Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    -Μονάχα ἐσένα ἔχω τώρα, πρόσθεσε αὐτός. Ἂς πᾶμε μαζί…ἦρθα σὲ σένα, εἴμαστε κι οἱ δυό μας καταραμένοι, ἂς πάρουμε τὸ δρόμο μαζί!

Ὁ Φονιὰς καὶ ἡ Πόρνη. ( Ἀπόσπασμα )

 

(…)

Ὁ Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ βηματίζει στὸ δωμάτιο. Πέρασε κάπου ἕνα λεπτό. Ἡ Σόνια στεκόταν μὲ τὰ χέρια πεσμένα, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, τρομερὰ θλιμμένη.

-Καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ βάλετε τίποτα στὴν πάντα γιὰ καμιὰ κακιὰ ὥρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικὰ μπροστά της.

-Ὄχι! Ψιθύρισε ἡ Σόνια.

-Καὶ βέβαια ὄχι! Δοκιμάσατε μήπως; Πρόσθεσε αὐτὸς σχεδὸν κοροϊδευτικά.

-Δοκίμασα.

-Κι ἀποτύχατε! Μὰ καὶ βέβαια, ἐννοεῖται! Τί κάθομαι καὶ ρωτάω.

Καὶ ξανάρχισε νὰ βηματίζει στὸ δωμάτιο. Πέρασε ἀκόμη ἕνα λεπτό.

-Δὲν ἔχει δουλειὰ κάθε μέρα, ἔ;

Ἡ Σόνια τὰ ’χασε ἀκόμα περισσότερο καὶ τὰ μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.

-Ὄχι, ψιθύρισε μὲ βασανιστικὴ προσπάθεια.

-Καὶ μὲ τὴν Πόλετσκα τὸ ἴδιο θὰ γίνει σίγουρα, εἶπε κεῖνος ξαφνικά.

-Ὄχι! Ὄχι! Δὲν μπορεῖ, ὄχι! ξεφώνισε δυνατὰ σὰν ἀπελπισμένη ἡ Σόνια, λὲς καὶ τὴ χτύπησαν ξαφνικὰ μὲ μαχαίρι. Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς δὲ θ’ ἀφήσει νὰ γίνει ἕνα τόσο φριχτὸ πράμα!…

-Ἄλλους ἀφήνει ὅμως

-Ὄχι , ὄχι! θὰ τὴν προστατέψει ὁ Θεός, ὁ Θεός! ἔλεγε καὶ ξανάλεγε σὰν νὰ μὴν ἤξερε πιὰ τί τῆς γίνεται.

-Μὰ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει καθόλου Θεός, ἀπάντησε μὲ κάποια χαιρεκακία ὁ Ρασκόλνικοβ, γέλασε καὶ τὴν κοίταξε. Τὸ πρόσωπο τῆς Σόνια ἄλλαξε ξάφνου τρομερά: οἱ σπασμοὶ τὸ αὐλάκωναν. Τοῦ ‘ριξε ἕνα βλέμμα ἀνείπωτης μομφῆς, κάτι θέλησε νὰ πεῖ, μὰ δὲν μπόρεσε νὰ προφέρει τίποτα καὶ μονάχα, ξαφνικά, ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ σκέπασε τὸ πρόσωπό της μὲ τὶς παλάμες· ἔκλεγε πικρὰ μ’ ἀναφιλητά.

-Λέτε πὼς ἡ Κατερίνα Ἰβάνοβνα τὰ’χει χαμένα, μὰ βλέπω πὼς καὶ σεῖς δὲν πᾶτε καθόλου πίσω, πρόφερε αὐτὸς ὓστερ’ ἀπὸ μικρὴ σιωπή.

Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αὐτὸς ὅλο καὶ βημάτιζε πέρα-δῶθε, σωπαίνονται καὶ χωρὶς νὰ τὴν κοιτάει. Τέλος τὴν πλησίασε. Τὰ μάτια του ἀστράφτανε. Ἀκούμπησε τὰ χέρια στοὺς ὤμους της καὶ τὴν κοίταξε κατάματα. Τὸ βλέμμα του ἦταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τὰ χείλη του τρέμανε.. ξάφνου ἔσκυψε, καὶ πέφτοντας στὸ πάτωμα, φίλησε τὸ πόδι της. Ἡ Σόνια πισωπάτησε μὲ φρίκη, σὰν να’χε μπροστὰ της κανένα τρελό. Καὶ πραγματικὰ φαινόταν ὁλότελα τρελός.

-Τί κάνετε, τί πάθατε; Μπροστά μου μουρμούρησε αὐτὴ χλομιάζοντας, κι ἡ καρδιὰ της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο ποὺ πόνεσε.

Αὐτὸς σηκώθηκε ἀμέσως.

-Δὲν προσκύνησα ἐσένα, μὰ προσκύνηα ὅλο τὸν ἀνθρώπινο πόνο, εἶπε ἄγρια καὶ πῆγε στὸ παράθυρο. Ἄκου, πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ὓστερ’ ἀπὸ λίγο. Εἶπα ἀπόψε σ’ ἕνα φανατισμένο πὼς δὲν ἀξίζει οὔτε τὸ μικρό σου δαχτυλάκι…καὶ πὼς ἔκανα σήμερα τιμὴ στὴν ἀδερφή μου ὅταν σ’ ἔβαλα νὰ κάτσεις δίπλα της.

-Ἄχ, γιατί τοὺς τὸ εἴπατε αὐτό! Καὶ μπροστά της; Ξεφώνισε φοβισμένη ἡ Σόνια. Νὰ κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μὰ ἐγώ..ἐγὼ μιὰ τέτοια…Ἄχ, γιατί τὸ εἴπατε αὐτό!

-Δὲν τὸ εἶπα γιὰ τὴν ἀτιμία καὶ τὴν ἁμαρτία σου, μὰ τὸ εἶπα γιατί ὑπόφερες πολύ. Ὅσο γιὰ τὸ ὅτι εἶσαι μιὰ μεγάλη ἁμαρτωλή, ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, πρόσθεσε σχεδὸν μὲ ἔξαρση. Καὶ ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία σου εἶναι ποὺ νέκρωσες καὶ πρόδωσες ἄσκοπα τὸν ἑαυτό σου. Καὶ βέβαια εἶναι φριχτό! Καὶ βέβαια εἶναι φριχτὸ νὰ ζεῖς σ’ αὐτὴ τὴ λάσπη, ποὺ τὴ μισεῖς τόσο καὶ ταυτόχρονα τὸ ξέρεις κι ἡ ἴδια- φτάνει μονάχα ν’ ἀνοίξεις τὰ μάτια σου- πὼς κανένα δὲ βοηθᾶς μ’ αὐτό, πού, καὶ κανένα δὲ σώζεις ἀπὸ τίποτα! Μὰ πές μου λοιπὸν ἐπιτέλους, πρόφερε σχεδὸν παράφορα, πὼς μπορεῖς καὶ συνταιριάζεται μέσα σου αὐτὸ τὸ αἶσχος καὶ ἡ ποταπότητα μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα, τ’ ἀνώτερα καὶ ἱερὰ αἰσθήματα; Θὰ ’ταν, μὰ τὴν πίστη μου, πολὺ πιὸ δίκαιο, χίλιες φορὲς πιὸ δίκαιο καὶ λογικὸ νὰ πέσεις στὸ ποτάμι καὶ νὰ τελειώνεις μεμιᾶς!

-Καὶ κεῖνοι τί θ’ ἀπογίνουν; ρώτησε μ’ ἀδύνατη φωνὴ ἡ Σόνια καὶ τὸν κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα ὅμως σὰν νὰ μὴν ἀπόρησε καθόλου μὲ τὴν πρότασή του.

Ὁ Ρασκόνλικοφ τὴν κοίταξε παράξενα.

