Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καὶ ἔτσι, τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ θὰ ἔκανα στὸν ἑαυτό μου, ἤ σὲ κάποιον ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ μὲ συμβουλευτεῖ γιὰ τὴν λατρεία καὶ τὴν προσευχή, θὰ ἦταν, «ποιὰ ἀξία ἔχει γιὰ σένα μεγαλύτερη σημασία; Ποιὸ πρόσωπο ἤ τὶ νοιώθετε ὅτι εἶναι πιὸ σημαντικὰ γιὰ σᾶς;» Ἤ ἄν προτιμᾶτε: «Ἔχετε ἕναν Θεὸ ποὺ λατρεύετε, στὸν ὁποῖο προσεύχεστε;» Ἐπειδὴ ἄν δὲν ἔχετε κάποιον στὸν ὁποῖο θὰ ἀπευθύνετε τὴν προσευχή σας, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ μάθετε νὰ προσεύχεστε. Τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε προσευχές ἄλλων, κλαίγοντας, κραυγάζοντας σ’ ἕναν ἄδειο οὐρανὸ, δὲν συνιστοῦν πράξη λατρείας.

  • !

    Ἔτσι αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ βασικὴ ἐρώτηση ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, διότι ὅλοι εἴμαστε φυσικὰ πιστοί, ὅλοι εἴμαστε Χριστιανοί, ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καθὼς ὁ καιρὸς περνάει, καθὼς ὡριμάζουμε περισσότερο, ἥ ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωσή μου ποὺ τὸ γῆρας ἔρχεται σιγὰ -σιγά, πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε, ποιός εἶναι ὁ Θεὸς μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζομαι; Τὶ πραγματικὰ σημαίνει γιὰ τὴ ζωή μου; Μὲ ποιοὺς ὅρους μπορῶ νὰ Τοῦ μιλήσω; Ἐπειδὴ σὲ κάθε σχέση, εἴτε ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ σύζυγο, τοὺς γονεῖς, ἤ τα παιδιὰ του, τοὺς φίλους, ἤ τοὺς ξένους, ἡ μορφή τῆς σχέσης ποὺ ὑπάρχει θα προσδιορίσει ἐπίσης τὸ εἶδος τῆς συζήτησης ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε, τὸν τρόπο ποὺ σχετιζόμαστε ἄμεσα ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον.

  • !

    Ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ βαθιὰ ἀληθινὴ σχέση μὲ κάποιον ποὺ δὲν γνωρίζει, ποὺ ἴσως ὑπάρχει, ἴσως καὶ ὄχι, ποὺ ἴσως προσέχει, ποὺ νοιάζεται, ἴσως καὶ ὄχι. Ἔτσι εἶναι πολὺ σημαντικό πράγμα, ποὺ θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω ἀπὸ τὴν ἀρχή- ἡ λατρεία ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας, πόσο σπουδαῖος μᾶς φαίνεται ὁ Θεὸς καὶ τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἔχει γιὰ τὴ ζωὴ μας. Καὶ δὲν συμπίπτουν ἀπόλυτα τὰ δύο πράγματα, ἐπειδὴ κάποιος μπορεῖ νὰ τρέφει πολὺ ζεστὰ συναισθήματα γιὰ τὸν Θεὸ σὲ στιγμὲς ἡρεμίας, σὲ στιγμὲς ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ τότε, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μ’ ἕνα δύσκολο πρόβλημα, νὰ νοιώθει ξένος.

  • !

    Ἔτσι, ποιὸς εἶμαι ὅταν σκέφτομαι τὴν λατρεία πρὸς τὸν Θεό; Ἔχω τὴν παραμικρὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν συναντήσω ἤ εἶναι ἕνα καθῆκον; Τὸ πρωί, τὸ βράδυ λέω προσευχές ἐπειδὴ εἶναι Χριστιανικό μου καθῆκον, καὶ σὰν κληρικὸς δὲν μπορῶ νὰ βοηθήσω κάνοντας πράγματα ποὺ διδάσκω στοὺς ἄλλους; Ἤ συμβαίνει νὰ περιμένω ὁλόκληρη μέρα, ἀνυπομονώντας νὰ ἔχω ἕνα λεπτὸ ποὺ θὰ μπορῶ νὰ βρεθῶ μὲ τὸν Θεὸ μόνος, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὅπως ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζουμε ὅταν ἐπιστρέφουμε σπίτι μετά ἀπὸ μιὰ κουραστικὴ ἡμέρα καὶ συναντοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε περισσότερο; Ἴσως εἶναι ἡ μητέρα μας, ἡ σύζυγος μας, ἴσως τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σημαίνουν πολλὰ στὴ ζωή μας.

  • !

    Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε πρὸς τὸν Θεό καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται γύρω μας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ μόρφωση μας ποὺ θὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι τὸ φῶς ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα μας, ποὺ θὰ ἀγγίξει τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη μας καὶ τὰ λόγια μας, ὄχι τόσο πολὺ μέσα ἀπὸ τὶς πράξεις μας- μποροῦμε να εἴμαστε πολὺ ἐλεήμονες, προσεχτικοὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ καρδιὰ παγωμένη.

  • !

    Ὅταν μιλᾶμε γιὰ λατρεία, ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς λατρείας μας, εἶναι ὅμως τὸ ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς μας; Διψᾶμε γιὰ τὶς στιγμὲς ποὺ μποροῦμε νὰ ξοδέψουμε μαζί Του; Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας νοιώθουμε αὐτὴν τὴν δίψα, νοιώθουμε ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ βρισκόμαστε μαζί Του, βρίσκεται μαζί μας, ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι μαζί μας; Καὶ τὸ ὅτι εἴμαστε μαζί Του μᾶς φέρνει κοντά στὸν Πατέρα, σ’ ὁλάκερο τὸ βάθος τοῦ θεϊκοῦ μυστηρίου, καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μιλάει μέσα μας, εἴτε μὲ ἀνέκφραστους ἀναστεναγμοὺς ἤ μᾶς διδάσκει ξεκάθαρα ὅτι μέσω τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ ποῦμε «Πατέρα» τὸν ζώντα Θεό, τὸν ἀνεξιχνίαστο, ἀπρόσιτο Θεὸ ποὺ μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίζουμε μὲ τὴν μετοχὴ μας στὴν θεία Εὐχαριστία. Καὶ ὑπάρχουν τέτοιες στιγμὲς στὴν διάρκεια τὴς ἡμέρας μας ἤ συμβαίνει ἡ πίστη μας νὰ εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ τὴν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ μιὰ γιὰ πάντα:

  • !

    Εἴμαστε τέτοιοι ἄνθρωποι; Εἴμαστε ἱκανοὶ κάθε στιγμὴ νὰ εἴμαστε ἕνα δέντρο γεμάτο ἀπὸ χυμό ἀπ’ ὅπου ὁ καθένας μπορεῖ νὰ πάρει ἕνα φροῦτο ἤ ἕνα λουλούδι; Ζοῦμε ἐν Θεῷ; Ἄν δὲν ζοῦμε ἔτσι, δὲν ἔχουμε σχέση μὲ τὴν λατρεία, εἴμαστε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἕναν ἄθεο, ἐπειδὴ ἕνας ἄθεος λατρεύει τουλάχιστον ἕναν ψεύτικο Θεό,- δὲν ἔχουμε κανέναν Θεὸ νὰ λατρέψουμε ὅταν δὲν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλάω γιὰ ἐπίγνωση, δὲν ἐννοῶ νὰ θυμόμαστε πράγματα διανοητικά, ἐννοῶ κάτι ποὺ ὑπάρχει βαθειὰ μέσα μας, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργοῦμε, νὰ σκεφτόμαστε, νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ὑπάρχουμε, ἐνῶ ὑπάρχει ἀκόμα αὐτὸ μέσα μας καὶ ἐμεῖς σὲ αὐτὸ.

  • !

    Ἄς πάρουμε ἄλλο παράδειγμα: ὅταν τὸ πρωὶ ἀνοίγεις τὴν ἀλληλογραφία σου καὶ λαμβάνεις ἕνα γράμμα ποὺ σοῦ φέρνει χαρὰ, αὐτὸ τὸ γεγονὸς κάνει τὴν καρδιά σου νὰ χορεύει καὶ νὰ τραγουδᾶ, ὁλόκληρη ἡ μέρα εἶναι φωτισμένη ἀπὸ αὐτὸ τὸ συναίσθημα. Δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ὑπενθυμίσεις στὸν ἑαυτό σου ὅτι ἕλαβες κάποιο γράμμα, θὰ εἶναι ἕνα φῶς στὴν καρδιὰ, στὸ νοῦ σου, θὰ ἐπηρεάσει ὅλες σου τὶς πράξεις- ἐπειδὴ σὲ πλημμύρισε χαρά, ἀνάταση, κάθε τι ποὺ θὰ κάνεις, θὰ λές, θὰ σκέφτεσαι, θὰ φωτίζεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς. Καὶ ἀντίστοιχα, ἄν λάβετε ἕνα μήνυμα γεμάτο πόνο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ σᾶς ἐπηρεάσει, ὁλόκληρη ἡ μέρα σας θὰ εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ ἕνα σύννεφο. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει στὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ· ὅλη τὴν ἡμέρα θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ στὴν θλίψη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ συναίσθηση τῆς κατάστασης τῆς ἁμαρτίας μας, ἤ τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ. Ἄφησα νὰ χαθεῖ ἡ ἐπαφή, πῶς θὰ μπορέσω νὰ Τὸν βρῶ; Πῶς μπορῶ νὰ τὰ καταφέρω;

  • !

    Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια αἰωνίου ζωῆς; Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς δὲν μιλάει γιὰ αἰώνια ζωή μὲ ἔννοια περιγραφικὴ, δίνοντας μιὰ εἰκόνα της, καλώντας τους ἀνθρώπους σ’ αὐτὴν. Μιλάει μὲ λόγια «ζωῆς αἰωνίου», λόγια ποὺ φθάνουν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ἀφυπνίζουν, φέρνουν πίσω στὴ ζωή τὶς καρδιὲς και τὸ νοῦ καὶ τὴν προσωπικότητα ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ διακονία μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πράξουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε σχέση μὲ αὐτό.

  • !

    Ὑπάρχει μιὰ παιδικὴ, Ρώσικη ἱστορία σχετικά μὲ αὐτὸ. Ὁ βασιλιὰς εἶπε σ’ ἕναν ἀνώτερο λειτουργὸ τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἄν δὲν τοῦ ἀπαντήσει σὲ τρεῖς ἐρωτήσεις σὲ 24 ὧρες, θὰ μαστιγωθεῖ δημόσια. Αὐτὸς ὁ ἄνδρας σκέφτηκε, πηγαίνει στὴν βιβλιοθήκη του, ρωτάει ὅλους τοὺς σοφοὺς γύρω του καὶ δὲν βρίσκει ἀπάντηση. Ἔτσι βαδίζει λυπημένα πίσω στὴν πόλη γνωρίζοντας ὅτι αὔριο θὰ μαστιγωθεῖ καὶ ἀκούει : «Μαστιγώνεσαι αὔριο, μαστιγώνεσαι αὔριο, μαστιγώνεσαι αὔριο.» Καὶ τότε τρέχει σ΄ ἕνα μικρὸ κορίτσι ποὺ φυλάει χῆνες. Τὸ κορίτσι τὸν κοιτάζει καὶ τοῦ λέει, «Γιατὶ φαίνεσαι τόσο λυπημένος;» Αὐτὸς τῆς ἐξηγεῖ. «Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἐρωτήσεις;» Οἱ ἐρωτήσεις εἶναι: Ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμὴ στὴν ζωή; Ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ πρόσωπο στὸν κόσμο; Ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ πράξη ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ φέρει εἰς πέρας; Καὶ τὸ κορίτσι λέει, « Μὰ ποῦ εἶναι τὸ πρόβλημα; Τὸ μόνο σημαντικὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι τὸ παρὸν ἐπειδὴ τὸ πρὶν εἶναι παρελθὸν, τὸ μέλλον δὲν εἶναι ἀκόμα ἐδῶ. Τὸ σημαντικότερο πρόσωπο στὸν κόσμο εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο βρίσκεστε τώρα καὶ ἡ πιὸ σπουδαία πράξη ποὺ μπορεῖτε νὰ κατορθώσετε εἶναι νὰ κάνετε τούτη τη στιγμὴ ὅ,τι εἶναι σωστὸ γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο.»

Ἡ λατρεία, Ὁμιλία 1η

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Λατρεία ξεκινᾶ ἀπὸ μιὰ ἐπιλογή. Ἡ λέξη «λατρεία» στὰ Ἀγγλικὰ κοιτάζοντας στὸ λεξικό, τὸ ὁποῖο καὶ συχνὰ συμβουλεύομαι ὅταν δὲν γνωρίζω τὶ σημαίνουν οἱ Ἀγγλικὲς λέξεις, προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη «ἀξία» καὶ ἡ λατρεία ἀρχίζει ὅταν ἀνακαλύπτετε ποιὰ εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία, ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ πράγμα ποὺ μπορεῖτε νὰ ὑπηρετήσετε καὶ νὰ λατρέψετε. Καὶ ἔτσι, τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ θὰ ἔκανα στὸν ἑαυτό μου, ἤ σὲ κάποιον ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ μὲ συμβουλευτεῖ γιὰ τὴν λατρεία καὶ τὴν προσευχή, θὰ ἦταν, «ποιὰ ἀξία ἔχει γιὰ σένα μεγαλύτερη σημασία; Ποιὸ πρόσωπο ἤ τὶ νοιώθετε ὅτι εἶναι πιὸ σημαντικὰ γιὰ σᾶς;» Ἤ ἄν προτιμᾶτε: «Ἔχετε ἕναν Θεὸ ποὺ λατρεύετε, στὸν ὁποῖο προσεύχεστε;» Ἐπειδὴ ἄν δὲν ἔχετε κάποιον στὸν ὁποῖο θὰ ἀπευθύνετε τὴν προσευχή σας, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ μάθετε νὰ προσεύχεστε. Τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε προσευχές ἄλλων, κλαίγοντας, κραυγάζοντας σ’ ἕναν ἄδειο οὐρανὸ, δὲν συνιστοῦν πράξη λατρείας.

Ἔτσι αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ βασικὴ ἐρώτηση ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, διότι ὅλοι εἴμαστε φυσικὰ πιστοί, ὅλοι εἴμαστε Χριστιανοί, ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καθὼς ὁ καιρὸς περνάει, καθὼς ὡριμάζουμε περισσότερο, ἥ ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωσή μου ποὺ τὸ γῆρας ἔρχεται σιγὰ -σιγά, πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε, ποιός εἶναι ὁ Θεὸς μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζομαι; Τὶ πραγματικὰ σημαίνει γιὰ τὴ ζωή μου; Μὲ ποιοὺς ὅρους μπορῶ νὰ Τοῦ μιλήσω; Ἐπειδὴ σὲ κάθε σχέση, εἴτε ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ σύζυγο, τοὺς γονεῖς, ἤ τα παιδιὰ του, τοὺς φίλους, ἤ τοὺς ξένους, ἡ μορφή τῆς σχέσης ποὺ ὑπάρχει θα προσδιορίσει ἐπίσης τὸ εἶδος τῆς συζήτησης ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε, τὸν τρόπο ποὺ σχετιζόμαστε ἄμεσα ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον.

Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ, ἴσως ὄχι γιὰ ἐσᾶς προσωπικά, ἄν καὶ πιστεύω πρέπει νὰ ἐπανεκτιμοῦμε συνεχῶς τὴ θέση μας πρὸς τὸν Θεό, τὶ γνωρίζουμε γιὰ Ἐκεῖνον, πῶς σχετιζόμαστε μαζί Του, ποιὸς εἶναι γιὰ ἐμᾶς, πόσο ἕτοιμοι εἴμαστε νὰ Τὸν ἔχουμε ὡς ἀξία στὴ ζωή μας.

Ἀλλὰ εἶναι σημαντικὸ ἐπίσης γιὰ μᾶς, μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουμε δεσμευτεῖ, ἐπειδὴ θὰ μᾶς ρωτήσουν γιὰ τὴν λατρεία, γιὰ τὴν προσευχή, καὶ εἶναι τόσο καταστροφικὸ ὅταν προσπαθοῦμε νὰ δείξουμε τρόπους καὶ τεχνικὲς γιὰ τὴν προσευχή, ὅταν δὲν ὑπάρχει κάποιος γιὰ ν’ ἀπευθυνθοῦν. Πολὺ συχνὰ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μιὰ βαθιὰ ἀπογοήτευση, μοιάζει πάρα πολὺ σὰν νὰ λέμε σὲ κάποιον· κάθισε μπροστὰ ἀπὸ μιὰ ἄδεια καρέκλα καὶ μίλησε σ’ ἕνα πρόσωπο που δὲν ὑπάρχει. Καὶ πράγματι, ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ προσεύχονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ποὺ προσεύχονται σὰν νὰ ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἴσως ἀκούει.

Ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ βαθιὰ ἀληθινὴ σχέση μὲ κάποιον ποὺ δὲν γνωρίζει, ποὺ ἴσως ὑπάρχει, ἴσως καὶ ὄχι, ποὺ ἴσως προσέχει, ποὺ νοιάζεται, ἴσως καὶ ὄχι. Ἔτσι εἶναι πολὺ σημαντικό πράγμα, ποὺ θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω ἀπὸ τὴν ἀρχή- ἡ λατρεία ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας, πόσο σπουδαῖος μᾶς φαίνεται ὁ Θεὸς καὶ τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἔχει γιὰ τὴ ζωὴ μας. Καὶ δὲν συμπίπτουν ἀπόλυτα τὰ δύο πράγματα, ἐπειδὴ κάποιος μπορεῖ νὰ τρέφει πολὺ ζεστὰ συναισθήματα γιὰ τὸν Θεὸ σὲ στιγμὲς ἡρεμίας, σὲ στιγμὲς ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ τότε, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μ’ ἕνα δύσκολο πρόβλημα, νὰ νοιώθει ξένος.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἔχουμε μιὰ ἐλεύθερη, τρυφερή, ἐνδιαφέρουσα σχέση μ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶναι πρόβλημα γιὰ ἐμᾶς, καὶ πόσο ἀλλάζουν τὰ πράγματα ὅταν ξαφνικὰ αὐτὸ τὸ πρόσωπο παρουσιάζεται τελείως διαφορετικό, εἶναι μιὰ πρόκληση, ἤ κάποιες στιγμὲς φαίνεται ὅτι μᾶς πρόδωσε αὐτὸς ὁ ξεχωριστὸς φίλος ποὺ στὴ φιλία του νοιώθαμε τόση σιγουριά.

