Ἀπὸ τῆς σμικροτάτης νήσου Δασκαλειοῦ ἢ ἀπὸ λέμβου ἐν τῷ λιμένι θεώμενός τις, τὴν ἑσπέραν τῆς 5 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 186…, θὰ ἔβλεπε ποικίλα φῶτα διασχίζοντα καθ᾿ ὅλας τὰς διευθύνσεις τὰς ὁδοὺς τῆς πολίχνης Σ…
Δὲν ἦτο τίποτε ἔκτακτον. Ζεύγη παιδίων μετὰ φανῶν καὶ δᾴδων περιερχόμενα τὰς οἰκίας, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς, ἔψαλλον τὰ φῶτα.
Δυὸ μειράκια, πρωτεξάδελφοι ἐκ μητρός, ὁ Σωτῆρος καὶ ὁ Ἀλέκος, ἀνέβαινον τὸ λιθόστρωτον τῆς παραθαλάσσιας ὁδοῦ, τὸ ὑπερκείμενον ἀποτόμου κρημνώδους βράχου καὶ φέρον εἰς τὴν ἄνω ἐνορίαν.
Ὁ Σωτῆρος ἦτο δωδεκαετής, ὁ Ἀλέκος δεκαετής. Ὁ πρῶτος ἔφερε τὸ νησιώτικον ἔνδυμα, ὁ δεύτερος ἦτο «φράγκος», δηλαδὴ ἐφόρει κακόζηλα στενὰ ἐξ ἐγχωρίου ὑφάσματος, καὶ κασκέτον. Οὗτος ἐκράτει μόνον λεπτὴν ράβδον, ὁ δὲ Σωτῆρος ἦτο κάσσα, ἐκράτει δὲ καὶ τὸν φανόν.
Καθ᾿ ὅλον τὸ ἔτος οἱ δυὸ ἐξάδελφοι ἦσαν πάντοτε μαλωμένοι μεταξύ των. Τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων ὅμως ἐπήρχετο ἡ συνδιαλλαγή, περιῆρχοντο κατὰ τὰς τρεῖς ἐορτὰς «τὰς συγγενικὸς οἰκίας», ἐτραγώδουν τὰ συνήθη ᾄσματα, ἐμάζευον ὀλίγα λεπτά, ἔκαμνον μερίδιον… καὶ πάλιν μετὰ τὰ Φῶτα ἐμάλωναν.
Καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχον περιέλθει ὅλας τὰς «συγγενικὰς οἰκίας», δηλ. τὸ ἥμισυ τῆς πολίχνης, ὡς τελευταίαν δὲ ἐκδρομὴν ἐπεφύλαττον πάντοτε τὴν διὰ τοῦ ὀλισθηροῦ λιθοστρώτου ἄνοδον. Ἦτο ἤδη ὀγδόη ὥρα τῆς ἑσπέρας. Ἐκ τῆς ἀνόδου ἐκείνης κατήρχοντο πάντοτε μὲ βαρύτερα τὰ θυλάκια. Διότι ὁ καπετάν-Θανασός, ὁ θεῖος των, ἦτο μὲν ἀπαιτητικός, ἰδιότροπος ἀλλὰ καὶ λίαν ἐλευθέριος.
Ὁ καπετάν-Θανασός, εὔπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, ἀπολαύων ἤδη τὰ θέλγητρα τῆς ἑστίας, παραχωρήσας τὴν πλοιαρχίαν εἰς τοὺς δυὸ πρεσβυτέρους υἱούς του, κατώκει τὴν μεγάλην σχετικῶς οἰκίαν, μετ᾿ εὐρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εἰς ἣν ἔμελλον νὰ εἰσέλθωσιν ἤδη οἱ δυὸ νέοι.
Μόλις ἀπεῖχον δέκα βήματα τῆς αὐλείου θύρας, καὶ σκιά τις προβαίνει ἐκ τίνος κόγχης τῆς γείτονος οἰκίας, τῆς συνεχομένης μὲ τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας τοῦ καπετὰν-Θανασοῦ.
Μία χεὶρ ἥρπασε τὸν Σωτῆρον ἀπὸ τοῦ βραχίονος.
Τί θέλεις, μπάρμπα; ἔκραξεν ἔντρομος ὁ νέος. Τὰ λεπτά μας… πάρε τα…
Δὲν θέλω λεπτά, βρὲ ἄτιμε!… ἀπήντησε βραχνὴ καὶ λαρυγγώδης φωνή.
Ὁ Ἀλέκος μετὰ τῆς ράβδου του εἶχε τραπῆ, ἐννοεῖται, εἰς φυγήν.