Τὰ διάβασε ὅλα στὸ βλέμμα της. Ὥστε λοιπὸν τὸ ’χε σκεφτεῖ κι ἡ ἴδια. Ἴσως νὰ τὸ ’χε σκεφτεῖ πολλὲς φορὲς στὰ σοβαρά, τὶς στιγμὲς τῆς ἀπελπισίας, τελειώνει μιὰ καὶ καλή, καὶ τὸ ’χε σκεφτεῖ σοβαρά, ποὺ τώρα δὲν ἀπόρησε σχεδὸν καθόλου μὲ τὴν πρότασή του. Δὲν παρατήρησε καὶ τὴ σκληράδα ποὺ εἶχαν τὰ λόγια του κι οὔτε ἔνιωσε τὴ σημασία που ’δινε στὶς κατηγόριες του καὶ τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ποὺ ἀντιμετώπιζε τὴ ζωή. Ὁ Ρασκόλνικοβ τὸ εἶδε καθαρά. Κατάλαβε ὅμως ἐντελῶς ὡς ποιὸν τερατόμορφο πόνο τὴν εἶχε κατασπαράξει αὐτὴ ἡ σκέψη γιὰ τὴ βρομερὴ καὶ ντροπιασμένη ζωή της. Τί να ’ταν λοιπὸν, τί μποροῦσε νὰ τὴ σταματάει ὡς τὰ τώρα ἀπ’ τὸ νὰ τελειώνει μία καὶ καλή; Καὶ τότε μονάχα κατάλαβε ὡς τὸ τέλος τί σήμαιναν γι ’αὐτὴν ἐκεῖνα τὰ μικρά, φτωχὰ ὀρφανὰ κι ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη, μισότρελη Κατερίνα Ἰβάνοβνα μὲ τὸ χτικιό της καὶ μὲ τὰ χτυπήματα τοῦ κεφαλιοῦ στὸν τοῖχο.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, καταλάβενε πολὺ καλὰ πὼς ἡ Σόνια μὲ τὸ χαραχτήρα της καὶ τὴ μόρφοση ποὺ εἶχε πάρει, δὲν μποροῦσε σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ μείνει ἔτσι. Ὡστόσο ἀπόμενε ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα: γιατί μπόρεσε κι ἔμεινε τόσον καιρὸ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ δὲν τρελάθηκε, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ πέσει στὸ ποτάμι.

Ἀντιλαμβανόταν φυσικὰ πὼς ἡ περίπτωση τῆς Σόνια εἶναι συμπτωματικὸ φαινόμενο στὴν κοινωνία, ἂν καὶ δυστυχῶς, κάθε ἄλλο παρὰ μοναδικό. Μὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν συμπτωματικό, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ Σόνια εἶχε τὴν πενευματικὴ ἀνάπτυξη ποὺ εἶχε κι ἔζησε προηγούμενα τὴ ζωὴ ποὺ ἔζησε, θὰ μποροῦσε στὸ πρῶτο της βῆμα πάνω σ’ αὐτὸ τὸν ἀποκρουστικὸ δρόμο. Τί ἦταν λοιπὸν αὐτὸ ποὺ τῆς ἔδινε κουράγιο; Ὄχι βέβαια ἡ διαφθορά! Ὅλη αὐτὴ ἡ ντροπὴ ἦταν φανερὸ πὼς τὴν εἶχε ἀγγίξει μονάχα μηχανικά· ἀπ’ τὴν πραγματικὴ διαφθορὰ δὲν εἶχε περάσει ἀκόμα οὔτε μιὰ σταγόνα στὴν καρδιὰ της· αὐτὸ τὸ ’βλεπε: στεκόταν μπροστὰ του σὰν ὁλάνοιχτο βιβλίο.

«Τρεῖς δρόμους ἔχει ν’ ἀκολουθήσει, σκεφτότανε. Νὰ πέσει στὸ κανάλι, νὰ βρεθεῖ στὸ φρενοκομεῖο ἤ τέλος νὰ ριχτεῖ στὴ διαφθορά, ποὺ ναρκώνει τὸ μυαλὸ καὶ πετρώνει τὴν καρδιά».