Αὐτὸ εἶναι φυσικὰ μιὰ ἀκραία κατάσταση, νομίζω ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ἤ νὰ φανταστεῖ ὅτι εἶναι ὥριμος, παρά μόνο ἄν μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ἀληθινὰ ὄχι μόνο τοὺς ἐχθροὺς του, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ δέχεται μὲ ἀγάπη τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν πληγώνει. Θυμηθεῖτε τὸν Ἰούδα νὰ ἔρχεται στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέει: «Φίλε, γιὰ ποιὸ λόγο ἦλθες ἐδῶ;» Φίλε…Ἡ λέξη φίλος εἶναι μιὰ λέξη πολὺ ζεστή.

Ἔτσι αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ζήτημα – ποιὸς εἶναι ὁ Θεὸς στὴ ζωή μου; Καὶ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἐμπεριέχει συγκεκριμένο ἀριθμὸ στοιχείων ποὺ δὲν εἶναι πράξεις προσευχῆς ἤ ποὺ τουλάχιστον δὲν εἶναι διατυπωμένο μὲ λόγια, προυποθέτει μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Μιὰ ζωὴ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ποὺ δὲν είναι κατανοητή ὡς ὑπακοὴ ἤ ὑπόδούλωση, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμία καὶ ἱκανότητα ν’ ἀκοῦμε, ἐπειδὴ ἡ λέξη «ὑπακούω» προέρχεται ἀπὸ μία Λατινική ρίζα ποὺ σημαίνει «ζητῶ τὴν προσοχὴ κάποιου», ὄχι ἁπλὰ νὰ διδάσκομαι μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπο.

Ἔτσι, ποιὸς εἶμαι ὅταν σκέφτομαι τὴν λατρεία πρὸς τὸν Θεό; Ἔχω τὴν παραμικρὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν συναντήσω ἤ εἶναι ἕνα καθῆκον; Τὸ πρωί, τὸ βράδυ λέω προσευχές ἐπειδὴ εἶναι Χριστιανικό μου καθῆκον, καὶ σὰν κληρικὸς δὲν μπορῶ νὰ βοηθήσω κάνοντας πράγματα ποὺ διδάσκω στοὺς ἄλλους; Ἤ συμβαίνει νὰ περιμένω ὁλόκληρη μέρα, ἀνυπομονώντας νὰ ἔχω ἕνα λεπτὸ ποὺ θὰ μπορῶ νὰ βρεθῶ μὲ τὸν Θεὸ μόνος, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὅπως ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζουμε ὅταν ἐπιστρέφουμε σπίτι μετά ἀπὸ μιὰ κουραστικὴ ἡμέρα καὶ συναντοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε περισσότερο; Ἴσως εἶναι ἡ μητέρα μας, ἡ σύζυγος μας, ἴσως τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σημαίνουν πολλὰ στὴ ζωή μας.

Θυμᾶμαι ἕναν Γάλλο ἅγιο τὸν Jean-Baptiste Vianney.Ἦταν ἕνας πολὺ ἁπλὸς ἄνθρωπος μὲ λιγοστὴ μόρφωση ἀλλὰ γεμάτος ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του τὸν κορόιδευαν γιὰ τὴν ἁπλότητα του, μερικοὶ θεωροῦσαν ὅτι ἡ ἔλλειψη θεολογικῆς γνώσης τὸν καθιστοῦσε ἀνίκανο νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ καθήκοντά του καὶ πλησίασαν τὸν ἐπίσκοπο του γιὰ νὰ τοῦ ποῦν ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀπαίδευτος. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Δὲν γνωρίζω ἄν εἶναι ἀμόρφωτος, αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι εἶναι φωτισμένος».

Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε πρὸς τὸν Θεό καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται γύρω μας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ μόρφωση μας ποὺ θὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι τὸ φῶς ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα μας, ποὺ θὰ ἀγγίξει τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη μας καὶ τὰ λόγια μας, ὄχι τόσο πολὺ μέσα ἀπὸ τὶς πράξεις μας- μποροῦμε να εἴμαστε πολὺ ἐλεήμονες, προσεχτικοὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ καρδιὰ παγωμένη.

Ἄς ξαναγυρίσουμε πίσω στὸν ἱερέα, ἦταν ὁ ἑνοριακὸς ἱερέας ἑνὸς μικροῦ χωριοῦ ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὴν Λυόν στὴν Γαλλία καὶ ἔβλεπε ξανὰ καὶ ξανὰ ἕναν γερὸ χωρικὸ ποὺ καθόταν ἐκεῖ γιὰ ὧρες. Μιὰν ἡμέρα τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Παπποῦ, τὶ κάνεις τόσες ὧρες ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ; Δὲν βλέπω νὰ προσεύχεσαι, δὲν κάνεις κομποσχοίνι, τὶ κάνεις;» Καὶ ὁ ἄνδρας εἶπε: «Τὸν κοιτάζω, μὲ κοιτάζει καὶ εἴμαστε εὐτυχισμένοι». Αὐτὸ εἶναι ἡ προσευχή, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σχέση ἀνάμεσα σὲ μιὰ ψυχὴ και τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνδρας ἔνοιωσε ὅτι αὐτὲς οἱ στιγμὲς ἦταν στιγμὲς εὐτυχίας, στιγμὲς πληρότητας, ὄχι στιγμὲς ἱκανοποίησης, ἀλλὰ στιγμὲς ποὺ ἔφτασε στὴν ὡριμότητάτου σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς ὡριμότητας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν προσευχόταν ἰδιαίτερα, βρισκόταν μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἦταν ἀληθινὴ πράξη λατρείας. Εἶναι λυπηρὸ νὰ σκεφτόμαστε ὅτι κάποιος ἔρχεται στὴν ἐκκλησία καὶ λέει: «Εὐτυχῶς, δὲν θὰ κρατήσει περισσότερο ἀπὸ 40 λεπτά». Θὰ ἦταν τόσο ὑπέροχο ἄν μένοντας ἐκεῖ γιὰ περισσότερη ὥρα, λέγαμε: «πρέπει νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἕνας ὰπὸ τὸν ἄλλον;»

Ὑπῆρξα ἐπικεφαλῆς νεολαίας πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια σὲ μιὰ κατασκήνωση γιὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια κοντὰ στὸ Παρίσι, καὶ ἕνα βράδυ μιὰ ὁμάδα ἀπὸ αὐτὰ μοῦ εἶπαν: «Προσέξαμε ὅτι διαβάζετε βραδυνὲς προσευχές. Μποροῦμε νὰ ἔλθουμε καὶ νὰ προσευχηθοῦμε μαζί σας;» Καὶ εἶπα, «Ναὶ, φυσικά.» Καὶ τότε σκέφτηκα, ἄς προσευχηθοῦμε καὶ βλέπουμε πόσο καιρὸ μποροῦν νὰ ζήσουν μέσα στὸ γεγονὸς τῆς προσευχῆς. Ἔτσι διάβασα τὶς βραδυνὲς προσευχὲς καὶ συνέχισα νὰ κάνω ἄλλα πράγματα. Ξέρετε, στάθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ τὶς 11 μέχρι τὶς 5 τὸ πρωί. Δὲν πρόσεξαν πῶς πέρασε ἡ ὥρα, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν γνώρισαν αὐτὲς τὶς προσευχὲς, δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὸ περιβάλλον μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων ποὺ ἤθελαν νὰ προσευχηθοῦν μαζί. Ἐρχόντουσαν στὴν ἐκκλησία, ἔκαναν διάφορες εὐσεβεῖς πράξεις, ἀλλὰ ἐδῶ εἶχαν ἐπιλέξει νὰ προσευχηθοῦν. Ἦταν ἡ χαρὰ τους καὶ τὸ χαίρονταν. Καὶ δὲν πρόσεξαν πῶς πέρασε ἡ ὧρα. Θεωρῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ.

