Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἐγώ δηλαδή θεωρῶ πώς ὅταν ἡ πολιτεία στό σύνολό της βρίσκεται σέ καλή κατάσταση, ὠφελεῖ κάθε πολίτη περισσότερο παρά ὅταν εὐημερεῖ σχετικά μέ τόν κάθε πολίτη της, ὅμως ἡ πολιτεία ὅλη μαζί παίρνει τόν κατήφορο. Γιατί ἕνας ἄντρας εὐκατάστατος σχετικά μέ τίς δικές του ὑποθέσεις, ἄν καταστραφεῖ ἡ πατρίδα του, δέ χάνεται λιγότερο κι ὁ ἴδιος• ἄν ὅμως κακοτυχήσει σέ πολιτεία πού ἀκμάζει, εἶναι πολύ πιό πιθανό νά σωθεῖ.

Τὸ κύκνειο ἄσμα τοῦ Περικλῆ (ΘΟΥΚ 2.59.1–2.65.13)

(Ἐνῶ ἡ Ἀθήνα μαστιζόταν ἀπό τόν λοιμό (βλ. ΘΟΥΚ 2.47.1–2.54.5), οἱ Πελοποννήσιοι εἰσέβαλαν γιά δεύτερη φορά στήν Ἀττική καί προχωρώντας νότια λεηλάτησαν τήν περιοχή τοῦ Λαυρίου. Οἱ Ἀθηναῖοι μέ τή σειρά τους λεηλάτησαν τήν Ἐπιδαυρο καί παραλιακές πόλεις τῆς Πελοποννήσου, ἀπέτυχαν, ὡστόσο, νά βοηθήσουν οὐσιαστικά ὅσους πολιορκοῦσαν τήν Ποτίδαια, καθώς οἱ στρατιῶτες πού στάλθηκαν ἐκεῖ μετέδωσαν στούς συμπολεμιστές τους τήν ἀσθένεια. Σέ αὐτό τό σημεῖο ὁ ἱστορικός ἀφηγεῖται τό \”κύκνειο ἄσμα\” τοῦ Περικλῆ.)

Κείμενο στὴν νεοελληνική

Μετά τή δεύτερη εἰσβολή τῶν Πελοποννησίων, καθώς καί ἡ γῆ τους ἦταν ρημαγμένη καί ἡ ἀρρώστεια τούς θέριζε μαζί μέ τόν πόλεμο, εἶχε ἀλλάξει ἡ διάθεση τῶν Ἀθηναίων κι ἀπό τή μία μεριά κατηγοροῦσαν τόν Περικλῆ γιατί τούς ἔκανε νά μποῦνε στόν πόλεμο, κ\’ ἔφταιγε αὐτός γιά τίς συμφορές πού εἶχαν πέσει, κι ἀπό τήν ἄλλη ἔκλιναν νά κάνουν ὑποχωρήσεις πρός τούς Λακεδαιμονίους• καί τούς ἔστειλαν κάτι ἀντιπροσώπους, ἀλλά δέν ἔφεραν ἀποτέλεσμα. Καί μή βρίσκοντας διέξοδο ἀπό πουθενά καθώς τά συλλογίζονταν ὅλ\’ αὐτά, ἐχτρεύονταν τόν Περικλῆ περισσότερο. Αὐτός, βλέποντάς τους ν\’ ἀγαναχτοῦνε καί νά βαρυγκομοῦν γιά ὅλα ὅσα εἶχε ὁ ἴδιος ὑπόψη του πώς θά συνέβαιναν, κάλεσε σύναξη τοῦ λαοῦ (γιατί ἦταν ἀκόμα στρατηγός) θέλοντας νά τούς ἐγκαρδιώσει καί νά μαλακώσει τήν ὀργισμένη τους διάθεση, καί συνάμα νά τούς βγάλει ἀπό τήν ψυχή τους τό μεγάλο τους φόβο• καί πρόβαλε στό βῆμα καί εἶπε ἀπάνω–κάτω τά ἀκόλουθα.

«Περίμενα τά αἰσθήματα τοῦ θυμοῦ σας ἐνάντιά μου (γιατί νιώθω καλά τίς αἰτίες), καί γι\’ αὐτό τό λόγο κάλεσα τή σύναξη γιά νά σᾶς θυμίσω καί νά σᾶς μαλώσω ἄν εἴτε ἄδικα ἀγαναχτεῖτε μαζί μου, εἴτε ὑπερβολικά σᾶς λύγισαν οἱ συμφορές. Ἐγώ δηλαδή θεωρῶ πώς ὅταν ἡ πολιτεία στό σύνολό της βρίσκεται σέ καλή κατάσταση, ὠφελεῖ κάθε πολίτη περισσότερο παρά ὅταν εὐημερεῖ σχετικά μέ τόν κάθε πολίτη της, ὅμως ἡ πολιτεία ὅλη μαζί παίρνει τόν κατήφορο. Γιατί ἕνας ἄντρας εὐκατάστατος σχετικά μέ τίς δικές του ὑποθέσεις, ἄν καταστραφεῖ ἡ πατρίδα του, δέ χάνεται λιγότερο κι ὁ ἴδιος• ἄν ὅμως κακοτυχήσει σέ πολιτεία πού ἀκμάζει, εἶναι πολύ πιό πιθανό νά σωθεῖ. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ πολιτεία μέν μπορεῖ ν\’ ἀνεβαστάξει τίς δυστυχίες τοῦ κάθε πολίτη, ὁ καθένας ὅμως χωριστά δέν μπορεῖ ν\’ ἀνεβαστάξει τίς δικές της, πῶς μπορεῖ νά μήν τό θεωρήσουν ὅλοι χρέος τους νά τή συντρίψουν, καί νά μήν κάνουν ὅ,τι κάνετε τώρα σεῖς, πού, χτυπημένοι ἀπό τίς συμφορές τοῦ σπιτιοῦ σας εἶστε ἕτοιμοι νά παρατήσετε τή σωτηρία τοῦ συνόλου, καί ρίχνετε τήν αἰτία, τόσο σέ μένα πού σᾶς ὁρμήνεψα νά πολεμήσετε, ὅσο καί στόν ἑαυτό σας, πού συμφωνήσατε μαζί μου, καί πήρατε τήν ἀπόφαση; Κι ὅμως τά βάζετε μέ μένα, ἄντρα παράξιο, πού, νομίζω, δέν εἶμαι χειρότερος ἀπό κανένα τόσο στό νά διακρίνω τί χρειάζεται σέ κάθε περίσταση, ὅσο ἀνώτερος ἀπό κάθε πειρασμό κέρδους καί νά σᾶς τά ἀναπτύξω καθώς πρέπει, καί εἶμαι ἀφοσιωμένος στήν πολιτεία καί ἀπολύτως ἀδέκαστος.
Γιατί ἐκεῖνος πού τά καταλαβαίνει καί δέν μπορεῖ νά τά ἐξηγήσει καθαρά εἶναι στήν ἴδια μοίρα μέ ὅσους οὔτε τά βάζουνε στό νοῦ τους• κι ὅποιος, ἔχοντας καί τίς δύο ἱκανότητες, ὅμως δέν ἔχει καλή προαίρεση πρός τήν πολιτεία δέ θά μιλήσει μέ τήν ἴδιαν ἔγνοια γιά τίς δουλειές της σὰ νά \’τανε δικές του• ἀλλ\’ ἄν ἔχει ἀκόμα κι αὐτό, ἄν ἀγαπάει δηλαδή τήν πολιτεία, ἀλλά δέν μπορεῖ ν\’ ἀντισταθεῖ στόν πειρασμό τοῦ κέρδους, θά πουληθοῦν ἀπ\’ αὐτόν ὅλα γιά τό ἕνα τοῦτο. Ὥστε ἄν, νομίζοντας πώς ἔχω ὅλ\’ αὐτά τά προσόντα περισσότερο ἀπό ἄλλους ἔστω καί σέ μέτριο βαθμό, πειστήκατε στά λόγιά μου κι ἀποφασίσατε νά πολεμήσετε, δέ θά ἤτανε λογικό νά \’χω τώρα τήν κατακραυγή πώς ἔπραξα ἄδικα.

