Εἴδομεν προηγουμένως, ὅτι οἱ Φαρισαῖοι καὶ Ἡρωδιανοί ἀπεφάσισαν νὰ φονεύσωσι τὸν Χριστόν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως «γνοὺς» ἀντιληφθείς τοῦτο καὶ δίδων τόπον εἰς τὴν ὀργήν «ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν» τῆς Γαλιλαίας ἤτοι εἰς τὴν λίμνην Γεννησαρέτ. Ἐκεῖ «ἦλθον πρὸς Αὐτὸν ἀκούσαντες ὃσα ἐποίει πλὴθος πολύ ἀπὸ Ἰουδαίας ἀπὸ Ἱεροσολύμων ἀπό της Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ oἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα ἦλθον ἀκοῦσαι Αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν». Ἡ Ἰδουμαία εἶναι χώρα τῆς Παλαιστίνης νοτίως τῆς Ἰουδαίας κειμένη. Ἡ Περαία εἶναι ἡ πὲραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα κειμένη ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου. Τύρος καὶ Σιδὼν εἶναι πόλεις τῆς Φοινίκης.
Λόγῳ τῆς μεγάλης συρροῆς τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς «ἵνα μὴ θλίβωσιν Αὐτόν, εἶπεν, ἕνα πλοιάριον πρασκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον». Ὁ Κύριος δηλαδὴ εἰσήρχετο εἰς τὸ πλοιάριον, ὅταν ἤθελε νὰ ἀποφύγῃ τὸν συνωστισμόν τοῦ ὄχλου. Ἐκεῖ ἦτο τόση ἡ συρροὴ τοῦ κόσμου καί τῶν ἀσθενῶν, ὥστε «πολλοὺς ἀσθενεῖς ἐθεράπευσεν». Ἄλλοι δὲ ἐδείκνυον τόσον θορυβώδη συναγερμόν «ὥστε ἐπιπίπτειν Αὐτῶ, ἵνα Αὐτοῦ ἅψωνται, ὅσοι εἶχον μάστιγας». Ὅσοι δηλαδὴ εἶχον βασανιστικάς νόσους ἔπιπτον μὲ πίστιν πρὸς Αὐτόν, ἵνα ἀγγίσωσι μόνον Αὐτὸν καὶ θεραπευθῶσιν. Ἀλλὰ καὶ τὰ «πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα» τὰ δαιμόνια δηλαδὴ «ὅταν Αὐτόν ἐθεώρουν» τρέμοντα «προσέπιπτον Αὐτω» οὐχὶ ἵνα ζητήσωσιν ἔλεος, ἀλλὰ ἵνα φύγωσι τὴν ὄργήν του. Πρὸς τοῦτο «ἒκραξον λέγοντα, ὅτι σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Τὰ δαιμόνια ὁμιλοῦν διὰ τῆς γλώσσης τῶν δαιμονιζομένων ὁμολογοῦντα τὸν Χριστόν. Ὁ Κύριος ὅμως, ἵνα μὴ ἀνάψῃ τὸν φθόνον τῶν Φαρισαίων καί σταυρωθῇ πρὶν τελειώσῃ τὸ ἔργον του «πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς, ἵνα μὴ φανερόν αὐτὸν ποιήσωσιν». Ἐπέπληττεν ὁ Κύριος τὰ δαιμόνια αὐτὰ καὶ ἔδιδε τόπον εἰς τὴν ὄργην καὶ τὸν φθόνον τῶν Φαρισαίων. Ἐκ τῆς διαγωγῆς ταύτης τοῦ Κυρίου ὁ Ματθαῖος τονίζει τὸ φιλάνθρωπον καὶ ἄτυφον ἤτοι τὸ ταπεινὸν αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον προφητεύει ὁ προφήτης Ἡσαΐας 42,1 ὡς ἑξῆς:
«Ἰδού ὁ παῖς μου, ὅν ἡρέτισα, ὁ ἀγαπητὸς μου, εἰς ὅν ηὐδόκησεν ἡ ψυχὴ μου». «Παῖς ὅν ἡρέτισε» τὸ παιδίον, τὸ ὁποῖον ἐξέλεξεν ὁ Θεός, εἶναι ὁ Χριστός. Οὗτος ὀνομάζεται «ἀγαπητὸς» εἰς ὁν ηὐδόκησεν ἡ ψυχὴ τοῦ Θεοῦ, διότι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς Μεσσίας, εἰς τὸν ὁποῖον ἀναπαύεται ὁ Θεός. Εἰς Αὐτόν, λέγει ὁ Θεός, «θήσω τὸ Πνεῦμα μου». Ὑπόσχεται ὁ Θεός, ὃτι θὰ γεμὶσῃ Αὐτὸν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον ἀπὸ Ἅγιον Πνεΰμα καί κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ». «Κρίσις» ὀνομάζεται τὸ Εὐαγγέλιον, διότι τοῦτο θὰ κρίνῃ τὸν κόσμον. Τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο ὁ Χριστός θὰ κηρύξῃ διὰ τῶν Ἀποστόλων εἰς ὅλα τὰ ἔθνη. Κατωτέρω ἐκτίθεται ὁ πρᾶος χαρακτήρ του ὡς ἑξῆς: «Οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει». Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ φιλονικῇ, οὐδὲ θὰ φωνασκῇ. Ἀλλα θὰ δίδῃ τόπον εἰς τὴν ὀργήν, ὃταν τοῦτο εἶναι συμφέρον, ὃπως εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν. Τονίζων ὁ προφήτης ὅτι ὁ Χριστός δὲν θὰ εἶναι οὐδὲ δημαγωγὸς τὶς ἀγωνιζόμενος διὰ δόλου ἤ βίας λέγει: «Οὐδὲ ἀκούσει τὶς ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνὴν Αὐτοῦ» ὅπως ἔκαμον οἱ ἐπιδεικτικοὶ Φαρισαῖοι!
Ἡ διαγωγὴ τοῦ Χριστοῦ ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουσιν ἐλαχίστην πνευματικὴν ζωὴν θὰ εἶναι ἐνισχυντική μέχρι ἀποπερατώσεως τοῦ πνευματικοῦ των καταρτισμοῦ. Τοῦτο λέγει διὰ ὡραιοτάτων εἰκόνων τῶν ἑξῆς. «Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει». Καλάμι, τὸ ὁποῖον εἶναι τσακισμένον, δὲν θὰ τὸ θρυμματίσῃ καὶ φυτίλιον, τὸ ὁποῖον καπνίζει δὲν θὰ τὸ ἀφίσῃ νὰ σβύσῃ. Ὄχι μόνον δὲν θὰ κρημνίσῃ τὰ ἑτοιμόρροπα ἄλλα θὰ ἀνορθώσῃ αὐτά, «ἒως ἄν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν» μέχρις ὅτου φέρει «τὴν κρίσιν» τὸ Εὐαγγέλιον εἰς αὐτοὺς «εἰς νῖκος» νικητήν.
Ἀποτέλεσμα τῆς διαγωγῆς ταύτης τοῦ Κυρίου εἶναι, ὃτι «ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν». Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίς τῶν ἀνθρώπων!
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τονίζεται ἐδῶ, εἶναι ἡ εὐεργετικὴ πραότης τοῦ Κυρίου.