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ λατρεία, ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς λατρείας μας, εἶναι ὅμως τὸ ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς μας; Διψᾶμε γιὰ τὶς στιγμὲς ποὺ μποροῦμε νὰ ξοδέψουμε μαζί Του; Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας νοιώθουμε αὐτὴν τὴν δίψα, νοιώθουμε ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ βρισκόμαστε μαζί Του, βρίσκεται μαζί μας, ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι μαζί μας; Καὶ τὸ ὅτι εἴμαστε μαζί Του μᾶς φέρνει κοντά στὸν Πατέρα, σ’ ὁλάκερο τὸ βάθος τοῦ θεϊκοῦ μυστηρίου, καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μιλάει μέσα μας, εἴτε μὲ ἀνέκφραστους ἀναστεναγμοὺς ἤ μᾶς διδάσκει ξεκάθαρα ὅτι μέσω τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ ποῦμε «Πατέρα» τὸν ζώντα Θεό, τὸν ἀνεξιχνίαστο, ἀπρόσιτο Θεὸ ποὺ μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίζουμε μὲ τὴν μετοχὴ μας στὴν θεία Εὐχαριστία. Καὶ ὑπάρχουν τέτοιες στιγμὲς στὴν διάρκεια τὴς ἡμέρας μας ἤ συμβαίνει ἡ πίστη μας νὰ εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ τὴν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ μιὰ γιὰ πάντα: Εἶμαι ἕνας πιστὸς καὶ συνεχίζω τὴν ἐργασία ποὺ ἔχω ἀναλάβει νὰ κάνω – διοίκηση, κήρυγμα, διάβασμα, προετοιμασία ὁμιλιῶν, διαλέξεων, κάνω πράγματα ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ λουλούδια καὶ τὰ φροῦτα τοῦ δέντρου καὶ ὄχι ν’ ἀντικαθιστοῦν τὸ δέντρο; Καὶ πολὺ συχνά, ὅλοι μας, ὁ κλῆρος, θὰ μπορούσαμε νὰ συγκριθοῦμε μ’ ἕνα κατάστημα λαχανικῶν καὶ φροῦτων. Τὰ πράγματα βρίσκονται ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔχουν πλέον χυμοὺς. Ἄν οἱ ἄνθρωποι τ’ ἀγοράζουν ἐγκαίρως, ὅσο δὲν εἶναι μαραμένα ἤ σαπημένα, εἶναι καλὰ, ἀλλὰ ἄν ἔρθουν πολὺ ἀργά, δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον φρέσκα φροῦτα καὶ λαχανικά.

Εἴμαστε τέτοιοι ἄνθρωποι; Εἴμαστε ἱκανοὶ κάθε στιγμὴ νὰ εἴμαστε ἕνα δέντρο γεμάτο ἀπὸ χυμό ἀπ’ ὅπου ὁ καθένας μπορεῖ νὰ πάρει ἕνα φροῦτο ἤ ἕνα λουλούδι; Ζοῦμε ἐν Θεῷ; Ἄν δὲν ζοῦμε ἔτσι, δὲν ἔχουμε σχέση μὲ τὴν λατρεία, εἴμαστε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἕναν ἄθεο, ἐπειδὴ ἕνας ἄθεος λατρεύει τουλάχιστον ἕναν ψεύτικο Θεό,- δὲν ἔχουμε κανέναν Θεὸ νὰ λατρέψουμε ὅταν δὲν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλάω γιὰ ἐπίγνωση, δὲν ἐννοῶ νὰ θυμόμαστε πράγματα διανοητικά, ἐννοῶ κάτι ποὺ ὑπάρχει βαθειὰ μέσα μας, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργοῦμε, νὰ σκεφτόμαστε, νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ὑπάρχουμε, ἐνῶ ὑπάρχει ἀκόμα αὐτὸ μέσα μας καὶ ἐμεῖς σὲ αὐτὸ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας ποὺ πρόσφατα ἁγιοποιήθηκε ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο τῆς Ρωσίας, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, λέει ὅτι ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεὸ, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὅπως ἕνας μικρὸς πόνος στὴν καρδιά μας, τὴν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς ποὺ νοιώθει ἕνα παιδί, ὅταν τὸ ἀφήνουν μόνο του σ’ ἕνα δωμάτιο. Δὲν ὑπάρχει κίνδυνος, πρόβλημα, μοναχὰ ἡ μητέρα δὲν βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ὑπάρχει προσμονή. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ νοιώθουμε.

Ἄς πάρουμε ἄλλο παράδειγμα: ὅταν τὸ πρωὶ ἀνοίγεις τὴν ἀλληλογραφία σου καὶ λαμβάνεις ἕνα γράμμα ποὺ σοῦ φέρνει χαρὰ, αὐτὸ τὸ γεγονὸς κάνει τὴν καρδιά σου νὰ χορεύει καὶ νὰ τραγουδᾶ, ὁλόκληρη ἡ μέρα εἶναι φωτισμένη ἀπὸ αὐτὸ τὸ συναίσθημα. Δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ὑπενθυμίσεις στὸν ἑαυτό σου ὅτι ἕλαβες κάποιο γράμμα, θὰ εἶναι ἕνα φῶς στὴν καρδιὰ, στὸ νοῦ σου, θὰ ἐπηρεάσει ὅλες σου τὶς πράξεις- ἐπειδὴ σὲ πλημμύρισε χαρά, ἀνάταση, κάθε τι ποὺ θὰ κάνεις, θὰ λές, θὰ σκέφτεσαι, θὰ φωτίζεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς. Καὶ ἀντίστοιχα, ἄν λάβετε ἕνα μήνυμα γεμάτο πόνο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ σᾶς ἐπηρεάσει, ὁλόκληρη ἡ μέρα σας θὰ εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ ἕνα σύννεφο. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει στὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ· ὅλη τὴν ἡμέρα θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ στὴν θλίψη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ συναίσθηση τῆς κατάστασης τῆς ἁμαρτίας μας, ἤ τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ. Ἄφησα νὰ χαθεῖ ἡ ἐπαφή, πῶς θὰ μπορέσω νὰ Τὸν βρῶ; Πῶς μπορῶ νὰ τὰ καταφέρω;

Ἴσως σκεφτεῖτε ὅτι δὲν εἶναι τόσο εὔκολο – ὅμως εἶναι. Ἤμουνα γιατρὸς γιὰ δεκαπέντε χρόνια, πέντε χρόνια στὸν πόλεμο, τέσσερα χρόνια γενικὸς γιατρὸς καὶ ἔβαλα κανόνα ὅποτε ἔνοιωθα ὅτι ἔχανα τὴν ἐπαφή μου μὲ τὸν Θεὸ νὰ προσπαθῶ νὰ συνδεθῶ πάλι μαζί Του, καὶ ἄν ἕνας ἀσθενὴς ἐρχόταν στὸ ἰατρεῖο μου καὶ ἔνοιωθα ὅτι ἔχανα τὴν ἐπαφὴ μαζί Του, μποροῦσα νὰ τοῦ πῶ: «Δὲν γνωρίζω ἄν εἶσαι πιστὸς, άλλὰ πρέπει νὰ προσευχηθῶ. Ἄν πιστεύεις, προσευχήσου μαζὶ μου, ἄν ὄχι, μεῖνε σιωπηλός.» Καὶ τότε μποροῦσα νὰ γονατίσω μπροστὰ στὴν εἰκόνα μου, μέχρι νὰ νοιώσω τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸτε νὰ στραφῶ στὸν ἀσθενὴ μου καὶ νὰ τοῦ πῶ, «Τώρα, τὶ σᾶς συμβαίνει;» Λοιπόν, μερικοὶ ἄνθρωποι πιθανὸν ἔνοιωσαν ὅτι ἤμουν νοητικὰ διαταραγμένος, ἄλλοι ποὺ μὲ γνωρίζουν καλύτερα, ἀκόμα αὐτὸ πιστεύουν· ἀλλὰ ἐπίσης, κάποιοι ἀνακάλυψαν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φοβοῦνται νὰ εἶναι ὁ ἐαυτὸς τους. Γιατὶ ὄχι; Αὐτὸς εἶναι πιστός, ἐγὼ δὲν εἶμαι, ἤ πιστεύω μὲ τὸ δικό μου τρόπο. Καὶ αὐτὸ ἑδραίωσε ἕνα βάθος καὶ σθένος στὴ σχέση, ποὺ διαφορετικὰ ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρχε. Ἔτσι, εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ αἰχμαλωτίσουμε αὐτὸ ποὺ νοιώθουμε γιὰ τὸ Θεό· ἴσως εἶναι σπουδαίο, ἴσως χωρὶς σημασία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν τόσο βαθιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως κανένας ἄλλος. Ἄλλοι, ἁπλὰ ἄγγιξαν τὸ κράσπεδο τοὺ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχει σημασία, ἀλλὰ δὲν τὸ ἄφησαν, δὲν τὸ ἄφησαν νὰ φύγει, ἐπειδὴ τότε θὰ εἴμασταν σὰν τὰ ψάρια στὴν ἄμμο, χωρὶς λόγο ὕπαρξης, δὲν θὰ ἔχουμε τίποτα νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους. Τὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἄν δὲν ἔχουμε μέσα μας Θεό; Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀληθινό. Δὲν μιλάω γιὰ μιὰ ἀσυνήθιστη μυστικὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ ἁπλὰ γιὰ ἕνα αἴσθημα ἀφοσοίωσης, ἕνα αἴσθημα ὅτι ἀνήκουμε κάπου, ὅτι κάνουμε πράγματα ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὅτι συνυπάρχουμε μέσα ἀπὸ τὴν συντροφικότητα.

