Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὰ πονηρά σπέρματα τῆς αἵρεσης πρὶν ὁ δυσώνυμος Ἄρειος ἔρριξε. Κι ἀφοῦ ριζώθηκαν σὲ βάθος, χάρη στὴ φιλόπονη καλλιέργεια τῆς ἀσέβειας ποὺ μεσολάβησε, ἀπὸ πολλούς, τώρα ξεβλάστησαν τοὺς φθοροποιοὺς καρπούς. Κι ἔτσι, ἀνατράπηκαν τὰ δόγματα τῆς ὀρθῆς πίστης κι ἔπεσαν σὲ σύγχυση οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας. Κι οἱ φίλαρχοι, ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Κύριο, πηδοῦν καὶ κυριεύουν τὶς ἐπισκοπές. Λοιπόν, φανερὰ πιά, ὁ ἐπισκοπικὸς βαθμὸς προβάλλεται σὰν ἔπαθλο τῆς ἀσέβειας, ἔτσι ποὺ ὅποιος ξεστόμισε τὶς πιὸ φοβερὲς βλαστήμιες ἀπέναντι τῆς ἀλήθειας, νὰ εἶναι προτιμότερος γιὰ ἐπίσκοπος τοῦ λαοῦ.

  • !

    Πάει, χάθηκε τὸ ἱερατικὸ φρόνημα. Ἔχουν λείψει ὅσοι ποιμαίνουν μὲ γνώση τὸ κοπάδι τοῦ Κυρίου. Ἀπεναντίας, τὰ χρήματα γιὰ τοὺς φτωχοὺς οἱ φίλαρχοι τὰ καταξοδεύουν πάντοτε γιὰ τὶς δικές τους ἀπολαύσεις καὶ γιὰ τὸ μοίρασμα δώρων. Ἔχει ἀμαυρωθεῖ ἡ ἀκρίβεια γύρω ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες κι ἡ ἀσυδοσία στὴν ἁμαρτία εἶναι πολλή. Γιατί ὅσοι μὲ ἀνθρώπινα μέσα ἀνέβηκαν στὴν ἐξουσία, μὲ τὰ ἴδια μέσα ἀνταμείβουν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐξυπηρέτησαν, ἀφήνοντας νὰ κάνουν ὅ,τι τοὺς ἀρέσει οἱ ἁμαρτωλοί. Χάθηκε ἡ δίκαιη κρίση κι ὁ καθένας πορεύεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ πονηρία εἶναι ἀπεριόριστη, τὰ πλήθη ἀνουθέτητα, οἱ πνευματικοὶ προεστοὶ φιμωμένοι. Γιατί εἶναι δοῦλοι σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔκαναν τὴ χάρη ὅσοι μὲ ἀνθρώπινα μέσα φούχτωσαν τὴν πατερίτσα.

  • !

    Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τὰ ἅγια. Ἀποφεύγουν τοὺς ναοὺς τὰ ὀρθόδοξα πλήθη σὰν σχολεῖα τῆς αἵρεσης καὶ στὶς ἐρημιὲς ὑψώνουν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐράνιο Δεσπότη μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα. Ἀλλὰ θὰ ἔφθασε βέβαια κι ὡς ἐσᾶς ἡ ἀκοὴ ὅσων συμβαίνουν στὶς περισσότερες πόλεις. Γιατί τὰ πλήθη, μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους καὶ τοὺς γέροντες ἀκόμα, βγῆκαν ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τελοῦν στὸ ὕπαιθρο τὴ λατρεία τους κι ὑπομένουν ὅλες τὶς κακοπάθειες ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες μὲ πολλὴ καρτερία, προσδοκώντας τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου.

Ἐπιστολὴ 92, Μ. Βασιλείου, πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους

Ἡ Ἐπιστολή, γραμμένη ἴσως τὸ φθινόπωρο τοῦ 371 ἤ πρὸ τοῦ Πάσχα τοῦ 372, ἀποτελεῖ δραματικὴ ἔκκληση τοῦ Βασιλείου (μὲ σύμφωνη γνώμη καὶ 32 ἀκόμα ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς) πρὸς τοὺς ἐπισκόπους της Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Ἐπειδὴ στὴ Δύση δὲν ἔγιναν μεγάλοι διωγμοί, διατηρήθηκε ἡ Ὀρθοδοξία μὲ μικρὲς ἀπώλειες πρὸς τὸν ἀρειανισμό. Ἀντίθετα στὴν Ἀνατολὴ κυριαρχοῦσε σχεδὸν παντοῦ μὲ τὴν ἀδίστακτη βία τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς ὁ ἀρειανισμός. Ἡ πίστη νοθεύτηκε, ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας καταλύθηκε, ὅσοι παρέμεναν ὀρθόδοξοι διώκονταν, φυλακίζονταν, φονεύονταν, ἐξορίζονταν, ἐκκλησιάζονταν στὸ ὕπαιθρο. Ἡ κατάσταση εἶχε γίνει τραγική. Ὁ Βασίλειος, ἕνα χρόνο σχεδὸν πρὶν κοιμηθεῖ ὁ γέρων Ἀθανάσιος, ἀναδεικνυόταν κορυφὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ παρακαλοῦσε τοὺς δυτικοὺς ἐπισκόπους νὰ συμφωνήσουν γιὰ τὴ συγκρότηση μιᾶς μεγάλης συνόδου, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῆς καταστάσεως, τὴν ἐνθάρρυνση τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὴν ἀποθάρρυνση τῶν ἀρειανοφρόνων. Οἱ ἐκκλήσεις ὅμως τοῦ ἱεροῦ ἄνδρα δὲν θὰ φέρουν ἀποτέλεσμα κι ἂς θύμιζε πόσα χρωστοῦσαν στὴν Ἀνατολὴ οἱ δυτικοί.

1. Τοὺς θεοφιλεστάτους κι ὁσιοτάτους ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργούς, τοὺς ὁμοψύχους ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας, οἱ Μελέτιος, Εὐσέβιος, Βασίλειος, Βάσσος, Γρηγόριος, Πελάγιος, Παῦλος, Ἄνθιμος, Θεόδοτος, Βίτος, Ἀβραάμιος, Ἰοβίνος, Ζήνων, Θεοδώρητος, Μαρκιανός, Βάραχος, Ἀβραάμιος, Λιβάνιος, Θαλάσσιος, Ἰωσήφ, Βοηθός, Ἀτρεῖος, Θεόδοτος, Εὐστάθιος, Βαρσούμας, Ἰωάννης, Χοσσορόης, Ἰωσάκης, Νάρσης, Μάρις, Γρηγόριος, Δαφνὸς χαιρετᾶμε ἐν Κυρίῳ.

Χαρίζει βέβαια κάποια παρηγορὶα στὶς ὀδυνώμενες ψυχὲς κι ὁ στεναγμὸς ποὺ συχνὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς. Ἀλλὰ καὶ τὰ δάκρυα σὰν χυθοῦν ἄφθονα, ἀλαφρώνουν τὴν πολλὴ θλίψη. Ἐμᾶς, ὅμως, τὸ νὰ ἐκμυστηρευθοῦμε στὴν ἀγάπη σας τὰ δεινά μας, δὲν μᾶς παρηγορεῖ μονάχα ὅσο ὁ στεναγμὸς καὶ τὸ δάκρυ. Μᾶς ζεσταίνει καὶ κάποια καλύτερη ἐλπίδα. Πὼς ἴσως, ἂν σᾶς φανερώσουμε τὰ ὅσα μᾶς λυποῦν, θὰ σᾶς διεγείρουμε νὰ μᾶς βοηθήσετε, πράγμα ποὺ ἀπὸ καιρὸ περιμέναμε νὰ κάνετε στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, χωρὶς ὅμως ὡς τώρα νὰ τὸ ἀξιωθοῦμε. Γιατί φαίνεται πὼς ὁ Θεός, ποὺ μὲ σοφία ἰθύνει τὴ ζωὴ μας σύμφωνα μὲ τὶς ἄγνωστες κρίσεις τῆς δικαιοσύνης του, οἰκονόμησε νὰ παραμείνουμε γιὰ πολὺν ἀκόμα καιρὸ στοὺς πειρασμοὺς αὐτούς. Καὶ βέβαια, ἀδελφοὶ τιμιότατοι, δὲν ἀγνοεῖτε τὴν κατάστασή μας, ποὺ τὸ ἄκουσμά της διέτρεξε τὴν οἰκουμένη κι ἔφθασε ὡς τὰ πέρατά της. Κι οὔτε στερεῖστε κάποια συμπόνια ἀπέναντι στοὺς ὁμόφρονες ἀδελφούς σας, ἀφοῦ εἶστε μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ διδάσκει πὼς ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι «πλήρωμα τοῦ νόμου».

Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, συγκράτησε τὴν ὁλοπρόθυμη διάθεσή σας ἡ δίκαιη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανόνισε σύμμετρη νὰ συμπληρωθεῖ ἡ ὁρισμένη στὶς ἁμαρτίες μας θλίψη. Ἀλλὰ τώρα τουλάχιστο, σᾶς παρακαλοῦμε νὰ διεγερθεῖτε καὶ στὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ στὴ συμπόνια σας γιά μᾶς, ἀφοῦ ὅλα τὰ μάθατε, μαζὶ μὲ ὅσα πρὶν εἶχαν ξεφύγει τῆς ἀκοῆς σας, ἀπὸ τὸν εὐλαβέστατο ἀδελφό μας, τὸ συνδιάκονο Σαβίνο. Ἐκεῖνος θὰ μπορέσει νὰ σᾶς ἱστορήσει ὁ ἴδιος κι ὅσα διαφεύγουν τὴν ἐπιστολή. Μὲ τὸ στόμα του, σᾶς παρακαλοῦμε νὰ ντυθεῖτε σπλάχνα οἰκτιρμῶν. Καὶ παραμερίζοντας κάθε δισταγμό, ν\’ ἀναλάβετε τὸν κόπο τῆς ἀγάπης καὶ νὰ μὴ λογαριάσετε οὔτε τὸ μακρινὸ δρόμο, οὔτε τὶς ἀσχολίες τοῦ σπιτιοῦ σας, οὔτε τίποτ\’ ἄλλο ἀνθρώπινο.

2. Γιατί δὲν κινδυνεύει μιὰ Ἐκκλησία, οὔτε δύο ἤ τρεῖς εἶναι ποὺ ἔπεσαν στὸ φοβερὸ αὐτὸ χειμώνα. Ἀλλὰ σχεδὸν ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ἰλλυρικοῦ ὡς τὴ Θηβαΐδα εἶναι ξαπλωμένο τὸ κακό τῆς αἵρεσης. Ποὺ τὰ πονηρά της σπέρματα πρὶν ὁ δυσώνυμος Ἄρειος ἔρριξε. Κι ἀφοῦ ριζώθηκαν σὲ βάθος, χάρη στὴ φιλόπονη καλλιέργεια τῆς ἀσέβειας ποὺ μεσολάβησε, ἀπὸ πολλούς, τώρα ξεβλάστησαν τοὺς φθοροποιοὺς καρπούς. Κι ἔτσι, ἀνατράπηκαν τὰ δόγματα τῆς ὀρθῆς πίστης κι ἔπεσαν σὲ σύγχυση οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας. Κι οἱ φίλαρχοι, ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Κύριο, πηδοῦν καὶ κυριεύουν τὶς ἐπισκοπές. Λοιπόν, φανερὰ πιά, ὁ ἐπισκοπικὸς βαθμὸς προβάλλεται σὰν ἔπαθλο τῆς ἀσέβειας, ἔτσι ποὺ ὅποιος ξεστόμισε τὶς πιὸ φοβερὲς βλαστήμιες ἀπέναντι τῆς ἀλήθειας, νὰ εἶναι προτιμότερος γιὰ ἐπίσκοπος τοῦ λαοῦ.

Πάει, χάθηκε τὸ ἱερατικὸ φρόνημα. Ἔχουν λείψει ὅσοι ποιμαίνουν μὲ γνώση τὸ κοπάδι τοῦ Κυρίου. Ἀπεναντίας, τὰ χρήματα γιὰ τοὺς φτωχοὺς οἱ φίλαρχοι τὰ καταξοδεύουν πάντοτε γιὰ τὶς δικές τους ἀπολαύσεις καὶ γιὰ τὸ μοίρασμα δώρων. Ἔχει ἀμαυρωθεῖ ἡ ἀκρίβεια γύρω ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες κι ἡ ἀσυδοσία στὴν ἁμαρτία εἶναι πολλή. Γιατί ὅσοι μὲ ἀνθρώπινα μέσα ἀνέβηκαν στὴν ἐξουσία, μὲ τὰ ἴδια μέσα ἀνταμείβουν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐξυπηρέτησαν, ἀφήνοντας νὰ κάνουν ὅ,τι τοὺς ἀρέσει οἱ ἁμαρτωλοί. Χάθηκε ἡ δίκαιη κρίση κι ὁ καθένας πορεύεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ πονηρία εἶναι ἀπεριόριστη, τὰ πλήθη ἀνουθέτητα, οἱ πνευματικοὶ προεστοὶ φιμωμένοι. Γιατί εἶναι δοῦλοι σ\’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔκαναν τὴ χάρη ὅσοι μὲ ἀνθρώπινα μέσα φούχτωσαν τὴν πατερίτσα.

Ἀκόμα δὲ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπὸ μερικοὺς σὰν ὅπλο στὴ μεταξύ τους ἀμάχη καὶ κρύβοντας τὶς δικές τους ἔχθρες, καμώνονται πὼς ἐχθρεύονται γιὰ χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τὸν ἔλεγχο γιὰ τὶς μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στὰ πλήθη μανία στὴ μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε νὰ σκεπάσουν μὲ τὰ γενικὰ κακὰ τὸ δικό τους.