»Γιατί ὅσοι μποροῦν νά διαλέξουν ἐνῶ πηγαίνουν ὅλα τ\’ ἄλλα καλά, θά ἦταν ἀνόητοι ἄν διάλεγαν τόν πόλεμο• ἀφοῦ ὅμως ἦταν ἀνάγκη ἤ εὐθύς νά ὑποχωρήσομε στούς ξένους καί νά τούς ὑποδουλωθοῦμε, ἤ νά ἀναλάβομε τόν κίντυνο καί νά νικήσομε, ὅποιος θέλει ν\’ ἀποφύγει τόν κίντυνο ἀξίζει νά κατηγορηθεῖ περισσότερο ἀπό κεῖνον πού στέκεται νά τόν ἀντιμετωπίσει. Ὅσο γιά μένα, εἶμαι πάντα ὁ ἴδιος, καί δέν τό κουνῶ ἀπό τήν ἄποψή μου• ἐσεῖς ὅμως ἀλλάξατε, γιατί ἔτυχε, ὅταν δεχτήκατε τά λόγιά μου νά μήν ἔχετε πάθει ἀκόμα τίποτα, ἀλλ\’ ἅμα κακοπάθατε μετανιώσατε καί τά ἐπιχειρήματά μου, τώρα πού ἐξασθένησε τό φρόνημά σας δέ σᾶς φαίνονται πιά σωστά. Γιατί κεῖνο πού σᾶς βασανίζει εἶναι ἀδιάκοπα αἰσθητό, ἀλλά τήν καθαρή ἀπόδειξη τῆς ὠφέλειας ἀπό τόν πόλεμο δέν μπορεῖ νά τήν πιστέψει κανείς, κ\’ ἐπειδή ἄλλαξαν τά πράματα πολύ πρός τό χειρότερο, καί μάλιστα σέ μικρό χρονικό διάστημα, ἔχει καταπέσει ἡ ψυχική σας διάθεση νά ἐξακολουθήσετε νά ὑπομένετε γιά κεῖνα πού ἀποφασίσατε. Γιατί τό ξαφνικό καί ἀπροσδόκητο κακό, καί κεῖνο πού συμβαίνει ἐνάντια σέ κάθε λογική εἰκασία, ὑποδουλώνει τό νοῦ τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτό ἀκριβῶς σᾶς προκάλεσε κοντά στ\’ ἄλλα, καί κατά μεγάλο μέρος, ἡ ἀρρώστεια. Ὅμως ἐσεῖς, πολίτες μιᾶς μεγάλης πολιτείας, κι ἀναθρεμμένοι μέ συνήθειες ἀνάλογες μ\’ αὐτήν, χρέος ἔχετε καί πρόθυμοι νά εἶστε νά ὑπομένετε τίς πιό μεγάλες συμφορές, καί νά μήν ἐξευτελίσετε τήν ἀξίωση τοῦ μεγαλείου της, (γιατί τό ἴδιο φαίνεται νά καταφρονοῦν οἱ ἄνθρωποι τόσο ἐκεῖνον πού ἀπό νωθρή δειλία πέφτει πιό κάτω ἀπό τή φήμη πού ἐπικρατεῖ γι\’ αὐτόν, ὅσο καί νά μισοῦν ὅποιον ὀρέγεται μέ ἀναίδεια μεγαλύτερη φήμη ἀπ\’ ὅ,τι τοῦ ταιριάζει), ἀλλά παραμερίζοντας τόν πόνο γιά τίς προσωπικές σας συμφορές, νά καταπιαστεῖτε νά σώσετε τήν πολιτεία.