Θέμα: Πραότης – Εὐεργεσία
Α\’. Ἡ διαγωγὴ τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος διήρχετο τὴν ζωὴν του εὐεργετῶν καὶ θεραπεύων μετὰ πραότητος. Ἡ διπλή αὕτη συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου φαίνεται καὶ εἰς τὴν προηγουμένην ἀναπτυχθεῖσαν περικοπήν. Καὶ συγκεκριμένως : Ὁ Κύριος ἀφοῦ ἐθεράπευσε τὴν παράλυτον δεξιὰν τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου ἐν τῇ Συναγωγῇ καὶ ἀνέπτυξε τὸ νόημα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου εἰς τοὺς ἐπιβούλους του Φαρισαίους, ἀπομακρύνεται αὐτῶν, διότι γνωρίζει, ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ φθονουμένου ἡμερεύει κατὰ τινὰ βαθμὸν τὸν φθόνον τοῦ φθονεροῦ. Πόση εὐεργεσία καὶ πραότης τοῦ Κυρίου!
Ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς ἀπομονωμένον μέρος, ἵνα ἀναπαυθῇ. Ἐκεῖ συρρέει τόσος κόσμος, ὡς εἴδομεν, ὥστε ἔπιπτον ἐπάνω του καὶ ἠναγκάσθη νὰ διατάξῃ, ὅπως εὑρίσκεται ἐκεῖ πλησίον πλοιάριον, ἵνα ἐκεῖθεν διευκολύνεται εἰς τὴν ὁμιλίαν του πρὸς τὸν κατὰ μῆκος τῆς παραλίας ὑπάρχοντα λαόν. Ἐκεῖ θεραπεύει σώματα καὶ ψυχάς χωρὶς νὰ νευριάσῃ ἀπὸ τὸν πολὺν λαόν, ὁ ὁποῖος συνωστίζετο γύρω του καὶ ἐπάνω του. Πόση εὐεργεσία καὶ πραότης Του!
Ἡ εὐεργεσία καὶ ἡ πραότης τοῦ Κυρίου δὲν φαίνονται μόνον ἀπὸ τὴν διαγωγὴν του ἔναντι τῶν Φαρισαίων καὶ τοῦ λαοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Φαίνονται καὶ ἐκ τῆς διαγωγῆς του πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ὁποίαν προφητεύει ὁ Ἡσαΐας. Ἡ ὑπό της ἁμαρτίας συντετριμμένη ἀνθρωπίνη φύσις ἰδίως δὲ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ παρομοιάζεται ὑπὸ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὡς εἴδομεν, πρὸς καλάμι τσακισμένον καὶ λινάρι ἀναμμένον καὶ μισοσβυμένον.
Δὲν ὑπάρχει ἐπιτυχεστέρα εἰκών τῆς ἀθλιότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τὸ καλάμι εἶναι τὸ ἀσθενέστερον τῶν δένδρων καὶ ὁ λῖνος, τὸ λινάρι, τὸ πλέον βασανισμένον διὰ τοῦ μαγγάνου χόρτον τῆς γῆς κατὰ τὴν ἐποχήν ἐκείνην. Τσακισμένον λοιπὸν καλάμι καὶ καιόμενον λινάρι εἶναι τὰ ἀσθενέστερα τῶν πραγμάτων τῆς γῆς. Τοιοῦτος ἦτο καὶ ὁ ἄνθρωπος πρὸ Χριστοῦ καὶ ἄνευ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ὃμως συντρίψας τὸν ἑαυτὸν του ἐπί τοῦ σταυροῦ ἀνώρθωσε τὰ ψυχικά μας συντρίμμια καὶ ἤναψε τὴν ἀνθρώπινην καρδίαν, ἡ ὁποία ὡς στυππεῖον μισοκαμμένον καὶ καπνίζον ἦτο ἑτοίμη νά σβύσῃ. Ἤναψε δὲ αὐτὴν τόσον πολύ, ὥστε οὐδεμία βάσανος οὐδεὶς ἄνεμος πειρασμοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν σβύσῃ. Πόσον μεγάλη εἶναι ἡ εὐεργεσία αὕτη τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν ! Ἂν μάλιστα ἀναλογισθῶμεν εἰς ποῖον ὕψος ἀνεβίβασε τὴν καλαμίνην καὶ τσακισμένην ἀνθρωπίνην φύσιν, ὥστε νὰ εἴμεθα θεοὶ κατὰ χάριν καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ, ἡ εὐεργεσία αὕτη εἶναι ἄφατος!