Ἀλλὰ μόλις ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα, καὶ ἐστάθη ἐνδοιάζων ἂν ἔπρεπε νὰ βάλη φωνὰς ἢ νὰ λάβῃ μᾶλλον λίθους νὰ ρίψῃ κατὰ τοῦ ἐπιδρομέως.
– Στόπ! μωρέ… τῷ ἐφώνει ὁ παράδοξος ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε σταματήσει ἤδη.
– Ἄφσέ τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;… ἐφώνει μακρόθεν ὁ Ἀλέκος.
Ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος ἐφόρει ἰδιόρρυθμον ὅλως κόκκινον σαρίκιον περὶ τὴν κεφαλήν, ὅπερ ἐτρόμαξε τοὺς δυὸ νέους καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν κατ᾿ ἀρχάς. Οὕτω τοῦ κατέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ φορέσῃ τὸ ζωνάρι του σαρίκι. Ἄλλοτε πάλιν εἶχεν ἄλλας ἰδιοτροπίας. Ἐφόρει τὲς κάλτσες ὡς χειρόκτια.
Ἐκ τῆς φωνῆς ὅμως τὸν ἀνεγνώρισαν παρευθὺς καὶ οἱ δυό. Ἦτο «Ἐλόγου του».
Τοιοῦτον ἔφερε σκωπτικὸν ἐπίθετον ὁ εἰκοσιοκταέτης νέος Μανουὴλ Προυσαλής, ἐθελόκομψος ἀντιπαθητικὸς ἐργολάβος εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, ὅπου πᾶς ἄνθρωπος πρὸς τῷ οἰκογενειακῷ ὀνόματι, ὅπερ μόνον εἰς τοὺς ἐπισήμους καταλόγους τῆς δημαρχίας ἀπαντᾶται, προικίζεται τουλάχιστον μὲ δυὸ ἢ τρία προσωνύμια.
– Δὲν θέλω τὰ λεπτά σου, βρέ… ἐπανέλαβεν Ἐλόγου του, στρίβων ὑπερηφάνως τὸν μικρὸν πυρρὸν μύστακά του… μὴ φοβᾶσαι, ἄκουσε… νά, τί θέλω.
Καὶ τῷ ἔτεινε μικρὸν ἐπιστόλιον, ἐντὸς χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου.
– Νὰ τὸ δώσῃς, ἐπάνω ποὺ θὰ πᾶς, εἶπε. – Τίνος νὰ τὸ δώσω;
– Στὸ Μπραϊνάκι, βρέ… δὲν ξέρεις ποὺ μ᾿ ἀγαπάει;
– Ἀλήθεια; εἶπε μετὰ προσποιητοῦ θαυμασμοῦ ὁ Ἀλέκος, ὅστις εἶχε πλησιάσει ἐν τῷ μεταξύ.
– Σένα δὲν σοῦ μιλῶ, εἶπεν αὐστηρῶς Ἐλόγου του.
– Καλά, τὸ δίνω, ἀπήντησεν ὁ Σωτῆρος εὐχαριστημένος διότι θὰ ἐγλύτωνε.
– Μὰ θέλω νὰ μοῦ φέρῃς καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ἐλόγου του.
– Τί σημάδι;
– Αὐτὴ ξέρει.
Καὶ ἐπανέλαβε:
-Τὸ διαβάσῃ δὲν τὸ διαβάσῃ, θέλω νὰ μοῦ φέρῃς σημάδι ἀπόψε.
Καλά.
Κρατῶ ἀμανάτι τὸ φέσι σου, καὶ σὲ περιμένω ἐδῶ τριγύρω. Ἀκοῦς;
Καὶ ἀπέσπασεν αὐθαιρέτως τὸ φέσι ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωτήρου.
– Δός του τὸ φέσι του! ἀνέκραξεν ὁ Ἀλέκος.
– Σούτ, ἐσύ!…
Ὁ Σωτῆρος δὲν παρεπονέθη τίποτε καὶ ἔνευσε πρὸς τὸν σύντροφόν του νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ ἔσω τοῦ προαυλίου.
– Τώρα πῶς θὰ πάω ἀπάνου χωρὶς φέσι; εἶπεν ὁ Σωτῆρος ἐντὸς τῆς αὐλῆς.
– Φορεῖ ὁ Σπύρος φέσι; παρετήρησεν ὁ Ἀλέκος.
Ὁ Σπύρος ἦτο συνηλικιώτης καὶ ἀχώριστος φίλος τοῦ Σωτήρου, φιλομαθέστατος, εὐφυής, πρωτόσχολος τῆς ἐποχῆς του, ὅστις ἠρέσκετο τότε νὰ μὴ ἔχη ἄλλο κάλυμμα τῆς κεφαλῆς εἰμὴ τὴν πλουσίαν λινόχρουν καὶ φαιὰν κόμην του.