»Ὅσο τώρα γιά τούς μόχτους καί τίς θυσίες τοῦ πολέμου, μήν παραπληθύνουν καί πάλι δέν ὠφελήσουν γιά νά νικήσομε, θά \’πρεπε νά σᾶς φτάνουν οἱ ἀποδείξεις πού πολλές φορές προτήτερα σᾶς ἔδωσα πώς δέν εἶναι σωστό νά ὑποψιάζεστε κάτι τέτοιο. Θά σᾶς πῶ ὅμως τώρα καί τό ἑξῆς σχετικά μέ τό μεγαλεῖο της ἡγεμονίας μας, πού μοῦ φαίνεται πώς οὔτε σεῖς οἱ ἴδιοι τό βάλατε ποτέ, ὡς τώρα στό νοῦ σας πώς τό ἔχετε, οὔτ\’ ἐγώ τό ἀνέφερα στούς περασμένους μου λόγους, κι οὔτε τώρα θά τό μεταχειριζόμουν, γιατί μοιάζει πολύ ρητορικό καί καυχησιάρικο, ἄν δέ σᾶς ἔβλεπα τόσο καταθλιμμένους, πέρ\’ ἀπ\’ ὅσο δικαιολογεῖται λογικά. Ἐσεῖς δηλαδή νομίζετε βέβαια πώς εἶστε ἄρχοντες μόνο τῶν συμμάχων σας• ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ― καί ἀποδείχνω πώς ἀπό τά δύο μέρη τοῦ κόσμου ποὺ εἶναι μπορετό νά χρησιμοποιήσει ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή τή γῆ καί τή θάλασσα, εἶστε σεῖς ἀπόλυτοι κύριοι τοῦ ἑνός, σέ ὅσην ἔκταση τήν ἐκμεταλλεύεστε τώρα, κι ἄν θελήσετε, ἀκόμα μακρύτερα καί δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μπορεῖ νά σᾶς ἐμποδίσει, μέ τό ναυτικό πού ἔχομε τώρα, νά πᾶτε ὁπουδήποτε, οὔτε ὁ Μεγάλος Βασιλιάς, οὔτε κανένα ἄλλο κράτος ἀπ\’ ὅσα ὑπάρχουν σήμερα, ὥστε ἡ δύναμη αὐτή δέν ἀναμετριέται μέ τή χρεία τῶν σπιτιῶν καί τῶν χτημάτων σας, πού τώρα νομίζετε πώς χάσατε μεγάλα πράματα πού τά στερηθήκατε• ὥστε δέν εἶναι λογικό νά βαρυγκομᾶτε γι\’ αὐτά τώρα, παρά νά τ\’ ἀψηφίσετε, θεωρώντας τα σά κηπαράκι, ἤ μικρό στολίδι τοῦ πλούτου μας ἄν τά συγκρίνετε μ\’ αὐτή τή δύναμη• καί νά καταλάβετε πώς ἡ ἐλευθερία, ἄν τή σώσομε μέ τήν ἀφοσίωσή μας σ\’ αὐτήν, εὔκολα θά σᾶς τά ξαναποχτήσει ὅ\’ αὐτά, γιά κείνους ὅμως πού ὑποδουλώνονται σέ ξένους, εὔκολα ξεπέφτουν καί χάνονται καί ὅσα εἶχαν προτήτερα. Ἀποφασίστε λοιπόν νά μή φανεῖτε κατώτεροι, κι ἀπό τίς δύο πλευρές, ἀπό τούς πατέρες σας, πού τ\’ ἀπόχτησαν αὐτά μέ κόπους καί θυσίες καί δέν τά βρῆκαν ἕτοιμα ἀπό ἄλλους, κι ἀκόμα τά διατήρησαν καί σᾶς τά κληροδότησαν (γιατί εἶναι μεγαλύτερη ντροπή νά τοῦ παίρνουν κανενός αὐτά πού ἔχει, παρά ν\’ ἀποτύχει στήν προσπάθεια ν\’ ἀποχτήσει καινούργια πλεονεχτήματα) καί νά πολεμήσετε τούς ἐχτρούς ὅλοι μαζί ὄχι μόνο μέ ὑψηλό τό φρόνημα, μά καί μέ καταφρόνεση γι\’ αὐτούς ἀπό τήν ἀνωτερότητά σας. Γιατί κ\’ ἕνας ἄναντρος ἀκόμα, ἄν τυχόν πετύχει ἡ βλακεία του, μπορεῖ νά τό καυχηθεῖ, καταφρονεῖ ὅμως τόν ἐχτρό ὅποιος ἔχει ἐνσυνείδητη πεποίθηση πώς εἶναι ἀνώτερός του, πράμα πού ἀληθεύει γιά σᾶς. Κι ὅταν οἱ πιθανότητες εἶναι ἴσες, ἡ συναίσθηση τῆς ἀξίας του πού κάνει τόν ἄνθρωπο περήφανο τοῦ στερεώνει τήν τόλμη, καί στηρίζεται λιγότερο στήν ἀόριστην ἐλπίδα πού παίρνει δύναμη ὅταν λείπει κάθε ἄλλη διέξοδος, παρά στήν ἔγκυρη γνώση τῶν ὅσων ἔχει, πού ἀπ\’ αὐτή μπορεῖ πιό σίγουρα νά προβλέψει τό μέλλον.

»Καί εἶναι φυσικό νά θέλετε νά διαφεντέψετε τίς τιμές πού ἔχει ἡ πολιτεία σας, ἀρχόντισσα τῶν ἄλλων, καί πού τίς χαίρεστε ὅλοι, καί νά μήν ἀποφεύγετε τίς θυσίες, εἰδ\’ ἄλλως νά μήν ἐπιδιώκετε καί τίς τιμές. Καί μή νομίζετε πώς ἀγωνίζεστε γιά ἕνα πράμα μόνο, τήν ἐλευθερία ἤ τήν ὑποδούλωση, ἀλλά καί γιά τή στέρηση τῆς ἡγεμονίας σας, καί γιά τούς κιντύνους πού θά φέρει τό μίσος πού προελκύσατε ἐξ αἰτίας τῆς ἐξουσίας αὐτῆς. Κι οὔτε μπορεῖτε πιά νά παραιτηθεῖτε ἀπ\’ αὐτήν, ἄν τυχόν κανείς ἀπό τό φόβο του, τήν κρίσιμη τούτην ὥρα, κάνει τό σπουδαῖο προτείνοντάς το ἀπό δειλία, γιά ν\’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς εὐθύνες. Γιατί κρατεῖτε τώρα τήν ἡγεμονία σας σάν τυραννίδα, πού φαίνεται ἄδικο νά τήν πάρει κανείς, νά τήν ἀφήσει ὅμως εἶναι ἐπικίντυνο. Τέτοιοι ἄνθρωποι, πολύ γρήγορα παρασύροντας καί ἄλλους, θά ἔχαναν τὴν πολιτεία τους, ἀκόμη κι ἄν εἶχαν κάπου ἀλλοῦ αὐτόνομη διοίκηση μόνοι τους• γιατί ὅσοι διστάζουνε μπρός στή δράση, δέ σώζονται ἄν δέ βρεθοῦνε δίπλα τους ἄλλοι, ἐνεργητικοί ἄνθρωποι, κι οὔτε συμφέρει ἡ ἀπραξία σέ πολιτεία ἡγεμονική, παρά μόνο σέ σκλαβωμένη, πού μένει ἀσφαλισμένη στή δουλεία της.