Γι\’ αὐτὸ κι ἄσπονδος εἶναι ὁ πόλεμος τοῦτος, ἀφοῦ ὅσοι ἐργάσθηκαν τὰ πονηρά, δὲν βλέπουν μὲ καλὸ μάτι τὴν εἰρήνη, ἐπειδὴ ἀποκαλύπτει τὶς κρυφές τους ντροπές. Κι ἔτσι, μᾶς περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τὰ ἅγια. Ἀποφεύγουν τοὺς ναοὺς τὰ ὀρθόδοξα πλήθη σὰν σχολεῖα τῆς αἵρεσης καὶ στὶς ἐρημιὲς ὑψώνουν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐράνιο Δεσπότη μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα. Ἀλλὰ θὰ ἔφθασε βέβαια κι ὡς ἐσᾶς ἡ ἀκοὴ ὅσων συμβαίνουν στὶς περισσότερες πόλεις. Γιατί τὰ πλήθη, μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους καὶ τοὺς γέροντες ἀκόμα, βγῆκαν ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τελοῦν στὸ ὕπαιθρο τὴ λατρεία τους κι ὑπομένουν ὅλες τὶς κακοπάθειες ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες μὲ πολλὴ καρτερία, προσδοκώντας τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου.

3. Ποιὸς θρῆνος εἶναι ἀντάξιος τῶν συμφορῶν αὐτῶν; Ποιὲς πηγὲς δακρύων θὰ ἐξαρκέσουν σὲ τόσο μεγάλα δεινά; Ὅσο λοιπὸν ἀκόμα μερικοὶ φαίνονται νὰ στέκονται στὰ πόδια τους, ὅσο ἀκόμα διασώζεται ἴχνος τῆς παλαιᾶς κατάστασης, πρὶν ὁριστικὰ ναυαγήσουν οἱ Ἐκκλησίες, ἐλᾶτε γρήγορα σέ μᾶς. Ναί, σᾶς ἱκετεύουμε, ἐλᾶτε τώρα, ἀδελφοὶ γνησιότατοι. Δόστε χέρι στοὺς γονατισμένους. Ἂς συγκινηθοῦν γιὰ μᾶς τὰ ἀδελφικά σας σπλάχνα. Ἂς χυθοῦν τὰ δάκρυα τῆς συμπόνιας. Μὴ παραβλέψετε τὴ μισὴ οἰκουμένη ποὺ τὴν κατάπιε ἡ πλάνη. Μὴν ἀνεχθεῖτε νὰ σβήσει ὁλότελα ἡ πίστη σ\’ αὐτοὺς ὅπου πρῶτα ἔλαμψε δυνατά.

Τί λοιπὸν κάνοντας, θὰ φροντίσετε γιὰ ὅσα συμβαίνουν; Καὶ πῶς θὰ δείξετε τὴ συμπόνια σας στοὺς θλιμμένους; Δὲν χρειάζεται βέβαια νὰ τὸ μάθετε ἀπό μᾶς• Τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ σᾶς τὸ ὑποδείξει. Ἕνα ξέρουμε. Πὼς χρειάζεται γρήγορη ἐνέργεια γιὰ νὰ περισωθοῦν ὅσοι ἔχουν ἀπομείνει. Καὶ πὼς πρέπει νὰ δώσουν τὸ «παρὼν» περισσότεροι ἀδελφοί, ὥστε νὰ εἶναι ἀρκετοὶ γιὰ ν\’ ἀπαρτίσουν σύνοδο ὅσοι θὰ φθάσουν ἐδῶ. Ἔτσι, θὰ εἶναι ἀξιόπιστοι γιὰ τὴ διόρθωση τῶν πραγμάτων, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ σεπτότητα αὐτῶν ποὺ τοὺς ἔστειλαν, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ δικό τους ἀριθμό. Αὐτοὶ καὶ τὴν πίστη τῆς συνόδου τῆς Νικαίας, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας, θὰ ἐπαναστιλβώσουν καὶ τὴν αἵρεση θ\’ ἀποκηρύξουν καὶ στὶς Ἐκκλησίες θὰ μιλήσουν τὴ γλώσσα τῆς εἰρήνης, συνάγοντας σὲ ὁμόνοια ὅσους ἔχουν τὸ ἴδιο φρόνημα.

