Εὑρισκόμεθα εἰς τὸ ὑψηλότερον σημεῖον τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, ὅπου γίνεται λόγος περὶ ἀνεξικακίας. Ὁ παλαιὸς Ἑβραϊκὸς νόμος, λέγει ὁ Κύριος, γράφει «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμὸν καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Ἔξοδ. 21,24) ἤτοι ἐὰν ἕνας σοῦ βγάλη τὸ ἕνα σου μάτι ἢ ἕνα δόντι νὰ τιμωρηθῆ διὰ τῆς αὐτῆς ποινῆς, νὰ ἐξαχθῇ δηλαδὴ καὶ ἐκείνου τὸ ἕνα μάτι ἢ τὸ ἕνα δόντι. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν», λέγει ὁ Κύριος «μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» μὴ ἀνταποδίδῃς κακὸν ἀντὶ κακοῦ «ἀλλ\’ ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνα σου λαβεῖν ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅστις σὲ ἀγγγαρεύσει μίλιον ἓν ὕπαγε μετ’ αὐτοῦ δύο· τῷ αἰτοῦντί σε δίδου· καὶ τὸν θέλοντα ἀπό σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς».
Γνωρίζομεν, ὅτι τὸ ράπισμα εἶναι ὁ ὑβριστικώτερος τρόπος τῆς ἀξιοπρεπείας ἢ τοῦ ἐγωισμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Ἡ ἀφαίρεσις τοῦ χιτῶνος εἶναι ἡ σπουδαιότερα οἰκονομικὴ βλάβη, διότι ὁ χιτὼν ἦτο, ὡς γνωρίζομεν, τὸ ἐσώρουχον τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ δὲ ἀγγάρευσις ἦτο ὁ χειρότερος τρόπος τῆς ἐπιβολῆς τοῦ σωματικοῦ κόπου καὶ τῆς στερήσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας. Ἑπομένως διὰ μὲν τοῦ ραπίσματος ἐθίγετο ἡ τιμή, διὰ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ ἐνδύματος ἡ περιουσία, καὶ διὰ τῆς ἀγγαρεύσεως ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος συνιστᾷ τοσαύτην ἀνεξικακίαν εἰς τὴν προσβολὴν τῶν τριῶν τούτων δικαιωμάτων μας τιμῆς, περιουσίας καὶ ἐλευθερίας, ὥστε συνιστᾷ νὰ στρέψωμεν καὶ τὴν ἄλλην σιαγόνα, νὰ δώσωμεν καὶ τὸ ἱμάτιον, τὸ ἐξωτερικὸν δηλαδὴ ἔνδυμα καὶ νὰ διπλασιάσωμεν τὴν πορείαν τῆς ἀγγαρείας μας.
Ταῦτα δὲν συνιστᾷ ὁ Κύριος νὰ τηρῶμεν κατὰ λέξιν καὶ εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, διότι καὶ ὁ Κύριος ὅταν ἐρραπίσθη ὑπὸ τοῦ δούλου τοῦ ἀρχιερέως δὲν ἔστρεψε τὴν δεξιάν του παρειὰν ἀλλὰ ἐζήτησε τὸν λόγον, διατὶ ἐρραπίσθη. Τὰ παραδείγματα ταῦτα δηλοῦσι τὴν μεγάλην αὐταπάρνησιν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχωμεν, ὅταν ἀδικώμεθα καὶ τὴν μεγάλην ἀνεξικακίαν καθ\’ ὅλας τὰς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ καὶ ἡ κατὰ λέξιν ἐφαρμογὴ εἴς τινας περιστάσεις εἶναι μεγάλης σημασίας.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται, ὅτι ὁ μὲν παλαιὸς Ἑβραϊκὸς νόμος εἶναι πολὺ σκληρός, διότι διατάσσει νὰ ἐξάγεται ὡς ποινὴ ὁ ὀφθαλμὸς ἢ τὸ δόντι τοῦ ἄλλου, ὁ δὲ νέος νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι πολὺ αὐστηρός, διότι διατάσσει νὰ γυρίσωμεν καὶ τὸ ἀριστερόν μας μάγουλον, ὅταν κτυπήσουν τὸ δεξιόν. Ὄχι. Οὔτε ὁ παλαιὸς εἶναι σκληρὸς οὔτε ὁ νέος αὐστηρός, ἀλλὰ ὁ μὲν παλαιὸς ἐκφράζει τὴν δικαιοσύνην τῆς ἐποχῆς του, ὁ δὲ νέος νόμος τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζει τὴν θυσίαν τῶν δικαιωμάτων μας, τὴν ὑψίστην ἀνεξικακίαν μας καθ’ ὅλους τους αἰῶνας. Ἂς ἴδωμεν ταῦτα λεπτομερέστερον.