»Σεῖς ὅμως δέν πρέπει οὔτε νά παρασύρεστε ἀπό τέτοιους πολίτες οὔτε νά εἶστε ἀγαναχτισμένοι μαζί μου, ἀφοῦ καί σεῖς οἱ ἴδιοι συμφωνήσατε μέ τή γνώμη μου ν\’ ἀναλάβετε τόν πόλεμo, ἐπειδή τώρα ἦρθαν οἱ ἐχτροί κ\’ ἔπραξαν ὅ,τι ἦταν ἑπόμενο νά πράξουν μιὰ καί δέ θελήσατε νά τούς προσκυνήσετε, κ\’ ἐπειδή προστέθηκε σ\’ αὐτά καί περ\’ ἀπ\’ ὅ,τι περιμέναμε, τούτη ἡ ἀρρώστεια, τό μόνο πράμα ἀπ\’ ὅλα πού ξεπέρασε τίς λογικές εἰκασίες μας. Καί ξέρω πώς ἐξ αἰτίας της κατά μέγα μέρος μέ μισήσατε περισσότερο, ἄδικα, ἐξόν ἄν, κι ὅταν εὐτυχήσετε σέ κάτι χωρίς νά τό περιμένετε, τό ἀποδώσετε κι αὐτό σέ μένα. Χρέος ἔχομε ὅμως νά ὑπομένομε μέ καρτερία κατ\’ ἀνάγκη ὅσα στέλνουν οἱ θεοί, καί μέ παλληκαριά ὅσα μᾶς κάνουν oἱ ἐχτροί. Γιατί ἔτσι συνειθίζει κι ἄλλοτε νά φέρνεται ἡ πολιτεία τούτη, κι ἄς μή σταματήσει τώρα ἀπό σᾶς. Συλλογιστεῖτε πώς εἶναι πολυδοξασμένη σ\’ ὅλον τόν κόσμο, γιατί δέ λυγίζει ἀπό τίς συμφορές, κ\’ ἔχει ξοδέψει πολλές ζωές καί βάσανα στόν πόλεμο κι ἀπόχτησε τήν πιό μεγάλη δύναμη πού στάθηκε ποτέ, πού ἡ θύμησή της θά μείνει αἰώνια στούς κατοπινούς, ἔστω κι ἄν κάποτε ἀπό δῶ κ\’ ἐμπρός ὑποστοῦμε κάποια μείωση (γιατί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἔρχεται ὥρα πού ξεπέφτουν). Καί θά θυμᾶται ὁ κόσμος πώς Ἕλληνες ἐμεῖς, ἐξουσιάσαμε τούς περισσότερους Ἕλληνες ἀπό κάθε ἄλλον, κι ἀνεβαστάξαμε τούς πιό μεγάλους πολέμους καί πρός ὅλον τόν κόσμο καί πρός πολλούς χωριστά, καί πώς φτιάξαμε καί κατοικήσαμε τήν πιό μεγάλη καί πλούσια σ\’ ὅλα πολιτεία. Ἄν καί σ\’ ὅλα τοῦτα, θά βρεῖ ψεγάδι ὁ μισερός κι ὀκνός• μά ὅποιος θέλει κι αὐτός κάτι νά κατορθώσει θά ἐπιδιώξει νά κάνει τό ἴδιο, κι ὅποιος δέν τά \’χει, θά τά φθονήσει. Κι\’ ἄλλοι πολλοί, ὅσοι θέλησαν νά ἐξουσιάσουν ἄλλους ἀνθρώπους, ἔγιναν μισητοί καί βαρεῖς στούς ἄλλους• ὅποιος ὅμως σηκώνει τό βάρος τοῦ φθόνου γιά τά πιό μεγάλα ἐπιτεύγματα, αὐτός στοχάζεται κι ἀποφασίζει σωστά. Γιατί τό μίσος δέν κρατάει πολύ, ἀλλά τό τρανό μεγαλεῖο τώρα καί ἡ δόξα στό μελλούμενο χρόνο μένουν νά τά θυμοῦνται γιά πάντα. Ἐσεῖς λοιπόν, ξέροντας πώς καί τό μέλλον θά εἶναι λαμπρό, κι ἀποφασίζοντας νά μήν ντροπιαστεῖτε στήν τωρινή στιγμή, κερδίστε καί τά δύο μέ τό ἄμεσο θαρρετό σας φρόνημα, καί μή στέλνετε πιά ἀντιπροσώπους ζητώντας νά συνάψετε εἰρήνη μέ τούς Λακεδαιμονίους, καί μή δείχνετε πώς σᾶς βασανίζουν οἱ τωρινές συμφορές, γιατί ἐκεῖνοι πού ἐλάχιστα ἐπηρεάζεται τό ἠθικό τους ἀπό τίς ἐξωτερικές ταλαιπωρίες καί πού μέ δύναμη ἀντιστέκονται μέ τίς πράξεις τους σ\’ αὐτές, αὐτοί εἶναι οἱ καλύτεροι καί σάν πολιτεία ὅλοι μαζί ἀπ\’ ὅλες τὶς πολιτεῖες τοῦ κόσμου, καί σάν ἄτομα ἀπό κάθε ἄλλον ἄνθρωπο».

