρησκευτικὸ ἀγώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Σατανᾶ στὴν ἔρημο, δηλαδὴ στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ νίκη Του πάνω τους καὶ ὄχι στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, στὴ Μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς οἱ Πατέρες βλέπουν τὸν Παράδεισο στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν καὶ ἐμεῖς ἐν τῷ Χριστῷ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, παίρνοντας βέβαια ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν νοεῖται χωρὶς τὸ «μυστήριο τὸν Χριστοῦ», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώθηκε.
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Μίλτον ξεκινάει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὴ Δημιουργία, ἀπὸ τὴν Πτώση, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ κεῖ ξεκινώντας φθάνει στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μιλάει σὰν νὰ εἶναι πράγματι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει δηλαδὴ θέση στὸ σύστημά του ἡ Χριστολογία ὡς οὐσιαστικὴ θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδὴ θεολογία περὶ τοῦ Μεσσία. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ξεκινάει τὰ πάντα ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν ἔχει Χριστολογικὴ πείρα, ποὺ σημαίνει λειτουργικὴ πείρα, ἐκκλησιαστικὴ πείρα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶναι ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο, βιβλίο δηλαδὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο τῆς Συναγωγῆς, τῆς λατρείας δηλαδὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ βιβλίο ποὺ ὁδηγεῖ καὶ παιδαγωγεῖ εἰς Χριστόν. Ἀλλιῶς, ἂν πάρουμε τὴν Βίβλο μόνο ὡς ἑβραϊκὸ βιβλίο Ἱερὸ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, παρ’ ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι πάλι ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο, ἔστω ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἕνα λαό, ἀλλὰ ποὺ χωρὶς τὸ Μεσσία χάνει τὸ νόημά του. Γι’ αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουν oι Ἑβραῖοι. Ὑπάρχει ἕνα κάλυμμα στὰ κείμενα τῆς Βίβλου καὶ δὲν βλέπουν τὸ τί περιέχει μέσα του αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ ποῦ ὁδηγεῖ, ὥστε νὰ τὸ ὀνομάζει ὁ Παῦλος παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν».
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του ἀναφέρει συζήτησή του μὲ κάποιον Ἑβραῖο, ὅπου τοῦ ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος ἐνάντια στὸ Χριστὸ τὰ ἀρχεῖα, τὰ ντοκουμέντα, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ ὁ Ἰγνάτιος πολὺ ἁπλὰ ἀπαντάει: «γιὰ μένα τὰ ἀρχεῖα εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τὸν Χριστοῦ». Σὰν νὰ ἀντιπαραθέτει τὰ γεγονότα αὐτὰ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὴ Γραφή.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ἐγὼ εἶπα κάποτε σ’ ἕναν προτεστάντη, ὅτι ἡ Γραφὴ δὲν ἔχει νόημα, εἶναι ἕνα κείμενο, ἕνα βιβλίο καὶ δὲν λύνει τίποτα. Ἔστω θεῖο, ἀποκαλυπτόμενο, ἐμπνευσμένο βιβλίο, ἀλλὰ βιβλίο. Δὲν ἔχουμε τὸ γεγονός, τὸν χῶρο ζωῆς, προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ζωντανὸ Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἐπειδὴ λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὅτι δὲν θὰ ξέραμε τίποτα γιὰ τὴν Γραφὴ ἐὰν δὲν μᾶς ἐγγυάτο ἡ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐγγύηση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα, τὸ κλίμα, ἡ ζωή, ὁ παλμὸς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς Γραφῆς. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ὄργανο ἀνθρώπινο ἔξω ἀπὸ τὸν ὀργανισμό, (ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ κόψουμε τὸ χέρι νὰ τὸ μελετήσουμε καὶ ἄλλο ὅταν λειτουργεῖ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό), ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς σκέτο θρησκευτικὸ κείμενο δὲν εἶναι κατανοητὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὴν Γραφὴ μόνον ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὁ Παῦλος. Αὐτὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Προτεστάντες τὴν ἑρμηνεύει αὐθαίρετα. Διότι ἡ πρὸς Ρωμαίους καὶ κυρίως ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του εἶναι μία ἑρμηνεία ἐντελῶς δική του πρωτότυπη, καὶ κάπως αὐθαίρετη ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸς βλέπει σὲ ὅλα τὸν Χριστὸ καὶ σὲ ὅλα διακρίνει ἐκείνην τὴν τάση ποὺ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκφράζει μὲ τὸν λόγο του ὅτι ἡ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι σκιὰ τῆς Καινῆς, ἡ Καινὴ εἶναι εἰκὼν τῶν ἐσχάτων, «ἀλήθεια δὲ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις». (Ἀπὸ τὰ σχόλια στὸν Ἀρεοπαγίτη). Ποὺ δείχνει μία δυναμικὴ πορεία καὶ κατεύθυνση μεσιανική, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη πρὸς τὴν Καινή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία. Αὐτὰ ποὺ ἤδη καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε, ὅτι δηλαδὴ ἐκήρυττε ἡ Παλαιὰ τὸν Πατέρα, ἡ Καινὴ ἀπεκάλυψε τὸν Υἱὸ καὶ τώρα εἶναι ἡ περίοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ περίοδος ὅπου ἐμπολιτεύεται τὸ Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀκριβῶς τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφεύγει, αὐτὸ ποὺ φέρνει ἡ Γραφὴ ὡς μήνυμα, ὡς μαρτυρία. Τὸ Πνεῦμα τῆς Προφητείας καὶ ἡ Νύμφη μαρτυροῦν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ μαρτυροῦν εἶναι ζωντανὰ πρόσωπα, ὅπως ἦσαν οἱ Προφῆτες, ὅπως ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως εἶναι ἄλλωστε ἡ Κοινότητα ἡ ἐκκλησιαστικὴ μέσα στὴ Λειτουργία.
Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ἀκοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσα στὴ Λειτουργία καὶ τὴν καταλαβαίνουμε ὡς Σῶμα. Ὅλα τὰ γεγονότα ἢ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται, οἱ μυσταγωγίες οἱ ἐκκλησιαστικές μας ἐξηγοῦν τί λένε τὰ λόγια στὴ Γραφή. Ἔτσι μπορεῖ κι ἕνας ἁπλὸς χριστιανὸς νὰ καταλάβει τὴ Γραφή. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ἡ Βίβλος εἶναι ἕνα ποτάμι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ περάσει ἕνα ἀρνάκι καὶ μπορεῖ νὰ βυθισθεῖ σ’ αὐτὸ ἕνας ἐλέφαντας. Γιὰ νὰ δείξουμε σαφέστερα, πὼς ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφή, θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Εἶναι τὸ γνωστὸ χωρίο ἀπὸ τὸ «Κεφάλαια Θεολογικά» ἢ ὅπως τὰ λένε ὁρισμένοι βυζαντινολόγοι τὰ «Γνωστικὰ Κεφάλαια», περὶ Θεολογίας ἑκατοντὰς πρώτη, 66.
«Τὸ τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Λόγου μυστήριον», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «ἔχει πάντων τῶν τε κατὰ τὴν Γραφὴν αἰνιγμάτων καὶ τύπων τὴν δύναμιν (τὴν δυναμικὴ σημασία δηλαδὴ) καὶ τῶν φαινομένων κτισμάτων τὴν ἐπιστήμην (γνῶσιν). Καὶ ὁ μὲν γνοὺς Σταυρὸν καὶ Ταφῆς (τοῦ Χριστοῦ ἐννοεῖται) τὸ μυστήριον, ἔγνω τῶν προειρημμένων τοὺς λόγους. Ὁ δὲ τῆς Ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τὸν ἐφ’ ᾧ τὰ πάντα προηγουμένως ὁ Θεὸς ὑπεστήσατο σκοπόν».