Γιατί αὐτὸ εἶναι βέβαια τὸ πιὸ ἐλεεινὸ ἀπ\’ ὅλα. Πὼς δηλαδὴ καὶ τὸ ἴδιο ἀκόμα τὸ κομμάτι ποὺ φαίνεται νὰ ὑγιαίνει στὴν πίστη, ἔχει ἐπίσης κοπεῖ σὲ μερίδες. Κι ἔτσι, πὼς κι ἐμᾶς φαίνεται νὰ βρῆκαν δεινὰ ὅμοια μ\’ ἐκεῖνα ποὺ ἔλαχαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν στὰ χρόνια τοῦ Βεσπασιανοῦ, εἶχε πολιορκηθεῖ. Γιατί τοὺς κατοίκους της, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοὺς πίεζε ὁ ἀπ\’ ἔξω πόλεμος, ἀλλὰ μαζὶ καὶ τοὺς ἐξαντλοῦσε ἡ ἐσωτερικὴ ἐπανάσταση τῶν ὁμοεθνῶν τους. Λοιπὸν καὶ σ\’ ἐμᾶς, μαζὶ μὲ τὸ φανερὸ πόλεμο τῶν αἱρετικῶν, ξέσπασε κι ὁ πόλεμος ἐκείνων ποὺ φαίνονται πὼς ὁμοδοξοῦν κι ἔφερε τὶς Ἐκκλησίες στὴν ἔσχατη ἀδυναμία.

Γι\’ αὐτὰ ἀκριβῶς καὶ πρὸ παντὸς χρειαζόμαστε τὴ βοήθειά σας, ὥστε ὅσοι ὁμολογοῦν τὴν ἀποστολικὴ πίστη, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουν τὰ σχίσματα ποὺ ἐπινόησαν, νὰ ὑποταχθοῦν ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα στὴν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θὰ γίνει ἄρτιο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἐπιστρέψει στὴν ὁλοκλήρωση τῶν μελῶν του. Κι ἔτσι, ὄχι μόνο θὰ μακαρίζουμε τὰ καλὰ ποὺ ἔχουν ἄλλοι, ὅπως τώρα κάνουμε, ἀλλὰ καὶ τὶς δικές μας Ἐκκλησίες θὰ δοῦμε ἐπὶ τέλους ν\’ ἀπολαμβάνουν τὸ ἀρχαῖο καύχημα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιατί, ὄντως, τὸν κορυφαῖο μακαρισμὸ ἀξίζει αὐτὸ ποὺ χαρίσθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο στὴ δική σας θεοσέβεια. Δηλαδὴ ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸ κίβδηλο καὶ στὸ γνήσιο καὶ καθαρὸ καὶ τὸ νὰ κηρύττεται χωρὶς κανένα φόβο ἡ πίστη τῶν Πατέρων. Ποὺ κι ἐμεῖς τὴ δεχθήκαμε καὶ τὴ γνωρίσαμε καλά, ἀποκρυσταλλωμένη στὴν ἀποστολικὴ διδαχή, συμφωνώντας καὶ μ\’ αὐτὴ καὶ μὲ ὅλα ὅσα ἀποφαίνεται, κανονικὰ καὶ νόμιμα, τὸ γράμμα τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας.

………………………………………..