Φεῦ! οἱ δυὸ ἐκεῖνοι συμμαθηταί, τοὺς ὁποίους οὐχὶ ἄνευ παιδικῆς κακεντρεχείας προσήγγιζεν οὕτως ὁ Ἀλέκος, ἔμελλον μετὰ δεκαετίαν νὰ κατέλθωσιν ἐκ Γερμανίας μὲ ὑψηλοὺς πίλους καὶ μὲ ξένα ἔξοδα doctores philosophiae et omnium rerum… καὶ ὁ πτωχὸς Ἀλέκος, ὅστις οὔτε διδάσκαλος κατώρθωσε νὰ γίνη, ἂν καὶ ἐνεγράφη ποτὲ εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν σχολήν, ἔμελλε νὰ μείνη ξεσκούφωτος καὶ ἄσημος… συρράπτης ἐπιφυλλίδων!…
– Ὁ Σπύρος, ἀπήντησε ὁ Σωτῆρος, δὲν φορεῖ πάντοτε.
– Καὶ σὺ μὴ φορὴς μιὰ φορά.
Εἶτα εὐθὺς τῷ ἦλθεν ἄλλη ἰδέα.
– Στάσου, βάζω κ᾿ ἐγὼ τὸ κασκέτο μου στὴν τσέπη, καὶ παρουσιαζόμεθα καὶ οἱ δυὸ ξεσκούφωτοι. Καὶ ἔκαμεν ὡς εἶπε.
– Τώρα, θὰ τὸ δώσης τὸ ραβασάκι; ἠρώτησε καὶ πάλιν ὁ Ἀλέκος.
– Αυτό δὲν τὸ κάνω ἐγὼ ποτέ, ἀπήντησεν ὁ φρόνιμος Σωτῆρος.
– Αυτό ἤθελα νὰ σοῦ πῶ κ᾿ ἐγὼ γιὰ νὰ διαβάσουμε τί γράφει μέσα.
– Ὄχι δά… κι αὐτὸ δὲν πρέπει… εἶπεν αὐστηρῶς ὁ Σωτῆρος.
– Γιατί;
– Καὶ τί θὰ διαβάσης; δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Ἔρωτα» καὶ τὴν «Φιλομειδῆ Ἀφροδίτην»;
-Ναί.
– Ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ τί θὰ γράφῃ. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου», καὶ ὕστερα θὰ ἔχῃ κάτι στίχους ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ σοῦ εἶπα: «Εἶσαι καρπὸς τοῦ Ἔρωτος, παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης», ἢ «Ἔχεις ἀνάστημα μικρόν, ἀλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ὡς ἄρωμα πολύτιμον εἰς πάγχρυσον φιάλην», καὶ ὕστερα θὰ λέγη: «Ἀπὸ τὰ μπεντένια πέφτω, πέφτω γιὰ νὰ σκοτωθῶ, κ᾿ ἡ ἀγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, γιὰ τὸ Θεό!» Αὐτὰ θὰ γράφῃ.
Ὁ Σωτῆρος ἐμνημόνευσεν ἀνωτέρω δυὸ συλλογὰς τοῦ Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αἵτινες τοιαῦτα δίστιχα περιέχουν τῷ ὄντι, ὧν πολλὰ μὲν κακόζηλα, πλεῖστα δὲ ἀνόητα καὶ ὅλα γελοῖα.
Καὶ ὅμως ἡ περιέργεια τοῦ Ἀλέκου δὲν ἀνεπαύετο.
Παρὰ τὴν ἑστίαν πατριαρχικῶς καθήμενος ὁ μπάρμπα-Θανασός, ἔχων ἀντικρὺ τὴν πιστὴν συμβίαν του, καὶ περιστοιχούμενος ὑπὸ τῶν τεσσάρων θυγατέρων του καὶ τῶν τεσσάρων νεωτέρων υἱῶν του, διότι οἱ δυὸ πρεσβύτεροι ἔλειπον μὲ τὸ καράβι, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, ἀπήλαυε τῆς μακάριας ἡδονῆς τοῦ οἴκου, ἣν μόνος ὁ ἐπὶ μακρὸν στερηθεὶς αὐτῆς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτιμήσῃ.
Ὁ καπετάν-Θανασὸς δὲν εἶχε μετρίας ἀπαιτήσεις. Ἤθελε πλὴν τοῦ κοινοῦ ᾄσματος τῶν Φώτων, ἓν δι᾿ ἑαυτόν, ἓν διὰ τὴν σύζυγόν του, ἓν διὰ τὸ καράβι, ἀνὰ ἓν διὰ τοὺς ἓξ υἱούς του, ἀνὰ ἓν διὰ τὰς τρεῖς θυγατέρας του, καὶ δυὸ διὰ τὴν τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, τὸ ὅλον δεκαπέντε ᾄσματα.
