
ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ὁ ὅσιος πατέρας μας Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής ἔζησε γύρω στό 370 μ.Χ.. Ἦταν σύγχρονος τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Μεγάλου. Μελετώντας νύχτα καί ἡμέρα τίς θεῖες Γραφές, ἄντλησε ἀπό τίς σωτήριες πηγές τους πλούσιο τό νερό τῆς πνευματικῆς σοφίας καί ἔγραψε πολλούς καί πάρα πολύ καλούς λόγους πάνω σέ διάφορα ψυχωφελῆ θέματα, ὥστε ν\’ ἀποτελοῦν ὁλόκληρο βιβλίο. Ἀπό αὐτούς παραθέτουμε ἐδῶ αὐτόν τόν μικρό λόγο, γιά χάρη ἐκείνων πού ἐπιθυμοῦν νά προσέχουν καί νά φυλάγουν τό νοῦ τους. Ὁ λόγος αὐτός διδάσκει μέ συντομία πῶς νά ἀποκρούομε τίς προσβολές τῶν πονηρῶν λογισμῶν, γιά νά μή μᾶς κατηγορεῖ ἡ συνείδηση, πῶς νά μελετοῦμε τά θεῖα καί πῶς νά διατηροῦμε καθαρά τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς μέ κάθε ἀταραξία καί ἐπιτηδειότητα.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Ἀσκητής τῆς ἐποχῆς τοῦ πρωτογενοῦς μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, ὁ ὅσιος Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής, μεταξύ τῶν ἄλλων ἔργων του παρήγαγε καί τά εἰκοσιεπτά κεφάλαια, τά ὁποῖα οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας, ὡς ὠφελιμότατα, ἐνσωμάτωσαν σ\’ αὐτήν.
Πρόκειται γιά μία δέσμη πνευματικῶν καί ἀσκητικῶν ἐμπειριῶν ἑνός μεγάλου ἡσυχαστῆ, πού ἡ ἀξία τους αὐξάνεται ἀπό τό γεγονός τῆς πρωτοτυπίας τους, ἀφοῦ ἀποτελοῦν ἄνθη τοῦ πρώιμου μοναχισμοῦ καί ἔχουν γραφεῖ χωρίς τήν βοήθεια τῆς ἀνύπαρκτης ἀκόμη ἡσυχαστικῆς παραδόσεως.
Βέβαια, τοῦ ὁσίου Ἠσαΐα προηγήθηκαν ἐλάχιστα μέν, πλήν μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἐρήμου, πού, ὡς ταπεινός, ἐπωφελήθηκε τῆς πείρας τους καί διασταύρωσε τήν πνευματική του γνώση. Ἀλλά ὁ ἴδιος συνεισέφερε τό μεγαλύτερο μέρος ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία, κατά τούς πολέμους μέ τόν διάβολο καί τά πάθη, ἀλλά καί ἀπό τήν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὅπως προκύπτει ἀπό ὅλο τό ἔργο του καί τά κεφάλαια «περί τηρήσεως τοῦ νοός», μέ τίς συχνές ἀναφορές στίς ἱερές Γραφές.
Τό ἀπόσπασμα αὐτό ἀπευθύνεται σέ μοναχούς, κυρίως ἡσυχαστές, ἀλλά εἶναι ὠφελιμότατο καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, ἀφοῦ καί τά ψεκτά πάθη εἶναι κοινά, κοινή ἡ ἀνθρωπολογική σύνθεση, κοινή ἡ πίστη, κοινή ἡ χάρη καί κοινοί οἱ πόλεμοι ἀπό τόν κόσμο, τόν διάβολο καί τά πάθη.