Πρωτότυπο Κείμενο

ΠΡΟΣ ΙΤΑΛΟΥΣ ΚΑΙ ΓΑΛΛΟΥΣ

92.1 Τοῖς θεοφιλεστάτοις καὶ ὁσιωτάτοις ἀδελφοῖς συλλει τουργοῖς͵ τοῖς κατὰ τὴν Ἰταλίαν καὶ Γαλλίαν ὁμοψύχοις ἐπισκόποις Μελέτιος͵ Εὐσέβιος͵ Βασίλειος͵ Βάσσος͵ Γρηγόριος͵ Πελάγιος͵ Παῦλος͵ Ἄνθιμος͵ Θεόδοτος͵ Βῖτος͵ Ἀβραάμιος͵ Ἰοβῖνος͵ Ζήνων͵ Θεοδώρητος͵ Μαρκιανός͵ Βάραχος͵ Ἀβραάμιος͵ Λιβάνιος͵ Θαλάσσιος͵ Ἰωσήφ͵ Βοη θός͵ Ἀτρεῖος͵ Θεόδοτος͵ Εὐστάθιος͵ Βαρσούμας͵ Ἰωάν νης͵ Χοσσορόης͵ Ἰωσάκης͵ Νάρσης͵ Μάρις͵ Γρηγόριος͵ Δαφνὸς ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Φέρει μέν τινα παραμυθίαν ταῖς ὀδυνωμέναις ψυχαῖς καὶ στεναγμὸς πολλάκις ἐκ τοῦ βάθους τῆς καρδίας ἀνα πεμπόμενος͵ καί που καὶ δάκρυον ἀποστάξαν τὸ πολὺ τῆς θλίψεως διεφόρησεν. Ἡμῖν δὲ οὐχ ὅσην στεναγμὸς καὶ δάκρυον παραμυθίαν ἔχει τὸ ἐξειπεῖν ἡμῶν τὰ πάθη τῇ ἀγάπῃ ὑμῶν͵ ἀλλά τις ἡμᾶς καὶ ἐλπὶς χρηστοτέρα θάλπει͵ ὡς τάχα ἄν͵ εἰ ἐξαγγείλαιμεν ὑμῖν τὰ λυποῦντα͵ διανα στήσομεν ὑμᾶς πρὸς τὴν ἀντίληψιν ἡμῶν͵ ἣν πάλαι μὲν προσεδοκήσαμεν παρ΄ ὑμῶν ταῖς κατὰ τὴν Ἀνατολὴν Ἐκ κλησίαις γενήσεσθαι͵ οὐδέπω δὲ τετυχήκαμεν͵ πάντως που τοῦ ἐν σοφίᾳ τὰ ἡμέτερα διοικοῦντος Θεοῦ κατὰ τὰ ἀθεώ ρητα αὐτοῦ τῆς δικαιοσύνης κρίματα πλείονι χρόνῳ παρα ταθῆναι ἡμᾶς ἐν τοῖς πειρασμοῖς τούτοις οἰκονομήσαντος. Οὐ γὰρ δήπου ἠγνοήσατε τὰ καθ΄ ἡμᾶς͵ ἀδελφοὶ τιμιώτατοι͵ ὧν ἡ ἀκοὴ καὶ εἰς τὰ ἔσχατα τῆς οἰκουμένης διέδραμεν͵ οὐδὲ ἀσυμπαθεῖς που ὑμεῖς πρὸς τοὺς ὁμοψύχους τῶν ἀδελφῶν͵ μαθηταὶ ὑπάρχοντες τοῦ Ἀποστόλου τοῦ πλήρωμα εἶναι τοῦ νόμου τὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπην διδάσκοντος. Ἀλλ΄͵ ὅπερ εἴπομεν͵ ἐπέσχεν ὑμῶν τὴν ὁρμὴν ἡ δικαία τοῦ Θεοῦ κρίσις͵ ἐκπληρωθῆναι ἡμῖν τὴν διατε ταγμένην ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν θλίψιν ἐπιμετροῦσα. Ἀλλὰ νῦν γοῦν καὶ πρὸς τὸν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ζῆλον καὶ τὴν ἡμετέραν συμπάθειαν διαναστῆναι ὑμᾶς παρακαλοῦμεν͵ πάντα μαθόντας͵ καὶ ὅσα πρὸ τούτου τὰς ἀκοὰς ὑμῶν διέφυγε͵ παρὰ τοῦ εὐλαβεστάτου ἀδελφοῦ ἡμῶν τοῦ συν διακόνου Σαβίνου͵ ὃς δυνήσεται ὑμῖν καὶ ὅσα τὴν ἐπι στολὴν διαφεύγει παρ΄ ἑαυτοῦ διηγήσασθαι· δι΄ οὗ παρακα λοῦμεν ὑμᾶς ἐνδύσασθαι σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ καὶ ἀποθέσθαι μὲν πάντα ὄκνον͵ ἀναλαβεῖν δὲ τὸν κόπον τῆς ἀγάπης͵ καὶ μήτε ὁδοῦ μῆκος μήτε τὰς κατ΄ οἶκον ἀσχολίας μήτ΄ ἄλλο τι τῶν ἀνθρωπίνων ὑπολογίσασθαι.