Ποῦ νὰ τὰ ὁρμαθιάσουν τόσα οἱ δυὸ αὐτοσχέδιοι μελῳδοί;
Ἐφέτος εἶχον ἀντλήσει ἐκ τῶν ἀκένωτων πηγῶν τῆς μνήμης τῆς γηραιᾶς μάμμης, καὶ κατώρθωσαν σχεδὸν νὰ φθάσωσι τὸν ἀριθμόν.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν ἐπὶ τῆς ἑστίας τόσα εἰκοσιπενταράκια τούρκικα ἢ ἑλληνικὰ τοῦ Ὄθωνος, ὅσα ἦταν καὶ τὰ παρ᾿ αὐτοῦ ἀπαιτούμενα ᾄσματα, καὶ ἔλεγεν: «Αὐτὸ γιὰ μένα, αὐτὸ γιὰ τὴν καπετάνισσα, αὐτὸ γιὰ τὸ καράβι… αὐτὸ γιὰ τὸν Κωνσταντή, γιὰ τὸν Γιάννη, γιὰ τὸν Παναγή, γιὰ τὸ Βασίλη, γιὰ τὸν Ἀνδρέα, γιὰ τὸν Γιωργή… αὐτὸ γιὰ τὴν Φλωρού, γιὰ τὴ Σινιωρίτσα… αὐτὰ τὰ δυὸ γιὰ τὸ Μπραϊνάκι… κι αὐτὸ γιὰ τὸ Γηρακώ…»
Ἡ σύζυγος τοῦ καπετάν-Θανασοῦ ἐρρέμβαζε παρὰ τὸ πτερύγιον τῆς ἑστίας. Οἱ λογισμοί της ἵπταντο πρὸς τοὺς δυὸ υἱούς της, οἵτινες ἐταξίδευον ἐφέτος «χειμωνιάτικα». Ὅλα σχεδὸν τὰ πλοῖα ἦσαν δεδεμένα, περιμένοντα τὴν αὔριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» καὶ εἶτα ν᾿ ἀποπλεύσωσι. Τὸ ἰδικόν των τὸ πλοῖον ἦτο «πρωτοτάξιδο», εἶχε καθελκυσθῆ τὸν παρελθόντα Αὔγουστον, τὸν Σεπτέμβριον εἶχεν ἐκπλεύσει, καὶ φυσικῶς δὲν ἠδύνατο νὰ παραχειμάςῃ εἰς τὸν λιμένα «πρώτη χρονιά».
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ὅπερ ἔφερεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της δάκρυα ἦτο τὸ ἑξῆς ᾆσμα, ὀφειλόμενον εἰς τὴν μνήμην τῆς μάμμης, καὶ ὅπερ ἐτραγούδησαν οἱ δυὸ νέοι:
Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν·
Κι ὁ κὺρ Βοριᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βοριᾶ, τὰ κύματα, νὰ μὄρθῃ τὸ παιδί μου,
τἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτειᾶς λουλούδι!
Ἐνθουσιῶν ὁ καπετάν-Θανασὸς ἠγέρθη αὐτομάτως καὶ ἐλθὼν προσεκόλλησε σφάντζικον ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ Σωτήρου, μειδιῶντος καὶ ἀνεχομένου· τὸ αὐτὸ ἠθέλησε νὰ κάμῃ καὶ εἰς τὸν Ἀλέκον, ἀλλ᾿ οὗτος φοβερῶς μορφάσας, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον καὶ εἶπε:
– Δὲν εἶμ᾿ ἐγὼ βιολιτζής, μπάρμπα.
Ἀφοῦ ἐκαλονύκτισαν τὴν οἰκογένειαν, τὸ Μπραϊνάκι ἔλαβε λυχνίαν καὶ ἠθέλησε νὰ προπέμψῃ μέχρι τῆς αὐλείου θύρας τοὺς δυὸ ἐξαδέλφους της. Κατόπιν αὐτῶν ἔτρεχεν καὶ ἡ ὀκταέτις Γηρακώ.
– Μὴ μᾶς πᾷς ἀπ᾿ τὴν ἔξω σκάλα, τῇ εἶπε τότε μυστηριωδῶς ὁ Σωτῆρος, μὴ μᾶς πᾶς ἀπ᾿ τὴ μεγάλη πόρτα.
– Γιατί;
– Ἄνοιξε τὴν κλαβανὴ ποὺ σοῦ λέγω.
Εἶχον ἐξέλθει εἰς τὸν πρόδομον. Τὸ Γηρακώ, εἰς ἓν νεῦμα τῆς ἀδελφῆς της, ἤνοιξε τὴν καταπακτὴν καὶ κατῆλθον εἰς τὸ ἰσόγειον.
– Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, εἶσαι χωρὶς φέσι;…
– Τ᾿ ἄφησα στὸ σπίτι.
– Τοῦ ἐπῆραν τὸ φέσι του! ἀνέκραξε μὴ κρατηθεὶς ὁ Ἀλέκος.
Ὁ Σωτῆρος συνωφρυώθη.
– Γηρακώ, εἶπε, ξέχασα νὰ ρωτήσω τὸν πατέρα σου· σύρε μιὰ στιγμή… νὰ τὸν ρωτήσης τί ὥρα συνεννοήθηκαν οἱ ῾πίτροποι μὲ τοὺς παπάδες νὰ σημάνουν τὸ πρωί.
– Καὶ τί ὥρα θ᾿ ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία… καὶ τί ὥρα θὰ ψαλῇ ὁ ἁγιασμός… καὶ τί ὥρα θὰ ρίξουν τὸ Σταυρὸ στὴ θάλασσα… εἶπεν ὁ Ἀλέκος.
Ὅλα ταῦτα τὰ «τί ὥρα» ἦσαν τόσον δυσμήχανα διὰ τὴν μικρὰν Γηρακώ, ὅσον καὶ τὰ δεκαπέντε ᾄσματα διὰ τοὺς δυὸ νέους…
– Πῶς νὰ πῶ; πῶς νὰ πῶ; ἠρώτησε τὸ Γηρακώ.
– Τρέξε γλήγορα! Ἐπανέλαβε κτυποῦσα διὰ τοῦ ποδὸς τὸ ἔδαφος ἡ ἀδελφή της.
Ἡ Γηρακὼ ἀνῆλθε τὴν κλίμακα.
Τὸ Μπραϊνάκι ἔμεινε μόνη μὲ τοὺς δυὸ νέους.
Τὸ Μπραϊνάκι ἦτο δεκατετραετής κόρη, ἀρκετὰ ἀνεπτυγμένη ἤδη τὸ ἀνάστημα, ξανθή, ὕπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυὸ μακροὶ πλόκαμοί της, κρεμάμενοι ἐπὶ τῶν νώτων, ἔφθανον κάτω τῆς ὀσφύος. Ἐφόρει λευκοτάτην πάντοτε ἐσθῆτα, μετὰ τοσαύτης ἰδιορρύθμου χάριτος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ναύτης ἐπιστρέφων ἐκ μακροῦ ταξειδίου, ὅστις νὰ μὴ τῆς κάμῃ πατινάδα, καὶ δὲν ὑπῆρχε μαθητὴς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, ὅστις ἐν μέσῳ τῶν τετραδίων καὶ τῶν βιβλίων του νὰ μὴ ἀναπολῆ τὴν εἰκόνα της.
– Θὰ μοῦ πῆς τί τρέχει; ἐπανέλαβεν αὕτη.
– Νά, μᾶς ηὖρεν Ἐλόγου του, εἶπεν ὁ Σωτῆρος.
– Ποιός; ὁ Διπλοκαημός;
Διπλοκαημὸς ἦτο τὸ δεύτερον παρωνύμιον τοῦ Ἐλόγου του, ὅπερ τῷ εἶχον δώσει τὰ κοράσια, διότι αὐτὸς πάντοτε ὤρθριζε μέχρι τοῦ λυκαυγοῦς τραγουδῶν ὑπὸ τὰ παράθυρά των τὴν γνωστὴν ἐπῳδόν:
«Ξύπνα, ποὺ δὲν ἐχόρτασες -διπλὸς καημός- ἄχ! τὸν ὕπνο νὰ κοιμᾶσαι», καὶ εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ τὰς ἐξυπνᾷ ἀείποτε τὸ πρωὶ διὰ τῆς παραπλησίας μὲ γκάιδα φωνῆς του…
– Καὶ τί σᾶς εἶπε; ἐπανέλαβε τὸ Μπραϊνάκι.
Ὁ Σωτῆρος διηγήθη ἐν ὀλίγοις τὴν σκηνήν, ἐφυλάχθη μόνον νὰ μὴ ἀναφέρῃ τι περὶ τῆς ἐρωτικῆς ἐπιστολῆς.
– Μᾶς εἶπεν ὅτι καίεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ σένα.
Ἐκάγχασαν καὶ οἱ τρεῖς.
– Καὶ μᾶς εἶπε νὰ τοῦ στείλης καὶ σημάδι, προσέθηκεν ὁ Σωτῆρος.
– Σημάδι; Γουού!
Καὶ εἶτα ἐπανέλαβε:
– Σημάδι ἔχει ἀπ᾿ τὸ θεό, καὶ σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.