Θέμα: Ἡ δικαιοσύνη τοῦ παλαιοῦ Νόμου, ἡ ἀνεξικακία τοῦ Εὐαγγελικοῦ Νόμου.
Αον Ἡ δικαιοσύνη τοῦ παλαιοῦ νόμου:
Ὁ παλαιὸς νόμος ὁρίζων «ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος καὶ ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ» ἦτο δίκαιος, διότι ἐτιμώρει τὸν ἐπιτιθέμενον διὰ τῆς αὐτῆς ζημίας, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν οὗτος εἰς τὸ θῦμα του. Ὁ Χρυσόστομος ὀρθῶς παρατηρεῖ, ὅτι «ὁ ἀρξάμενος χειρῶν ἀδίκων μυρίους ἔχει τοὺς κατηγόρους». Πλὴν αὐτοῦ ὁ παλαιὸς οὗτος νόμος ἦτο δίκαιος, διότι προελάμβανεν, ὥστε ὁ ἀδικηθεὶς νὰ μὴ ἐπιτεθῆ ὁ ἴδιος χειροδικῶν κατὰ τοῦ βλάψαντος αὐτόν, οὔτε νὰ βγάλη τοῦ ἄλλου δύο μάτια ἢ καὶ νὰ τὸν φονεύση. Ὁ παλαιὸς νόμος ἀναλαμβάνων νὰ τιμωρήση ὁ ἴδιος καὶ οὐχὶ ὁ παθῶν τὸ ἄδικον διὰ τῆς αὐτῆς ποινῆς περιώριζε τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν ἀδικίαν τοῦ προσβληθέντος, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν οὗτος ἐπεζήτει νὰ κάμῃ περισσότερον κακὸν εἰς τὸν ἐχθρόν του. Ὁ νόμος οὗτος εἶναι καὶ φιλάνθρωπος, κατὰ τὸν Χρυσόστομον, διότι «ἡ ἀπειλὴ τοῦ νόμου τούτου τὴν ὁρμὴν ἐπὶ τῇ δράσει διεκώλυσεν».
Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθῇ καὶ ἡ διαφορὰ τῆς ἐποχῆς τῶν δύο νόμων. Ὁ νόμος οὗτος ἦτο πρὸ τῆς χάριτος καὶ οὐχὶ μετὰ τὴν χάριν, ἤτις ἀπέρρευσεν ἐκ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ ἐποχὴ γίνεται γνωστόν, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, ἐκ τῶν ἑξῆς: Κατὰ τὴν μικράν μας ἡλικίαν ἐβασταζόμεθα ὑπὸ τῶν γονέων μας εἰς τὴν ἀγκάλην των, ἐτρεφόμεθα κατ\’ ἀρχὰς μόνον ὑπὸ γάλακτος καὶ κατόπιν ὑπὸ μασημένης τροφῆς καὶ ἐνδυόμεθα μὲ ἐνδύματα παιδικά. Ὅταν ὅμως ἐμεγαλώσαμεν εἶναι ἀδύνατον νὰ βασταζώμεθα εἰς τὴν ἀγκάλην, εἶναι ἐπικίνδυνον νὰ τρεφώμεθα μόνον διὰ γάλακτος, εἶναι συχαμερὸν νὰ τρεφώμεθα μὲ μασημένην τροφήν. Ὅταν εἴμεθα μικροί, εἶναι κωμικὸν καὶ ἐπικίνδυνον νὰ φέρωμεν ἀνδρικὰ ἐνδύματα, εἶναι ἀδύνατον καὶ ἐπικίνδυνον νὰ μὴ βασταζώμεθα ἢ νὰ τρεφώμεθα ὑπὸ στερεᾶς τροφῆς. Ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπάρχει, ὅταν εἰς μὲν τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴν θέλωμεν νὰ ἐφαρμώσωμεν χριστιανικὴν τελειότητα ἢ εἰς τὴν μετὰ Χριστὸν ἐποχήν, ὅτε ἡ ἐκ τοῦ Σταυροῦ ἀπορρεύσασα θεία χάρις ἐνίσχυσε τοὺς ἀνθρώπους, νὰ θέλωμεν νὰ τρεφώμεθα μόνον μὲ γάλα ἢ μασημένην τροφὴν τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου τῆς δικαιοσύνης «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος».