Τώρα θυμᾶμαι κάποιαν ποὺ ἐρχόταν στὴν ἐκκλησία μας γιὰ χρόνια λέγοντάς μου: «Δὲν εἶμαι Ὀρθόδοξη, οὔτε καὶ ὁ σύζυγος μου. Ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, νοιώθουμε ἐντελῶς ξένοι πρὸς τὴν λειτουργία σας, ἐπειδὴ δὲν μεταλαμβάνουμε; Ποῦ ἀνήκουμε;» Καὶ εἶπα αὐτὸ ποὺ πιστεύω ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια: «Ἄν στὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας, καταδύεστε στὴν προσευχή, ἔχετε καταδυθεῖ στὴ θεϊκὴ παρουσία, μετέχετε στὴ λειτουργία, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μιὰ μυστηριακὴ διάσταση, ἐπειδὴ εἶστε δημιουργοὶ της. Κι ἄν ἀκόμα εἶστε Ὀρθόδοξοι καὶ στέκεστε ἐκεῖ περιμένοντας ἀνυπόμονα νὰ τελειώσει ἡ ἀκολουθία, εἶστε ξένοι καὶ δὲν ἔχετε καμία σχέση μ’ αὐτἠν.»

Θυμᾶμαι ἕνα Ρῶσο ἀξιωματικὸ ποὺ ἦλθε στὴν ἑνορία μας στὸ Παρίσι. Ἦταν ἕνας κοντός ἀδύνατος ἄνδρας ποὺ ἀναπαυόταν στὸ νὰ σπαταλάει τὸ χρόνο του στὴν πάμπ· εἶχε μια ψηλὴ καὶ εὔσωμη γυναίκα ποὺ ὄνειρο της ἦταν νὰ τὸν φέρει στὴν ἐκκλησία, καὶ τὸ ἔκανε. Στεκόταν πίσω της στὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας, πότε-πότε τραβοῦσε τὴ φούστα της κι ἔλεγε: «Ἄντα, Ἄντα, πᾶμε σπίτι, δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὶς παρελάσεις τους». Λοιπὸν, ἄν φαντάζεστε ὅτι μὲ τὸ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος, τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ μετέχει στὴ λειτουργία, νομίζω ὅτι εἶστε πολὺ αἰσιόδοξοι. Καὶ τὸ ἴδιο ἀφορᾶ ἕναν Ἀγγλικανὸ ἤ ἕναν Ἐλεύθερο Ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας – στὸ βαθμὸ ποὺ ζοῦμε ἐν Θεῷ καὶ μέσω τῆς λατρείας, ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία.

Ἄν δὲν εἴμαστε ἔτσι, τότε ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ, βρισκόμαστε στὸ περιθώριο. Βρισκόμαστε στὴ θέση ποὺ βρίσκονταν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ ἀβάπτιστοι ἤ οἱ ἀφορισμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ στέκονται στὸν πρόναο καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ βρίσκονται στὸν κυρίως ναό. Εἴτε στεκόμαστε μέσα στὸ ναὸ, εἴτε ὄχι, δὲν ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία, καὶ πρέπει νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλος πειρασμός νὰ θεωροῦμε ὅτι ὁ καθένας ποὺ ἐπιλέγει νὰ ἔλθει στὴν ἐκκλησία, λατρεύει ἔμπρακτα. Δεν εἶστε ἀρκετὰ ἀφελής, ὑποθέτω, ὥστε νὰ μὴν γνωρίζετε ὅτι στὸν στρατὸ τὸ νὰ πηγαίνει κάποιος στὴν ἐκκλησία, εἶναι, κάποιες φορὲς, σπουδαῖο πλεονέκτημα ἐπειδὴ σᾶς γλυτώνει ἀπὸ ὁρισμένα ἄλλα πράγματα ἤ ἀσκήσεις καὶ τὸ νὰ βρίσκεται κάποιος στὴν ἐκκλησία εἶναι κάποτε πιὸ ξεκούραστο ἀπὸ τὸ νὰ καθαρίζει τοὺς στρατῶνες.

Ἔτσι ὁ καθένας ποὺ εἶναι ἐκεῖ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας , κι ὅμως ὁ καθένας, μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ἕνα μήνυμα. Ποιὸ μήνυμα; Ἀπὸ ποιὸν; Ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Καὶ αὐτὸ, θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἄν μποροῦμε νὰ μεταφέρουμε κάτι ποὺ ἀκούγεται ἀληθινὸ ἤ ὄχι. Καὶ μεταφέρω ἕνα μήνυμα δὲν σημαίνει ὅτι χρησιμοποιῶ λέξεις ποὺ πείθουν.

Θυμᾶστε πιθανὸν τὴν περικοπὴ ἐκείνη, ὅπου ὁ Χριστὸς μιλοῦσε σ’ ἕνα πλῆθος ποὺ τοὺς ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε νὰ φᾶνε τὴ σάρκα Του και νὰ πιοῦν τὸ αἷμα του ἦταν φάνηκε ἀπαράδεκτο στοὺς περισσότερους, κι ἔφυγαν. Ὁ Χριστὸς στράφηκε πρὸς τοὺς μαθητές Του καὶ ρώτησε· «θὰ μὲ ἀφήσετε κι ἐσεῖς;» Καὶ ὁ Πέτρος ἀπάντησε; «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια αἰωνίου ζωῆς».

Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια αἰωνίου ζωῆς; Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς δὲν μιλάει γιὰ αἰώνια ζωή μὲ ἔννοια περιγραφικὴ, δίνοντας μιὰ εἰκόνα της, καλώντας τους ἀνθρώπους σ’ αὐτὴν. Μιλάει μὲ λόγια «ζωῆς αἰωνίου», λόγια ποὺ φθάνουν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ἀφυπνίζουν, φέρνουν πίσω στὴ ζωή τὶς καρδιὲς και τὸ νοῦ καὶ τὴν προσωπικότητα ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ διακονία μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πράξουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε σχέση μὲ αὐτό.

Δὲν ὑπαινίσσομαι ὅτι δὲν ἔχουμε σχέση μαζί του, ἀλλὰ ἐννοῶ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι συνεχῶς, δὲν μποροῦμε ἁπλὰ νὰ λειτουργοῦμε βασιζόμενοι ἁπλὰ σ’ ἕνα βιβλίο καὶ σ’ ἕνα ἐδάφιο καὶ στὸ ἀποτέλεσμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει στοὺς ἄλλους. Ἄν δὲν ἀγγίζει ἐμένα, γιατὶ θὰ πρέπει τότε νὰ ἀγγίξει κάποιον ἄλλον;

Ὑπάρχει ἕνα κείμενο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἕναν συγγραφέα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου, στὸ Σινᾶ ὅπου γράφει: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σὰν ἕνα αἰχμηρὸ βέλος, μπορεῖ νὰ διαπεράσει κάθε ἀσπίδα μόνο ἄν ὑπάρχει ἕνα τόξο, ἕνα νῆμα, ἕνας βραχίονας, ἕνα μάτι, ἀλλιῶς θὰ παραμείνει στὸ ἔδαφος».

Λοιπὸν, καλούμαστε νὰ γίνουμε τὸ βλέμμα ποὺ προσέχει ἐκεῖνον ποὺ μιλάει, τὸ τόξο, τὸ χέρι ποὺ θὰ πετάξει τὸ κοντάρι. Ἀλλὰ πόσο πρέπει νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ στόχου, ἐπειδὴ τόσο συχνὰ, εἴτε ὅταν κηρύτουμε, εἴτε ὅταν διαβάζουμε, στόχος μας φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ νοημοσύνη του, προσπαθοῦμε νὰ μεταφέρουμε πληροφορίες, γνώση. Ἀγγίζουμε τὴν καρδιά; Καὶ ὅταν μιλῶ γιὰ τὴν καρδιὰ, δὲν ἐννοῶ τὰ συναισθήματα ἑνὸς προσώπου, ἐννοῶ τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξης του, τὸ σημεῖο ἀπ’ ὅπου θὰ προέλθουν ἀληθινὰ αἰσθήματα, σκέψεις καὶ ἐνέργειες. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἐπίσης ἕνας τρόπος νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ στὴν πράξη. Θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὁτιδήποτε κάνετε σ’ ἔναν ἀπὸ τοὺς ἄσημους συνανθρώπους σας, θὰ τὸ ἔχετε κάνει σ’ Ἐμένα.» Καὶ δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ πράξη μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν προσευχὴ καὶ ἡ προσευχὴ τὴν πράξη.

Ὁ Ρῶσος συγγραφέας Σολόβγιεφ σὲ μία ἀπὸ τὶς μικρὲς του ἱστορίες μᾶς παρουσιάζει δύο ἄτομα νὰ ἐπιχειρηματολογοῦν, κι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς λέει στὸν ἄλλον: «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ, εἶστε τόσο πρόθυμοι στὰ ἔργα. Δὲν σᾶς εἶναι ἀρκετὸ νὰ προσεύχεσθε; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἦταν: «Προφανῶς ὄχι. Πολλοὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι προσεύχονται πρὶν τὰ γεύματα καὶ μετὰ κάθονται νὰ φᾶνε».

