Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Δέν μποροῦσε νά τραβήξει. Ἤτανε καί οἱ δυό γυμνοί. Δυό ἄνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί ἀπό ροῦχα. Γυμνοί ἀπό ὀνόματα. Γυμνοί ἀπό ἐθνικότητα. Γυμνοί ἀπό τόν χακί ἑαυτό τους.. Δέν μποροῦσε νά τραβήξει. Τό ποτάμι δέν τούς χώριζε τώρα, ἀντίθετα τούς ἕνωνε. Δέν μποροῦσε νά τραβήξει. Ὁ Ἄλλος εἶχε γίνει ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος τώρα, χωρίς ἄλφα κεφαλαῖο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Τό ποτάμι

 

\"\"

Ἡ διαταγή ἤτανε ξεκάθαρη: Ἀπαγορεύεται τό μπάνιο στό ποτάμι, ἀκόμα καί νά πλησιάζει κανένας σέ ἀπόσταση λιγότερο ἀπό διακόσια μέτρα. Δέ χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Ὅποιος τήν παρέβαινε τή διαταγή, θά πέρναγε στρατοδικεῖο. Τούς τή διάβασε τίς προάλλες ὁ ἴδιος ὁ ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, ὅλο τό τάγμα, καί τούς τή διάβασε. Διαταγή τῆς Μεραρχίας ! Δέν ἤτανε παῖξε γέλασε.

Εἴχανε κάπου τρεῖς βδομάδες πού εἶχαν ἀράξει δῶθε ἀπό τό ποτάμι. Κεῖθε ἀπό τό ποτάμι ἦταν ὁ ἐχθρός, οἱ Ἄλλοι ὅπως τούς λέγανε πολλοί. Τρεῖς βδομάδες ἀπραξία. Σίγουρα δέ θά βάσταγε πολύ τούτη ἡ κατάσταση, γιά τήν ὥρα ὅμως ἐπικρατοῦσε ἡσυχία. Καί στίς δυό ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, σέ μεγάλο βάθος, ἤτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μές τό δάσος εἴχανε στρατοπεδεύσει καί οἱ μέν καί οἱ δέ. Οἱ πληροφορίες τους ἤτανε πώς οἱ Ἄλλοι εἴχανε δυό τάγματα ἐκεῖ. Ὡστόσο, δέν ἐπιχειροῦσαν ἐπίθεση, ποιός ξέρει τί λογαριάζανε νά κάνουν. Στό μεταξύ, τά φυλάκια, καί ἀπό τίς δυό μεριές, ἦταν ἐδῶ κι ἐκεῖ κρυμένα στό δάσος, ἕτοιμα γιά πᾶν ἐνδεχόμενο.

Τρεῖς βδομάδες ! Πῶς εἴχανε περάσει τρεῖς βδομάδες ! Δέ θυμόντουσαν σ\’ αὐτόν τόν πόλεμο πού εἶχε ἀρχίσει ἐδῶ καί δυόμισι περίπου χρόνια, ἄλλο τέτοιο διάλειμμα σάν καί τοῦτο.

Ὅταν φτάσανε στό ποτάμι, ἔκανε ἀκόμα κρύο. Ἐδῶ καί μερικές μέρες, ὁ καιρός εἶχε στρώσει. Ἀνοίξη πιά ! Ὁ πρῶτος πού γλίστρησε κατά τό ποτάμι ἤτανε ὁ λοχίας. Γλίστρησε ἕνα πρωινό καί βούτηξε. Λίγο ἀργότερα σύρθηκε ὥς τούς δικούς του, μέ δυό σφαῖρες στό πλευρό. Δέν ἔζησε πολλές ὧρες… Τήν ἄλλη μέρα, δυό φαντάροι τραβήξανε γιά κεῖ. Δέν τούς ξαναεῖδε πιά κανένας. Ἀκούσανε μόνο πυροβολισμούς, καί μετά σιωπή. Τότε βγῆκε ἡ διαταγή τῆς Μεραρχίας. Ἤτανε ὡστόσο μεγάλος πειρασμός τό ποτάμι. Τ\’ ἀκούγανε πού κυλοῦσε τά νερά του καί τό λαχταρούσανε. Αὐτά τά δυόμισι χρόνια, τούς εἶχε φάει ἡ βρῶμα. Εἴχανε ξεσυνηθίσει ἕνα σωρό χαρές. Καί νά, τώρα, πού εἶχε βρεθεῖ στό δρόμο τους αὐτό τό ποτάμι. Ἀλλά ἡ διαταγή τῆς Μεραρχίας….