Ἡ τελευταία σκέψη ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ πιὸ ἀποκρουστική: μὰ ἦταν κιόλας σκεπτικιστής, ἦταν νέος, τύπος ἐγκεφαλικὸς καὶ κατὰ συνέπεια σκληρός, καὶ γι’αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ μὴν πιστεύει πὼς ἡ τελευταία διέξοδος, δηλαδὴ ἡ διαφθορά, ἦταν ἡ πιθανότερη ἀπ’ ὅλες.

« Μὰ εἶναι λοιπὸν δυνατὸ να’ναι ἀλήθεια αὐτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Εἶναι λοιπὸν δυνατὸ κι αὐτὸ τὸ πλάσμα νὰ πέσει στὸ τέλος συνειδητὰ σ’ αὐτὸν τὸ σιχαμερὸ βοῦρκο; Εἶναι δυνατὸ ἡ πτώση αὐτὴ να’χει ἀρχίσει κιόλας, κι εἶναι τάχα δυνατὸ νὰ μπόρεσε νὰ τὰ ὑποφέρει ὅλ’ αὐτὰ ὡς τώρα γιατί ἡ διαφθορὰ δὲν τῆς φαίνεται πιὰ τόσο ἀποκρουστική; Ὄχι, ὄχι, δὲν μπορεῖ νὰ ’ναι ἔτσι!» ἀναφωνοῦσε ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγο ἡ Σόνια. «Ὄχι, ὡς τὰ τώρα τὴ συγκρατοῦσε ἀπ’ τὸ κανάλι ἡ σκέψη τῆς ἁμαρτίας καὶ κεῖνοι, ἐκεῖνα τὰ παιδιά της. Ἂν δὲν τρελάθηκε ὡς τώρα. Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ βεβαιώσει πὼς δὲν τρελάθηκε; Μήπως εἶναι στὰ καλά της; Εἶναι δυνατὸ νὰ μιλάει κανεὶς ὅπως μιλάει αὐτή; εἶναι δυνατὸ νὰ σκέφτεται κανεὶς ἔτσι ἂν δὲν τοῦ ’χουν σαλέψει; Εἶναι δυνατὸν νὰ κάθεται πάνω ἀπ’ τὴν καταστροφή, πάνω ἀπ’ τὸ βρόμικο βοῦρκο ποὺ τὴν τραβάει κιόλας καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ δεῖ ποὺ βρίσκεται, καὶ νὰ βουλώνει τ’αὐτιὰ της ὅταν τὴν προειδοποιοῦν γιὰ τὸν κίνδυνο; Μὰ τί, μήπως περιμένει κάνα θαῦμα; Σίγουρα ἔτσι θὰ’ναι. Μήπως τά ‘χα ὅλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι σημάδια τρέλας;»

Σταμάτησε μὲ πεῖσμα σ’ αὐτὴ τὴ σκέψη. Αὐτὴ ἡ λύση μάλιστα τοῦ ἄρεσε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη. Ἄρχισε νὰ τὴ ἐξετάζει πιὸ προσεχτικά.

-Ὥστε προσεύχεσαι πολὺ στὸ Θεό, Σόνια; τὴ ρώτησε.

Ἡ Σόνια σώπαινε. Αὐτὸς στεκόταν μπροστά της καὶ περίμενε νὰ τοῦ ἀπαντήσει.

-Τί θὰ γινόμαστε χωρὶς τὸ Θεό; Ψυθύρισε αὐτὴ γρήγορα καὶ ζωηρὰ καὶ τοῦ ’ριξε ἕνα βλέμμα· τὰ μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικὰ καὶ τοῦ ’σφιξε τὸ χέρι.

«Ἔτσι λοιπὸν, καλὰ τὸ σκέφτηκα!» εἶπε μέσα του.

-Κι ὁ Θεὸς τί σοῦ δίνει σ’ ἀντάλλαγμα! Ρώτησε συνεχίζοντας τὴν ἀνάκριση.

Ἡ Σόνια ἔμεινε γιὰ κάμποσο σιωπηλή, σὰν νὰ μὴν μποροῦσε ν’ ἀπαντήσει. Τὸ ἀδύνατο στῆθος της ἀνεβοκατέβαινε ἀπ’τὴν ταραχή.

