Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Δὲν εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι ὁ Θουκυδίδης δὲν θὰ ἐδίδασκε ποτὲ τὰ παιδιὰ του ὅσα ἔπρεπε νὰ δαπανᾶ γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ θὰ τοὺς ἐδίδασκεν ἐκεῖνα, ποὺ χωρὶς νὰ πρέπει νὰ ξοδέψη κανεὶς τίποτε, θὰ τοὺς ἔκαναν ἀγαθοὺς ἄνδρες, ἂν βέβαια ἡ ἀρετὴ ἦταν διδακτὸ πρᾶγμα; Ἦταν, θάλεγε ἴσως κανείς, ὁ Θουκυδίδης ἄσημος καὶ δὲν εἶχε πολλοὺς φίλους Ἀθηναίους καὶ ἀπὸ τοὺς συμμάχους; Καὶ ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια ἦταν καὶ μεγάλη ἐπιρροὴ εἶχε καὶ στὴν πόλη μας καὶ στοὺς ἄλλους Ἕλληνες, ὥστε, ἂν αὐτὸ ἦταν διδακτό, θὰ εὕρισκεν ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔκανε ἀγαθούς τους γιούς του, ἢ ἀπὸ τοὺς ἐντόπιους ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους, ἂν στὸν ἴδιο δὲν ἔμενε καιρὸς ἀπὸ τὶς φροντίδες γιὰ τὴν πόλη. Ἀλλά, φίλε Ἄνυτε, μήπως δὲν εἶναι διδακτὸ πρᾶγμα ἡ ἀρετή.

Εἷναι διδακτὴ ἡ ἀρετή; (ΠΛ Μεν 92b–95a)

(Ὁ Σωκράτης ἀντικρούει τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ Ἄνυτου ὅτι οἱ ἐνάρετοι πολίτες εἶναι ἱκανοὶ νὰ μεταδώσουν τὴν ἀρετὴ)

Γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὴ θεωρία τῆς ἀνάμνησης, ὁ Σωκράτης καθοδήγησε ἕναν δοῦλο τοῦ Μένωνα στὴν ἐπίλυση μαθηματικῶν προβλημάτων ποὺ δὲν ἔχει διδαχτεῖ ποτέ, ἀπόδειξη, κατὰ τὸν φιλόσοφο, ὅτι ἡ γνώση εἶναι ἀνάμνηση (καὶ ὄχι προϊὸν διδαχῆς). Ξαναγυρνώντας στὸ ζήτημα τοῦ διδακτοῦ τῆς ἀρετῆς, ρώτησαν τὸν Ἄνυτο, τὸν μετέπειτα κατήγορο τοῦ Σωκράτη, ἂν θεωροῦσε τοὺς σοφιστὲς ἁρμόδιους νὰ τὴν διδάξουν, ἀλλὰ αὐτὸς ἐξέφρασε τὴν ἀρνητική του γνώμη γιὰ ἐκείνους.

ΣΩ. Σὲ ἔχει ἀδικήσει κανεὶς ἀπὸ τοὺς σοφιστές, Ἄνυτε, ἢ γιὰ ποιὸ λόγο εἶσαι τόσο βαρὺς μαζί τους;

ΑΝ. Οὔτε ποὺ πλησίασα ἐγὼ ποτὲ ὡς τώρα κανέναν ἀπ\’ αὐτούς, μὰ τὸ Δία, οὔτε καὶ θὰ τὸ ἐπιτρέψω σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς δικούς μου.

ΣΩ. Δὲν τοὺς ξέρεις λοιπὸν καθόλου;

ΑΝ. Ποτὲ νὰ μὴν τοὺς μάθω.

ΣΩ. Πῶς λοιπόν, δαιμόνιε ἄνθρωπε, εἶναι δυνατὸν νὰ ξέρης ἕνα πράγμα, εἴτε ἔχει τίποτε καλὸ μέσα του εἴτε φαῦλο, ποὺ καθόλου δὲν τὸ δοκίμασες;

ΑΝ. Εὔκολο πρᾶγμα· τοῦτοι τουλάχιστον ἐγὼ ξέρω τί εἶναι, εἴτε τοὺς δοκίμασα εἴτε ὄχι.

