Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,/Μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά./Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Ἡ ἐλῃά

Εἶμαι τοῦ ἥλιου ἡ θυγατέρα

Ἡ πιὸ ἀπ᾿ ὅλες χαϊδευτή.

Χρόνια ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα

Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.

Ὅσῳ νὰ πέσω νεκρωμένη

Αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.

    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Δὲν εἶμ’ ὁλόξανθη, μοσχάτη

Τριανταφυλλιὰ ἤ κιτριά·

Θαμπώνω τῆς ψυχῆς τὸ μάτι,

Γιὰ τἄλλα μάτια εἶμαι γρῃά.

Δὲ’ μ’ ἔχει ἀηδόνι ἐρωμένη,

Μ’ ἀγάπησε μιὰ θεά·
   
    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία

Δὲ’ μ’ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ

Ὡς τὰ βαθειά μου γηρατεῖα

Δὲ’ βρίσκω ’ς τὴ δουλειὰ ’ντροπή·

Μ᾿ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη

Κ’ εἶμαι γεμάτη προκοπή·

    Εἶμαι ἡ ἐλῃά ἡ τιμημένη.

Φρίκη, ἐρημιά, νερὰ καὶ σκότη

Τὴ γῆ ἐθάψαν μιὰ φορά·

Πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη

’Σ τὸ Νῶε ἡ περιστερά·

Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη

Τὴν ἐμμρφιὰ καὶ τὴ χαρά·

    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Ἐδῶ ’ς τὸν ἴσκιο μ᾿ ἀποκάτου

Ἦρθ᾿ ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναπαυθῇ,

Κι’ ἀκούστηκ’ ἡ γλυκειὰ λαλιά του

’Λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθῇ.

Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,

Ἔχει ’ς τὴ ρίζα μου χυθῆ. 

    Εἶμαι ἡ ἐλῃά ἡ τιμημένη.

………………

Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω

Ἐγὼ στὴν ἄγρια νυχτιά,

Τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸ φωτίζω,

Σὺ μ᾿ εὐλογεῖς φτωχολογιά.

Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,

Μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά.
 
    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

1882