Στά εἰκοσιετπά κεφάλαια γίνεται αἰσθητή ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Ὁσίου, πού ἀποτελεῖ καί τό βασικό κριτήριο τῆς διδασκαλίας του, σέ συνδυασμό μέ τίς Γραφικές μαρτυρίες. Ἐξαίρει, σάν παράγοντα ἀντιστάσεως στίς προκλήσεις τῶν παθῶν καί στίς προσβολές τῶν δαιμόνων, τόν θυμό. Δηλαδή τήν ἐξέγερση τοῦ θυμοειδοῦς μέρους τῆς ψυχῆς, προκειμένου νά κινηθεῖ ἡ ψυχή μέ ἀνδρεία κατά τῆς ἐπιτιθέμενης ἁμαρτίας. Καί εἶναι γνωστό, ἀπ\’ ὅλη τήν ἀσκητική γραμματεία, ὅτι ὁ κύριος σκοπός τοῦ θυμοειδοῦς εἶναι ἡ ρωμαλέα ἀντίσταση καί ἡ ὁρμητική ἐπίθεση μόνο κατά τῆς ἁμαρτίας.
Στή συνέχεια ἀποκαλύπτει τίς μεθοδικές ἀπάτες τῶν δαιμόνων, τίς ὁποῖες ἡ ψυχή πρέπει νά ἀντιμετωπίζει μέ τήν προσοχή, τίς ἀσκητικές πράξεις καί τήν προσευχή. Κι αὐτά ὅλα εἶναι ὅσα ὀφείλονται νά γίνουν ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά. Τή νίκη ὅμως μόνον ὁ Κύριος θά δώσει στήν ταπεινή ψυχή, τήν ὁποία συνεχῶς βοηθεῖ, ὑπό τόν ὅρο ὅτι διαμένει στήν ταπείνωση καί τήν αὐτομεμψία της.
Βέβαια, εἶναι αὐτονόητο, ὅτι ὁ ὅσιος Ἠσαΐας θέλει τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς σέ συνεχῆ κατάσταση ἐγρηγόρσεως, ἀφοῦ ἡ σύσταση τοῦ Κυρίου: «Γρηγορεῖτε», ἐπαναλαμβάνεται συχνά καί ἀπό τόν ἴδιο καί τούς ἀποστόλους. Ἐννοεῖται, ὅτι ἡ ἐγρήγορση εἶναι ἀπαραίτητη ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἀσθενής καί ἐνεργεῖται ἀπό τά πάθη. Ὅταν ὅμως, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νικήσει τά πάθη καί φθάσει στήν μακαρία ἀπάθεια, διά τῆς ἑνοποιήσεως ψυχῆς, σώματος καί πνεύματος, τότε ἡ «ἀπάθεια ἀπολέμητος ἐστιν». Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἄποψη πού διατυπώνει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, γιά τήν εἰρήνη «τῆς ἐν σοι τριάδος», καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πού λέγει: «Ὅταν τό ἑνιαῖον τῆς ψυχῆς γένηται τρισσόν μένον ἑνιαῖον….». Ἀλλά τοῦ τελευταίου ἡ ἄποψη εἶναι κάπως διαφορετική, ἀφοῦ «τρισσόν» ἐννοεῖ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, τήν ἐνέργειά του καί τή βούληση. Πάντως πρόκειται περί κοινῶν ἐμπειριῶν μέ διαφορετική διατύπωση.
Ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ ὁσίου Ἠσαΐα ἀποτελεῖ μία ἀσκητική ὑποτύπωση μέ προσωπική γεύση τῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία, μαζί μέ τά ἄλλα ἔργα του, τόν ἀνέδειξε σ\’ ἕναν σημαντικό Γέροντα τοῦ ἀρχαίου μοναχισμοῦ, πού ἐπηρέασε ἀποφασιστικά τή διαμόρφωση τῆς ἀσκητικῆς καί ἡσυχαστικῆς παραδόσεως. Μέ τά κεφάλαια τοῦ ἀρχαίου αὐτοῦ ἀγωνιστῆ τῶν Ἐρήμων, βεβαιώνεται ὅτι ἡ «νόμιμη ἄθληση» ὁδηγεῖ στίς κοινές, ὅσο καί ἰδιότυπες, σάν προσωπικές, ἐμπειρίες καί ἔτσι πραγματοποιεῖται ἡ ἀκαταμάχητη «συμφωνία τῶν Πατέρων», πού ἀποτελεῖ τό ὕψιστο κριτήριο ἀλήθειας καί τήν ὁποία ἀπεργάζεται τό ἕνα καί ἑνοποιό Ἅγιο Πνεῦμα.