Ἵνα ἀντιληφθῶμεν τὴν πραότητα, μετὰ τῆς ὁποίας προσφέρει τὴν θυσίαν ταύτην ὁ Κύριος, ἂς σκεφθῶμεν, ὅτι ὁδηγούμενος εἰς τὸν σταυρὸν πορεύεται ὡς πρόβατον εἰς τὸ σφαγεῖον ὅτε «οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀποστρέφει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων».
Ἡ πραότης του φαίνεται καὶ ἐκ τῆς σημερινῆς φωνῆς του εἰς τὰς ψυχάς μας. Εἶναι εὐκρινής, σιγανή, εἶναι ψίθυρος. Δία νὰ τὴν ἀκούσωμεν πρέπει νὰ εἴπωμεν «λάλει Κύριε καὶ ὁ δοῦλος σου ἀκούει». Διά δὲ τοὺς ἀπίστους ἡ φωνὴ αὕτη εἶναι τόσον πραεῖα, ὥστε δὲν ἀκούεται. Δὲν ἀκούεται δὲ ὑπ’ αὐτῶν μέχρι βαθμοῦ, ὥστε νὰ ἀπιστοῦν εἰς τὴν ὕπαρξιν ταύτης. Ἡ φωνὴ αὕτη εἶναι τόσον πραεῖα, ὥστε θυσιάζει τὴν ὕπαρξίν της εἰς τὴν πραότητα της! Ποῖον βάθος πραότητος !
Β) Ἡ ἰδικὴ μας εὐεργεσία καὶ πραότης. Πρέπει καὶ ἡ ἰδικὴ μας εὐεργεσία νὰ εἶναι πραεῖα. Καὶ συγκεκριμένως: Ἔκαμες καλὸν εἰς ἕνα ἄνθρωπον. Πρέπει νὰ ἐφαρμώσῃς εἰς τὴν εὐεργεσίαν σου καὶ τὴν πραότητά σου ὡς ἑξῆς: Ἔκαμες τὸ καλόν; Φύγε. Μὴ περιμένεις πομπἀς καὶ ἐπιδείξεις, διότι εἰς αὐτάς δὲν ὑπάρχει πραότης, ταπείνωσις. Σὲ φθονοῦν, διότι ἔκαμες καλόν; Μὴ καπριτσώνεσαι εἰς τοὺς φθονερούς, διότι τοῦτο δὲν λέγεται πραότης. Φύγε ὅσον σοῦ εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸν φθονερόν, ἵνα διὰ τῆς πραότητος τῆς φυγῆς σου φανῇς εὐεργέτης καὶ εἰς αὐτόν. Δὲν σοῦ ἀνεγνώρισεν ὁ εὐεργετηθείς τὴν εὐεργεσίαν, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ σέ; Μὴ θυμώνῃς. Φάνου πρᾶος, διότι ἂν εὐεργεσία καὶ πραότης εἶναι ἀρίστη συζυγία ἀρετῶν, ἀχαριστία ὅμως τοῦ εὐεργετηθέντος καὶ πραότης τοῦ εὐεργετήσαντος εἶναι θεία συζυγία. Μὴ χάνῃς τὴν πραότητά σου, ὅταν δὲν ἀναγνωρισθῇ ἡ καλωσύνη σου, λέγων ἔκαμα τὸ καλὸν καὶ εὑρῆκα τὸ μπελᾶ μου. Μάλιστα! Τότε τὸ καλὸν φθάνει εἰς τὴν ὕψιστην τελειότητα, ὅταν ἐδῶ ὁ ἐνεργήσας τὸ καλὸν εὕρῃ τὸ μπελᾶ του, διότι τὸ καλὸν στεφανώνεται μόνον μὲ τὴν ἀχαριστίαν καὶ τότε θὰ ἀμειφθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ἐὰν ἐπιβάλλεται ἡ πραότης μας εἰς τοιαῦτα ὕψη νὰ ἀνέρχεται μετὰ τῆς