-Σωπάστε! Μὴ μὲ ρωτᾶτε! Δὲν εἶστε ἄξιος…ξεφώνισε ξαφνικὰ κοιτάζοντάς τον αὐστηρὰ καὶ θυμωμένα.

«Αὐτὸ εἶναι ! Αὐτὸ εἶναι!» ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἐκεῖνος ἐπίμονα μέσα του.

-Ὅλα μοῦ τὰ δίνει! Ψιθύρισε βιαστικὰ καὶ χαμήλωσε πάλι τὰ μάτια.

«Νὰ ἡ διέξοδος λοιπόν! Νὰ κι ἡ ἐξήγησή της» ἔβγαλε μέσα του τὴν ἀπόφαση, κοιτάζοντάς την μ’ ἀχόρταγη περιέργεια.

Μ’ἕνα καινούργιο , παράξενο, σχεδὸν νοσηρὸ συναίσθημα, κοίταζε τώρα αὐτὸ τὸ χλομό, ἀδύνατο, ἀκανόνιστο καὶ γωνιῶδες προσωπάκι, αὐτὰ τὰ ταπεινὰ γαλάζια μάτια ποὺ μποροῦσαν νὰ λάμπουν μὲ τόση φλόγα, μὲ τόση αὐστηρὴ ἐπιθετικότητα, αὐτὸ τὸ μικρὸ κορμὶ ποὺ ἔτρεμε ἀκόμα ἀπὸ ἀγανάχτηση κι ὀργὴ κι ὅλα αὐτὰ τοῦ φαινόταν ὅλο καὶ πιὸ παράξενα, σχεδὸν ἀπίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μέσα του.

Πάνω στὸ κομὸ ἦταν ἕνα βιβλίο. Κάθε φορὰ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ μπροστά του, τὴν ὥρα ποὺ πηγαινοερχόταν στὸ δωμάτιο, τὸ κοίταζε· τώρα τὸ πῆρε καὶ τ’ ἄνοιξε. Ἦταν ἡ Καινὴ Διαθήκη σὲ ρούσικη μετάφραση. Τὸ βιβλίο ἦταν παλιὸ, μεταχειρισμένο, μὲ δερμάτινο δέσιμο.

-Ποῦ τὸ βρήκατε αὐτό; τῆς φώναξε ἀπ’ τὴν ἄλλη γωνία τοῦ δωματίου.

Αὐτὴ στεκόταν στὸ ἴδιο μέρος, τρία βήματα μακριὰ ἀπ’ τὸ τραπέζι.

-Μοῦ τὸ φέρανε, τοῦ ἀπάντησε ἀνόρεχτα καὶ χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει.

-Ποιὸς τὸ ’φερε;

-Ἡ Λιζαβέτα· τῆς τὸ ζήτησα

«Ἡ Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αὐτός.

Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ τὸ κάθε τί τῆς Σόνιας τοῦ φαινόταν ὅλο καὶ πιὸ παράξενο καὶ πιὸ θαυμαστό. Ἔφερε τὸ βιβλίο στὸ φῶς κι ἄρχισε νὰ τὸ ξεφυλλίζει.

-Ποῦ εἶναι τὸ μέρος ποὺ λέει γιὰ τὸν Λάζαρο; ρώτησε ξαφνικά.

Ἡ Σόνια κοίταζε ἐπίμονα τὸ πάτωμα καὶ δὲν ἀπαντοῦσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στὸ τραπέζι.

-Ποῦ εἶναι τὸ μέρος γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.

Αὐτὴ τὸν κοίταξε ἀπ’ τὸ πλάι.

-Δὲν εἶναι κεῖ ποὺ ψάχνετε…στὸ τέταρο Εὐαγγέλιο…πρόφερε αὐστηρὰ, χωρὶς νὰ τὸν πλησιάσει.

-Βρὲς τὸ καὶ διάβασέ μου το, εἶπε αὐτὸς καὶ κάθισε· ἀκούμπησε τοὺς ἀγκῶνες του στὸ τραπέζι, στήριξε τὸ πιγούνι στὴν παλάμη καὶ βάλθηκε νὰ κοιτάει βλοσυρὰ στὰ πλάγια, ἕτοιμος ν’ ἀκούσει.

