Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὰ κόκκαλα τῆς Παρασκευῆς εἶχαν εὐωδιάσει

Τό Θαῦμα

Μολονότι τόσο νεαρός ἀκόμα (μόλις εἰκοσιεννέα ἐτῶν) ὁ Βασίλης εἶχε ἀποκτήσει στήν ἐπαρχία μας, καί πέρα ἀκόμη ἀπ\’ αὐτήν, σ\’ ὁλόκληρο μπορῶ νά πῶ τό νομό, τήν φήμη ἁγίου• δέν ἦταν μόνο ἡ πραότητα τοῦ προσώπου του καί τῶν τρόπων του, ἡ φιλανθρωπία του καί ἡ φροντίδα του γιά τούς ἀναξιοπαθοῦντες καί δυστυχισμένους τῆς περιοχῆς, τό μεγάλο ἠθικό του ἀνάστημα καί ἡ φλογερή του πίστη, πού γινόταν κήρυγμα βροντερό, κάθε Κυριακή, ἀπό τόν ἄμβωνα τοῦ Προφήτη Ἠλία• ἦταν ἀκόμη καί τό ἀπροσμέτρητο θεολογικό του βάθος, χάρις στό ὁποῖο στήριζε τήν Ἐκκλησία, μέσα στούς σύγχρονους κλύδωνες τῶν ὑλιστικῶν καί κοινωνικῶν παθῶν.

Τό βράδι ἐκεῖνο ἡ διένεξη ἀφοροῦσε τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἐνωχλημένος κάπως, γιατί τόν διέκοπτε ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν ἀγαπημένων του ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμάτων, πού εἶχε μπροστά του, ὁ Βασίλης, στραμμένος κατά ἐνενήντα μοῖρες στήν καρέκλα, ἀπαντοῦσε στήν ἀπορία της μ\’ ἕνα τόνο ἐλαφρά συγκρατημένο. Βέβαια, δέν ἦταν εὔκολο ν\’ ἀποκριθῆ καί, χωρίς ἴσως νά τό καταλαβαίνη, μνησικακοῦσε πού τοῦ ἔθετε τέτοιες ἐρωτήσεις. Κατά βάθος: δέν τῆς ἀναγνώριζε τό δικαίωμα νά διερωτᾶται -αὐτή, μία κίτρινη, μία μογγόλα! (ἔστω καί ἄν μεταμελήθηκε ἀμέσως γι\’ αὐτούς τούς νοερούς χαρακτηρισμούς) -γιά πράμματα πού κανένας ποτέ ὀρθόδοξος, σάν αὐτόν, δέν εἶχε σκεφθῆ, οὔτε κἄν προσέξει.

-…Καί ὅμως! συνέχιζε ἡ Παρασκευούλα (χωρίς νά ὑποπτεύεται καθόλου τήν ἀγανάκτησή του), εἶναι φανερή ἡ ἀνακολουθία! Ὅταν ὁ Λουκᾶς διηγῆται τό θαῦμα μπροστά στή Δαμασκό, λέει ὅτι περιήστραψεν αὐτόν φῶς … καί ἤκουσε φωνήν λέγουσαν αὐτόν..- καί ὅτι οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Παύλου ἑβραῖοι ἄκουσαν τήν φωνή, μά δέν εἶδαν τό φῶς…Παρακάτω ὅμως, ὅταν σέ δύο περιπτώσεις διηγῆται ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τό ἐπεισόδιο, στούς ρωμαίους ἀνακριτές του, ἀπροσδόκητα τά πράγματα ἀντιστρέφονται: οἱ συνοδοί του εἶδαν τό φῶς, ἀλλά δέν ἄκουσαν τή φωνή!.. Δέν εἶναι παράξενο αὐτό;.. Πῶς νά μήν ἀπορῆς;..