92.2 Οὐ γὰρ περὶ μιᾶς Ἐκκλησίας ὁ κίνδυνος͵ οὐδὲ δύο ἢ τρεῖς αἱ τῷ χαλεπῷ τούτῳ χειμῶνι περιπεσοῦσαι. Σχεδὸν γὰρ ἀπὸ τῶν ὅρων τοῦ Ἰλλυρικοῦ μέχρι Θηβαΐδος τὸ τῆς αἱρέσεως κακὸν ἐπινέμεται. ῟Ης τὰ πονηρὰ σπέρματα πρότερον μὲν ὁ δυσώνυμος Ἄρειος κατεβάλετο· ῥιζωθέντα δὲ διὰ βάθους ὑπὸ πολλῶν τῶν ἐν μέσῳ φιλοπόνως τὴν ἀσέβειαν γεωργησάντων͵ νῦν τοὺς φθοροποιοὺς καρποὺς ἐξεβλάστησεν. Ἀνατέτραπται μὲν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα͵ συγκέχυνται δὲ Ἐκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δὲ τῶν μὴ φοβουμένων τὸν Κύριον ταῖς προστασίαις ἐπιπη δῶσι καὶ ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπὸν ἆθλον δυσσεβείας ἡ προεδρία πρόκειται͵ ὥστε ὁ τὰ χαλεπώτερα βλασφημήσας εἰς ἐπισκοπὴν λαοῦ προτιμότερος. Οἴχεται σεμνότης ἱερα τική͵ ἐπιλελοίπασιν οἱ ποιμαίνοντες μετ΄ ἐπιστήμης τὸ ποίμνιον τοῦ Κυρίου͵ οἰκονομίας πτωχῶν εἰς ἰδίας ἀπο λαύσεις καὶ δώρων διανομὰς παραναλισκόντων ἀεὶ τῶν φιλαρχούντων. Ἠμαύρωται κανόνων ἀκρίβεια͵ ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή. Οἱ γὰρ σπουδαῖς ἀνθρωπίναις παρελθόν τες ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἐν αὐτῷ τούτῳ τῆς σπουδῆς τὴν χάριν ἀνταναπληροῦσι τῷ πάντα πρὸς ἡδονὴν ἐνδιδόναι τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Ἀπόλωλε κρίμα δίκαιον͵ πᾶς τις τῷ θελή ματι τῆς καρδίας αὐτοῦ πορεύεται. Ἡ πονηρία ἄμετρος͵ οἱ λαοὶ ἀνουθέτητοι͵ οἱ προεστῶτες ἀπαρρησίαστοι. Δοῦλοι γὰρ τῶν δεδωκότων τὴν χάριν οἱ δι΄ ἀνθρώπων ἑαυτοῖς τὴν δυναστείαν κατακτησάμενοι. ῎Ηδη δὲ καὶ ὅπλον τισὶ τοῦ πρὸς ἀλλήλους πολέμου ἡ ἐκδίκησις δῆθεν τῆς ὀρθοδοξίας ἐπινενόηται͵ καὶ τὰς ἰδίας ἔχθρας ἐπικρυψάμενοι ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἐχθραίνειν κατασχηματίζονται. Ἄλλοι δὲ τὸν ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις ἐκκλίνοντες ἔλεγχον τοὺς λαοὺς εἰς τὴν κατ΄ ἀλλήλων φιλονεικίαν ἐκμαίνουσιν͵ ἵνα τοῖς κοι νοῖς κακοῖς τὸ καθ΄ ἑαυτοὺς συσκιάσωσι. Διὸ καὶ ἄσπονδός ἐστιν ὁ πόλεμος οὗτος͵ τῶν τὰ πονηρὰ εἰργασμένων τὴν κοινὴν εἰρήνην ὡς ἀποκαλύπτουσαν αὐτῶν τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης ὑφορωμένων. Ἐπὶ τούτοις γελῶσιν οἱ ἄπιστοι͵ σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι· ἀμφίβολος ἡ πίστις͵ ἄγνοια κατακέχυται τῶν ψυχῶν͵ διὰ τὸ μιμεῖσθαι τὴν ἀλήθειαν τοὺς δολοῦντας τὸν λόγον ἐν κακουργίᾳ. Σιγᾷ μὲν γὰρ τὰ τῶν εὐσεβούντων στόματα͵ ἀνεῖται δὲ πᾶσα βλάσφημος γλῶσσα· ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια͵ φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα͵ κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τὰς χεῖρας αἴρουσιν. Ἔφθασε δὲ πάντως καὶ μέχρις ὑμῶν τὰ γινόμενα ἐν ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων͵ ὅτι οἱ λαοὶ σὺν γυναιξὶ καὶ παισὶ καὶ αὐτοῖς τοῖς πρεσβύταις πρὸ τῶν τειχῶν ἐκχυθέντες ἐν τῷ ὑπαίθρῳ τελοῦσι τὰς προσευχάς͵ φέροντες πάσας τὰς ἐκ τοῦ ἀέρος κακοπαθίας σὺν πολλῇ τῇ μακροθυμίᾳ͵ τὴν παρὰ τοῦ Κυρίου ἀντίληψιν ἀναμένοντες.