Μέ τέτοια λόγια πάσκιζε λοιπόν ὁ Περικλῆς νά κάνει τούς Ἀθηναίους νά χαλαρώσουν τήν ἀγανάχτηση πού τοῦ εἶχαν καί νά ξεδώσει ὁ νοῦς τους ἀπό τά βάσανα πού τούς τυραννοῦσαν τόν καιρό ἐκεῖνο. Κι ὅσο βέβαια γιά τά δημόσια πράματα, ἄλλαξαν αὐτοί γνώμη καί δέν ξανάστειλαν μηνύματα στούς Λακεδαιμονίους γιά συνθηκολόγηση, καί γιά τόν πόλεμο ἔδειχναν μεγαλύτερη προθυμία• ἀλλά ὅσο γιά τήν ἰδιωτική τους ζωή, βαρυγκομοῦσαν πάντα γιά ὅσα πάθαιναν• οἱ φτωχοί, πού στηρίζονταν σέ μικρότερη οἰκονομική βάση, γιατί τήν ἔχαναν κι αὐτήν, κ\’ οἱ πλούσιοι πάλι ἀγαναχτοῦσαν γιατί εἴχανε χάσει ὡραῖα ὑποστατικά στήν ἔξοχη, μέ μεγαλόπρεπα χτίρια καί πολυτελεῖς ἐγκαταστάσεις, καί τό χειρότερο, γιατί εἶχαν πόλεμο ἀντί γιά εἰρήνη. Στ\’ ἀλήθεια δέν καταλάγιασε ὁ θυμός τοῦ πλήθους ἐνάντια στόν Περικλῆ, παρά μόνον ἀφοῦ τόν τιμώρησαν μέ βαρύ πρόστιμο. Ἀλλά ἀργότερα, καί πρίν περάσει πολύς καιρός, καθώς τό συνειθίζει τό πλῆθος, τόν ἔβγαλαν πάλι στρατηγό καί τοῦ ἔδωσαν ὅλη τήν ἐξουσία στίς δημόσιες ὑποθέσεις, γιατί εἶχε πιά στομώσει ὁ πόνος τους γι\’ αὐτά πού ὑπόφερε ὁ καθένας στήν οἰκογενειακή του ζωή• κι ὅσο γιά τίς ἀνάγκες πού εἶχε ἡ πολιτεία, ὅλη μαζί, τόν ἐνόμιζαν παράξιο ἀπ\’ ὅλους. Γιατί ὅσον καιρό κυβερνοῦσε αὐτός στήν πολιτεία καί ἦταν εἰρήνη, τήν ὁδηγοῦσε μέ μετριοπάθεια καί τή διαφέντευε μέ ἀσφάλεια• καί δυνάμωσε ἡ πολιτεία μέ τήν ἀρχηγία του περισσότερο παρά ποτέ• κι ὅταν πάλι ἦρθε ὁ πόλεμος, φάνηκε ξεκάθαρα πώς αὐτός εἶχε προβλέψει καλύτερα τήν ἀντοχή της. Κ\’ ἔζησε ὁ Περικλῆς δυόμισυ χρόνια ἀκόμα, (ἀπό τότε πού ἄρχισε ὁ πόλεμος). Κι ὅταν πέθανε, κατάλαβαν ἀκόμα καλύτερα πόσο γνωστικά εἶχε προβλέψει τήν ἐξέλιξη τοῦ πολέμου. Τούς ἔλεγε δηλαδή συχνά πώς ἄν ἔμεναν σταθεροί καί δέν ἔβγαιναν νά δώσουνε μάχη καί φρόντιζαν τό ναυτικό τους, κι ἄν δέ ζητοῦσαν νά ξαπλώσουν ἀκόμα περισσότερο τήν ἡγεμονία τους κατά τό διάστημα τοῦ πολέμου, καί δέν ἔριχναν σέ κίντυνο τήν ἴδια τήν πολιτεία, θά βγαίνανε νικητές• αὐτοί ὅμως ἔκαναν σέ ὅλα ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, καί κυνηγώντας ἄλλες ἐπιτυχίες πού φαίνονταν ἄσχετες μέ τόν πόλεμο, ἀπό προσωπικές φιλοδοξίες καί γι\’ ἀτομικά κέρδη, ἀκολούθησαν ὀλέθρια πολιτική καί γιά τούς ἑαυτούς τους καί γιά τούς συμμάχους• γιατί κι ἄν τά πετύχαιναν ὅσα ἐπιδίωκαν, θ\’ ἀποχτοῦσαν βέβαια μερικοί τιμές καί ὠφέλη, ἄν ὅμως ἔχαναν, θά πάθαινε μεγάλη ζημιά ἡ δύναμη τῆς πολιτείας ὅλη μαζί σχετικά μέ τόν πόλεμο. Ἡ αἰτία ἦταν πώς ἐκεῖνος, ἐπειδή εἶχε μεγάλη ἐπιρροή ἀπό τό ἀξίωμά του καί τήν ἰσχυρή του διάνοια, καί ἦταν φῶς φανερό σέ ὅλους πώς δέν μποροῦσε νά διαφθαρεῖ μέ χρήματα, συγκρατοῦσε τό πλῆθος χωρίς νά τούς ἀφαιρέσει τήν ἐλευθερία τους, καί δέν ἄφηνε νά τόν παρασύρουν αὐτοί, παρά τούς ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος, ἐπειδή δέν κέρδιζε τή δύναμή του μέ ἄπρεπα μέσα καί μέ ρητορεία πού κολάκευε τίς ὁρμές τους, ἀλλά μποροῦσε, ἀπό τήν μεγάλη ἐκτίμηση πού τοῦ εἶχαν νά τούς ἐναντιωθεῖ καί νά προκαλέσει καί τήν ὀργή τους ἀκόμα. Ὅταν λοιπόν καταλάβαινε πώς παραγίνονταν τολμηροί ἀπό ἀνίερη περηφάνεια ἐνῶ ἡ περίσταση δέν ἦταν κατάλληλη, τούς χτυποῦσε μέ τά λόγια καί τούς ἔκανε νά φοβοῦνται, κι ὅποτε πάλι τούς ἔβλεπε παραφοβισμένους χωρίς λόγο, τούς ξανάδινε τό θάρρος τους. Ἔτσι, στόν καιρό του ὀνομαζόταν τό πολίτευμα δημοκρατία, στ\’ ἀλήθεια ὅμως ἐξουσίαζε ὁ ἀνώτερος ἄντρας ἀπ\’ ὅλους. Οἱ κατοπινοί του ὅμως, πού ἦταν λίγο–πολυ ἴσοι ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, κι ὁ καθένας λαχταροῦσε νά γίνει πρῶτος, τό \’ριξαν στόν ἀνταγωνισμό τῶν ὑποχωρήσεων πρός τίς ὀρέξεις τοῦ δήμου γιά ἄμεσες ἀπολαύσεις, καί τοῦ παρέδωσαν τήν πρωτοβουλία ὡς γιά τά δημόσια συμφέροντα. Κι ἀπό τοῦτο ἔγιναν πολλά σφάλματα, ὅπως ἦταν ἑπόμενο σέ μεγάλο κράτος, πού εἶχε καί ἡγεμονία ἔξω ἀπό τά σύνορά του• καί ἡ ἐκστρατεία στή Σικελία, πού ἦταν ὄχι τόσο σφαλερή ἀπόφαση ἀπό κακή ἀποτίμηση τῆς δύναμης ἐκείνων πού πήγαιναν νά χτυπήσουν, ὅσο γιατί αὐτοί πού τήν ἔστειλαν, δέν ἐξακολούθησαν νά νοιάζονται γιά τό τί χρειαζόταν τό ἐκστρατευτικό σῶμα, ἀλλά ραδιουργοῦσαν γιά νά προωθήσει ὁ καθένας τήν ἡγετική του θέση στό ἐσωτερικό, στόμωσαν τή δύναμη τοῦ στρατοῦ νά χτυπήσει τόν ἐχτρό, καί στό ἐσωτερικό φανερώθηκε τότε γιά πρώτη φορά ἐμφύλια διάσταση. Καί μετά τήν καταστροφή στή Σικελία, ὅπου χάθηκε καί ἡ ἔνοπλη δύναμη καί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ναυτικοῦ, κ\’ ἐνῶ βρίσκονταν πιά σέ ἀναταραχή καί στασίαζαν μέσα στήν πολιτεία, ὅμως κράτησαν ἀλλά δέκα χρόνια, ὄχι μόνο ἀντίκρυ στούς ἐχτρούς πού εἶχαν προτήτερα, ἀλλά καί σ\’ ἐκείνους πού ἦρθαν νά τούς βοηθήσουν ἀπό τή Σικελία, κι ἀκόμα ἐνάντια στούς περισσότερους συμμάχους τους, πού εἶχαν ἀποστατήσει, καί στόν Κύρο, τό γιό τοῦ Μεγάλου Βασιλιᾶ πού προστέθηκε ἀργότερα στούς ἐχτρούς τους καί χρηματοδοτοῦσε τούς Πελοποννησίους γιά νά φτιάξουνε στόλο, καί δέν παραδόθηκαν ὡς ὅτου αὐτοί οἱ ἴδιοι στράφηκαν ὁ ἕνας ἐνάντια στόν ἄλλον καί χάθηκαν ἀπό τή διχόνοιά τους. Τόσο ξεπέρασε ἡ πραγματικότητα καί τίς προβλέψεις ἀκόμα τοῦ Περικλῆ, ὅτι πολύ εὔκολα θά ὑπερίσχυε ἡ πολιτεία σέ πόλεμο μόνο μέ τούς Πελοποννησίους.