Ὁ Βασίλης ἦταν τώρα ἀληθινά δυσαρεστημένος. Κάνοντας μιὰ προσπάθεια νά φανῆ ψύχραιμος, τήν κοίταξε ἐπίμονα -διασχίζοντας μέ τό βλέμμα τό δωμάτιο- καί παρατήρησε αὐστηρά: -Ἔχω ἀκούσει πώς ἐσεῖς τῆς κίτρινης φυλῆς ἔχετε τόν ἴδιο πρακτικό καί ὠφελιμιστικό νοῦ πού ἔχουν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι… Τό παραδέχεται καί ὁ Μάο… Ὅλος σας ὁ πολιτισμός εἶναι πρακτικός… Δέν πλησιάζονται ὅμως αὐτά τά προβλήματα ὀρθολογιστικά… Ἡ ὅραση καί ἡ ἀκοή γιά τόν ὀρθόδοξο ἔχουν τήν ἴδια σημασία• εἶναι αἰσθήσεις σωματικές. Αὐτό πού θέλουν νά ποῦν οἱ Πράξεις, εἶναι ὅτι οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Παύλου ἀντελήφθησαν τό θαῦμα ἀτελῶς, ἀμυδρά.. – ἔτσι θά ἐκφραζόταν ἕνας σημερινός συγγραφέας, πιό ἐπακριβῶς• μά γιά τόν Λουκᾶ δέν ἔχει σημασία ἡ τέτοιου εἴδους ἀκριβολογία…

Μολονότι ἡ ἐξήγηση δέν ἱκανοποίησε ἐντελῶς τήν Παρασκευούλα, δέν μπόρεσε ὡστόσο νά μή θαυμάση τήν θεολογική εὐστροφία τοῦ μνηστήρα της.

Δέν εἶπε τίποτα – κι ἔδειξε πώς θέλει νά συνεχίση τήν ἀνάγνωση.

Μέ τή σειρά του ὁ Βασίλης γύρισε στά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα.

Ἡ συζήτηση αὐτή εἶχε ἤδη διαρκέσει πολύ, παρά τή συνήθεια τῆς Παρασκευούλας νά ἀκούη ἀλλά νά μή μιλάη…- καί πολύ περισσότερο: νά μήν ἀντιμιλάη. Τί ἤξερε αὐτή ἀπό τέτοια!

Ἡ κατήχησή της εἶχε ἀρχίσει πρίν ἀπό δύο χρόνια. Πέρυσι, τέτοια ἐποχή, χειμώνα, εἶχε ἀπαρνηθῆ τό οὐρανικόφωνο μογγολικό της ὄνομα, γιά νά πάρη, πρίν ἀκόμα βαπτιστῆ, τό ὄνομα τῆς ἁγίας ἀθλοφόρου Παρασκευῆς, τῆς ὁποίας ὁ μαρτυρικός θάνατος εἶχε προξενήσει στήν κοπέλλα συνταρακτική ἐντύπωση. Μέ μεγάλο κόπο μάλιστα, καί ὕστερα ἀπό ἐπίμονη προτροπή τοῦ Βασίλη, εἶχε ἀποστηθίσει καί τό τροπάριο τῆς ἁγίας τῇ ἀθλοφόρῶ οἱ πιστοί τόν ὑμνητήριον Παρασκευῆς δεῦτε συμφώνως ἀναμέλψωμεν, εἰδάλλως τά Ἑλληνικά της ἦταν ἀκόμη στοιχειώδη, καί ἡ συνεννόηση μέ τόν μνηστήρα της γινόταν στή Γαλλική, πράγμα πού δημιουργοῦσε πρόσθετες προστριβές μέ τά μελλοντικά πεθερικά της.

Οἱ ἄνθρωποι χρειάστηκαν, ἀρχικά, μῆνες γιά νά συνέλθουν ἀπό τόν αἰφνιδιασμό, ὅταν ὁ Βασίλης, ἐπιστρέφοντας ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια μεταπτυχιακῶν σπουδῶν στό Παρίσι, τούς παρουσίασε τήν μελλοντική τους νύφη. «Ἀλλ\’ ἄν τό χρῶμα τοῦ προσώπου της καί ἡ λοξότητα τῶν ματιῶν της» -ὁσοδήποτε ὡραίων καί μελαγχολικῶν- συλλογίζονταν οἱ δύστυχοι γονεῖς «δέν ὑπάρχη πιθανότητα νά ἀλλάξουν ποτέ, τίποτα τό ἀνέκκλητο στό νά ἔχη γεννηθῆ κανένας κινεζόφωνος. Καί, εὐτυχῶς, τά Ἑλληνικά εἶναι κι αὐτά μία γλώσσα πού μαθαίνεται, ὅπως ὁποιαδήποτε ἄλλη.» Ἀγανακτοῦσαν, λοιπόν, πού ὕστερα ἀπό δύο χρόνια διαμονῆς στήν Ἑλλάδα, ἡ ἀπευθείας συννενόηση μέ τή νύφη τους ἦταν ἀκόμη ὑποτυπώδης.

