«Ὁ Λυτρωτής μας, ποὺ τὸν βλέπαμε κάποτε σωματικά, τώρα εἶναι παρὼν στὰ μυστήρια»
Ὁ κατάλογος αὐτὸς δημιουργήθηκε καὶ σταθεροποιήθηκε μόλις τὸν δέκατο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν ἡ Λατινικὴ ἐπιρροὴ βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτή, οἱ Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς διέφεραν σημαντικὰ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν μυστηρίων ποὺ ἀνέφεραν: ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μιλᾷ γιὰ δύο, ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης γιὰ ἕξι, ὁ Ἰωάσαφ, Μητροπολίτης Ἐφέσου (δέκατος πέμπτος αἰῶνας) γιὰ δέκα. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν ἑπτὰ μυστήρια, συνήθως διαφέρουν ὡς πρὸς τὰ μυστήρια ποὺ περιλαμβάνουν στὸν κατάλογό τους. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ δὲν παρουσιάζει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ λόγους εὐκολίας στὴ διδασκαλία.
Ὅσων ἡ σκέψη κινεῖται στὰ τυπικὰ πλαίσια ποὺ θέτει ὁ ὅρος «ἑπτὰ μυστήρια», πρέπει νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ δύο παρανοήσεις. Κατ’ ἀρχάς, ἂν καὶ τὰ ἑπτὰ μυστήρια εἶναι ὅλα γνήσια, δὲν διαθέτουν ὅμως τὴν ἴδια σπουδαιότητα, ἀλλ’ ὑπάρχει μία κάποια «ἱεράρχηση» μεταξύ τους. Ἡ Εὐχαριστία, παραδείγματος χάριν, βρίσκεται στὴν καρδιὰ ὅλης της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει, π.χ. μὲ τὸ Εὐχέλαιο. Τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία κατέχουν μία εἰδικὴ θέση μεταξὺ τῶν ἑπτὰ μυστηρίων: σύμφωνα μὲ μία φράση ποὺ υἱοθετήθηκε στὴ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ Ρουμάνων καὶ Ἀγγλικανῶν θεολόγων στὸ Βουκουρέστι τὸ 1935, αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια «προεξάρχουν τῶν ἄλλων θείων μυστηρίων».
Δεύτερον, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὰ «ἑπτὰ μυστήρια», δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀπομονώνουμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες πράξεις τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα, καὶ οἱ ὁποῖες συμβατικὰ ὀνομάζονται μυστηριακὲς πράξεις ἢ Ἁγιαστικὲς τελετές. Στὶς πράξεις αὐτὲς ἀνήκει ἡ τελετὴ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ μεγάλος Ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων, ἡ τελετὴ τῆς ταφῆς, καὶ τὸ χρῖσμα τοῦ Μονάρχη. Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ τὴν ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ ἐπίσης πάρα πολλὲς εὐχές, ποὺ καὶ αὐτὲς διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα: εὐχὲς γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ σιταριοῦ, τοῦ κρασιοῦ καὶ τοῦ λαδιοῦ. Γιὰ τὰ φροῦτα, τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ σπίτια. Γιὰ κάθε ἀντικείμενο καὶ στοιχεῖο. Αὐτὲς οἱ βραχύτερες εὐχὲς καὶ ἀκολουθίες εἶναι συχνὰ πολὺ πρακτικὲς καὶ πεζές: ὑπάρχουν εὐχὲς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ ἑνὸς αὐτοκινήτου, ἢ μίας μηχανῆς τρένου, ἢ γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν βλαβερῶν ζῳυφίων. Δὲν ὑπάρχει κανένας ἄκαμπτος διαχωρισμὸς μεταξὺ μίας εὐρύτερης καὶ μίας στενότερης ἔννοιας τοῦ ὅρου «μυστήριο»: ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς μία ἑνότητα, ὡς ἕνα μοναδικὸ καὶ μεγάλο μυστήριο, ποὺ οἱ διάφορες πτυχὲς του ἐκφράζονται μὲ μία μεγάλη ποικιλία πράξεων, ποὺ μερικὲς τελοῦνται μόνο μία φορὰ στὴ ζωή μας, ἐνῷ ἄλλες ἴσως καθημερινά.
Τὰ μυστήρια εἶναι προσωπικά: εἶναι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται στὸν κάθε χριστιανὸ κατὰ προσωπικὸ τρόπο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὰ περισσότερα μυστήρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ ἱερέας ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν παρόντων, καθὼς τελεῖ τὸ μυστήριο. Ὅταν, παραδείγματος χάριν, προσφέρει τὴ θεία Κοινωνία, λέει: «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… (δείνα) τὸ τίμιον Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου…» Ἡ κατὰ τὸ Εὐχέλαιο λέει: «Θεράπευσον, Πάτερ, τὸν δοῦλον σου…(δείνα) ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος καὶ ψυχῆς». Καὶ κατὰ τὴ χειροτονία ὁ ἐπίσκοπος λέει: «Ἡ θεία χάρις, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται τὸν … (δείνα)». Ἀξίζει νὰ προσέξουμε πὼς σὲ κάθε περίπτωση ὁ λειτουργὸς δὲν μιλᾷ στὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν λέει. «Βαπτίζω…», «Χρίω…», «Προχειρίζομαι…». Τὰ «μυστήρια» δὲν εἶναι δικές μας πράξεις, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», καὶ πραγματικὸς τελετουργὸς εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη Χρυσόστομο, «Ὁ ἱερέας ἁπλῶς δανείζει τὴ γλῶσσα του καὶ προσφέρει τὰ χέρια του».