Ἠνίσσετο τὴν βλάβην, ἣν εἶχεν ἐκ γενετῆς ὁ Ἐλόγου του εἰς τὸν ἀριστερὸν ὀφθαλμόν.
Καὶ πάλιν προσέθηκε μὲ τόσην χάριν, ὥστε δὲν ἐφαίνετο κἂν τὸ χυδαῖον τῆς εἰκόνος:
– Δὲν ἔχω δῶ τὸ γάϊδαρό μου νὰ βγάλω καμπόσες τρίχες ἀπ᾿ τὴν οὐρά του, νὰ τοῦ στείλω σημάδι.
– Ἐκεῖνος δὲν χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, εἶπεν ὁ Ἀλέκος, ὅστις θὰ εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ πρεσβυτέρους τὸ δημῶδες τοῦτο λογοπαίγνιον.
– Γι᾿ αὐτὸ ἤθελα νὰ τοῦ στείλω τρίχες, γιὰ νὰ κάμη τριχιές, ἀπήντησε μεθ᾿ ἑτοιμότητος ἡ παιδίσκη.
– Μᾶς εἶπεν πῶς τὸν ἀγαπᾶς, εἶπεν πάλιν ὁ Ἀλέκος.
– Πᾷ νὰ χαθῆ! ὁ στερεμένος, ὁ λοχεμένος, ἤρχισε νὰ καταρᾶται τὸ Μπραϊνάκι εἰς τὸ γυναικεῖον ἰδίωμα. Κακὸ χρο ῾να χῃ, δυὸ νὰ ν᾿ οἱ ὧρες του!..
Ἀποτεινομένη δὲ πρὸς τὸν Σωτῆρον ἠρώτησε:
– Τώρα πῶς θὰ πᾷς, ἀρέ, στὴν ἐκκλησιὰ χωρὶς φέσι;
– Στὴν ἐκκλησιὰ θὰ εἶναι χωρὶς φέσι, εἶπεν ὁ Ἀλέκος.
– Νὰ σοῦ φέρω ἕνα παλιὸ τοῦ Παναγῆ, σοῦ κάνει τάχα;
Ὁ Σωτῆρος ἀπεποιήθη.
Ἐπέστρεψε τότε καὶ τὸ Γηρακώ. Κανεὶς δὲν ἐπρόσεξεν εἰς τὰς ἀπαντήσεις, τὰς ὁποίας ἐκόμιζε.
– Νὰ σᾶς βγάλω ἀπ᾿ τὴ μικρὴ πόρτα.
Ἐξῆλθον διὰ τοῦ ἰσογείου ἀθορύβως, ἀφοῦ τὸ Μπραϊνάκι ἔσβεσε τὸν λύχνον, καὶ ὁ Σωτῆρος ἐκράτει τὸν φανὸν ὑπὸ τὸ ἐπανωφόρι του. Τοῦτο διὰ νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος ἔξωθεν.
Ἡ νέα κόρη ἤνοιξεν ἀψοφητὶ τὴν μικρὰν θύραν τῆς αὐλῆς.
– Ἥσυχα κάμετε, νὰ κοιτάζω, μὴν τὸ πῆρε πονηρὰ ὁ Διπλοκαημὸς καὶ κάνει καρτέρι ἀπὸ κάτω.
Οἱ δυὸ δρομίσκοι ἔφερον τῷ ὄντι πρὸς μικρὸν ὄχθον γῆς, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο ἀποτόμως κατωφερὴς χείμαρρος. Περιπατῶν τις ἐπὶ τοῦ μέρους ἐκείνου ἠδύνατο νὰ ἐπιτηρῇ καὶ τὰς δυὸ θύρας.
– Νὰ σᾶς δώσω συνοδία; εἶπε τὸ Μπραϊνάκι. Θέλετε νὰ ‘ρθουν μαζὶ καὶ τ᾿ ἀδέρφια μου;
– Δὲν εἶν᾿ ἀνάγκη, εἶπεν ὁ Σωτῆρος. Δὲν πρέπει νὰ γίνῃ λόγος στὸ σπίτι. Καὶ ποιὸς τὸν φοβᾶται!
Τὸ Μπραϊνὼ προέβαλε τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς θύρας, μόλις διανοιγείσης.
Πράγματι Ἐλόγου του τὸ ἐπῆρε πονηρά, καθὼς εἶπεν ἡ νέα.
Ἐσουλατσάριζεν Ἐλόγου του ὑπὸ τοὺς τοίχους τῆς παρακείμενης οἰκίας, ἐπιβλέπων ἀμφοτέρας τὰς θύρας τῆς αὐλῆς.