27 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
Ἡ ὀργή εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ νοῦ. Καί χωρίς ὀργή οὔτε στήν καθαρότητα φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού σπέρνει μέσα του ὁ διάβολος. Καί ὅταν τόν βρῆκε ὁ Ἰώβ, ἔβρισε τούς ἐχθρούς του μέ αὐτά τά λόγια: «Ἄτιμοι καί ἐξαχρειωμένοι, πού δέν ἔχετε κανένα καλό πάνω σας, πού δέν σᾶς θεωρῶ οὔτε σάν τούς σκύλους τῶν ποιμνίων μου»(1). Ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει στή φυσική ὀργή (δηλαδή σ\’ ἐκείνη πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν), κόβει ὅλα τά θελήματά του μέχρις ὅτου φτάσει στήν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός.
Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά. Ἑτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μήν κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ\’ αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἐδίωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά. Πόλη εἶναι ἡ προσευχή. Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βάση εἶναι ὁ θυμός.
Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἄς σταθοῦμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάγομε τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί ἄς μή βάζομε ἐμπόδιο στή συνείδησή μας. Ἄς προσέχομε τόν ἑαυτό μας μέ φόβο Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἡ συνείδησή μας ἐλευθερωθεῖ καί μαζί της κι ἐμεῖς καί πραγματοποιηθεῖ ἕνωση ἀνάμεσα σ\’ αὐτήν καί σ\’ ἐμᾶς. Καί τότε ἡ συνείδηση γίνεται φύλακάς μας καί μᾶς δείχνει ποῦ σφάλλομε. Ἄν ὅμως δέν ὑπακούσομε σ\’ αὐτήν, θά φύγει ἀπό μᾶς καί θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί τότε πέφτομε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν καί δέν μᾶς ἀφήνουν πλέον. Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας: «Ἄκουσε τόν ἀντίδικό σου ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί του στό δρόμο γιά τό δικαστήριο»(2). Ἀντίδικος, ἐννοοῦν μερικοί ὅτι εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά κάνει τό ἁμαρτωλό του θέλημα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκούσει τήν συνείδησή του, τότε αὐτήν τόν παραδίνει στούς ἐχθρούς του.
Ἄν λοιπόν ὁ νοῦς ἀκούσει αὐτά τά ἐνθαρρυντικά λόγια, ἀψηφᾶ τούς δαίμονες λέγοντας: «Ποιός εἶναι ποὺ μέ πολεμᾶ; Ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου. Ποιός ἀντιδικεῖ μ\’ ἐμένα; Ἄς μέ πλησιάσει. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, ποιός θά μοῦ κάνει κακό; Ὅλοι ἐσεῖς θά παλιώσετε ὅπως τά ροῦχα πού τρώει ὁ σκόρος»(5).
Ἄν ἡ καρδιά σου ἔφτασε νά ἀποκτήσει σάν φυσικό τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας, τότε νίκησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό ἐκεῖνα πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία καί ἔβαλε στήν μνήμη σου τήν κόλαση. Καί γνώριζε ὅτι Ἐκεῖνος πού σέ βοηθεῖ μένει κοντά σου. Καί σύ νά μήν Τόν λυπεῖς μέ καμία ἁμαρτία, ἀλλά κλαῖε ἐμπρός Του καί λέγε: «Ἐσύ Κύριε ἔχεις τό ἔλεος γιά νά μέ γλυτώσεις ἀπό τήν ἁμαρτία καί τούς δαίμονες, γιατί ἐγώ ἀδυνατῶ νά ξεφύγω ἀπό τούς ἐχθρούς χωρίς τήν βοήθειά Σου». Καί πρόσεχε νά μήν παραδεχτεῖς πονηρές σκέψεις, καί Αὐτός σέ φυλάγει ἀπό κάθε κακό.