Φαίνεται καθαρὰ σ’ αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτὴ ἡ δυναμικὴ πορεία ἀπὸ τὴ δημιουργία μέσῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρὸς τὴν Καινὴ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία, πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Διότι, λέει, ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ Λόγου, τὸ μυστήριο δηλαδὴ τοῦ Σαρκωθέντος Χριστοῦ, τοῦ θεανθρώπου, εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τοὺς τύπους καὶ τὰ αἰνίγματα τῆς Γραφῆς. Τύποι καὶ αἰνίγματα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράμμα ποὺ σκοτώνει, ἐνῶ τὸ πνεῦμα ζωογονεῖ. Μόνο στὸ μυστήριο τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουμε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ. Καταλαβαίνουμε τὴν Γραφὴ ὡς λόγο καὶ ὡς τύπο καὶ ὡς συμβολισμὸ καὶ ὡς ἱστορία, δηλαδὴ περιγραφὴ γεγονότων καὶ συμβάντων. Ἀλλὰ ὁ Μάξιμος λέει στὴ συνέχεια καὶ γιὰ τὰ κτίσματα. Κι αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ δυναμικὴ πορεία, ἡ ὀντολογικὴ πορεία τῆς κτίσεως, ὁδηγεῖ στὸν Χριστό.
Ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ πρῶτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ στὴ συνέχεια λέει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καταλαβαίνει τὸ τί εἶπα προηγουμένως, δηλαδὴ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν αἰνιγμάτων καὶ τῶν τύπων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν κτισμάτων. Αὐτὰ ὅλα ἰσχύουν μέχρι καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφὴ δηλαδή. Ἡ Ἀνάσταση ἤδη εἶναι γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ καινοδιαθηκικὸ γεγονὸς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ σ\’ αὐτὴν τὴν ἀπόρρητο δύναμη (ἀπόρρητος γιατί δὲν χωράει ἀκόμη σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, εἶναι περισσότερο λειτουργικὰ ποὺ τὸ ζοῦμε), αὐτὸς γνωρίζει τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεὸς τὰ πάντα. Ἄρα ἀπὸ τὰ ἔσχατα, ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὸ Ω ἑρμηνεύει τὴν ἀρχή, δηλαδὴ τὸ Α. Εἶναι χαρακτηριστικὴ αὐτὴ ἡ δυναμική, ἐσχατολογική, μεσσιανική, βασιλικὴ καὶ λειτουργική, δηλ. εὐχαριστιακὴ βάση, μὲ τὴν ὁποία ὁ Μάξιμος ἑρμηνεύει. Εἶναι ὁ δυναμισμὸς τῆς Γραφῆς.
Μία τέτοια προσέγγιση τῆς Γραφῆς, ὅπως αὐτὴ τῶν Πατέρων, δὲν μειώνει τὴ σημασία τῶν λόγων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ τοὺς τοποθετεῖ μέσα στὴ ζωντανὴ μήτρα, ὅπου αὐτὰ ὅλα λειτουργοῦν. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὴν Εἰκονογραφία, ὅπου ὅπως ἔλεγε ἕνας ἱστορικός τῆς τέχνης στὴν Σερβία οἱ Εἰκόνες δὲν εἶναι ἁπλῶς καλλιτεχνικὰ ἔργα καὶ δὲν κατανοοῦνται οἱ τοιχογραφίες ἂν δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα σὲ μία Λειτουργία. Τότε οἱ Προφῆτες, οἱ Μάρτυρες, οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, ἡ Πλατυτέρα, τὰ πάντα, ἡ κάθε εἰκόνα, λειτουργεῖ, ἐπειδὴ βρίσκεται στὴ μήτρα της καὶ ἔτσι ταυτόχρονα συνδέεται μὲ τὴν ὑμνωδία καὶ μὲ ὅλη τὴν μυσταγωγία ποὺ τελεῖται στὸ ναό! Ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα ζωντανὸ σῶμα καὶ ὄχι ἀποκόμματα ἢ κύτταρα ἢ ὅπως λέει ὁ Παῦλος γράμματα ποὺ σκοτώνουν.