– Γηρακώ, εἶπε τότε τὸ Μπραϊνάκι, πάρε τὸ φανάρι, σήκωσέ το ψηλά, νὰ πᾶς νὰ χτυπήσης μὲ βρόντο τὴ μεγάλη πόρτα, καὶ νὰ φωνάξης τρεῖς φορές: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας!
Τὸ Γηρακώ, χωρὶς νὰ ἐννοῇ τίποτε, ἐξετέλεσε πιστῶς τὴν παντομίμαν καὶ τὸ λογύδριον.
Ἐλόγου του ἐξαπατηθείς, ἔτρεξε πρὸς τὴν μεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ τοῦ θηράματος.
– Τώρα ἄμοιρος νὰ γένῃς, ἀρέ! εἶπεν εἰς τὸ γυναικεῖον ἰδίωμα τὸ Μπραϊνάκι.
Οἱ δυὸ νέοι ἐτράπησαν διὰ τῆς μικρᾶς θύρας εἰς φυγήν, κερδήσαντες ἑκατὸν βήματα τουλάχιστον διὰ τοῦ στρατηγήματος τούτου, καὶ ἔχοντες ἀσυγκρίτως ἐλαφρότερους τοὺς πόδας ἀπὸ τὸν Ἐλόγου του.
Τὴν πρωίαν ὁ Ἀλέκος, ὅστις ἦτο ὑπνοφάγος, ἀργὰ ὑπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ᾿ ὁ Σωτῆρος, «τῆς εὐχῆς τὸ παιδί», ὡς τὸν ἐκάλει ἡ μήτηρ του, ὑπῆγε, συγχρόνως μετὰ τοῦ νεωκόρου πρὸ τῶν ψαλτῶν καὶ τοῦ καπετὰν-Θανασοῦ, ὅστις ἦτο ἐπίτροπος.
Μετά τὴν λειτουργίαν καὶ τὸν ἁγιασμόν, ἡ ἱερὰ πομπὴ ἐξῆλθε πρὸς τὴν ἀποβάθραν, ὅπου ἔμελλε νὰ τελεσθῇ ἡ κατάδυσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Μέγα ἐνέπνεεν ἐνδιαφέρον ἡ ἑορτὴ αὕτη. Ὄχι τόσον διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἱερᾶς πομπῆς, ὄχι τόσον διὰ τὸ τὶς θ᾿ ἀναλάβῃ τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τοῦ κύματος, ὅσον διὰ τό… τὶς θ᾿ ἁρπάσῃ τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ πρώτου λαβόντος, διότι οὖτος μὲν ἀπεκλείετο, ἐκεῖνος δέ, ὁ εὐτυχής, ἔμελλε ν᾿ ἀργυρολογήσῃ καὶ νὰ μεθοκοπήσῃ ἐπὶ δυὸ ἡμέρας.
Δυὸ ἦσαν οἱ ἥρωες τῆς ἡμέρας. Ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς. Οὗτοι διηγωνίζοντο κατ᾿ ἔτος περὶ τοῦ γέρατος.
Καὶ ἔφερον πασίδηλα τὰ ἴχνη τῆς μακροετοῦς ταύτης πάλης. Ὁ μὲν Φτίκας εἶχεν ἑπτὰ δακτύλους εἰς τὰς δύο χεῖρας του, ὁ δὲ Σοροκᾶς ἕνα ὀφθαλμὸν ὀλιγώτερον τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων.
Δωδεκὰς λέμβων ἵστατο πλησίον τῆς ἀποβάθρας. Αὗται περιεῖχον τὸ πλήρωμα τῶν δυὸ μπουλουκιῶν, διότι ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς εἶχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι.
Ἄλλαι πολυάριθμοι λέμβοι ἵσταντο ἀπωτέρω, φέρουσαι μόνον θεατάς. Καὶ ὅλη ἡ ἀποβάθρα, καὶ ὅλη ἡ παραθαλάσσιος ἀγορά, καὶ ὅλοι οἱ ἐξῶσται καὶ τὰ παράθυρα πλήρη κόσμου. Ὁμιλοῦμεν σχετικῶς, διότι ἡ πολίχνη μας δὲν ἔχει πλείονας ἢ τεσσάρας χιλιάδας κατοίκων.
Ὁ Σωτῆρος καὶ ὁ Ἀλέκος ἵσταντο πλησίον τοῦ ἱερέως καὶ ἐκοίταζον νὰ ἴδωσί που τὸν Ἐλόγου του.
Ὁ Τίμιος Σταυρὸς ἔπεσε τέλος εἰς τὸ κῦμα καὶ ἡ μάχη ἤρχισεν.
Εὐτυχῶς ὑπῆρξε σύντομος κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο.