«Σὲ δυό-τρεῖς βδομάδες θὰ βρίσκουμαι κιόλας στὸ δρόμο γιὰ τὴν ἐξορία, ἂν δὲ γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.

-Μὰ τί; Δὲν τὸ ’χετε διαβάσει; Ρώτησε αὐτὴ κοιτάζοντάς τον ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ τραπεζιοῦ κάτω ἀπ’ τὰ φρύδια της.

Ἡ φωνὴ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ τραχιά.

-Εἶναι καιρός…Ὅταν πήγαινα σχολεῖο. Διαβάστε!

-Καὶ στὴν ἐκκλησία; Δὲν τ’ ἀκούσατε;

-Ἐγώ…δὲν πάω. Ἐσὺ πᾶς συχνά;

-Ὄ-ὄ-ὄχι , ψιθύρισε ἡ Σόνια.

Ὁ Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε εἰρωνικά.

-Καταλαβαίνω…ὥστε δὲ θὰ πᾶς στὴν κηδεία τοῦ πατέρα σου;

-Θὰ πάω. Εἶχα πάει καὶ τὴν περασμένη ἑβδομάδα, ἔκανα μνημόσυνο.

-Γιὰ ποιόν;

-Γιὰ τὴν Λιζαβέτα. Τὴ σκοτώσανε μὲ τσεκούρι.

Τὰ νεῦρα του ἐρεθίζονταν ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Ἄρχισε νὰ ζαλίζεται.

-Εἶχες φιλίες μὲ τὴ Λιζαβέτα;

-Ναί…Ἦταν δίκαιη…ἐρχόταν ἐδῶ…σπάνια…δὲν ἦταν σωστό…Διαβάζαμε μαζὶ καὶ κουβεντιάζαμε. Θὰ πάει στὸν Παράδεισο.

Ἠχοῦσαν παράξενα στ’ αὐτιὰ του αὐτὰ τὰ λόγια· κι ὕστερα, ἄλλο καὶ τοῦτο πάλι: κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις μὲ τὴ Λιζαβέτα κι οἱ δυό τους βλαμμένες.

«Ἐδῶ μποροῦν νὰ σοῦ στρίψουν καὶ σένα! Εἶναι κολλητικό!» σκέφτηκε.

-Διάβασε! Φώναξε ξαφνικὰ ἐπίμονα καὶ νευριασμένα.

Ἡ Σόνια δὲν τ’ ἀποφάσιζε. Ἡ καρδιὰ της χτυποῦσε. Σὰν νὰ μὴν τολμοῦσε νὰ τοῦ διαβάσει. Αὐτὸς κοίταζε σχεδὸν ὑποφέροντας τὴ «δυστυχισμένη τρελή».

-Τί σᾶς χρειάζεται; Ἀφοῦ δὲν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ἀνασαίνοντας δύσκολα.

-Διάβασε! Ἔτσι θέλω! Ἐπέμενε αὐτός. Τῆς Λιζαβέτας τῆς διάβαζες.

Ἡ Σόνια ἄνοιξε τὸ βιβλίο καὶ βρῆκε τὸ χωρίο. Τὰ χέρια της τρέμανε, ἡ φωνὴ της ἔβγαινε βραχνή. Δυὸ φορὲς ἔκανε ν’ ἀρχίσει κι ὅλο δὲν τὰ κατάφερνε νὰ προφέρει λέξη.

«Ἦν δὲ τις ἀσθενὼν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας», πρόφερε ἐπιτέλους μὲ προσπάθεια, μὰ ξαφνικά, στὴν Τρίτη κιόλας λέξη, ἡ φωνὴ της ὑψώθηκε κι ἔσπασε σὰν παρατεντωμένη χορδή. Τὸ στῆθος της σφίχτηκε.