Στό διάολο ἡ διαταγή τῆς Μεραρχίας ! εἶπε μεσ\’ ἀπό τά δόντια του ἐκείνη τή νύχτα. Γύριζε καί ξαναγύριζε καί ἡσυχία δέν εἶχε, Τό ποτάμι ἀκουγότανε πέρα καί δέν τόν ἄφηνε νά ἡσυχάσει. Θά πήγαινε τήν ἄλλη μέρα, θά πήγαινε ὁπωσδήποτε. Στό διάολο ἡ διαταγή τῆς Μεραρχίας ! Οἱ ἄλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τόν πῆρε κι αὐτόν ὁ ὕπνος. Εἶδε ἕνα ὄνειρο, ἕναν ἐφιάλτη. Στήν ἀρχή, τό εἶδε ὅπως ἤτανε: ποτάμι. Ἤτανε μπροστά του αὐτό τό ποτάμι καί τόν περίμενε. Καί αὐτός γυμνός στήν ὄχθη, δέν ἔπεφτε μέσα. Σάν νά τόν βάσταγε ἕνα ἀόρατο χέρι. Ὕστερα τό ποτάμι μεταμορφώθηκε σέ γυναίκα. Μιά νέα γυναίκα, μελαχροινή, μέ σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στό γρασίδι, τόν περίμενε. Καί αὐτός, γυμνός μπροστά της, δέν ἔπεφτε πάνω της. Σάν νά τόν βάσταγε ἕνα ἀόρατο χέρι. Ξύπνησε βαλαντωμένος, δέν εἶχε ἀκόμα φέξει….

Φθάνοντας στήν ὄχθη, στάθηκε καί τό κοίταξε. Τό ποτάμι ! Ὥστε ὑπῆρχε λοιπόν αὐτό τό ποτάμι ; Ὧρες ὧρες, συλλογιζότανε μήπως δέν ὑπῆρχε στ\’ ἀλήθεια. Μήπως ἤτανε μιὰ φαντασία τους, μιὰ ὁμαδική ψευθαίσθηση. Εἶχε βρεῖ μιὰ εὐκαιρία καί τράβηξε κατά τό ποτάμι. Τό πρωινό ἤτανε θαῦμα! Ἄν ἤτανε τυχερός καί δέν τόν παίρνανε μυρουδιά… Νά πρόφταινε νά βουτήξει στό ποτάμι, νά μπεῖ στά νερά του, τά παρακάτω δέν τόν νοιάζανε. Σ\’ ἕνα δέντρο, στήν ὄχθη, ἄφησε τά ροῦχα του, καί ὄρθιο πάνω στόν κορμό, τό τουφέκι του. Ἔριξε δυό τελευταῖες ματιές, μία πίσω του, μήν ἤτανε κανένας ἀπό τούς δικούς του, καί μιά στήν ἀντίπερα ὄχθη, μήν ἤτανε κανένας ἀπό τούς Ἄλλους. Καί μπῆκε στό νερό….

Ἀπό τή στιγμή πού τό σῶμα του, ὁλόγυμνο, μπῆκε στό νερό, τοῦτο τό σῶμα πού δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, πού δυό τραύματα τό εἴχανε ὡς τώρα σημαδεύσει, ἀπό τή στιγμή αὐτή ἔνοιωσε ἄλλος ἄνθρωπος. Σάν νά πέρασε ἕνα χέρι μ\’ ἕνα σφουγγάρι μέσα του καί νά τά \’ σβησε αὐτά τά δυόμισι χρόνια. Κολυμποῦσε πότε μπρούμυτα, πότε ἀνάσκελα. Ἀφηνότανε νά τόν πηγαίνει τό ρεῦμα. Ἔκανε καί μακροβούτια… Ἦταν ἕνα παιδί τώρα αὐτός ὁ φαντάρος, πού δέν ἤτανε παρά εἰκοσιτριῶν χρονῶν κι ὅμως τά δυόμισι τελευταῖα χρόνια εἶχαν ἀφήσει βαθειά ἴχνη μέσα του.