Ὁ μπουλουκτςὴς τοῦ Φτίκα, ὅστις ἥρπασε πρῶτος τὸν Σταυρόν, εὑρίσκετο ἀρκετὰ πλησίον τῆς λέμβου του, καὶ εἶχεν ἀρκετὴν ἐπιδεξιότητα, ὥστε οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων τοῦ Σοροκᾶ ἐπρόφθανε νὰ τοῦ κόψῃ τὰ δάκτυλα ἢ νὰ τοῦ δοκιμάσῃ τὸν γρόνθον, διὰ νὰ τοῦ τὸν ἀποσπάσῃ.
Ἅμα πατήσας εἰς λέμβον, εὑρίσκετο εἰς οὐδέτερον ἔδαφος ἢ μᾶλλον εὑρίσκετο εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ δὲν ἐπετρέπετο πλέον μάχη.
Τὸ μπουλούκι τοῦ Φτίκα ἠλάλαξεν ἐν θριάμβῳ. Ἦτο τέταρτον ἔτος τοῦτο ἀφότου κατὰ σειρὰν ἑνίκα. Ὁ Φτίκας ἦτο ἄνθρωπος εὐτυχὴς τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Καὶ ὅμως ἦτό τις εὐτυχέστερος τοῦ Φτίκα, ἐπὶ δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας τουλάχιστον. Ἦτον Ἐλόγου του.
Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὸν ναὸν ἡ πομπή, ὁ Σωτῆρος, ὅσον καὶ ἂν ἐβάδιζε πλησίον τοῦ ἱερέως, εὑρέθη ἀντιμέτωπος τοῦ νυκτερινοῦ ἐπιδρομέως του.
Ὁ Σωτῆρος εἶχε σχεδιάσει νὰ κλείσῃ τὸ ἐπιστόλιον τοῦ Ἐλόγου του, τὸ ὁποῖον δὲν κατεδέχθη ν᾿ ἀνοίξῃ, εἰς ἄλλον φάκελλον, νὰ κάμῃ ἐπιγραφὴν πρὸς τὸν Διπλοκαημόν, διὰ λεπτῆς ἐπιτηδευμένης γραφῆς, ἥτις νὰ φαίνεται ὡς γραφὴ κορασίου, νὰ τὸν ἐξαπατήσῃ δίδων αὐτῷ τὸν φάκελον ὡς ἀπάντησιν τάχα τῆς νεαρᾶς κόρης, καὶ νὰ λάβῃ ὀπίσω τὸ φέσι του.
Ταῦτα ἐσκέπτετο νὰ πράξῃ μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱερᾶς πομπῆς.
Ὅταν ὅμως εὑρέθησαν ἤδη πλησίον ἀλλήλων, ὁ Ἀλέκος, ὅστις ἔβλεπε τὴν τσέπην τοῦ μικροῦ μασσαλιωτικοῦ ἐπενδύτου τοῦ Ἐλόγου του κάπως φουσκωμένην, ὑπεψιθύρισε πρὸς τὸν Σωτῆρον:
– Στὴν τσέπη τὸ ἔχει τὸ φέσι του.
Ὁ Σωτῆρος ἐσκέφθη ὅτι αὕτη ἦτο ἡ καλυτέρα εὐκαιρία, καὶ ἂς ἔλειπεν ὁ δεύτερος φάκελος, διότι ἐν μέσῳ τόσου κόσμου ὁ Διπλοκαημὸς δὲν θὰ ἤνοιγεν ἀμέσως τὸ γράμμα.
Ἐλόγου του ἐκοίταζε προκλητικῶς τὸν Σωτῆρον. Ἐφαίνετο περιμένων ἀκόμη τὸ σημάδι.
Ὁ Σωτῆρος ἐξήγαγε τοῦ κόλπου του τὸν ἐρωτικὸν ἐπιστόλιον, τὸ ἐδίπλωσε μὲ τέχνην, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν ἔσωθεν, τὸ ἐσκέπασε καλῶς μὲ τὴν παλάμην καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἐλόγου του:
– Νά, πάρε τὴν ἀπάντηση. Δός μου τὸ φέσι μου.
Ἐλόγου του ἥρπασε τὸ ἐπιστόλιον, τὸ ὤθησεν ἀμέσως εἰς τὸ θυλάκιον τοῦ περιστηθίου καὶ τῷ ἔδωκε τὸ φέσι.
Καὶ οὕτως ἔλαβεν ἑκάτερος τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ πρᾶγμα. Ὁ Σωτῆρος τὸ φέσι του, καὶ ὁ Διπλοκαημὸς τὴν ἐπιστολήν του.
Μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, τώρα μετὰ τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ, θ᾿ ἀπέπλεεν Ἐλόγου του, καὶ ὁ Σωτῆρος δὲν τὸν ἐφοβεῖτο πλέον.
(1889)