Ὁ Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ὡς ἕνα σημεῖο γιατί δὲν τ’ ἀποφάσιζε ἡ Σόνια νὰ τοῦ διαβάσει κι ὅσο πιὸ πολὺ τὸ καταλάβαινε, τόσο ἐπέμενε ὅλο καὶ πιὸ νευριασμένος. Καταλάβαινε πολὺ καλὰ πόσο ὀδυνηρό τῆς ἦταν τώρα νὰ παραδώσει καὶ νὰ ξεσκεπάσει ὅ,τι δικό της. Καταλάβαινε πὼς τὰ συναισθήματα αὐτὰ ἦταν ἀπὸ καιρὸ τώρα τὸ πιὸ κρυφὸ μυστικό της, ἀπὸ τότε ἴσως ποὺ ζοῦσε ἀκόμα μὲ τὴν οἰκογένειά της, μαζὶ μὲ τὸ δύστυχο πατέρα καὶ τὴν τρελὴ ἀπ’ τὰ βάσανα μητριά, μαζὶ μὲ τὰ πεινασμένα παιδία, μέσα σὲ σιχαμεροὺς καβγάδες καὶ βρισιές. Ταυτόχρονα ὅμως ἔμαθε τώρα στὰ σίγουρα πὼς μ’ ὅλο ποὺ φοβόταν τρομερὰ κάτι ποὺ κι αὐτὴ δὲν ἤξερε καλά-καλὰ τί ἦταν, τώρα ποὺ ἄρχισε νὰ διαβάζει, εἶχε κι ἡ ἴδια τὴ βασανιστικὴ ἐπιθυμία νὰ διαβάσει, παρ’ ὅλο τὸ σπαραγμό της καὶ παρ’ ὅλο τὸ φόβο της καὶ τὸ δίχως ἄλλο γι’ αὐτὸν, γιὰ νὰ τ’ ἀκούσει αὐτὸς καὶ τὸ δίχως ἄλλο τώρα, κι ἂς γίνει ὅ,τι γίνει ὕστερα!…Αὐτὸ ὁ Ρασκόλνικοβ τὸ διάβασε στὰ μάτια της , τὸ κατάλαβε ἀπ’ τὴν τραγμένη της ἔξαρση. Ἡ Σόνια ὑπερνίκησε τὸν ἑαυτό της, ἔπνιξε τὸ σπασμὸ ποὺ ἔκοψε στὴν ἀρχὴ τῆς φράσης της καὶ συνέχισε τὸ διάβασμα ἀπ’ τὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην. Ἔφτασε ἔτσι ὡς τὸ κεφ. ια΄, 19ο ἐδάφιο:

«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰούδα, ὧν ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ• Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν• Κύριε, εἰ ᾖς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».

Ἐδῶ σταμάτησε καὶ πάλι ὅλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πὼς ἡ φωνή της θὰ τρεμουλιάσει καὶ θὰ κοπεῖ ξανά…

«Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. λέγει αὐτῷ Μάρθα• οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα. εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται• καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰώνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»

(Καὶ σὰν νὰ ’παιρνε μὲ πόνο τὴν ἀνάσα της ἡ Σόνια πρόφερε καθαρά, λὲς κι ἔκανε ὁμολογία πίστης μπροστὰ στὸν κόσμο):

«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»

Ἔκανε νὰ σταματήσει, ἔκανε νὰ σηκώσει βιαστικὰ τὰ μάτια της νὰ κοιτάξει αὐτόν, μὰ ὑπερνίκησε ἀμέσως τὸν ἑαυτόν της καὶ συνέχισε τὸ διάβασμα. Ὁ Ρασκόλνικοβ καθόταν κι ἄκουγε ἀκίνητος, χωρὶς νὰ γυρίσει νὰ τὴν κοιτάξει, μὲ τοὺς ἀγκῶνες πάνω στὸ τραπέζι. Φτάσανε στὸ ἐδάφιο 32.