ΣΩ. Εἶσαι μάντης ἴσως, Ἄνυτε· γιατί ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἶπες δὲν βλέπω πῶς θὰ μποροῦσες νὰ τοὺς ξέρης μὲ ἄλλο τρόπο. Ἀλλὰ βέβαια δὲν ἀναζητοῦμε ἐκείνους στοὺς ὁποίους ἂν πάη ὁ Μένων θὰ γινόταν μοχθηρός· τοῦτοι ἂν σὺ τὸ θέλης, ἂς εἶναι οἱ σοφιστές· πές μας τώρα ἐσύ, καὶ εὐεργέτησε τοῦτον ἐδῶ τὸν πατρικό σου φίλο, λέγοντάς του σὲ ποιοὺς ἂν πάη μέσα στὴν τόσο μεγάλη πόλη μας θὰ γινόταν ἀξιόλογος στὴν ἀρετὴ ποὺ εἶπα πρίν.

ΑΝ Καὶ γιατί δὲν τοῦ εἶπες ἐσύ;

ΣΩ. Μὰ εἶπα ἐγὼ ποιοὶ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι διδάσκαλοι αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ φαίνεται πὼς δὲν εἶπα τίποτε, ὅπως ἐσὺ ἰσχυρίζεσαι• καὶ ἴσως κάτι λέγεις. Ἐσὺ λοιπὸν πές του μὲ τὴ σειρά σου σὲ ποιοὺς Ἀθηναίους νὰ πάη• πὲς τὸ ὄνομα ὅποιου θέλεις.

ΑΝ. Μὰ τί ἀνάγκη νὰ ἀκούση τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀνθρώπου; Ὅποιον ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ ἀγαθοὺς Ἀθηναίους συναναστραφῆ, κανείς τους ποὺ δὲν θὰ τὸν κάμη καλύτερο παρὰ οἱ σοφιστές, φτάνει αὐτὸς νὰ θέλη νὰ τὸν ἀκούση.

ΣΩ. Τοῦτοι οἱ καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ ἀπὸ μόνοι τους ἔγιναν ἔτσι; Ἂν καὶ δὲν διδάχτηκαν ἀπὸ κανένα εἶναι μολαταῦτα ἱκανοὶ νὰ διδάσκουν ἄλλους αὐτὰ ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν ἔμαθαν;

ΑΝ. Ἐγὼ κρίνω ὅτι καὶ αὐτοὶ τὰ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς προκατόχους των, ποὺ ἦταν καλοὶ καὶ ἀγαθοί• ἢ δὲν νομίζεις ἐσὺ ὅτι σὲ τούτη τὴ πόλη ὑπῆρξαν πολλοὶ καλοὶ καὶ ἀγαθοί;

ΣΩ. Ἐγὼ νομίζω ὅτι καὶ τώρα ὑπάρχουν καλοὶ στὰ πολιτικά, καὶ στὰ περασμένα ὑπῆρξαν ὄχι λιγώτερο ἀπὸ ὅσο τώρα. Ἀλλὰ ἦταν ἄραγε καὶ καλοὶ διδάσκαλοι τῆς ἀρετῆς των; Γιατί τοῦτο τυχαίνει νὰ εἶναι τώρα τὸ θέμα τοῦ λόγου μας· ὄχι ἂν ὑπάρχουν ἢ ὄχι ἀγαθοὶ ἄνδρες στὴν πόλη μας, οὔτε ἂν ὑπῆρχαν ἄλλοτε, ἀλλὰ ἂν ἡ ἀρετὴ εἶναι διδακτὸ πράγμα, τοῦτο ἀπὸ ὥρα ἐξετάζομε. Καὶ ὅταν ἐρευνοῦμε αὐτό, νὰ τί ἐξετάζομε: ἄραγε οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες καὶ σήμερα καὶ στὰ περασμένα, ἐκείνη τὴν ἀρετὴ ποὺ εἶχαν οἱ ἴδιοι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἤξεραν νὰ τὴν παραδώσουν καὶ σὲ ἄλλον, ἢ εἶναι πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ τὸ παραδώση καὶ οὔτε ἄλλος νὰ τὸ παραλάβη ἀπὸ ἄλλον. Τοῦτο ἀπὸ ὥρα ζητοῦμε ἐγὼ καὶ ὁ Μένων.

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα εἶπες, ἔτσι ἐξέταζε• δὲν θὰ ἔλεγες ὅτι ὁ Θεμιστοκλῆς ὑπῆρξεν ἀγαθὸς ἀνήρ;

ΑΝ. Ναὶ βέβαια, καλύτερα μάλιστα ἀπὸ ὅλους.