Βον Ἡ ἀνεξικακία τοῦ νέου νόμου.
Ὁ Κύριος, ὅπως προκειμένου νὰ κτυπήση τὸν φόνον, ἐκτὺπησε τὴν ρίζαν τούτου τὴν ὀργήν, ὅπως προκειμένου νὰ κτυπήση τὰς σαρκικὰς ἁμαρτίας, ἐκτύπησε τὴν ρίζαν αὐτῶν ἤτοι τὸν πονηρὸν ὀφθαλμόν, ὅπως προκειμένου νὰ κτυπήσῃ τὴν ψευδορκίαν καὶ ἐπιορκίαν, ἐκτύπησε τὴν ρίζαν αὐτῶν ἤτοι τὸν ὅρκον, κατὰ παρόμοιον τρόπον προκειμένου νὰ κτυπήσῃ τὴν ἔχθραν, ἐκτύπησε τὴν ἐκδίκησιν τὴν ρίζαν της, συνιστῶν τὴν ἀνεξικακίαν εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν αὐτῆς διὰ τῆς προτάσεως καὶ τῆς ἄλλης σιαγόνος, τῆς παραδόσεως καὶ τοῦ ἱματίου μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ χιτῶνος καὶ τοῦ διπλασιασμοῦ τῆς ἀγγαρείας.
Πόσοι ὅμως δὲν θὰ ἐμειδίασαν, ὄχι μόνον διὰ τὸ δύσκολον τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ νέου τούτου νόμου ἀλλὰ κυρίως διὰ τὸ ἀνόητον τῆς νομοθεσίας ταύτης! Ἕνας μεγάλος λογοτέχνης πρώην ἄπιστος καὶ νῦν πιστὸς ὁ Παπίνι ἀπαντῶν εἰς τὸ μειδίαμα τῶν ἀνοήτων διὰ τὸ ἀνόητον δῆθεν τῆς νομοθεσίας ταύτης λέγει τὰ ἑξῆς περίπου. «Ποῖος ἐξ ἡμῶν ἐφήρμοσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου κατὰ λέξιν καὶ εὗρε αὐτὰ ἀνόητα; ἂς σήκωση τὸ χέρι του! Πῶς λοιπὸν ὁμιλεῖτε διὰ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἐδοκιμάσατε;» Ἀλλὰ ἀφοῦ δὲν ἐδοκίμασαν οἱ περισσότεροι τὴν κατὰ λέξιν ἐφαρμογὴν τοῦ Εὐαγγελικοῦ τούτου νόμου, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν ἐντολὴν ταύτην κατὰ τὸν αὐτὸν μεγάλον λογοτέχνην.