7.
Ὀφείλει ὁ μοναχός νά κλείσει ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς, δηλαδή τίς αἰσθήσεις του, γιά νά μήν πέσει ἐξαιτίας τους στήν ἁμαρτία. Καί ὅταν δεῖ ὁ νοῦς ὅτι δέν κυριεύεται ἀπό κανένα πάθος, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀθανασία καί μαζεύει τίς αἰσθήσεις του ὅλες κοντά καί τίς κάνει ἕνα σῶμα.
8.
Ἄν ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς ἀπό κάθε ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι τό σημεῖο ὅτι πέθανε μέσα σου ἡ ἁμαρτία.
Ἄν ὁ νοῦς μείνει ἐλεύθερος ἀπό τά κοσμικά πράγματα, τότε ἐκείνη ἡ ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, χάνεται.
Ἄν ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, δηλ. ἀπό τά πάθη, καί ἀναπαυτεῖ, τότε βρίσκεται σέ καινούργια ζωή καί σκέφτεται καινούργια πράγματα, θεϊκά καί ἄφθαρτα. Ὅπου βρίσκεται τό πτῶμα, ἐκεῖ θά μαζευτοῦν οἱ ἀετοί(6), (δηλαδή ὅπου ἡ ἠρεμία ἀπό τά πάθη, ἐκεῖ καί οἱ θεϊκές καί ἄφθαρτες σκέψεις).
Οἱ δαίμονες συνηθίζουν νά ἀποτραβιοῦνται μέ δόλο προσωρινά, γιά νά ξεθαρρευτεῖ ὁ ἄνθρωπος νομίζοντας ὅτι ἔγινε ἀπαθής καί νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του χωρίς προσοχή, Καί τότε ξαφνικά πηδοῦν πάνω στήν ταλαίπωρη ψυχή του καί τήν ἁρπάζουν σάν σπουργίτι. Καί ἄν τήν νικήσουν, τή ρίχνουν χωρίς οἶκτο σέ κάθε ἁμάρτημα, χειρότερο ἀπό ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ζητοῦσε πρωτύτερα συγχώρηση. Ἄς σταθοῦμε λοιπόν μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάξομε τήν καρδιά μας, ἐκτελώντας τήν ἄσκησή μας. Καί ἄς κρατοῦμε τίς ἀρετές, πού ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στήν κακία τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων.
13.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μισήσει τά ἔργα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Καί ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ; Τό νά μήν ἔχει κανείς τίποτε ξένο στό νοῦ του, ὅταν προσεύχεται σ\’ Αὐτόν· νά μήν νιώθει ἄλλη ἡδονή, ὅταν Τόν δοξολογεῖ. νά μή διατηρεῖ καμιά κακία, ὅταν ψάλλει σ\’ Αὐτόν. νά μήν ἔχει μίσος ἐναντίον κανενός, ὅταν προτιμᾶ Αὐτόν· οὔτε νά ὑπάρχει καμιά ζηλοφθονία πονηρή πού νά μᾶς ἐμποδίζει ὅταν ἀπευθυνόμαστε σ\’ Αὐτόν συνεχῶς καί νά τόν θυμόμαστε πάντοτε. Γιατί τά παραπάνω σκοτεινά ἐμπόδια εἶναι τεῖχος πού περικυκλώνει τή δυστυχισμένη ψυχή καί δέν μπορεῖ νά λατρεύσει καθαρά τόν Θεό, ἐφόσον τά ἔχει αὐτά. Γιατί τῆς γίνονται ἐμπόδια στό δρόμο της πρός τόν Θεό καί δέν τήν ἀφήνουν νά Τόν συναντήσει καί νά Τόν δοξολογήσει μέσα της καί νά προσευχηθεῖ σ\’ Αὐτόν μέ γλυκύτητα στήν καρδιά γιά νά φωτιστεῖ ἀπό Αὐτόν. Γι\’ αὐτό ὁ νοῦς σκοτίζεται πάντοτε καί δέν μπορεῖ νά προκόψει κατά Θεόν, γιατί δέν φροντίζει νά τά κόψει ὅλα αὐτά μέ πνευματική γνώση.