Τό Γλωσσικό ὤξυνε ὅλες τίς ἄλλες ἀντιθέσεις -καί πολύ συχνά σέ βαθμό ἐπικίνδυνο…

-Ὥρα νά πηγαίνης, Παρασκευή.., εἶπε ὕστερα ἀπό λίγο ὁ Βασίλης, στρέφοντας καί πάλι κατά ἐνενήντα μοῖρες τήν καρέκλα του… Ὅπου νἄναι θά φᾶμε…

Ἡ Παρασκευούλα δέν ἔτρωγε ποτέ μέ τήν οἰκογένεια• κι αὐτό, γιά νά ἀνακουφίζεται κάπως ἡ ἔνταση ἀνάμεσα στά δύο μέρη καί νά ἀποφεύγεται ἡ ἀνωμαλία ἀπό τήν παρουσία μιᾶς μογγόλας σ\’ ἕνα ἑλληνικό πατριαρχικό τραπέζι… Ἐξυπακούεται, λοιπόν, πώς οἱ μνηστευμένοι δέν ζοῦσαν κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη… Πῶς ἦταν ἄλλωστε δυνατό νά ἀνεχθῆ τέτοιο πράγμα αὐτός πρῶτος ὁ Βασίλης, ἐμποτισμένος καθώς ἦταν ἀπό τή συντηρητική ἑλληνοχριστιανική ἀνατροφή τοῦ σπιτιοῦ του, καί προωρισμένος γιά τήν ἱεροσύνη; Πῶς ἦταν δυνατόν αὐτός, ἕνας βαθύτατα χριστιανός, καί πιστός τηρητής τῶν παραδόσεών μας, νά περιπέση σέ τέτοια ἁμαρτία, ὥστε νά συζῆ μέ τή μέλλουσα σύζυγό του, καί μάλιστα στό σπίτι τῶν γονέων του; Ὑπῆρχε ἀκόμη ἠθική στόν ἀχρεῖο αὐτό κόσμο!..

Ἔτσι ἐρχόμενος ἀπό τό Παρίσι μέ τή μνηστή του, πού αὐτός μόνο γνωρίζει πῶς ἔσωσε ἀπό τό βόρβορο τῆς σύγχρονης αὐτῆς Βαβυλώνας, τήν ἐγκατέστησε στό σπίτι μιᾶς χήρας νοικοκυρᾶς εὐλαβικῆς χριστιανῆς, σέ μικρή σχετικά ἀπόσταση ἀπό τό δικό τους.

Παρ\’ ὅλες τίς πρόσκαιρες ἀντιξοότητες πού παρουσίαζε ἡ ζωή γιά τήν Παρασκευούλα, ἡ κοπέλλα ὄχι μόνο δέν φαινόταν πικραμένη, ἀλλά οὔτε κἄν ἔμοιαζε νά τίς αἰσθάνεται. Ἦταν τέτοια ἡ λατρεία της γιά τό Βασίλη, τέτοια ἡ εὐγνωμοσύνη της, τέτοιος ὁ θαυμασμός της γιά τήν ἀσκητικότητά του, γιά τήν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του, τήν τέλεια περιφρόνησή του πρός τά ὑλικά ἀγαθά, τήν καθαρότητα τῆς πίστης του καί. τέλος, τήν βαθύτατη θεολογική του κατάρτιση! Ἡ πίστη του τῆς ἄνοιγε κόσμους. Ἡ ὕπαρξή του, καί μόνο, ἦταν, μετά τό Χριστό, ἡ μεγαλύτερη γι\’ αὐτήν προστασία ἐπί γῆς• τόν εὐχαριστοῦσε ταπεινά, ποὺ ὑπῆρχε! Τί σημασία εἶχαν ὅλα τ\’ ἄλλα;..