Καὶ θεωρῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὴ προσέγγιση. Ναὶ, προσευχηθεῖτε, προσευχηθεῖτε στὸν Θεὸ νὰ σᾶς δώσει, νὰ μᾶς δώσει, φώτιση γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε, θέληση γιὰ νὰ ἐνεργοῦμε σωστά, μιὰ ζεστή, λαμπερὴ καρδιὰ ἱκανὴ νὰ λαμβάνει μηνύματα ἀνάγκης, πόνου, βασάνων, χαρᾶς, μιὰ σταθερὴ θέληση καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ βοηθᾶμε, ναί· καὶ τότε- ἐνεργεῖστε. Καὶ μόνο ἄν ἐνεργοῦμε, δὲν κάνουμε αὐτὸ ποὺ ὑποτίθεται ὄτι πρέπει νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ χρειάζεται νὰ ἐνεργοῦμε γιὰ νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὸν Θεό, γιὰ νὰ Τὸν λατρεύουμε προυποθέτει δράση, να κάνουμε πράγματα πρὸς ὄφελος τῶν ἀνθρώπων γύρω μας, ὄχι νὰ μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας τὶ θὰ εὐχόταν νὰ κάνουμε ἤ τὶ θὰ ἔκανε ἄν ἦταν ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ λατρέψουμε τὸν Θεὸ παρὰ μόνο ἄν πάρει ἀνθρώπινη σάρκα. Λατρεύουμε ἕναν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ ζωντανὸς Θεὸς, ποὺ ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔζησε κι ἔδρασε καὶ μᾶς καλεῖ σὲ δράση, νὰ ζήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τὸ ζήσουμε σ’ ὅλο του τὸν πλοῦτο, σὲ κάθε του λεπτομέρεια, νὰ τὸ ζήσουμε κατὰ τέτοιον τρόπο ὥστε κάθε ἐντολὴ ἀγάπης, συμπόνοιας, κατανόησης, ἀλήθειας θὰ πρέπει νὰ τὴν φέρνουμε εἰς πέρας στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἄλλοι ἄνθρωποι θὰ προσεγγόζουν τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει νὰ τὸν θεωροῦμε ὕψιστο Κύριο, Διδάσκαλο, Φίλο, ποὺ μᾶς ἔδειξε τὸν δρόμο ποὺ πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε.

Θὰ ἤθελα νὰ θίξω ἕνα τελευταῖο σημεῖο ὡς πρὸς τὴ λατρεία: τὶς πρωινὲς, τὶς βραδυνὲς προσευχὲς καὶ τὴν ἡμέρα. Ἡ οὐσία τῶν πρωινῶν προσευχῶν εἶναι πραγματικὰ νὰ ξυπνήσουμε μὲ τὴν συνείδηση ὅτι ἀναδυόμαστε ἀπὸ τὸν ὕπνο, καθὼς ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ κάλεσε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο. Ἔτσι, κοιμᾶμαι, σημαίνει ὅτι εἶμαι τὸ ἴδιο ἀβοήθητος, ὅσο δὲν ἔχω συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ τοῦ κόσμου ποὺ μὲ περιβάλλει καὶ μιὰ φωνὴ λέει, «Λάζαρε,δεῦρο ἔξω», καὶ ἀντιλαμανόμαστε τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν μέρα ποὺ ἀνατείλει.

Τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ πιστεύω πὼς πρέπει νὰ θυμόμαστε εἶναι ὅτι αὐτὴ εἶναι μιὰ καινούργια μέρα, μιὰ μέρα ποὺ ποτὲ, ποτὲ δὲν ὑπῆρξε στὴν ἱστορία, εἶναι σὰν μιὰ πλατιὰ πεδιάδα ποὺ καλύπτεται ἀπὸ χιόνι, δίχως κανένα ἴχνος ἀπὸ πατήματα, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς λέει: «Ἐδῶ εἶναι τούτη ἡ μέρα, καθαρὴ ἀπὸ λεκέδες καὶ πρέπει νὰ διασχίσεις τούτη τὴν ἀπεραντοσύνη. Τὰ βήματά σου ἄς χαράξουν τὸ σωστὸ δρόμο, μὴν παρεκλίνεις, μὴν λερώσεις αύτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη, μοναχὰ σημάδεψέ την μὲ μιά γραμμὴ ποὺ εἶναι ὁ δρόμος ὁδηγεῖ ὁ δρόμος πρὸς τὸν οὐρανό.» Μὲ τί εὐλάβεια πρέπει νὰ εἰσερχόμαστε στὴν κάθε νέα ἡμέρα, ὄχι νὰ λέμε, «ὤ, πάλι Δευτέρα!», Ἤ ἴσως, ἕνας κληρικὸς νὰ λέει: «Πάλι Κυριακή!».

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι μποροῦμε ν’ ἀντικρύζουμε τὰ πάντα σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ. Κάθε πρόσωπο ποὺ θὰ βρεθεῖ στὸ διάβα μας, κάθε περίσταση, – καὶ δὲν ἐννοῶ ὅτι θὰ εἶναι εὐχάριστα, εἶναι μιὰ περίσταση ἤ ἔνα πρόσωπο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε κακὸ ἤ καλό. Κάθε πρόσωπο ποὺ συναντοῦμε ἴσως εἶναι ἕνας ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ἤ ἴσως ἕνας ἀγγελιοφόρος ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Πῶς μπορῶ, πρὸς τὶς δύο κατευθύνσεις νὰ ἀκούω, ν’ ἀνταποκρίνομαι, νὰ ἐνεργῶ; Κι ἔπειτα δὲν σημαίνει ὅτι κάθε πρόσωπο θὰ εἶναι εὐχάριστο γιὰ ἐμᾶς ἤ ὅτι κάθε κατάσταση θὰ εἶναι εὐχάριστη. Ἀλλὰ καλούμαστε νὰ βρισκόμαστε στὰ πιὸ ὄμορφα μέρη; Ὑποτίθεται ὅτι εἴμαστε ἕνα Χριστιανικὸ γκέτο; Ὄχι, πράγματι, καλούμαστε νὰ γίνουμε τὸ ἁλάτι τὸ κόσμου, καὶ τὸ ἁλάτι πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει σκοτάδι, ὅπου τὸ σκοτάδι εἶναι γιὰ ἐμᾶς ὅ,τι πιὸ σκοτεινὸ γιὰ νὰ τὸ ἐξοβελίσουμε. Καλούμαστε νὰ γίνουμε τὸ ἁλάτι ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀποσύνθεση, καλούμαστε νὰ γίνουμε οἱ ἄνθρωποι ποὺ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ μποροῦν νὰ μιλήσουν μὲ εὐσπλαχνία. Εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι ποὺ πρέπει νὰ ζήσουμε καθὼς ὁ Χριστὸς, μὲ τοὺς ὅρους Του, ν’ ἀγαπᾶμε, ἄν χρειαστεῖ μὲ τίμημα τὴ ζωή μας. Ἐδῶ εἶναι ἡ θέση μας καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κλήση μας. Καὶ ἄν ἀναρωτηθοῦμε, ἄν ὑπάρχουν ἐπιλογὲς, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε;

Ὑπάρχει μιὰ παιδικὴ, Ρώσικη ἱστορία σχετικά μὲ αὐτὸ. Ὁ βασιλιὰς εἶπε σ’ ἕναν ἀνώτερο λειτουργὸ τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἄν δὲν τοῦ ἀπαντήσει σὲ τρεῖς ἐρωτήσεις σὲ 24 ὧρες, θὰ μαστιγωθεῖ δημόσια. Αὐτὸς ὁ ἄνδρας σκέφτηκε, πηγαίνει στὴν βιβλιοθήκη του, ρωτάει ὅλους τοὺς σοφοὺς γύρω του καὶ δὲν βρίσκει ἀπάντηση. Ἔτσι βαδίζει λυπημένα πίσω στὴν πόλη γνωρίζοντας ὅτι αὔριο θὰ μαστιγωθεῖ καὶ ἀκούει : «Μαστιγώνεσαι αὔριο, μαστιγώνεσαι αὔριο, μαστιγώνεσαι αὔριο.» Καὶ τότε τρέχει σ΄ ἕνα μικρὸ κορίτσι ποὺ φυλάει χῆνες. Τὸ κορίτσι τὸν κοιτάζει καὶ τοῦ λέει, «Γιατὶ φαίνεσαι τόσο λυπημένος;» Αὐτὸς τῆς ἐξηγεῖ. «Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἐρωτήσεις;» Οἱ ἐρωτήσεις εἶναι: Ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμὴ στὴν ζωή; Ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ πρόσωπο στὸν κόσμο; Ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ πράξη ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ φέρει εἰς πέρας; Καὶ τὸ κορίτσι λέει, « Μὰ ποῦ εἶναι τὸ πρόβλημα; Τὸ μόνο σημαντικὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι τὸ παρὸν ἐπειδὴ τὸ πρὶν εἶναι παρελθὸν, τὸ μέλλον δὲν εἶναι ἀκόμα ἐδῶ. Τὸ σημαντικότερο πρόσωπο στὸν κόσμο εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο βρίσκεστε τώρα καὶ ἡ πιὸ σπουδαία πράξη ποὺ μπορεῖτε νὰ κατορθώσετε εἶναι νὰ κάνετε τούτη τη στιγμὴ ὅ,τι εἶναι σωστὸ γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο.»