εὐεργεσίας, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ συνδυάζεται εἰς τὰς δυσκόλους περιστάσεις τῆς ζωῆς μας. Καὶ συγκεκριμένως: Πραότητα ἔχεις, ὅταν ὑπομένῃς τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἔχεις πλησίον σου καὶ ὄχι ὅταν κὰμνῃς τὸν μεγαλόκαρδον εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μακράν σου. Πραότητα ἔχεις, ὅταν ὑπομένῃς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἠδίκησαν καὶ ὄχι ὅταν φέρεσαι μαλακὸς εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σὲ προσκαλοῦν εἰς γεύματα. Πραότητα ἔχεις, ὅταν νικήσῃς τοὺς ἄλλους μὲ τὴν καλωσύνην σου καὶ ὄχι ἐπαναστατῶν καὶ νικῶν αὐτοὺς κατόπιν φέρεσαι πράῳς πρὸς αὐτούς. Πραότης δὲν σημαίνει νὰ θυμώνῃς εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ κατόπιν νὰ πέφτῃς, ὅπως καυχῶνται μερικοί, ἄλλα νὰ νικᾷς τὰς πρώτας σου ἐξάψεις, διότι τότε φαίνεται, ὅτι ἡ πραότης εἶναι δύναμις μεγαλύτερα ἀπὸ τὰς αἰφνίδίας σου ἐκρήξεις.
Ἡ πραότης καὶ ἡ εὐεργεσία παρομοιάζονται κατὰ τὴν ἐπιτυχῆ παρομοίωσιν τοῦ μεγάλου Ἰταλοΰ λογοτέχνου Παπίνι μὲ τὸ ἤρεμον τρεχούμενον νερό. Εἶναι ἥσυχον, ἀμίλητον, νομίζεις, ὅτι δὲν ὑπάρχει. Ὑποχωρεῖ, κάμπτεται πρὸ ἑνὸς φύλλου δένδρου, πρὸ ἑνὸς ξύλου μικροῦ. Καὶ ὅμως τὸ τόσον μαλακὸν καὶ ὑποχωρητικὸν νερὸ εἶναι τὸ εὐεργετικώτερον ὅλων, διότι ὄχι μόνον καθαρίζει καὶ δροσίζει τὸ σῶμα μας, ποτίζει ζῷα, ἀνθρώπους, χωράφια, ἀλλά διὰ τῶν σταγόνων του κατατρώγει βράχους ὁλοκλήρους.
Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ πραεῖα εὐεργεσία μας θὰ ποτίσῃ, θὰ δροσίσῃ, θὰ φάγῃ βράχους ἀντιστάσεως. Ὅσην μαλακότητα καὶ διεισδυτικότητα ἔχει τὸ ἤρεμον νερὸ τόσην καὶ περισσοτέραν διεισδυτικότητα ἔχει καὶ μαλακότητα πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ πραεῖα εὐεργεσία!
Ὁ Εὐκλείδης μαθητὴς τοῦ Σωκράτους προσέβαλε κάποτε τὸν ἀδελφόν του. Ὁ προσβληθεῖς ἀδελφὸς ἀγανακτήσας λέγει εἰς τὸν Εὐκλείδην. Νὰ ἀποθάνω, ἂν δὲν σὲ ἐκδικηθῶ. Ὁ Εὐκλείδης μετὰ πραότητος ἀπαντᾶ. Καὶ ἐγώ νὰ ἀποθάνω, ἂν δὲν σὲ κάμω νὰ μὲ ἀγαπήσης, ὅπως πάντοτε. Πόση πραότης καὶ εὐεργεσία!
Ἰδοὺ ἡ πραεῖα εὐεργεσία τοῦ Κυρίου καὶ ἡμῶν.