Σηκώθηκε,.. τόν πλησίασε,.. τόν ἀσπάστηκε ἐλαφρά στόν κρόταφο, ἄνοιξε τήν πόρτα καί βγῆκε στό σκοτεινό διάδρομο, πού ὡδηγοῦσε στήν ἐξώπορτα…

Ἔξω ἦταν Γενάρης… Γενάρης καί χιονόνερο καί πικρότατος ἄνεμος βορεινός…

Βάδισε, μέ σταθερό τό πόδι, πάνω στή γλιστερή ἄσφαλτο, καί προχώρησε ἀπτόητη στό σκοτάδι…

Ὁ δρόμος της περνοῦσε ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία -σέ ἀπόσταση δέκα λεπτῶν ἀπό τό σπίτι τοῦ Βασίλη.

Τό καντίλι τοῦ ἱεροῦ ἔκαιγε πάνω στή νύχτα σά φάρος σέ ἀχανές τρικυμισμένο πέλαγος…

Ἡ πόρτα τοῦ ναοῦ δέν ἔκλεινε ποτέ… Μά τή νύχτα αὐτή, γιά λόγους πού μόνο ἡ ἴδια γνώριζε, ἡ Παρασκευή προτίμησε νά σταθῆ ἐκεῖ μπροστά στό καντήλι πού ἔκαιγε, πίσω ἀπό τήν κόχη τοῦ ἱεροῦ -παρ\’ ὅλο τό φοβερά διαπεραστικό κρύο τοῦ χειμώνα…

Στάθηκε μαζεμμένη γιά κάμποση ὥρα -ἴσως τρία τέταρτα, ἴσως περισσότερο- μέ τό χιονόνερο νά τῆς αὐλακώνη ἀλύπητα τό πρόσωπο καί νά διαπερνάη χωρίς δυσκολία τά ροῦχα της, φτάνοντας ὡς τή σάρκα, γιά νά τήν παιδέψη…

«…Δέν εἶναι μόνο ἡ ὀλιγοπιστία της, φυσική ἐπί τέλους, καί δικαιολογημένη, ἄν σκεφθῆς πόσο πρόσφατα ἄρχισε νά κατηχῆται…», ἀναλογιζόταν ὁ Βασίλης, ὅταν ἔμεινε μόνος, «πού τῆς δημιουργεῖ τέτοιες ἀπορίες• παρά καί πού δέν εἶναι ἑλληνίδα… Αὐτό τό διαβρωτικό πνεῦμα τῆς περιέργειας δέν εἶναι νεοελληνικό• κατάγεται ἀπό τή Σχολαστική φιλοσοφία τῆς Δύσης• ποτέ δέν τό εἴχαμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Ποῦ ἀκούστηκε νά ζητᾶμε «ἀποδείξεις» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ θεοῦ ἤ νά ἀμφισβητοῦμε τά κείμενα!.. Ποῦ τά κόλλησε ὅλ\’ αὐτά;.. Στή Γαλλία;..Ἤ τἄφερε μέσα της, σὰ μικρόβιο, ἀπό τήν Κίνα;..» «Ἀπό τήν Κίνα… Ἀλήθεια γιά φαντάσου νά εἶσαι κινέζος!..» συνέχισε, κάπως ἀσύνδετα, τίς σκέψεις του. Μιὰ φορά τῆς εἶχε πῆ: «- Ἐγώ , ὅταν ἀνοίγω τά χέρια μου, θαρρῶ πὼς μπορῶ ν\’ ἀγκαλιάσω ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα! Πῶς μπορεῖς νά πῆς τό ἴδιο γιά τήν Κίνα;..» Τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση, παρ\’ ὅλ\’ αὐτά, ἡ ἀπάντησή της: «-Δέν ἔχω καμμιά ἀνάγκη ν\’ ἀγκαλιάσω τήν Κίνα. Μοῦ φτάνει πού μέ περιέχει…»

Ὕστερα ὁ νοῦς του, ἀπό ἀλλοίωση σέ ἀλλοίωση, μεταφέρθηκε στά παιδικά του χρόνια:… Θυμόταν, ἀμυδρά, τόν πατέρα του μέ δίκοχο. Τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, παιδάκι ἀκόμα, νά τραβάη νοερά, μαζί μέ ὁλόκληρο τό ἔθνος, γιά τά σύνορα… Ἡ ἕλξη τῶν συνόρων ἦταν τόσο μεγάλη, πού ἀκόμα καί μαθητές τοῦ Δημοτικοῦ, σάν αὐτόν, μόλις συγκρατιόνταν στά μετόπισθεν καί δέχονταν νά περιοριστοῦν σέ βοηθητικά ἔργα.