Πρωτότυπο Κείμενο

[2.59.1] Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Πελοποννησίων οἱ Ἀθηναῖοι, ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ νόσος ἐπέκειτο ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο τὰς γνώμας,

[2.59.2] καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν καὶ δι’ ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς περιπεπτωκότες, πρὸς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖν• καὶ πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς ἄπρακτοι ἐγένοντο. πανταχόθεν τε τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ.

[2.59.3] ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλλογον ποιήσας (ἔτι δ’ ἐστρατήγει) ἐβούλετο θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι• παρελθὼν δὲ ἔλεξε τοιάδε.

[2.60.1] «Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται (αἰσθάνομαι γὰρ τὰς αἰτίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκετε.

[2.60.2] ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην.

[2.60.3] καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται.

[2.60.4] ὁπότε οὖν πόλις μὲν τὰς ἰδίας ξυμφορὰς οἵα τε φέρειν, εἷς δ’ ἕκαστος τὰς ἐκείνης ἀδύνατος, πῶς οὐ χρὴ πάντας ἀμύνειν αὐτῇ, καὶ μὴ ὃ νῦν ὑμεῖς δρᾶτε• ταῖς κατ’ οἶκον κακοπραγίαις ἐκπεπληγμένοι τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀφίεσθε, καὶ ἐμέ τε τὸν παραινέσαντα πολεμεῖν καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς οἳ ξυνέγνωτε δι’ αἰτίας ἔχετε.

[2.60.5] καίτοι ἐμοὶ τοιούτῳ ἀνδρὶ ὀργίζεσθε ὃς οὐδενὸς ἥσσων οἴομαι εἶναι γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καὶ χρημάτων κρείσσων.

[2.60.6] ὅ τε γὰρ γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καὶ εἰ μὴ ἐνεθυμήθη• ὅ τε ἔχων ἀμφότερα, τῇ δὲ πόλει δύσνους, οὐκ ἂν ὁμοίως τι οἰκείως φράζοι• προσόντος δὲ καὶ τοῦδε, χρήμασι δὲ νικωμένου, τὰ ξύμπαντα τούτου ἑνὸς ἂν πωλοῖτο.

[2.60.7] ὥστ’ εἴ μοι καὶ μέσως ἡγούμενοι μᾶλλον ἑτέρων προσεῖναι αὐτὰ πολεμεῖν ἐπείσθητε, οὐκ ἂν εἰκότως νῦν τοῦ γε ἀδικεῖν αἰτίαν φεροίμην.

[2.61.1] «Καὶ γὰρ οἷς μὲν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι, πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι• εἰ δ’ ἀναγκαῖον ἦν ἢ εἴξαντας εὐθὺς τοῖς πέλας ὑπακοῦσαι ἢ κινδυνεύσαντας περιγενέσθαι, ὁ φυγὼν τὸν κίνδυνον τοῦ ὑποστάντος μεμπτότερος.

[2.61.2] καὶ ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι• ὑμεῖς δὲ μεταβάλλετε, ἐπειδὴ ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις, μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, καὶ τὸν ἐμὸν λόγον ἐν τῷ ὑμετέρῳ ἀσθενεῖ τῆς γνώμης μὴ ὀρθὸν φαίνεσθαι, διότι τὸ μὲν λυποῦν ἔχει ἤδη τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ, τῆς δὲ ὠφελίας ἄπεστιν ἔτι ἡ δήλωσις ἅπασι, καὶ μεταβολῆς μεγάλης, καὶ ταύτης ἐξ ὀλίγου, ἐμπεσούσης ταπεινὴ ὑμῶν ἡ διάνοια ἐγκαρτερεῖν ἃ ἔγνωτε.

[2.61.3] δουλοῖ γὰρ φρόνημα τὸ αἰφνίδιον καὶ ἀπροσδόκητον καὶ τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον• ὃ ὑμῖν πρὸς τοῖς ἄλλοις οὐχ ἥκιστα καὶ κατὰ τὴν νόσον γεγένηται.

[2.61.4] ὅμως δὲ πόλιν μεγάλην οἰκοῦντας καὶ ἐν ἤθεσιν ἀντιπάλοις αὐτῇ τεθραμμένους χρεὼν καὶ ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ἐθέλειν ὑφίστασθαι καὶ τὴν ἀξίωσιν μὴ ἀφανίζειν (ἐν ἴσῳ γὰρ οἱ ἄνθρωποι δικαιοῦσι τῆς τε ὑπαρχούσης δόξης αἰτιᾶσθαι ὅστις μαλακίᾳ ἐλλείπει καὶ τῆς μὴ προσηκούσης μισεῖν τὸν θρασύτητι ὀρεγόμενον), ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι.

[2.62.1] «Τὸν δὲ πόνον τὸν κατὰ τὸν πόλεμον, μὴ γένηταί τε πολὺς καὶ οὐδὲν μᾶλλον περιγενώμεθα, ἀρκείτω μὲν ὑμῖν καὶ ἐκεῖνα ἐν οἷς ἄλλοτε πολλάκις γε δὴ ἀπέδειξα οὐκ ὀρθῶς αὐτὸν ὑποπτευόμενον, δηλώσω δὲ καὶ τόδε, ὅ μοι δοκεῖτε οὔτ’ αὐτοὶ πώποτε ἐνθυμηθῆναι ὑπάρχον ὑμῖν μεγέθους πέρι ἐς τὴν ἀρχὴν οὔτ’ ἐγὼ ἐν τοῖς πρὶν λόγοις• οὐδ’ ἂν νῦν ἐχρησάμην κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν, εἰ μὴ καταπεπληγμένους ὑμᾶς παρὰ τὸ εἰκὸς ἑώρων.