ΣΩ. Καὶ ἂν ἄλλος κανεὶς στάθηκε διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς του, δὲν θὰ ἦταν καὶ ἐκεῖνος ἀγαθὸς διδάσκαλος;

ΑΝ. Ναί, νομίζω, φτάνει νὰ ἤθελε.

ΣΩ. Μὰ δὲν θὰ θέλησε, φαντάζεσαι, μερικοὶ ἄλλοι νὰ γίνουν ἀγαθοὶ καὶ μάλιστα ὁ γιός του; Ἢ φαντάζεσαι ὅτι τὸν ζήλεψε καὶ ἐπίτηδες δὲν τοῦ παρέδωσε τὴν ἀρετὴ στὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἦταν δυνατός; Ἢ δὲν ἔχεις ἀκούσει ὅτι ὁ Θεμιστοκλῆς τὸν γιὸ του Κλεόφαντο τὸν ἔκαμε καλὸν ἱππέα; Μποροῦσεν ἀλήθεια ὁ Κλεόφαντος νὰ στέκεται πολλὴ ὥρα ὄρθιος ἀπάνω στὸ ἄλογο, καὶ ἀπὸ τὴ στάση αὐτὴ ἔρριχνεν ἀκόντιο, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ θαυμαστὰ ἔκανε, ὅσα τοῦ ἔμαθε ὁ πατέρας του καὶ σὲ ὅσα τὸν ἔκαμε ἱκανό, πράγματα βέβαια ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὸ χέρι καλοῦ δασκάλου. Ἢ δὲν ἔχεις ἀκούσει αὐτὰ ἀπὸ τοὺς γεροντότερους;

ΑΝ. Τὰ ἔχω ἀκούσει.

ΣΩ. Δὲν θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ ρίξη κανεὶς τὴν αἰτία στὴ φύση τοῦ γιοῦ του.

ΑΝ. Ἴσως ὄχι.

ΣΩ. Καὶ γιὰ τοῦτο δῶ τί θὰ ποῦμε; Ἔχεις ὡς τώρα ἀκούσει ἀπὸ κανένα νεώτερο ἢ γεροντότερο ὅτι ὁ Κλεόφαντος, ὁ γιὸς τοῦ Θεμιστοκλῆ, ἦταν ἀγαθὸς καὶ σοφὸς σὲ ὅσα καὶ ὁ πατέρας του;

ΑΝ. Ὄχι βέβαια.

ΣΩ. Αὐτὰ λοιπὸν νομίζομε ὅτι ἤθελε νὰ μάθη στὸν γιό του, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν κάμη καθόλου καλύτερο ἀπὸ τοὺς γείτονές του στὴν ἱκανότητα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε, ἂν βέβαια ἦταν διδακτὴ ἡ ἀρετή;

ΑΝ. Ἴσως, μὰ τὸ Δία, ὄχι.

ΣΩ. Τέτοιος διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς σου εἶναι αὐτός, ποὺ καὶ σὺ τὸν ὁμολογεῖς ἄριστο ἀνάμεσα στοὺς παλαιούς. Ἂς ἐξετάσωμε καὶ ἕναν ἄλλο, τὸν Ἀριστείδη, τὸν γιὸ τοῦ Λυσιμάχου· ἢ δὲν δέχεσαι ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀγαθός;

ΑΝ. Βέβαια καὶ δέχομαι.

ΣΩ. Καὶ αὐτὸς λοιπὸν τὸν γιὸ του τὸν Λυσίμαχο, σὲ ὅσα ἦταν στὸ χέρι δασκάλων, σ\’ αὐτὰ δὲν τὸν ἐπαίδευσε καλύτερα ἀπὸ κάθε Ἀθηναῖο; Τὸν συναναστράφηκες καὶ βλέπεις τί λογῆς εἶναι. Μά, ἂν προτιμᾶς, ξέρεις ὅτι ὁ Περικλῆς ὁ τόσο μεγαλόπρεπα σοφὸς ἄνδρας, ἀνάθρεψε δύο γιούς, τὸν Πάραλο καὶ τὸν Ξάνθιππο;

ΑΝ. Ναὶ βέβαια.