Θυμόταν κάποια ἀπόβραδα τοῦ χειμώνα, ὅπως τώρα, πού μέσα στό τελευταῖο φῶς τῆς μέρας ἄρχιζαν ξαφνικά, ἡ μία μετά τήν ἄλλη, νά σημαίνουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν γιά νά φέρουν τήν εἴδηση κάποιας νίκης!.. Πρώτη, θάλεγες, πανηγύριζε ἡ Ἐκκλησία.. -σάν, κατά κάποιο τρόπο, οἱ νίκες νά ἦταν πρῶτα θρησκευτικές καί ὕστερα ἐθνικές, ἤ σάν τό ἐθνικό αἴσθημα νά εὕρισκε καί πάλι τήν ὁλοκλήρωσή του καί τή δικαίωσή του μέσα στήν προγονική πίστη πού μᾶς ἐρχόταν ἀπό τό Εἰκοσιένα καί τό Βυζάντιο… Κι ἀλήθεια! Οἱ νίκες τοῦ στρατοῦ μας μύριζαν θάλεγε κανένας, θυμίαμα, ὅπως συμβαίνει στά θαύματα -ἀφοῦ θαύματα ἦταν κι αὐτές: πήγαιναν ἐνάντια στή λογική, καί πήγαζαν ἀπό πίστη!..

Ἡ φωνή τῆς μητέρας του, πού τόν καλοῦσε γιά δεῖπνο, ἔβαλε τέρμα στήν ὀνειροπόληση, μέ τό γλυκότερο δυνατό τρόπο.

Ὁ Βασίλης σηκώθηκε, ὑπάκουα σχεδόν, καί κατευθύνθηκε πρός τήν ἔξοδο τοῦ γραφείου του…

 

***

Τρεῖς μέρες μετά τή βραδιά τῆς θεολογικῆς συζήτησης πάνω στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἡ Παρασκευή μεταφέρθηκε, ἐπειγόντως, στό νοσοκομεῖο, μέ πνευμονία… Πέθανε σέ δύο ἑβδομάδες. Δέν εἶχε προφτάσει νά βαφτιστῆ! Κι ὅσο γιά τό γάμο της, εἶχε προγραμματισθῆ νά γίνη ὕστερα ἀπό τέσσερις μῆνες…

Ἡ Παρασκευή πέθανε ἀβάφτιστη καί παρθένα.

Ὁ Βασίλης συνεννοήθηκε μέ μιὰ συγγένισσά του, στήν Πάτρα, νά ταφῆ σ\’ ἕνα παλιό κτῆμα, ἄλλοτε ἀμπέλι, πού τῆς ἀνῆκε• χωρίς βέβαια τήν παρουσία καί συμπαράσταση τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ\’ ὅσον δέν ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες ἐκκλησιαστική ταφή ἀλλοθρήσκων…