Οὗτος λέγει. Ὅταν ἕνας ραπισθῆ, ἕνα ἐκ τῶν τριῶν πραγμάτων ἔχει νὰ κάμῃ. 1) Νὰ ἐπιτεθῇ 2) νὰ φύγῃ 3) νὰ ἐφαρμώσῃ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου στρέφων καὶ τὴν ἄλλην σιαγόνα. Αἱ συνέπειαι τῆς πρώτης περιπτώσεως, ἂν δηλαδὴ ἐπιτεθῇ, εἶναι γνωσταί. Γνωρίζομεν, ὅτι τὸ κακὸν γεννᾷ τὸ κακόν. Ὅταν δηλαδὴ ὁ ραπισθεὶς ραπίσῃ τὸν ραπίσαντα αὐτόν, τὸ κακὸν θὰ διπλασιασθῇ. Δὲν ἀποκλείεται ὁ διαπλασιασμὸς οὗτος νὰ γίνῃ πολλαπλασιασμὸς μὲ ἀποτέλεσμα τὸν φόνον. Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν φθάσωμεν εἰς τὸν φόνον, τὸ κακὸν ἔγινε, διότι ὁ ραπισθεὶς ἀντέστη μὲν εἰς τὸν κακόν, δὲν ἀντέστη ὅμως εἰς τὸ κακόν. Ὁ ραπισθεὶς δὲν ἀντέστη εἰς τὸ κακόν, διότι ἐσχημάτισε μέσα του μῖσος. Ὁ ραπισθεὶς ραπίσας ἀντέστη εἰς τὸν κακόν, τὸν ἐχθρόν του, δὲν ἀντέστη ὅμως εἰς τὴν ἔχθραν, διότι διὰ τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ ραπίσματος ἐδιπλασίασε τὴν ἔχθραν. Ὁ ραπισθεὶς ραπίσας τὸν ραπίσαντα αὐτὸν εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν ἐχθρόν του, διότι δὲν ἐκυριάρχησεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, εἰς τὰ νεῦρα του. Ἔχει μὲν ὁ ραπισθεὶς ὅταν ραπίση τὸν ραπίσαντα αὐτὸν τὸ ἐλαφρυντικόν, ὅτι οὗτος δὲν ἤρχισε τὴν ἐπίθεσιν, ἔχει ὅμως τὸ μειονέκτημα, ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ κόψῃ τὸ κακὸν εἰς τὴν γέννεσίν του. Ὁ ραπισθεὶς ραπίσας δὲν ἤρχισε τὸ κακόν, ἀλλὰ θὰ συνέχιση τοῦτο ἴσως μέχρι φόνου. Ἰδοὺ αἱ συνέπειαι τῆς ἐπιθέσεως.
Αἱ συνέπειαι τῆς δευτέρας περιπτώσεως, τῆς φυγῆς εἶναι αἱ ἑξῆς. Κατὰ τὴν ἐπίθεσιν ὁ ραπισθεὶς γίνεται τίγρις, κατὰ τὴν φυγὴν γίνεται λαγός. Ἡ δειλία τῆς φυγῆς ἐξευτελίζει διὰ δευτέραν φορὰν τὸν προσβληθέντα, διότι οὗτος ἔγινεν ὄχι μόνον ραπισθεὶς ἀλλὰ καὶ φυγάς. Ἐνῷ ἡ φυγὴ ἐξευτελίζει διὰ δευτέραν φορὰν τὸν ραπισθέντα, ταυτοχρόνως ἀνάπτει τὸν ἐγωισμὸν τοῦ ραπίσαντος διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Ἡ φυγὴ καὶ ἡ δειλία τοῦ ραπισθέντος εἶναι μεθυστικὸν ποτὸν εἰς τὸν ἐγωισμὸν τοῦ κτήνους τοῦ ραπίσαντος αὐτόν. Διὰ τοῦτο οὗτος προβαίνει εἰς τὴν καταδίωξίν του. Ἂν τὸν συλλάβῃ θὰ τοῦ δώσῃ ὄχι μόνον καὶ ἄλλα ραπίσματα ἀλλὰ καὶ ραβδισμοὺς καὶ κλωτσήματα. Εἴς τινας περιπτώσεις ὁ φόβος τῆς ἐκδικήσεως δύναται νὰ ἀναχαιτίσῃ τὸ κακόν. Ἡ δειλία ὅμως τοῦ ραπισθέντος, ὁ ὁποῖος ἔγινε φυγὰς εἶναι συνένοχος τῆς ἀγριότητος τοῦ ραπίσαντος. Ἰδοὺ αἱ συνέπειαι τῆς φυγῆς.