«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ»· Κύριε, εἰ ᾖς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰούδα· οὗς κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»

Ὁ Ρασκόλνικοβ γύρισε καὶ τὴν κοίταξε ταραγμένος. Ναὶ,ἔτσι εἶναι! Ἔτρεμε κιόλας σύγκορμη ἀπὸ πραγματικὸ πυρετό. Ὁ Ρασκόλνικοβ τὸ περίμενε αὐτό. Πλησίαζε στὸ μέρος ὅπου γινόταν λόγος γιὰ τὸ μεγαλύτερο καὶ πρωτάκουστο θαῦμα, κι ἕνα αἴσθημα μεγάλου θριάμβου τὴν ἔζωνε ἀπὸ παντοῦ. Ἡ φωνὴ της ἔγινε ἠχερὴ σὰν μέταλλο· ὁ θρίαμβος κι ἡ χαρὰ ἠχοῦσαν μέσα της καὶ τὴ δυνάμωνε. Οἱ γραμμὲς χοροπηδοῦσαν μπροστὰ στὰ μάτια της, γιατί τὰ μάτια της σκοτάδιζαν, μὰ ἤξερε ἀπ’ ὄξω αὐτὸ ποὺ διάβαζε. Στὸν τελευταῖο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τὴ φωνή της καὶ μετέδωσε μὲ θέρμη καὶ πάθος τὴν ἀμφιβολία, τὸν ψόγο καὶ τὸ χλευασμὸ τῶν ἀπίστων, τῶν τυφλῶν Ἰουδαίων, ποὺ τώρα ἀμέσως, ὓστερ’ ἀπό ’να λεπτό, θὰ πέσουν σὰν νὰ τοὺς χτύπησε κεραυνός, θὰ βάλουν τὰ κλάματα, καὶ τοὺς λυγμοὺς καὶ θὰ πιστέψουν… «Κι αὐτός, αὐτὸς ἐπίσης εἶναι τυφλωμένος καὶ ἄπιστος, κι αὐτὸς θ’ ἀκούσει ἐπίσης καὶ θὰ πιστέψει κι αὐτός, ναί! Ναί! Τώρα ἀμέσως!» αὐτὰ ὀνειρεύονταν καὶ τρεμούλιαζε ἀπὸ εὐτυχισμένη προσμονὴ.

« Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ\’ αὐτῷ. λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφή τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».

Τόνισε ἰδιαίτερα τὸ τεταρταῖος· «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστώτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας. καὶ ταῦτα εἰπῶν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω· καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκώς…»

Διάβαζε δυνατά, ριγόντας καὶ τρέμοντας ἀπ’ τὴν ἔκσταση, λὲς καὶ τὰ ’βλεπε ὅλ’ αὐτὰ μπρὸς στὰ μάτια της.

«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς• λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»

Ἡ Σόνια δὲν μποροῦσε νὰ διαβάσει ἄλλο, ἔκλεισε τὸ βιβλίο καὶ σηκώθηκε ἀπ’ τὴν καρέκλα της.

-Αὐτὸ εἶναι ὅλο γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ψιθύρισε αὐστηρὰ καὶ μὲ κομμένη φωνὴ καὶ γυρίζοντας ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό της στάθηκε ἀκίνητη, μὴ τολμώντας νὰ σηκώσει τὰ μάτια της καὶ νὰ τὸν κοιτάξει. Ἔτρεμε ἀκόμα σὰν να ’χε πυρετό. Τὸ κερὶ στὸ λιγδωμένο σαμντάνι ἔφτανε στὸ τέλος του καὶ τρεμόσβυνε, φωτίζοντας ἀχνά, μέσα σὲ κεῖνο τὸ φτωχικὸ δωμάτιο, τὸ φονιὰ καὶ τὴν πόρνη ποὺ εἶχαν συναντηθεῖ τόσο παράξενα στὸ διάβασμα τοῦ αἰωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτὰ, ἴσως καὶ περισσότερα….

(…)

-Μονάχα ἐσένα ἔχω τώρα, πρόσθεσε αὐτός. Ἂς πᾶμε μαζί…ἦρθα σὲ σένα, εἴμαστε κι οἱ δυό μας καταραμένοι, ἂς πάρουμε τὸ δρόμο μαζί!

Τὰ μάτια του λάμψανε. «Κάνει σὰν τρελός», σκέφτηκε ἡ Σόνια….