92.3 Τίς θρῆνος τῶν συμφορῶν τούτων ἄξιος; Ποῖαι πηγαὶ δακρύων κακοῖς τοσούτοις ἐξαρκέσουσιν; Ἕως οὖν ἔτι δοκοῦσιν ἑστάναι τινές͵ ἕως ἔτι ἴχνος τῆς παλαιᾶς κατα στάσεως διασώζεται͵ πρὶν τέλεον ταῖς Ἐκκλησίαις ἐπελ θεῖν τὸ ναυάγιον͵ ἐπείχθητε πρὸς ἡμᾶς͵ ἐπείχθητε ἤδη͵ ναὶ δεόμεθα͵ ἀδελφοὶ γνησιώτατοι· δότε χεῖρα τοῖς εἰς γόνυ κλιθεῖσι. Συγκινηθήτω ἐφ΄ ἡμῖν τὰ ἀδελφικὰ ὑμῶν σπλάγχνα͵ προχυθήτω δάκρυα συμπαθείας. Μὴ παρίδητε τὸ ἥμισυ τῆς οἰκουμένης ὑπὸ τῆς πλάνης καταποθέν͵ μὴ ἀνάσχησθε ἀποσβεσθῆναι τὴν πίστιν παρ΄ οἷς πρῶτον ἐξέλαμψε. Τί οὖν ποιήσαντες ἀντιλήψεσθε τῶν πραγμάτων καὶ πῶς τὸ πρὸς τοὺς θλιβομένους συμπα θὲς ἐπιδείξεσθε͵ οὐ παρ΄ ἡμῶν πάντως δεήσει μανθάνειν ὑμᾶς͵ ἀλλ΄ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὑμῖν ὑποθήσεται. Πλήν γε ὅτι τάχους χρεία πρὸς τὸ περισώσασθαι τοὺς ὑπολειφθέντας καὶ παρουσίας ἀδελφῶν πλειόνων͵ ὥστε πλήρωμα εἶναι συνόδου τοὺς ἐπιδημοῦντας͵ ἵνα͵ μὴ μόνον ἐκ τῆς τῶν ἀποστειλάντων σεμνότητος͵ ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ οἰκείου ἀριθμοῦ͵ τὸ ἀξιόπιστον ἔχωσιν εἰς διόρθωσιν· οἳ καὶ τὴν ἐν Νικαίᾳ γραφεῖσαν παρὰ τῶν Πατέρων ἡμῶν πίστιν ἀνανεώσονται καὶ τὴν αἵρεσιν ἐκκηρύξουσι καὶ ταῖς Ἐκκλησίαις τὰ εἰρηνικὰ διαλέξονται τοὺς τὰ αὐτὰ φρο νοῦντας συνάγοντες εἰς ὁμόνοιαν. Τοῦτο γὰρ δήπου τὸ πάντων ἐλεεινότατον͵ ὅτι καὶ τὸ δοκοῦν ὑγιαίνειν ἐφ΄ ἑαυτὸ ἐμερίσθη͵ καὶ περιέστηκεν ἡμᾶς͵ ὡς ἔοικε͵ παραπλήσια πάθη τοῖς ποτε κατὰ τὴν Οὐεσπασιανοῦ πολιορκίαν τὰ Ἱεροσόλυμα περισχοῦσιν. Ἐκεῖνοί τε γὰρ ὁμοῦ μὲν τῷ ἔξωθεν συνείχοντο πολέμῳ͵ ὁμοῦ δὲ καὶ τῇ ἔνδοθεν στάσει τῶν ὁμοφύλων κατανηλίσκοντο. Ἡμῖν δέ͵ πρὸς τῷ φανερῷ πολέμῳ τῶν αἱρετικῶν͵ ἔτι καὶ ὁ παρὰ τῶν δοκούντων ὁμο δοξεῖν ἐπαναστὰς εἰς ἔσχατον ἀσθενείας τὰς Ἐκκλησίας κατήγαγεν. Ἐφ΄ ἅπερ καὶ μάλιστα τῆς παρ΄ ὑμῶν χρῄζο μεν βοηθείας͵ ὥστε τοὺς τὴν ἀποστολικὴν ὁμολογοῦντας πίστιν͵ ἅπερ ἐπενόησαν σχίσματα διαλύσαντας͵ ὑποτα γῆναι τοῦ λοιποῦ τῇ αὐθεντίᾳ τῆς Ἐκκλησίας͵ ἵνα ἄρτιον γένηται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ͵ πᾶσι τοῖς μέλεσιν εἰς ὁλο κληρίαν ἐπανελθόν͵ καὶ μὴ μόνον τὰ παρ΄ ἑτέροις μακα ρίζωμεν ἀγαθά͵ ὅπερ νῦν ποιοῦμεν͵ ἀλλὰ καὶ τὰς ἡμετέρας αὐτῶν Ἐκκλησίας ἐπίδωμεν τὸ ἀρχαῖον καύχημα τῆς ὀρθοδοξίας ἀπολαβούσας. Τῷ ὄντι γὰρ τοῦ ἀνωτάτου μακα ρισμοῦ ἄξιον τὸ τῇ ὑμετέρᾳ θεοσεβείᾳ χαρισθὲν παρὰ τοῦ Κυρίου͵ τὸ μὲν κίβδηλον ἀπὸ τοῦ δοκίμου καὶ καθαροῦ δια κρίνειν͵ τὴν δὲ τῶν Πατέρων πίστιν ἄνευ τινὸς ὑποστολῆς κηρύσσειν͵ ἣν καὶ ἡμεῖς ἐδεξάμεθα καὶ ἐπέγνωμεν ἐκ τῶν ἀποστολικῶν χαρακτήρων μεμορφωμένην͵ συνθέμενοι καὶ αὐτῇ καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῷ συνοδικῷ γράμματι κανονικῶς καὶ ἐνθέσμως δεδογματισμένοις.