ΣΩ. Αὐτούς, ὅπως καὶ σὺ ξέρεις, τοὺς ἐδίδαξε τὴν ἱππικὴ καὶ τοὺς ἔκαμε πρώτους μέσα στὴν Ἀθήνα, καὶ στὴ μουσική, στὴν πάλη καὶ στὰ ἄλλα ὅσα ἀνήκουν σὲ τέχνη τοὺς ἐπαίδευσε καὶ τοὺς ἔκαμε καλύτερους ἀπὸ ὅλους• ἀγαθοὺς ἄνδρες δὲν ἤθελε ἄραγε νὰ τοὺς κάμη; Ἐγώ, νομίζω, ἤθελε, φοβοῦμαι ὅμως μήπως αὐτὸ δὲν εἶναι διδακτὸ πρᾶγμα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζης ὅτι ἀδύνατοι φάνηκαν σ\’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα λίγοι Ἀθηναῖοι καὶ οἱ πιὸ ἀσήμαντοι , θυμήσου ἀκόμη, ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἀνάθρεψε δύο γιούς, τὸν Μελησία καὶ τὸν Στέφανο• καὶ στὰ ἄλλα τοὺς ἐπαίδευσε καλά, ἀλλὰ στὴν πάλη ξεπέρασαν ὅλους τους Ἀθηναίους• τὸν ἕνα τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν Ξανθία, τὸν ἄλλο στὸν Εὔδωρο• περνοῦσαν τότε αὐτοὶ γιὰ πρῶτοι στὴν πάλη• ἢ δὲν θυμᾶσαι;

ΑΝ. Ναί, ναί, ἔχω ἀκούσει.

ΣΩ. Δὲν εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι ὁ Θουκυδίδης δὲν θὰ ἐδίδασκε ποτὲ τὰ παιδιὰ του ὅσα ἔπρεπε νὰ δαπανᾶ γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ θὰ τοὺς ἐδίδασκεν ἐκεῖνα, ποὺ χωρὶς νὰ πρέπει νὰ ξοδέψη κανεὶς τίποτε, θὰ τοὺς ἔκαναν ἀγαθοὺς ἄνδρες, ἂν βέβαια ἡ ἀρετὴ ἦταν διδακτὸ πρᾶγμα; Ἦταν, θάλεγε ἴσως κανείς, ὁ Θουκυδίδης ἄσημος καὶ δὲν εἶχε πολλοὺς φίλους Ἀθηναίους καὶ ἀπὸ τοὺς συμμάχους; Καὶ ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια ἦταν καὶ μεγάλη ἐπιρροὴ εἶχε καὶ στὴν πόλη μας καὶ στοὺς ἄλλους Ἕλληνες, ὥστε, ἂν αὐτὸ ἦταν διδακτό, θὰ εὕρισκεν ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔκανε ἀγαθούς τους γιούς του, ἢ ἀπὸ τοὺς ἐντόπιους ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους, ἂν στὸν ἴδιο δὲν ἔμενε καιρὸς ἀπὸ τὶς φροντίδες γιὰ τὴν πόλη. Ἀλλά, φίλε Ἄνυτε, μήπως δὲν εἶναι διδακτὸ πρᾶγμα ἡ ἀρετή.

ΑΝ. Μοῦ φαίνεται, Σωκράτη, ὅτι εὔκολα κακολογεῖς τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ σὲ συμβούλευα, ἂν θέλης νὰ μὲ ἀκούσης, νὰ εἶσαι προσεκτικός. Γιατί καὶ σὲ ἄλλη πόλη ἴσως εἶναι εὐκολώτερο νὰ κάνη κανεὶς κακὸ παρὰ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, σὲ τούτην ἐδῶ ὅμως εἶναι πάρα πολὺ εὔκολο· νομίζω δὰ πὼς καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ ξέρεις.

Πρωτότυπο Κείμενο

ΣΩ. Πότερον δέ, ὦ Ἄνυτε, ἠδίκηκέ τίς σε τῶν σοφιστῶν,
ἢ τί οὕτως αὐτοῖς χαλεπὸς εἶ;

ΑΝ. Οὐδὲ μὰ Δία ἔγωγε συγγέγονα πώποτε αὐτῶν οὐδενί,
οὐδ’ ἂν ἄλλον ἐάσαιμι τῶν ἐμῶν οὐδένα.

ΣΩ. Ἄπειρος ἄρ’ εἶ παντάπασι τῶν ἀνδρῶν;

ΑΝ. Καὶ εἴην γε.