14.
Ἐκεῖνος πού δέν βρίσκει βοήθεια σέ καιρό πολέμου, οὔτε στήν εἰρήνη μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη.
Ἐξέταζε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη προσοχή τόν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, κάθε ἡμέρα, καί βλέπε τήν καρδιά σου, ποιό πάθος βρίσκεται μέσα σ\’ αὐτήν. Καί πέταξέ το μακριά ἀπό τήν καρδιά σου, γιά νά μή σοῦ γίνει ἀφορμή καταδίκης.
Πρόσεχε λοιπόν στόν ἑαυτό σου μήπως κάτι ἀπ\’ ὅσα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί φύλαγε τήν καρδιά σου καί μήν ἀμελήσεις καί πεῖς: «Πῶς νά φυλάξω τήν καρδιά μου, ἀφοῦ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός;» Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τίς ἁμαρτίες του καί ἐπιστρέψει στό Θεό μετανοιωμένος, ἡ μετάνοια τόν ξαναγεννᾶ καί τόν κάνει ὅλον καινούργιο.
Πρέπει τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ νά τήν ἀνατρέπομε ἀπό τήν καρδιά μας μέ εὐσεβῆ ἀντιλογία κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μήπως καί βρεθοῦμε νά προσευχόμαστε στό Θεό μέ τά χείλη, ἐνῶ στήν καρδιά νά σκεφτόμαστε τά ἄτοπα. Γιατί ὁ Θεός δέν δέχεται ἀπό τόν ἡσυχαστή προσευχή θολή καί περιφρονητική. Σέ ὅλα τά μέρη της ἡ Γραφή συνιστᾶ ἔντονα νά φυλάγομε τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς. Ἄν ὑποταχθεῖ τό θέλημα τοῦ μοναχοῦ στό νόμο τοῦ Θεοῦ, κατά τό νόμο αὐτό θά κυβερνήσει καί ὁ νοῦς ὅσα ἐξαρτῶνται ὡς ὑπήκοοί του ἀπό αὐτόν, δηλ. ὅλες τίς ψυχικές κινήσεις καί ἰδιαίτερα τό θυμό καί τήν ἐπιθυμία. Αὐτοί εἶναι οἱ ὑπήκοοι τοῦ νοῦ. Ἀρετή ἐργαστήκαμε καί κάναμε τό σωστό, στρέψαμε τήν ἐπιθυμία στό Θεό καί τά θελήματά Του, καί τό θυμό κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο ποὺ ζητεῖται ἀπό μας; Ἡ ἐσωτερική μελέτη.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Ἰώβ 30, 1,4.
2. Ματθ. 5, 25.
3. Ἠσ. 41, 13.
4. Ἠσ. 43, 1-3.
5. Ἠσ. 50, 8.
6. Λουκ. 17, 37.
7. Ματθ. 24, 42-44.
8. Λουκ. 21, 34.
9. Ψαλμ. 120, 6.
10. Ματθ. 7, 14.
11. Ψαλμ. 4, 3.
12. Ψαλμ. 5, 10.
13. Ψαλμ. 9, 27.
14. Ψαλμ. 9, 32.
15. Β΄ Κορ. 10, 5.
16. Ψαλμ. 124, 1.