Αἱ συνέπειαι τῆς τρίτης περιπτώσεως, τῆς στροφῆς δηλαδὴ καὶ τῆς ἄλλης σιαγόνος εἰς τὸ ράπισμα τῆς πρώτης, εἶναι αἱ ἑξῆς. Ὁ ραπισθεὶς, ὁ ὁποῖος δύναται λόγω ὑπερτέρων σωματικῶν δυνάμεων νὰ ἐπιτεθῇ ἢ νὰ φύγῃ, δὲν ἐπιτίθεται ὅμως οὔτε φεύγει, ἀλλὰ στρέφει καὶ τὴν ἄλλην σιαγόνα, δεικνύει, ὅτι δὲν εἶναι οὔτε δειλὸς λαγός, οὔτε ἄγρια τίγρις, ἀλλὰ κάποιο οὐράνιον Ὂν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς αἰσθάνεται, ὅτι μόνον τὸ καλὸν πρέπει νὰ ἀνταποδίδεται καὶ ὄχι τὸ κακόν. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κάμνει εἰς τὸν εὐεργέτην του διὰ τῆς εὐγνωμοσύνης του, δὲν καταδέχεται νὰ κάμῃ εἰς τὸν ἐχθρόν του διὰ τῆς ἐκδικήσεώς του. Γνωρίζει, ὁ οὐράνιος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὅτι διὰ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὸ μῖσος του, τὸ ὁποῖον εἶναι μέσα του, δὲν πρέπει νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὸν μισοῦντα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἔξω. Ἕνα ἐκ τῶν δύο θὰ κάμῃ ἢ θὰ ἀντισταθῆ εἰς τὸν ἐχθρόν του ἢ εἰς τὴν ἔχθραν του. Ὁ οὐράνιος αὐτὸς ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ραπισθεὶς προτείνει καὶ τὴν ἄλλην σιαγόνα γνωρίζει νὰ μεταβάλλῃ τὴν ταραχὴν τοῦ ἄλλου εἰς ἰδικὴν του ἠρεμίαν. Ὁποῖον μεγαλεῖον!
Ὁ δίδων καὶ τὸ ἱμάτιον εἰς τὸν ἀφαιρέσαντα τὸν χιτῶνα του, μεταβάλλει τὴν ἁρπαγὴν τοῦ ἄλλου εἰς ἰδικὴν του δωρεάν! Ὁ ἀγγαρευθεὶς μίλιον ἕν καὶ διπλασιάσας τὴν πορείαν γνωρίζει νὰ μεταβάλλῃ τὴν ἀνάγκην τοῦ ἄλλου εἰς ἰδικὴν του φιλοτιμίαν. Καὶ μὲ ὀλίγα λόγια: ὁ ραπισθεὶς, ἐκδυθεὶς, ἀγγαρευθεὶς γίνεται βράχος, ὅπου σπάζουν τὰ ἀφρισμένα κύματα τοῦ ἀδίκου. Εἶναι τόσον ἤρεμος, ὥστε δεικνύει καὶ τὴν θέσιν, ὅπου ἂν θέλῃ δύναται ὁ ἐπιτεθεὶς νὰ διευθύνῃ καὶ τὸ δεύτερον ράπισμα. Ἰδοὺ τὸ μεγαλεῖον τοῦ ραπισθέντος καὶ μὴ ἐπιτεθέντος, οὐδὲ τραπέντος εἰς φυγήν.
Ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τούτου τοῦ ραπισθέντος, ὁ ραπίσας εὑρίσκεται εἰς τὴν κάτωθι ψυχολογικὴν θέσιν. Ὁ ραπίσας ἕν ἐκ τῶν δύο ἐπερίμενε ἀπὸ τὸν ραπισθέντα. Ἐπίθεσιν ἢ φυγήν, ὥστε νὰ δικαιολόγηση μὲ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ ἄλλου τὴν κακίαν του ἢ νὰ συνεχίση ταύτην, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, μὲ τὴν φυγὴν τοῦ ραπισθέντος. Ἡ στάσις ὅμως τοῦ ραπισθέντος ἡ ὁποία δὲν εἶναι οὔτε φυγὴ οὔτε ἐπίθεσις, σταματᾷ, παγώνει τὴν λύσσαν τοῦ ἐχθροῦ του. Ἡ δὲ πρότασις καὶ τῆς ἄλλης παρειᾶς ὑπὸ τοῦ ραπισθέντος θαμπώνει τὸν ραπίσαντα διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: Εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας ὑπάρχει μεγάλος σεβασμὸς πρὸς τὸ θάρρος τοῦ ἄλλου καὶ μάλιστα πρὸς τὸ ἠθικὸν θάρρος. Βλέπων λοιπὸν ὁ ραπίσας, ὅτι ὁ ραπισθεὶς ἔχει θάρρος καὶ ὄχι τὴν δειλίαν τοῦ λαγοῦ ἢ τὴν ἀγριότητα τῆς τίγρεως, θαμπώνεται, βλέπει φῶς, τὸ ὁποῖον μέχρι τώρα ἠγνόει. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι τόσον πολύ, ὥστε περιέρχεται ὁ ραπίσας εἰς σύγχυσιν. Ταυτοχρόνως ὅμως ἀρχίζει ὁ ραπίσας καὶ νὰ σκέπτεται! Τὸ κτῆνος, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει εἰς τὴν ψυχὴν του μένει ἄναυδον, δειλόν, σχεδὸν περίφοβον ἐνώπιον τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωτός, τοῦ σπανίου αὐτοῦ φαινομένου τοῦ οὐρανίου αὐτοῦ ἀνθρώπου τοῦ ραπισθέντος καὶ μὴ φυγόντος. Ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ γλυκύτης, ὅταν δὲν γίνωνται κατ\’ ἀνάγκην, ὥστε νὰ λέγωνται ἠλιθιότης καὶ δειλία ἐκπλήσσουν ὅπως τὰ μεγάλα πράγματα καὶ τὰς πλέον χυδαίας ψυχᾶς.
Ἀλλὰ ἐὰν ὁ ἀδικηθεὶς παρ\’ ὅλην τὴν λαμπρὰν στάσιν του ἐνώπιον τοῦ ἀδικοῦντος αὐτόν, ἔλθη εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ δώση μετὰ τοῦ χιτῶνος καὶ τὸ ἱμάτιον, γεννᾶται ἡ ἀπορία, δὲν θὰ μείνη οὗτος γυμνός; Ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾷ «Δὲν θὰ εἴμεθα γυμνοί, ἐὰν ἐφηρμόζομεν τὸν νόμον τοῦ Κυρίου. Πρῶτον μέν, διότι οὐδεὶς θὰ μᾶς ἐπείραζεν, ἐὰν εἴμεθα τοιοῦτοι τηρηταὶ τοῦ νόμου. Δεύτερον δὲ ἐὰν εὑρίσκετο κανεὶς τόσον ἄγριος καὶ ἀνήμερος, ὥστε νὰ φθάση νὰ ζητῇ καὶ τὸ ἔνδυμά μας, θὰ ἐφανερόνοντο πολλοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι, θὰ ἐνέδυον τὸν τόσον εὐσεβῆ ὄχι μόνον μὲ ἐνδύματα, ἀλλὰ ἂν τοῦτο ἦτο δυνατόν, καὶ μὲ τὸ δέρμα των, διότι ὅταν ἐκεῖνος μὲν ὁ ἅρπαξ νομίζῃ κέρδος του νὰ πάρη τὰ ξένα, σὺ δὲ τοῦ δείξης, ὅτι σοῦ εἶναι εὔκολον νὰ τοῦ δώσης καὶ ὅσα δὲν ζητᾷ, ἐννόησον πόσην διδασκαλίαν αὐταπαρνήσεως εἰσάγεις εἰς τὴν πλεονεξίαν ἐκείνου ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἔργα».
Ἀλλὰ καὶ ἂν οἱ καρποὶ τοιαύτης ἀνεξικακίας δὲν ὡριμάζουν πάντοτε ἐνώπιον τῶν ἀδικούντων ἡμᾶς ἢ καὶ τοῦ περιβάλλοντός μας, εἶναι ὅμως ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι οἱ καρποὶ οὗτοι ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς ἀντιστάσεως ἢ καὶ τῆς φυγῆς. Κατὰ τὸν αὐτὸν λογοτέχνην Παπίνι, τὸ παράδειγμα ἀνθρώπου ραπισθέντος καὶ τὴν ἄλλην σιαγόνα προτείνοντος, εἶναι δεῖγμα κυριαρχίας τοῦ πνεύματος ἐπὶ τῶν νεύρων καὶ τῶν ἐνστίκτων μας εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν. Τὸ θέαμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου, εἶναι θέαμα ἀπιστεύτου δυνάμεως, εἶναι θαῦμα ἀπίστευτον, δύσκολον νὰ κατανοηθῆ, ὅπως κάθε θαῦμα. Εἶναι θέαμα ἁγίου ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου μόνον ἡ ὄψις εἶναι ἀνθρώπινη, ἡ στάσις ὅμως καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι θεία. Ἡ θεωρία τοῦ ἀνθρώπου τούτου εἶναι τόσον διάφορος, τόσον ἀνωτέρα ἡμῶν, ὥστε ἂν καὶ εἴμεθα ποτισμένοι μέχρι μυελοῦ τῶν ὀστέων ἀπὸ τὸ δηλητήριον τοῦ πνεύματος τῆς ἐκδικήσεως, ἡ θεωρία αὐτὴ μᾶς γοητεύει εἰς στιγμᾶς νηφαλιότητος.
Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης λέγει τὰ ἑξῆς: «Οἷον θέαμα! Πῶς σεμνὸν καὶ θαυμάσιον καὶ μικροῦ τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἐκβαῖνον πολλὰ λοιδωρηθέντα καὶ πληγὴν δεξάμενον ἐπὶ κόρης (ράπισμα εἰς τὸν ὀφθαλμὸν) μὴ ὑπερζέσαι θυμῶ, ἀλλὰ πράως καὶ ἀοργήτως προσεύξασθαι ὑπὲρ αὐτοῦ».
Συμπεράσματα:
Ποῦ εἶναι οἱ ἀνόητοι οἱ ἐμπαίζοντες τὴν ἐντολὴν ταύτην τοῦ Κυρίου ὡς ἀνόητον; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν πάντοτε δικαιοσύνην καὶ λησμονοῦν τὴν ἀνεξικακίαν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ θυσία τῶν δικαιωμάτων μας; Δὲν ἀνεχόμεθα ὄχι ράπισμα, ἀλλὰ οὔτε φιλικὴν παρατήρησιν, οὔτε στάσιν σοβαρὰν τοῦ ἄλλου. Ἀφοῦ δὲν ἐπείραξα δὲν θέλω νὰ μὲ πειράξουν, λέγουν τινές. Τοῦτο λέγεται δικαιοσύνη, δὲν λέγεται ὅμως θυσία. Ὁ ἀρκούμενος μόνον εἰς τὸν νόμον τῆς δικαιοσύνης εἶναι Ἑβραῖος πρὸ Χριστοῦ καὶ οὐχὶ Χριστιανός. Ἐπίσης οὐδεμίαν διάθεσιν θυσίας ἔχομεν εἰς τὰ οἰκονομικά μας ζητήματα. Πόσον θὰ εἴμεθα ὠφελημένοι, ἐὰν ἀντὶ νὰ τρέχωμεν εἰς δικαστήρια, ὅπου θὰ ἐξοδεύσωμεν περισσότερα τῶν ὅσων θὰ ἐσοδεύσωμεν, ἠκούομεν τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ δώσωμεν καὶ κάτι ἐπὶ πλέον, ἵνα ἁπαλλαγῶμεν τῶν συνεπειῶν τοῦ δικαστηρίου! Ὁ Κύριος διατάσσει νὰ ἐξυπηρετῶμεν τοὺς ἄλλους προθύμως, ὅταν ἔχουν τὴν ἀνάγκην μας. Δυστυχῶς ὅμως πολλοὶ ὀλίγοι ἐξ ἡμῶν ἐξυπηρετοῦσι τοὺς ἄλλους. Σπουδαιότατα παραδείγματα ἀνεξικακίας ἰδὲ τὸ τοῦ ἱεραποστόλου τῆς Ἰαπωνίας Ξαβιὲ καὶ τὸ τοῦ διὰ Χριστὸν πτωχεύσαντος καὶ ραπισθέντος πλουσίου
Ἂς φροντίσωμεν λοιπὸν νὰ εἴμεθα ἀνεξίκακοι εἰς τὰς ὕβρεις τῶν ἄλλων, εἰς τὰς οἰκονομικὰς βλάβας τὰς ὁποίας μᾶς κάμνουσι καὶ πρόθυμοι εἰς τὰς διαφόρους ἐκδουλεύσεις (θεμιτὰς βέβαια) τὰς ὁποίας ἀπαιτοῦσιν ἐξ ἡμῶν. Ἀμήν.