[92c] ΣΩ. Πῶς οὖν ἄν, ὦ δαιμόνιε, εἰδείης περὶ τούτου τοῦ
πράγματος, εἴτε τι ἀγαθὸν ἔχει ἐν αὑτῷ εἴτε φλαῦρον, οὗ
παντάπασιν ἄπειρος εἴης;

ΑΝ. Ῥᾳδίως· τούτους γοῦν οἶδα οἵ εἰσιν, εἴτ’ οὖν
ἄπειρος αὐτῶν εἰμι εἴτε μή.

ΣΩ. Μάντις εἶ ἴσως, ὦ Ἄνυτε· ἐπεὶ ὅπως γε ἄλλως
οἶσθα τούτων πέρι, ἐξ ὧν αὐτὸς λέγεις θαυμάζοιμ’ ἄν.
ἀλλὰ γὰρ οὐ τούτους ἐπιζητοῦμεν τίνες εἰσίν, παρ’ οὓς ἂν
[92d] Μένων ἀφικόμενος μοχθηρὸς γένοιτο ―οὗτοι μὲν γάρ, εἰ σὺ
βούλει, ἔστων οἱ σοφισταί― ἀλλὰ δὴ ἐκείνους εἰπὲ ἡμῖν,
καὶ τὸν πατρικὸν τόνδε ἑταῖρον εὐεργέτησον φράσας αὐτῷ
παρὰ τίνας ἀφικόμενος ἐν τοσαύτῃ πόλει τὴν ἀρετὴν ἣν
νυνδὴ ἐγὼ διῆλθον γένοιτ’ ἂν ἄξιος λόγου.

ΑΝ. Τί δὲ αὐτῷ οὐ σὺ ἔφρασας;

ΣΩ. Ἀλλ’ οὓς μὲν ἐγὼ ᾤμην διδασκάλους τούτων εἶναι,
εἶπον, ἀλλὰ τυγχάνω οὐδὲν λέγων, ὡς σὺ φῄς· καὶ ἴσως τὶ
[92e] λέγεις. ἀλλὰ σὺ δὴ ἐν τῷ μέρει αὐτῷ εἰπὲ παρὰ τίνας
ἔλθῃ Ἀθηναίων· εἰπὲ ὄνομα ὅτου βούλει.

ΑΝ. Τί δὲ ἑνὸς ἀνθρώπου ὄνομα δεῖ ἀκοῦσαι; ὅτῳ γὰρ
ἂν ἐντύχῃ Ἀθηναίων τῶν καλῶν κἀγαθῶν, οὐδεὶς ἔστιν ὃς
οὐ βελτίω αὐτὸν ποιήσει ἢ οἱ σοφισταί, ἐάνπερ ἐθέλῃ
πείθεσθαι.

ΣΩ. Πότερον δὲ οὗτοι οἱ καλοὶ κἀγαθοὶ ἀπὸ τοῦ
αὐτομάτου ἐγένοντο τοιοῦτοι, παρ’ οὐδενὸς μαθόντες ὅμως
μέντοι ἄλλους διδάσκειν οἷοί τε ὄντες ταῦτα ἃ αὐτοὶ οὐκ
[93a] ἔμαθον;

ΑΝ. Καὶ τούτους ἔγωγε ἀξιῶ παρὰ τῶν προτέρων μαθεῖν,
ὄντων καλῶν κἀγαθῶν· ἢ οὐ δοκοῦσί σοι πολλοὶ καὶ ἀγαθοὶ
γεγονέναι ἐν τῇδε τῇ πόλει ἄνδρες;