Τὸ λάθος τῶν Ἑβραίων κυρίως αὐτῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ἀπομόνωσαν τὴν Γραφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν ἔχασαν. Στὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ τραγωδία, γιατί αὐτοὶ γύρισαν καὶ πρὸς τὰ πίσω ἀκόμη. Οἱ Ἑβραῖοι τουλάχιστον στάθηκαν μέχρις ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸ Κοράνιο δὲν εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό, μὴ μᾶς ποῦν πὼς εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό. Εἶναι περισσότερο βιβλίο ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴ μὴ οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ τοῦ Μωάμεθ μὲ τὸ Θεό. «Πλανάσθε μὴ γνωρίζοντες τὴν Γραφὴν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους. Ἡ δύναμη αὐτὴ εἶναι ἡ ἄμεση ἐπαφή, ἡ ἐπικοινωνία.
Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά, εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ πνέει μέσα στὸ γράμμα. Ἄλλωστε οἱ Ἀπόστολοι τὴ γράψανε ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ προφῆτες ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ τοὺς ὁδηγοῦσε καὶ αὐτό μᾶς τὴν ἑρμηνεύει πάλι μέσα στὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα τὴν ἐκκλησιαστική, μὲ τὴν ἔμπνευσή Του, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πνοή Του. Ἀφοῦ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι δὲν μποροῦμε οὔτε κἄν νὰ προσευχηθοῦμε, ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν προσεύχεται μέσα μας, πόσο μᾶλλον δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν Γραφή, ἂν τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα δὲν μιλήσει ἀπὸ μέσα μας καὶ μᾶς ἀποκαλύψει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μία πιὸ ἄμεση προσέγγιση στὴ Γραφή, ἀμέσως τοὺς μιλάει στὴν καρδιά, ἐνῶ ἄλλοι, πολὺ μορφωμένοι, ἀναπτύσσουν διάφορες θεωρίες, ποὺ τοὺς ἀπομακρύνουν τελικὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς κλείνουν τὴ Γραφή.
Ἂς προσθέσουμε ὅμως ἀκόμη κάτι ποὺ θεωροῦμε σημαντικό. Ἡ Γραφὴ ἔχει κάποιαν, ἂς ποῦμε, ἀδυναμία. Σὰν νὰ χάνει τὴ σιγουριὰ ὡς δυνατὸ κείμενο, ἔτσι ποὺ τὴν προσεγγίζουν οἱ Πατέρες. Ἐξαρτᾶται πολὺ ἀπὸ τὸ μέλλον, εἶναι στραμμένη «ἐν ἐλπίδι Χριστοῦ» καὶ βεβαίως μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, στὴν ἀβέβαιη βεβαιότητα. Ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶμε πὼς οἱ Πατέρες μιλοῦσαν καὶ γιὰ τὴν «θεαρχικὴ ἀσθένεια» τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ τὴν παντοδυναμία Του, ὅπως μιλάει ὁ Μίλτον, ποὺ ὅλη τὴν ὥρα στέκεται σ’ αὐτήν. Ἀλλὰ τὸ παράδοξο τῶν Πατέρων εἶναι αὐτὴ ἡ «θεαρχικὴ ἀσθένεια». Ἡ ἀσθένεια τῆς Γραφῆς εἶναι ὅτι ὅταν τὴν προσπελάζεις δὲν σοῦ ἐπιβάλλεται, δὲν εἶναι μία τυραννία ἔστω καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ πείθει. Εἶναι λεπτὴ ὅπως ἡ αὔρα στὸν προφήτη Ἠλία. Δὲν ἔπεισε τὸν Προφήτη οὔτε ἡ θύελλα, οὔτε φουρτούνα, οὔτε σύννεφα ἀλλὰ ἡ λεπτὴ αὔρα τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πολὺ σεβαστὴ καὶ ἡ στάση ἡ δική μας πρὸς τὴν Βίβλο καὶ τῆς Βίβλου πρὸς ἐμᾶς. Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι. Γι’ αὐτὸ εἶχαν τόση εὐλάβεια πρὸς τὴν Βίβλο. Ἀλλὰ ὄχι λατρεία πρὸς τὴν Βίβλο, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ ἀντικαταστήσει καὶ ὑποκαταστήσει τὸ Θεὸ ἕνα βιβλίο. Ἔβλεπαν τὴ Γραφὴ ὡς τὸ βιβλίο τῆς Κοινότητας, μέσα στὴ λατρευτική, λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἑρμηνεῖες τους δὲν ἦσαν συνήθως γραμμένες γιὰ κείμενα, ἀλλὰ περισσότερο ὁμιλίες λειτουργικὲς ποὺ τὶς ἐκφωνοῦσαν μέσα στὸ ναὸ καὶ ἔτσι λειτουργοῦν αὐτὲς οἱ ἑρμηνεῖες οἱ πατερικές, μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐξ ἄλλου, κάποιος στὴν ἐποχὴ μας ἔχει διαπιστώσει πὼς στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔγραψαν οἱ μεγάλοι ἑρμηνευτὲς Πατέρες, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὑπάρχει καλύτερη ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Διότι οἱ ὕμνοι ἑρμηνεύουν μὲ τὸ λειτουργικὸ τρόπο, γεγονὸς μὲ γεγονός, εἰκόνα μὲ εἰκόνα, τύπο μὲ τύπο. ἀνάλογα μὲ τὴν πληρότητα ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔναντί τῆς Συναγωγῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μάλιστα στραμμένοι πρὸς τὸ μέλλον μὲ τὴν πρόγευση τῆς Βασιλείας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀναγωγική, τυπολογική, μυσταγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, ποὺ καὶ αὐτὴ λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία ἐπιστήμη. Βεβαίως χρειάζεται καὶ νὰ ἔχουμε καὶ νὰ ξέρουμε τὶς βιβλικὲς ἐπιστῆμες. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία δὲν εἶναι κατ’ ἀρχὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ εἶναι στάση ζωῆς. Εἶναι κλήση καὶ εἴσοδος καὶ μύηση στὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποὺ εἶναι κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τὰ λόγια τῶν Γραφῶν μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ ζωντανῆς ἐπικοινωνίας, γίνονται κατανοητὰ καὶ ὄχι ἀντικειμενοποιημένα αὐτὰ καθεαυτό, ὡς ἀρχὲς θρησκευτικές, δογματικὲς ἢ ὅποιες ἄλλες.
Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ οἱ ἐντολὲς Του ἀκόμη ποὺ συνάπτουν σχέση ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τὸ Θεό. «Τὸ ὄνομά Σου ὀνομάζομεν», δὲν εἶναι ταυτολογία. Σημαίνει ψελλίζω τὸ ὄνομά Σου καὶ μὲ αὐτὸ ἤδη ἐπικοινωνῶ μαζί Σου σὰν ἀγαπημένος μὲ τὸ ἄλλο ἀγαπημένο πρόσωπο. Σὰν τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα ἢ καὶ τὴ μητέρα μὲ τὸ παιδί. Σημασία ἔχει θὰ ἔλεγα περισσότερο τὸ ὅτι συνομιλοῦν μεταξύ τους καὶ ὄχι τὸ τί λένε. Τὸ γεγονὸς ὅτι συνομιλοῦν σημαίνει μία σχέση, μία κοινωνία. Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἔτσι τὴν ἑρμήνευσαν. Ὡς βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία περὶ τοῦ Μεσσία καὶ γιὰ τὴν αἰώνια θέση μας στὸ Μεσσία, ὅπως βιώνεται ἀπὸ ἐδῶ στὴν Εὐχαριστία.