[2.62.2] οἴεσθε μὲν γὰρ τῶν ξυμμάχων μόνων ἄρχειν, ἐγὼ δὲ ἀποφαίνω δύο μερῶν τῶν ἐς χρῆσιν φανερῶν, γῆς καὶ θαλάσσης, τοῦ ἑτέρου ὑμᾶς παντὸς κυριωτάτους ὄντας, ἐφ’ ὅσον τε νῦν νέμεσθε καὶ ἢν ἐπὶ πλέον βουληθῆτε• καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεὺς οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει.

[2.62.3] ὥστε οὐ κατὰ τὴν τῶν οἰκιῶν καὶ τῆς γῆς χρείαν, ὧν μεγάλων νομίζετε ἐστερῆσθαι, αὕτη ἡ δύναμις φαίνεται• οὐδ’ εἰκὸς χαλεπῶς φέρειν αὐτῶν μᾶλλον ἢ οὐ κηπίον καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι, καὶ γνῶναι ἐλευθερίαν μέν, ἢν ἀντιλαμβανόμενοι αὐτῆς διασώσωμεν, ῥᾳδίως ταῦτα ἀναληψομένην, ἄλλων δὲ ὑπακούσασι καὶ τὰ προκεκτημένα φιλεῖν ἐλασσοῦσθαι, τῶν τε πατέρων μὴ χείρους κατ’ ἀμφότερα φανῆναι, οἳ μετὰ πόνων καὶ οὐ παρ’ ἄλλων δεξάμενοι κατέσχον τε καὶ προσέτι διασώσαντες παρέδοσαν ὑμῖν αὐτά (αἴσχιον δὲ ἔχοντας ἀφαιρεθῆναι ἢ κτωμένους ἀτυχῆσαι), ἰέναι δὲ τοῖς ἐχθροῖς ὁμόσε μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι.

[2.62.4] αὔχημα μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται, καταφρόνησις δὲ ὃς ἂν καὶ γνώμῃ πιστεύῃ τῶν ἐναντίων προὔχειν, ὃ ἡμῖν ὑπάρχει.

[2.62.5] καὶ τὴν τόλμαν ἀπὸ τῆς ὁμοίας τύχης ἡ ξύνεσις ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος ἐχυρωτέραν παρέχεται, ἐλπίδι τε ἧσσον πιστεύει, ἧς ἐν τῷ ἀπόρῳ ἡ ἰσχύς, γνώμῃ δὲ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων, ἧς βεβαιοτέρα ἡ πρόνοια.

[2.63.1] τῆς τε πόλεως ὑμᾶς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ τοῦ ἄρχειν, ᾧπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε, βοηθεῖν, καὶ μὴ φεύγειν τοὺς πόνους ἢ μηδὲ τὰς τιμὰς διώκειν• μηδὲ νομίσαι περὶ ἑνὸς μόνου, δουλείας ἀντ’ ἐλευθερίας, ἀγωνίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἀρχῆς στερήσεως καὶ κινδύνου ὧν ἐν τῇ ἀρχῇ ἀπήχθεσθε.

[2.63.2] ἧς οὐδ’ ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν, εἴ τις καὶ τόδε ἐν τῷ παρόντι δεδιὼς ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται• ὡς τυραννίδα γὰρ ἤδη ἔχετε αὐτήν, ἣν λαβεῖν μὲν ἄδικον δοκεῖ εἶναι, ἀφεῖναι δὲ ἐπικίνδυνον.

[2.63.3] τάχιστ’ ἄν τε πόλιν οἱ τοιοῦτοι ἑτέρους τε πείσαντες ἀπολέσειαν καὶ εἴ που ἐπὶ σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκήσειαν• τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον, οὐδὲ ἐν ἀρχούσῃ πόλει ξυμφέρει, ἀλλ’ ἐν ὑπηκόῳ, ἀσφαλῶς δουλεύειν.

[2.64.1] «Ὑμεῖς δὲ μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε μήτε ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε, ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν, εἰ καὶ ἐπελθόντες οἱ ἐναντίοι ἔδρασαν ἅπερ εἰκὸς ἦν μὴ ἐθελησάντων ὑμῶν ὑπακούειν, ἐπιγεγένηταί τε πέρα ὧν προσεδεχόμεθα ἡ νόσος ἥδε, πρᾶγμα μόνον δὴ τῶν πάντων ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον. καὶ δι’ αὐτὴν οἶδ’ ὅτι μέρος τι μᾶλλον ἔτι μισοῦμαι, οὐ δικαίως, εἰ μὴ καὶ ὅταν παρὰ λόγον τι εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε.

[2.64.2] φέρειν δὲ χρὴ τά τε δαιμόνια ἀναγκαίως τά τε ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνδρείως• ταῦτα γὰρ ἐν ἔθει τῇδε τῇ πόλει πρότερόν τε ἦν νῦν τε μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ.

[2.64.3] γνῶτε δὲ ὄνομα μέγιστον αὐτὴν ἔχουσαν ἐν ἅπασιν ἀνθρώποις διὰ τὸ ταῖς ξυμφοραῖς μὴ εἴκειν, πλεῖστα δὲ σώματα καὶ πόνους ἀνηλωκέναι πολέμῳ, καὶ δύναμιν μεγίστην δὴ μέχρι τοῦδε κεκτημένην, ἧς ἐς ἀΐδιον τοῖς ἐπιγιγνομένοις, ἢν καὶ νῦν ὑπενδῶμέν ποτε (πάντα γὰρ πέφυκε καὶ ἐλασσοῦσθαι), μνήμη καταλελείψεται, Ἑλλήνων τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δὴ ἤρξαμεν, καὶ πολέμοις μεγίστοις ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καθ’ ἑκάστους, πόλιν τε τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην καὶ μεγίστην ᾠκήσαμεν.

[2.64.4] καίτοι ταῦτα ὁ μὲν ἀπράγμων μέμψαιτ’ ἄν, ὁ δὲ δρᾶν τι καὶ αὐτὸς βουλόμενος ζηλώσει•

[2.64.5] εἰ δέ τις μὴ κέκτηται, φθονήσει. τὸ δὲ μισεῖσθαι καὶ λυπηροὺς εἶναι ἐν τῷ παρόντι πᾶσι μὲν ὑπῆρξε δὴ ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν• ὅστις δὲ ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται. μῖσος μὲν γὰρ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει, ἡ δὲ παραυτίκα τε λαμπρότης καὶ ἐς τὸ ἔπειτα δόξα αἰείμνηστος καταλείπεται.