Ἀπό τότε πέρασαν χρόνια… Ὁ Βασίλης παντρεύτηκε τήν κόρη ἑνός οἰκογενειακοῦ φίλου, δημοδιδασκάλου, καί μετά χειροτονήθηκε διάκονος, κι ἀργότερα ἱερεύς… Μολονότι τό πρόσωπό του εἶχε χάσει πιά τήν νεανική ἔξαψη τῆς πίστης, καί τήν ἔκφραση τῆς «ἀποφασιστικότητας» καί τοῦ «προορισμοῦ», ἐξακολουθοῦσε πάντοτε νά θεωρῆται ἅγιος ἀπό τό πλῆθος -καί ἴσως μέ μεγαλύτερη ἐπίταση ἀπό ποτέ: ἀκόμα περισσότερος λαός ἔτρεχε, κάθε Κυριακή, ἀπ\’ ὅλο τό νομό, στήν ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία, γιά νά ἀκούση τά πράγματι ἐμπνευσμένα κηρύγματά του. Ἡ ἐκλογή του στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς, στό πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, ἦταν μόνο ζήτημα λίγου χρόνου. Καί τά συγγράματά του εἶχαν ἀρχίσει νά ἔχουν πανελλήνια ἀπήχηση… Ἕνα ἀπό τά κυριώτερα θέματα τῆς διδασκαλίας του ἦταν ἡ παρακμή τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ ἀντίστοιχη πνευματική πτώχευση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας• πτώχευση πού τή συνδύαζε μέ τήν καταστροφή τοῦ «φυσικοῦ περιβάλλοντος» καί τή ρύπανση τῆς γῆς. Καταδίκαζε, ἀκόμα, τόν «ἀφελληνισμό» τοῦ Τόπου καί τή διαβρωτική ἐπίδραση πού ἀσκοῦσε ἡ δυτική νοοτροπία μές ἀπ\’ τόν τουρισμό, στά θρησκευτικά καί κοινωνικά μας ἤθη.

Σάν ἐπικύρωση τῆς ὀρθότητας τῶν καταγγελιῶν του ἦρθε μία μέρα ἡ εἴδηση ἀπό τή συγγένισσα στήν Πάτρα, πώς τῆς εἶχαν ζητήσει τό κτηματάκι γιά τήν ἀνέγερση πολυκατοικίας, καί τί νά κάνη; φτωχή γυναίκα ἦταν κι αὐτή, ἀπροστάτευτη καί βασανισμένη: τό εἶχε ὑποσχεθῆ.

Ἀνάγκη, λοιπόν, νά ἐκταφοῦν τά ὀστᾶ τῆς Παρασκευῆς.

Ὁ Βασίλης καταταράχθηκε, συγκινήθηκε -μά συνειδητοποίησε πώς δέν εἶχε ἐκλογή…

Εἰδοποίησε πώς θά ἔρθη νά παραλάβη τά λείψανα.

Ἔτσι, ἕνα πρωί, αὐτός, ἡ πρεσβυτέρα του, κι ὁ μικρός τους γιός, μόλις τεσσάρων ἐτῶν, πῆραν τό τραῖνο γιά τήν Πάτρα, ὅπου τοὺς ὑποδέχθηκε ἡ συγγένισσα, μαζί μέ τά δύο ἐνήλικα παληκάρια της – πού θ\’ ἀνελάμβαναν καί τό ἔργο τῆς ἐκσκαφῆς.

Τό κτηματάκι ὅπου βρισκόταν ἐνταφιασμένη ἡ Παρασκευή ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ ἀπόσταση δέκα λεπτῶν μέ τό αὐτοκίνητο.

Ἡ συνοδία ἔφτασε κατά τίς ὀκτώ τό πρωί, λίγο μετά τήν ἀνατολή ἑνός παγεροῦ ἥλιου -πού γρήγορα κάλυψαν τά σύννεφα…

Ἔκαναν κύκλο γύρω ἀπό τόν τάφο. Ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα ἐκεῖ ἦταν μόνο συμπτωματική, καί χωρίς κανένα θρησκευτικό νόημα…

Ἐπιδόθηκαν χωρίς χρονοτριβὴ στό ἔργο… Καί τότε, μέ τούς πρώτους ἤχους τῆς σκαπάνης, ἕνα λεπτό ἀνοιξιάτικο ἄρωμα, σάν ἀπό βασιλικό, μόσχο καί ρόδο συνάμα, ἀνέβηκε ἀπό τό χῶμα, μέσα στήν καρδιά τοῦ χειμώνα, στίς αἰσθήσεις τῶν παρισταμένων: τοῦ Βασίλη, τῆς πρεσβυτέρας, τοῦ μικροῦ τους γιοῦ, τῆς συγγένισσας καί τῶν δύο ἐνηλίκων παιδιῶν της.

Τά κόκκαλα τῆς Παρασκευῆς εἶχαν εὐωδιάσει