ΣΩ. Ἔμοιγε, ὦ Ἄνυτε, καὶ εἶναι δοκοῦσιν ἐνθάδε ἀγαθοὶ
τὰ πολιτικά, καὶ γεγονέναι ἔτι οὐχ ἧττον ἢ εἶναι· ἀλλὰ
μῶν καὶ διδάσκαλοι ἀγαθοὶ γεγόνασιν τῆς αὑτῶν ἀρετῆς;
τοῦτο γάρ ἐστιν περὶ οὗ ὁ λόγος ἡμῖν τυγχάνει ὤν· οὐκ εἰ
εἰσὶν ἀγαθοὶ ἢ μὴ ἄνδρες ἐνθάδε, οὐδ’ εἰ γεγόνασιν ἐν τῷ
[93b] πρόσθεν, ἀλλ’ εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετὴ πάλαι σκοποῦμεν.
τοῦτο δὲ σκοποῦντες τόδε σκοποῦμεν, ἆρα οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες
καὶ τῶν νῦν καὶ τῶν προτέρων ταύτην τὴν ἀρετὴν ἣν αὐτοὶ
ἀγαθοὶ ἦσαν ἠπίσταντο καὶ ἄλλῳ παραδοῦναι, ἢ οὐ παρα-
δοτὸν τοῦτο ἀνθρώπῳ οὐδὲ παραληπτὸν ἄλλῳ παρ’ ἄλλου·
τοῦτ’ ἔστιν ὃ πάλαι ζητοῦμεν ἐγώ τε καὶ Μένων. ὧδε οὖν
σκόπει ἐκ τοῦ σαυτοῦ λόγου· Θεμιστοκλέα οὐκ ἀγαθὸν ἂν
[93c] φαίης ἄνδρα γεγονέναι;

ΑΝ. Ἔγωγε, πάντων γε μάλιστα.

ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ διδάσκαλον ἀγαθόν, εἴπερ τις ἄλλος τῆς
αὑτοῦ ἀρετῆς διδάσκαλος ἦν, κἀκεῖνον εἶναι;

ΑΝ. Οἶμαι ἔγωγε, εἴπερ ἐβούλετό γε.

ΣΩ. Ἀλλ’, οἴει, οὐκ ἂν ἐβουλήθη ἄλλους τέ τινας
καλοὺς κἀγαθοὺς γενέσθαι, μάλιστα δέ που τὸν ὑὸν τὸν
αὑτοῦ; ἢ οἴει αὐτὸν φθονεῖν αὐτῷ καὶ ἐξεπίτηδες οὐ παρα-
[93d] διδόναι τὴν ἀρετὴν ἣν αὐτὸς ἀγαθὸς ἦν; ἢ οὐκ ἀκήκοας ὅτι
Θεμιστοκλῆς Κλεόφαντον τὸν ὑὸν ἱππέα μὲν ἐδιδάξατο
ἀγαθόν; ἐπέμενεν γοῦν ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς, καὶ
ἠκόντιζεν ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ θαυ-
μαστὰ ἠργάζετο ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο καὶ ἐποίησε
σοφόν, ὅσα διδασκάλων ἀγαθῶν εἴχετο· ἢ ταῦτα οὐκ ἀκήκοας
τῶν πρεσβυτέρων;

ΑΝ. Ἀκήκοα.

ΣΩ. Οὐκ ἂν ἄρα τήν γε φύσιν τοῦ ὑέος αὐτοῦ ᾐτιάσατ’
ἄν τις εἶναι κακήν.

[93e] ΑΝ. Ἴσως οὐκ ἄν.

ΣΩ. Τί δὲ τόδε; ὡς Κλεόφαντος ὁ Θεμιστοκλέους ἀνὴρ
ἀγαθὸς καὶ σοφὸς ἐγένετο ἅπερ ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ἤδη του
ἀκήκοας ἢ νεωτέρου ἢ πρεσβυτέρου;

ΑΝ. Οὐ δῆτα.

ΣΩ. Ἆρ’ οὖν ταῦτα μὲν οἰόμεθα βούλεσθαι αὐτὸν τὸν
αὑτοῦ ὑὸν παιδεῦσαι, ἣν δὲ αὐτὸς σοφίαν ἦν σοφός, οὐδὲν
τῶν γειτόνων βελτίω ποιῆσαι, εἴπερ ἦν γε διδακτὸν ἡ ἀρετή;

ΑΝ. Ἴσως μὰ Δί’ οὔ.

ΣΩ. Οὗτος μὲν δή σοι τοιοῦτος διδάσκαλος ἀρετῆς, ὃν
καὶ σὺ ὁμολογεῖς ἐν τοῖς ἄριστον τῶν προτέρων εἶναι· ἄλλον
[94a] δὲ δὴ σκεψώμεθα, Ἀριστείδην τὸν Λυσιμάχου· ἢ τοῦτον
οὐχ ὁμολογεῖς ἀγαθὸν γεγονέναι;

ΑΝ. Ἔγωγε, πάντως δήπου.

ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ οὗτος τὸν ὑὸν τὸν αὑτοῦ Λυσίμαχον,
ὅσα μὲν διδασκάλων εἴχετο, κάλλιστα Ἀθηναίων ἐπαίδευσε,
ἄνδρα δὲ βελτίω δοκεῖ σοι ὁτουοῦν πεποιηκέναι; τούτῳ γάρ
που καὶ συγγέγονας καὶ ὁρᾷς οἷός ἐστιν. εἰ δὲ βούλει,
[94b] Περικλέα, οὕτως μεγαλοπρεπῶς σοφὸν ἄνδρα, οἶσθ’ ὅτι δύο
ὑεῖς ἔθρεψε, Πάραλον καὶ Ξάνθιππον;

ΑΝ. Ἔγωγε.

ΣΩ. Τούτους μέντοι, ὡς οἶσθα καὶ σύ, ἱππέας μὲν ἐδί-
δαξεν οὐδενὸς χείρους Ἀθηναίων, καὶ μουσικὴν καὶ ἀγωνίαν
καὶ τἆλλα ἐπαίδευσεν ὅσα τέχνης ἔχεται οὐδενὸς χείρους·
ἀγαθοὺς δὲ ἄρα ἄνδρας οὐκ ἐβούλετο ποιῆσαι; δοκῶ μέν,
ἐβούλετο, ἀλλὰ μὴ οὐκ ᾖ διδακτόν. ἵνα δὲ μὴ ὀλίγους οἴῃ
καὶ τοὺς φαυλοτάτους Ἀθηναίων ἀδυνάτους γεγονέναι τοῦτο
[94c] τὸ πρᾶγμα, ἐνθυμήθητι ὅτι Θουκυδίδης αὖ δύο ὑεῖς ἔθρεψεν,
Μελησίαν καὶ Στέφανον, καὶ τούτους ἐπαίδευσεν τά τε ἄλλα
εὖ καὶ ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων ―τὸν μὲν γὰρ Ξανθίᾳ
ἔδωκε, τὸν δὲ Εὐδώρῳ· οὗτοι δέ που ἐδόκουν τῶν τότε
κάλλιστα παλαίειν― ἢ οὐ μέμνησαι;

ΑΝ. Ἔγωγε, ἀκοῇ.

ΣΩ. Οὐκοῦν δῆλον ὅτι οὗτος οὐκ ἄν ποτε, οὗ μὲν ἔδει
[94d] δαπανώμενον διδάσκειν, ταῦτα μὲν ἐδίδαξε τοὺς παῖδας τοὺς
αὑτοῦ, οὗ δὲ οὐδὲν ἔδει ἀναλώσαντα ἀγαθοὺς ἄνδρας ποιῆσαι,
ταῦτα δὲ οὐκ ἐδίδαξεν, εἰ διδακτὸν ἦν; ἀλλὰ γὰρ ἴσως ὁ
Θουκυδίδης φαῦλος ἦν, καὶ οὐκ ἦσαν αὐτῷ πλεῖστοι φίλοι
Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων; καὶ οἰκίας μεγάλης ἦν καὶ
ἐδύνατο μέγα ἐν τῇ πόλει καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν, ὥστε
εἴπερ ἦν τοῦτο διδακτόν, ἐξευρεῖν ἂν ὅστις ἔμελλεν αὐτοῦ
τοὺς ὑεῖς ἀγαθοὺς ποιήσειν, ἢ τῶν ἐπιχωρίων τις ἢ τῶν
[94e] ξένων, εἰ αὐτὸς μὴ ἐσχόλαζεν διὰ τὴν τῆς πόλεως ἐπιμέλειαν.
ἀλλὰ γάρ, ὦ ἑταῖρε Ἄνυτε, μὴ οὐκ ᾖ διδακτὸν ἀρετή.

ΑΝ. Ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως μοι δοκεῖς κακῶς λέγειν ἀν-
θρώπους. ἐγὼ μὲν οὖν ἄν σοι συμβουλεύσαιμι, εἰ ἐθέλεις
ἐμοὶ πείθεσθαι, εὐλαβεῖσθαι· ὡς ἴσως μὲν καὶ ἐν ἄλλῃ πόλει
ῥᾷόν ἐστιν κακῶς ποιεῖν ἀνθρώπους ἢ εὖ, ἐν τῇδε δὲ καὶ
[95a] πάνυ· οἶμαι δὲ σὲ καὶ αὐτὸν εἰδέναι.