Λοιπόν, ἄν ἦταν αὐτὴ ἡ στάση μας, θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε πράγματα μαζὶ μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ θὰ μπορούσαμε κάθε στιγμὴ νὰ ποῦμε στὸν Θεό, «Ἐδῶ εἶναι τὸ πρόσωπο, ἡ κατάλληλη περίσταση, ἐπίτρεψέ μου, δῶσε μου τὰ μάτια Σου, τὴν ἀκοή Σου, τὴν καρδιά Σου, ἄσε με νὰ καταλάβω τὰ πράγματα ὅπως Ἐσὺ καὶ ἄσε με νὰ ἐνεργήσω ὅπως πρέπει.» Αὐτὴ θὰ ἦταν μιὰ στάση λατρείας πρὸς τὸν Θεό, ὄχι νὰ διαβάζουμε ἁπλὰ προσευχὲς, ἀλλὰ νὰ λατρεύουμε τὸν ζωντανὸ Θεό.

Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: www.agiazoni.gr

 

Πρωτότυπο κείμενο

ON WORSHIP
First talk
7 May 1989

Worship begins with a choice. The word “worship” in English from the dictionary, which I consult when I don’t know what English words mean, comes from the word “worth” and worship begins when you discover what is the supreme value, what is the most important thing which you can relate to, serve and adore. And so the first question, which I would ask of myself or anyone who comes to see me asking for advice about worship and about prayer, would be, “What is the supreme value that exists for you? Whom or what do you feel is the most important thing or person for you?” Or if you prefer, at times at a later stage of a conversation: “Have you got a God whom you can worship, to whom you can pray?” Because if you have no-one to whom you could address your prayer, there is no point in trying to learn to pray. It is not by repeating the prayers of others, it is not by crying, shouting into an empty sky that you will make an act of worship.

So this is the first and a very important question, which we must ask ourselves time and again because of course we are all believers, of course we are all Christian, followers of Christ but as time passes, as maturity increases, or as in my case senility begins to creep in, we must ask ourselves, who is the God to whom I relate? What does He really mean in my life? And in what terms can I speak to Him? Because as in every relationship whether it is relating to one’s wife or one’s parents, or one’s children, or one’s friends, or strangers, the type of relationship that exists will determine also the type of conversation we can have, the way in which we do relate directly to one another. This is a very important thing, perhaps not so much for you personally, although I do believe that we must reassess continuously our position with regard to God, what we know about Him, how we relate to Him, what kind of God He is in our eyes, how ready we are to consider Him as the supreme value in our life. But it also is important for us with regard to people committed to our charge because people will ask us about worship, about prayer, and it is so disastrous when we try to give to people ways and show them techniques about praying, when they have no-one to address themselves. So often it results in deep disappointment, it sounds very much like telling a person: sit in front of an empty chair and talk to a person who is not there. And in fact there are a great many people who pray that way, who pray on the off-chance that there is someone who may hear. One can’t have a deep real relationship with someone whom one doesn’t know, who may exist or not, who may pay attention to us or not, who may care or not. So this is a very important thing, which I wanted to underline at the outset, – worship begins with asking ourselves what is the importance of God in my eyes, first, in my life, second. And the two things do not coincide absolutely because one can very well have a very warm sentimental feeling for God at moments of repose, at moments when there are no particular problems and then, confronted with an acute problem, feel alienated to Him. It applies in the same way to our relationships with people. How easy it is to have a free, affectionate, interesting relationship with a person who presents no problem to us, and how things change when suddenly this person appears to be quite different, either a challenge or an offence to us, or at times even gives us an impression that we are betrayed by this particular friend in whose friendship we felt so secure.

This of course is the extreme situation, and I think no-one can say or imagine that he is mature unless he can truly love not only his enemies, but also accept lovingly the person who betrays him. Remember Judas coming into the Garden of Gethsemane and Christ speaking to him and saying, “Friend, what for has thou come hether?” Friend… And friend is a very warm word.

So this the first question – who is God in my life. And “who is God in my life” implies a certain number of things which are not acts of prayer or at least are not couched in words. It implies a whole life. Again, a life in terms of loyalty, in terms of loyal friendship and in terms of obedience, understood not as submissiveness or enslavement but as the desire and ability to listen, because the word “to obey” comes from a Latin root that means “lend an ear”, not simply accept to be drilled in one way or another.

So again, where do I stand when I think of worship in God? Have I the slightest desire to meet Him or is it a duty? In the morning, in the evening do I say prayers because being a Christian it is my Christian duty, and being a clergyman I can’t help doing the things which I teach others? Or is it that the whole day I longed to have a moment when I will be able to be with God alone, face to face, with the joy we experience when we come home after a tiring day and meet the people whom we love most? It may be our mother, it may our wife, may be our children, but the people who mean most in our life.

I remember a French saint Jean-Baptiste Vianney, the Curй d’Ars. He was a very simple man with little education but filled with the grace of God. Some of his colleagues laughed at him, at his simplicity, some felt that his lack of theological knowledge made him unfit to fill his place and they approached his bishop and said that he was completely uneducated. And the bishop answered: “I don’t know whether he is educated, what I know is that he is enlightened.”

Well, this is what we should be with regard to God and with regard to the people who are around us because it is not our education that will help people, it’s the light that may stream out of us, that will reach people through our being and through our words, not so much through our actions, – we can be very charitable and attentive to people and perfectly cold-hearted, – it’s light, it’s warmth.

But to go back to the Curй d’Ars, he was the parish priest of a minute village not far from Lyon in France and he saw time and again an old peasant in his church who was sitting there hour after hour. One day he approached him and said, “Granddad, what are you doing sitting here for hours? I don’t see your lips move in prayer, you are not running your fingers over the beads of a rosary, what are you doing?” And the man said: “I look at Him, He looks at me and we are happy together”. That is worship, that is a true real relationship between a human soul and God. And this man felt that these moments were the moments of happiness, the moments of fulfilment, not of contentment, but moments when he grew to the full measure of his own stature growing towards the full measure of the stature of Christ. He did not pray particularly, he was in God’s presence, that was the true act of worship. It is very sad to think that one can come to church and say, “Fortunately, it will not last more that 40 minutes”. It would be so wonderful if having stayed for a long time, we could say, “O, must we part from God and from one another?”

I was a youth leader number of years ago in a boy’s and girl’s camp near Paris, and one evening a group of them said to me: “We have noticed that you read evening prayers. Could we come and pray with you?” And I said, “Yes, of course.” And then I thought, let us pray and see how long they can live in this act of prayer. So I read the evening prayers, then I went on to other things. You know, they stood there from 11 o’clock at night until 5 o’clock in the morning. They did not notice the passing of time, because they had never met these prayers, and they had never been in this atmosphere of a small group of people who wanted to pray together. They have been coming to church, they have been doing a variety of pious actions, but here they had chosen to do it. It was their joy and they enjoyed it, and they did not notice how time passed. I think this is a very important thing.

When we speak of worship, we say that God is the object of our adoration, but is He the object of our joy? Are we hungry for the moments, which we can spend with Him? In the course of the day do we feel this hunger, do we feel that there are moments when we are with Him, He is with us, we are in Christ and Christ in us? and that in Him we relate to the whole depth of the divine mystery in the Father? and that the Holy Spirit is speaking within us either by the unutterable groanings or clearly teaching us that in Christ we can say “Father” to the living God, the unfathomable, unreachable God whom we can know in communion, in participation? Are there such moments in the course of our day or is it that our faith is a situation accepted once and for all: I am a believer and I now get on with the work I have got to do – administration, preaching, reading, preparing sermons, preparing lectures, doing all the things which should be flowers and fruits on a tree and not replace the tree? And very often we all, clergy, could be compared with a fruit shop or a vegetable shop. The things are there but they have no roots anymore. If people are quick enough to buy them while they are not yet fading or rotting, it’s good but if people come too late, it will no longer be fresh fruit or fresh vegetables.

Is it the kind of persons we are? Are we capable at all moments to be a tree full of sap from which anyone can detach a fruit or a flower? Are we in God? If we are not in God at that moment we have nothing to do with worship, we are less than a pagan because a pagan at least worships a false god, – we have no God to worship when we drop out of the awareness of God. And when I speak of the awareness of God I don’t mean remembering things intellectually, I mean something which is deeper within us, which allows us to act and to think and to speak and to be, while that is still within us and we are within it. One of our saints canonised lately by the National Council in Russia, Theophane the Recluse, says that our sense of God should be like a little pain in our heart, the sense of loneliness which a child feels, when he is left alone in a room. There is no danger, there is no problem, only – the mother is not there, and there is a longing. This is what we should feel.