[2.64.6] ὑμεῖς δὲ ἔς τε τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες ἔς τε τὸ αὐτίκα μὴ αἰσχρὸν τῷ ἤδη προθύμῳ ἀμφότερα κτήσασθε, καὶ Λακεδαιμονίοις μήτε ἐπικηρυκεύεσθε μήτε ἔνδηλοι ἔστε τοῖς παροῦσι πόνοις βαρυνόμενοι, ὡς οἵτινες πρὸς τὰς ξυμφορὰς γνώμῃ μὲν ἥκιστα λυποῦνται, ἔργῳ δὲ μάλιστα ἀντέχουσιν, οὗτοι καὶ πόλεων καὶ ἰδιωτῶν κράτιστοί εἰσιν.»

[2.65.1] Τοιαῦτα ὁ Περικλῆς λέγων ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀθηναίους τῆς τε ἐς αὑτὸν ὀργῆς παραλύειν καὶ ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἀπάγειν τὴν γνώμην.

[2.65.2] οἱ δὲ δημοσίᾳ μὲν τοῖς λόγοις ἀνεπείθοντο καὶ οὔτε πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἔτι ἔπεμπον ἔς τε τὸν πόλεμον μᾶλλον ὥρμηντο, ἰδίᾳ δὲ τοῖς παθήμασιν ἐλυποῦντο, ὁ μὲν δῆμος ὅτι ἀπ’ ἐλασσόνων ὁρμώμενος ἐστέρητο καὶ τούτων, οἱ δὲ δυνατοὶ καλὰ κτήματα κατὰ τὴν χώραν οἰκοδομίαις τε καὶ πολυτελέσι κατασκευαῖς ἀπολωλεκότες, τὸ δὲ μέγιστον, πόλεμον ἀντ’ εἰρήνης ἔχοντες.

[2.65.3] οὐ μέντοι πρότερόν γε οἱ ξύμπαντες ἐπαύσαντο ἐν ὀργῇ ἔχοντες αὐτὸν πρὶν ἐζημίωσαν χρήμασιν.

[2.65.4] ὕστερον δ’ αὖθις οὐ πολλῷ, ὅπερ φιλεῖ ὅμιλος ποιεῖν, στρατηγὸν εἵλοντο καὶ πάντα τὰ πράγματα ἐπέτρεψαν, ὧν μὲν περὶ τὰ οἰκεῖα ἕκαστος ἤλγει ἀμβλύτεροι ἤδη ὄντες, ὧν δὲ ἡ ξύμπασα πόλις προσεδεῖτο πλείστου ἄξιον νομίζοντες εἶναι.

[2.65.5] ὅσον τε γὰρ χρόνον προὔστη τῆς πόλεως ἐν τῇ εἰρήνῃ, μετρίως ἐξηγεῖτο καὶ ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐπ’ ἐκείνου μεγίστη, ἐπειδή τε ὁ πόλεμος κατέστη, ὁ δὲ φαίνεται καὶ ἐν τούτῳ προγνοὺς τὴν δύναμιν.

[2.65.6] ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἓξ μῆνας• καὶ ἐπειδὴ ἀπέθανεν, ἐπὶ πλέον ἔτι ἐγνώσθη ἡ πρόνοια αὐτοῦ ἡ ἐς τὸν πόλεμον.

[2.65.7] ὁ μὲν γὰρ ἡσυχάζοντάς τε καὶ τὸ ναυτικὸν θεραπεύοντας καὶ ἀρχὴν μὴ ἐπικτωμένους ἐν τῷ πολέμῳ μηδὲ τῇ πόλει κινδυνεύοντας ἔφη περιέσεσθαι• οἱ δὲ ταῦτά τε πάντα ἐς τοὐναντίον ἔπραξαν καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου δοκοῦντα εἶναι κατὰ τὰς ἰδίας φιλοτιμίας καὶ ἴδια κέρδη κακῶς ἔς τε σφᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐπολίτευσαν, ἃ κατορθούμενα μὲν τοῖς ἰδιώταις τιμὴ καὶ ὠφελία μᾶλλον ἦν, σφαλέντα δὲ τῇ πόλει ἐς τὸν πόλεμον βλάβη καθίστατο.

[2.65.8] αἴτιον δ’ ἦν ὅτι ἐκεῖνος μὲν δυνατὸς ὢν τῷ τε ἀξιώματι καὶ τῇ γνώμῃ χρημάτων τε διαφανῶς ἀδωρότατος γενόμενος κατεῖχε τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, καὶ οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ’ αὐτοῦ ἢ αὐτὸς ἦγε, διὰ τὸ μὴ κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τὴν δύναμιν πρὸς ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ’ ἔχων ἐπ’ ἀξιώσει καὶ πρὸς ὀργήν τι ἀντειπεῖν.

[2.65.9] ὁπότε γοῦν αἴσθοιτό τι αὐτοὺς παρὰ καιρὸν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι, καὶ δεδιότας αὖ ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν. ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή.

[2.65.10] οἱ δὲ ὕστερον ἴσοι μᾶλλον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους ὄντες καὶ ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι ἐτράποντο καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι.

[2.65.11] ἐξ ὧν ἄλλα τε πολλά, ὡς ἐν μεγάλῃ πόλει καὶ ἀρχὴν ἐχούσῃ, ἡμαρτήθη καὶ ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς, ὃς οὐ τοσοῦτον γνώμης ἁμάρτημα ἦν πρὸς οὓς ἐπῇσαν, ὅσον οἱ ἐκπέμψαντες οὐ τὰ πρόσφορα τοῖς οἰχομένοις ἐπιγιγνώσκοντες, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἰδίας διαβολὰς περὶ τῆς τοῦ δήμου προστασίας τά τε ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἀμβλύτερα ἐποίουν καὶ τὰ περὶ τὴν πόλιν πρῶτον ἐν ἀλλήλοις ἐταράχθησαν.

[2.65.12] σφαλέντες δὲ ἐν Σικελίᾳ ἄλλῃ τε παρασκευῇ καὶ τοῦ ναυτικοῦ τῷ πλέονι μορίῳ καὶ κατὰ τὴν πόλιν ἤδη ἐν στάσει ὄντες ὅμως †τρία† μὲν ἔτη ἀντεῖχον τοῖς τε πρότερον ὑπάρχουσι πολεμίοις καὶ τοῖς ἀπὸ Σικελίας μετ’ αὐτῶν, καὶ τῶν ξυμμάχων ἔτι τοῖς πλέοσιν ἀφεστηκόσι, Κύρῳ τε ὕστερον βασιλέως παιδὶ προσγενομένῳ, ὃς παρεῖχε χρήματα Πελοποννησίοις ἐς τὸ ναυτικόν, καὶ οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ αὐτοὶ ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν.

[2.65.13] τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε τότε ἀφ’ ὧν αὐτὸς προέγνω καὶ πάνυ ἂν ῥᾳδίως περιγενέσθαι τὴν πόλιν Πελοποννησίων αὐτῶν τῷ πολέμῳ.