Δεξιά κι ἀριστερά, καί στίς δυό ὄχθες, φρτερουγίζανε πουλιά, τόν χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε ἀπό πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ἕνα κλαδί πού τό ἔσερνε τό ρεῦμα. Βάλθηκε νά τό φτάσει μ\’ ἕνα μονάχα μακροβούτι. Καί τά κατάφερε, Βγῆκε ἀπό τό νερό ἀκριβῶς δίπλα στό κλαδί. Ἔνοιωσε μιὰ χαρά! Ἀλλά τήν ἴδια στιγμή εἶδε ἕνα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακρυά. Σταμάτησε καί προσπάθησε νά δεῖ καλύτερα. Καί ἐκεῖνος πού κολυμποῦσε ἐκεῖ τόν εἶχε δεῖ, εἶχε σταματήσει κι αὐτός. Κοιτάζονταν. Ξανάγινε ἀμέσως αὐτός πού ἤτανε καί πρωτύτερα: ἕνας φαντάρος πού εἶχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, πού εἶχε ἕναν πολεμικό σταυρό, πού εἶχε ἀφήσει τό τουφέκι του στό δέντρο. Δέν μποροῦσε νά καταλάβει ἄν αὐτός ἀντίκρυ του ἤτανε ἀπό τούς δικούς του ἡ ἀπό τούς Ἄλλους. Πῶς νά τό καταλάβει; Ἕνα κεφάλι ἔβλεπε μονάχα. Μποροῦσε νἄναι ἕνας ἀπό τούς δικούς του. Μποροῦσε νἄναι ἕνας ἀπό τούς Ἄλλους.

Γιά μερικά λεπτά, καί οἱ δυό τους στέκονταν ἀκίνητοι στά νερά. Τή σιωπή διέκοψε ἕνα φτάρνισμα. Ἦταν αὐτός πού φταρνίστηκε, καί κατά τή συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε ἐκεῖνος ἀντίκρυ του ἄρχισε νά κολυμπάει γρήγορα πρός τήν ἀντίπερα ὄχθη. Κι αὐτός ὅμως δέν ἔχασε καιρό. Κολύμπησε πρός τήν ὄχθη του μ\’ ὅλη του τή δύναμη. Βγῆκε πρῶτος. Ἔτρεξε στό δέντρο πού εἶχε ἀφήσει τό τουφέκι του, τό ἅρπαξε. Ὁ Ἄλλος ὅ,τι ἔβγαινε ἀπό τό νερό. Ἔτρεξε τώρα κι ἐκεῖνος νά πάρει τό τουφέκι του. Σήκωσε τό τουφέκι του αὐτός, σημάδεψε. Τοῦ ἤτανε πάρα πολύ εὔκολο νά τοῦ φυτέψει μία σφαίρα στό κεφάλι. Ὁ Ἄλλος ἤτανε σπουδαῖος στόχος ἔτσι καθώς ἔτρεχε ὁλόγυμνος, κάπου εἴκοσι μονάχα μέτρα μακρυά.

Ὄχι, δέν τράβηξε τή σκανδάλη. Ὁ Ἄλλος ἦταν ἐκεῖ, γυμνός ὅπως εἶχε ἔρθει στόν κόσμο. Κι αὐτός ἦταν ἐδῶ, γυμνός ὅπως εἶχε ἔρθει στόν κόσμο… Δέν μποροῦσε νά τραβήξει. Ἤτανε καί οἱ δυό γυμνοί. Δυό ἄνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί ἀπό ροῦχα. Γυμνοί ἀπό ὀνόματα. Γυμνοί ἀπό ἐθνικότητα. Γυμνοί ἀπό τόν χακί ἑαυτό τους.. Δέν μποροῦσε νά τραβήξει. Τό ποτάμι δέν τούς χώριζε τώρα, ἀντίθετα τούς ἕνωνε. Δέν μποροῦσε νά τραβήξει. Ὁ Ἄλλος εἶχε γίνει ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος τώρα, χωρίς ἄλφα κεφαλαῖο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε τό τουφέκι του. Χαμήλωσε τό κεφάλι του. Καί δέν εἶδε τίποτα ὥς τό τέλος, πρόφτασε νά δεῖ μονάχα κάτι πουλιά πού φτερουγίσανε τρομαγμένα σάν ἔπεσε ἀπό τήν ἀντικρινή ὄχθη ἡ τουφεκιά,… κι αὐτός, γονάτισε πρῶτα,…. ὕστερα ἔπεσε…. μέ τό πρόσωπο στό χῶμα…..