To take another example: when in the morning you open your letters and receive a letter that brings you a joy that fills your heart, that makes your heart dance and sing, the whole day will be illumined by this feeling. You will not need remind yourself that you received such and such letter, it will be light in your heart, it will be light in your mind, it will quicken all your energies; joy, exaltation has entered into you, and then everything which you will be doing, saying, thinking will be in the light of this event. And conversely if you received a message of pain, the same will apply to you, the whole day will be under a cloud. This is what should happen to us with regard to God, – we should all the day be in the light of God or in the brokenheartedness of our awareness either of sin, to use a very general word, or of the loss of God. I have let the contact go, where am I to find Him? How can I do it?

You may think that it is not as simple as that – it is. I’ve been a physician for fifteen years of my life, five years in the war, five years in general practice, and I made a rule whenever I felt that I lost touch with God to try to re-establish it, and if a patient came into my surgery and I felt I was loosing touch I would say to him or her, “I don’t know whether you are a believer or not but I must pray. If you are a believer, pray with me, if you are not, sit quiet.” And then I would kneel in front of my icon and keep silent until I felt I was back in God’s presence, then I would turn to my patient and say, “Now, what is the matter with you?” Well, some people probably felt that I was mentally disturbed, other people who know me better than that, still think that; but some people also discovered that there is no reason to be afraid of being what one is. Why not? He is a believer, I am not, or I am a believer in my own right. And that also established a depth and vigour in the relationship that otherwise might have not existed. So it’s very important to recapture our sense of God, it may be great, it may be small. There are people who are so deep in God, as no-one else. There are others who just touched the fringe of Christ’s garment, it doesn’t matter, but don’t let the fringe go, don’t let the presence go because otherwise we are like fish on the sand, we have no raison d’кtre, we have nothing to say to others. What can we say if we have no God ourselves? And it’s a very real thing. I don’t speak of extraordinary mystical experience but of just a feeling of loyalty, a feeling of belonging together, a feeling that we do things together and we are in togetherness.

Now I remember someone who has been coming to our church for years saying to me, “I am not an Orthodox, neither is my husband. When we come to church, are we total strangers to your liturgy because we don’t receive communion? Where do we belong?” And I said what I believe to be true, “If during the service you are immersed in prayer, you are immersed in the divine presence, you are participant of the liturgy even in it’s sacramental dimension because you are makers of the liturgy. If even you are an Orthodox you stand there waiting impatiently for the end of the service, you are an outsider and you have nothing to do with it.”

I remember a Russian officer who came to our parish in Paris. He was a small thin man whose dream was to spend his time in the pub; and he had a tall and portly wife whose dream was to bring him to church, and she did. And he stood behind her during the service and periodically he pulled at her skirt and said, “Ada, Ada, let’s go home, they will never finish their clerical parades.” Well, if you imagine that being an Orthodox made him participant of the liturgy, I think you are very optimistic. And the same applies to an Anglican or to a Free Churchman – to the extent to which we are in God and in act of worship, we are of the Church. If we are not, at that particular moment we are on the fringe. We are in the position in which in ancient times unbaptised people or excommunicated people were that had to stand in the porch and were not allowed into the nave of the church. Whether we stand in the nave or not, we are outside of it, and that we must be aware of for ourselves and for others because it’s a great temptation, especially in the army, to consider that everyone who chooses to come to church is in the act of worship. You are not naive enough, I suppose, not to know that in the army to go to church at times is a great advantage because you are spared a certain number of other chose or exercises and to be in church at times is much more restful than cleaning the barracks.

So it is not everyone who is there is of the Church, and yet everyone who has come can receive a message. What message? From whom? From the priest who is there and from others who are there. And this will depend on whether we can convey something which sounds true or not. And conveying does not mean use words that convince. You remember probably this passage in which Christ was speaking to a crowd of people and what he was saying about eating His flesh, drinking His blood sounded unacceptable to most, and they left. Christ turned to his disciples and asked, “Are you going to leave Me also?” And Peter replied, “Where should we go? You have the words of eternal life.”

What are these words of eternal life? If you read the Gospel, Christ does not speak of eternal life in the sense of describing it, giving an image of it, calling people into it. He speaks words of eternity, words that reach the hearts of people and awaken, bring to life the hearts and minds and the whole personality of those who received the message. This is our function, but to do that we must ourselves have something to do with it. I am not implying that we haven’t but I am implying that we must be watchful, watchful all the time, we can not take a service simply relying on the book and the text and the effect it may have on others. If it does not reach me, why should it reach someone else?

There is a passage in St. John Climacus, a writer of the period of St. Benedict, on Sinai, in which he says, “The Word of God is like a pointed arrow, it can pierce any shield and yet, unless there is a bow, a cord, an arm, an eye, it will remain dormant on the soil.” Well, we are called to be the eye that sees to whom we speak, to be the bow, the arm in the bow that will fly the shaft. But how much we must be aware of the aim because so often whether we preach, whether we lecture, whatever we do, the aim seems to be the mind of the person, the intellect, we try to convey information, knowledge. Are we reaching the heart? And when I say “the heart” I do not mean a person’s emotions, I mean the core of this person, the point in this person from which real feeling, real thought and real action will come. And the word “action” is not irrelevant because prayer, yes, adoration, worship of God, yes, faith, yes, but there is also a way of worshipping God in action. You remember the words of Christ, ‘Whatever you will have done to one of these, you will have done to Me.” And we have no right to imagine that action can replace prayer and prayer can replace action.

The Russian writer Solovyev in one of his short stories presents us with two persons in argument, and one of them says to the other, “I cannot understand why you, Christians, are so keen on action. Isn’t it enough for you to pray?” And the answer is, “Not quite. Very devout people pray before meals but then they sit down to eat.” And I think it’s a very important approach. Yes, pray, pray for God to give us, you, me, light of understanding, determination to act the right way, a warm, glowing heart capable of receiving message of need, of pain, of suffering or of joy, a will firm and the ability to help, yes; but then – act. And unless we act, we do not do what we are supposed to do, because to be faithful to God, to worship Him implies action, it implies to do with regard to the people around us, not to speak of ourselves, what He would wish us to do or rather what He would do Himself if He was there is the flesh. And that is a very important thing. There is no way of worshipping God unless it is incarnate. We worship a God who is the living God that has become true Man and who has acted and has called us to act, to live the Gospel, to live it in all its richness, in all its detail, to live it in such a way that every commandment of love, of compassion, of understanding, of truth should be fulfilled by us with regard to people and through us that other people should be brought into true worship of God, which is considering Him as our supreme Lord, Master, Teacher, Friend, Who gave us an example that we must follow.

There is a last point I wanted to make about worship: morning prayers, evening prayers and the day. The substance of morning prayers is really to awake with the awareness that I am emerging out of sleep as Lazarus was called out of the tomb by the voice of Christ. Well, I sleep, I am as helpless, as unaware of self and the surrounding world as he was, and a voice says, “Lazarus, arise”, and we become aware of God, of self, of the surrounding world and the day that has dawned. The second thing, which I think we must remember, is that this day is a new day, a day that has never, never existed in history, it is like a vast plain covered with snow, with not one footstep mark on it, and God says to us, “Here is this day, virginal, pure of stain, and you must cross this vastness. Let your footsteps mark the right way, don’t stray, don’t soil this vastness, only mark it by a line that is the way to Heaven”. With what veneration we must enter into each day, not saying, “O, Monday again!” Or perhaps, for a clergyman, “Sunday again!”

The second thing is that we must realise that we can face everything in this day as a gift of God. Every person who will come our way, every circumstance, – and I do not mean that they will be pleasant, – is a situation or a person to whom we can do good or evil. Every person whom we meet may be a messenger from God to us or we may be a messenger from God to this person. How do I listen, how do I hear, how do I respond, how do I act in both directions? And then it does not mean at all that every person will be a pleasant encounter or every situation will be a nice one. But are we called to be in the nicest places? Are we supposed to be a Christian ghetto? No, indeed, we are called to be the light of the world, and the light must be there where there is darkness, where the darkness is the darkest, for us to dispel it. We are called to be the salt that prevents corruption, we are called to be the people who know the truth and can speak in charity. We are the people who must live as Christ lived on His terms, love if necessary at the cost of our lives. That’s where we are and that’s what our vocation is. And if we ask ourselves, when there are choices, what should we do?

There is a children’s story, a Russian children’s story about it. A church dignitary that was told by the king that unless he can answer him within 24 hours three questions, he will be flogged publicly. This man reflects, goes to his library, asks questions from all of wise men around him and he can find no answer. And he is trotting sadly back to town knowing that tomorrow he will be flogged and he can hear the hoofs of the horses saying to him, “Flog tomorrow, flog tomorrow, flog tomorrow.” And then he runs into a little girl who is minding geese. This little girl looks at him and says, “Why do you look so sad?” He explains. “And what are the questions?” The questions are, What is the most important moment in life? What is the most important person in the world? What is the most important action one can fulfil? And the little girl says, “But what’s the problem? The only important moment of life is the present moment because the past is gone, the future is not yet there. The most important person in the world is the person with whom you are now. And the most important action you can fulfil is at this present moment to do the right thing about this present person.”

Well, if that was our attitude, we could do things with God because at every moment we could say to God, “Here is the person, here is the situation, allow, give me Your eyes, give me Your hearing, give me Your heart, let me understand things as You do and let me act as I should.” That would be a complete attitude of worshipping God, not of reading prayers but of worshipping the living God.