Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅταν ὁ νοῦς μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ ἁρπαχτεῖ ἀπὸ τὴ θεία γνώση καί, βρισκόμενος ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αἰσθάνεται τὸ ἄπειρο τοῦ θεοῦ, τότε ἐρχόμενος, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ θεῖος Ἠσαΐας, ἀπὸ τὴν ἔκπληξή του αὐτὴ σὲ συναίσθηση τῆς ταπεινώσεώς του, μὲ ὅλη του τὴν ψυχικὴ προθυμία λέγει τὰ λόγια τοῦ προφήτη• «ἀλλοίμονο σ’ ἐμένα τὸν ταλαίπωρο ἔχω κυριευθεῖ ἀπὸ τόση βαθειὰ συγκίνηση διότι, ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκα νὰ δῶ μὲ τὰ μάτια μου τὸν βασιλιὰ καὶ Κύριο τῶν οὐρανίων δυνάμεων».

  • !

    Μακάριος εἶναι ὁ νοῦς ἐκεῖνος ποὺ ἀδιαφόρησε γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ εἶναι βυθισμένος καὶ ἀπολαμβάνει ἀδιάκοπα τὴ θεία ὡραιότητα.

  • !

    Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ γίνεται δυσκίνητη πρὸς τὴν κακία.

  • !

    Μὴ μολύνεις τὴ σάρκα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις καὶ μὴ λερώνεις τὴν ψυχή σου μὲ πονηρὲς σκέψεις, καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει σὲ σένα, φέροντάς σου τὴν ἀγάπη.

  • !

    Ἀπὸ τὰ πάθη ἄλλα εἶναι σωματικά, καὶ ἄλλα ψυχικά. Τὰ σωματικὰ ἔχουν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῶ τὰ ψυχικὰ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα. Καὶ τὰ δυὸ ὅμως τὰ ἀφαιρεῖ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια• ἡ ἀγάπη ἀφαιρεῖ τὰ ψυχικά, ἐνῶ ἡ ἐγκράτεια τὰ σωματικά.

  • !

    Εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο πράγμα τὸ νὰ παραμένει ὁ νοῦς ἀπαθὴς ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, πολὺ περισσότερο ὅμως τὸ νὰ παραμένει ἀπαθὴς ἀπὸ τὶς φαντασίες αὐτῶν. Διότι ὁ πόλεμος τῶν δαιμόνων πρὸς ἐμᾶς μὲ τοὺς λογισμοὺς εἶναι πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τὸν πόλεμο μέσω τῶν πραγμάτων.

Περὶ Ἀγάπης (Ἑκατοντὰς πρώτη)

 

\"\"

1. Ἀγάπη εἶναι ἡ ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ κανένα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα δὲν προτιμᾶ μπροστὰ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη αὐτὴ ἐκεῖνος ποὺ προσηλώνεται μὲ πάθος σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ὑλικά.

2. Τὴν ἀγάπη γεννᾶ ἡ ἀπάθεια, τὴν ἀπάθεια γεννᾶ ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό, τὴν ἐλπίδα πρὸς τὸ θεὸ γεννᾶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ μακροθυμία, ὅλες αὐτὲς δὲ τὶς γέννα ἡ ἐγκράτεια ποὺ περιέχει αὐτές· τὴν ἐγκράτεια πάλι τὴν γεννᾶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, τὸν δὲ φόβο τοῦ Θεοῦ τὸν γεννᾶ ἡ πίστη πρὸς τὸν Κύριο.

3. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο φοβᾶται τὴν κόλαση, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴν κόλαση δείχνει ἐγκράτεια πρὸς τὰ πάθη. Ἐκεῖνος ποὺ δείχνει ἐγκράτεια πρὸς τὰ πάθη ὑπομένει τὰ θλιβερά, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει τὰ θλιβερὰ θὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό. Ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸ θεὸ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ ἀπὸ κάθε προσήλωση στὰ γήινα, ἀφοῦ δὲ ἀπομακρυνθεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ αὐτά, θὰ ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.

4. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ προτιμᾶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν γίνει ἀπ\’ αὐτὸν τὴ γνώση αὐτοῦ, καὶ εἶναι ἀδιάκοπα προσκολλημένος μὲ πόθο σ\’ αὐτήν.

5. Ἐὰν ὅλα τὰ ὄντα ἔγιναν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸ Θεό, ὁ δὲ Θεὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γίνει ἀπ\’ αὐτόν, ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ Θεὸ τὸν ἀσύγκριτα ἀνώτερο καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὰ κατὰ πολὺ κατώτερα, δείχνει τὸν ἑαυτό του νὰ προτιμᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν ἀπ\’ αὐτόν.

6. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προσηλωμένο τὸ νοῦ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ θεὸ περιφρονεῖ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα του σὰν ξένο.

7. Ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀσύγκριτα ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κόσμο εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔκτισε αὐτόν, ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ τὸ σῶμα περισσότερο ἀπὸ τὴν ψυχή, καὶ τὸν κόσμο ποὺ κτίσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα.

8. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπομάκρυνε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἔχει προσδεμένο σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ αἰσθητά, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ τὸ σῶμα περισσότερο ἀπὸ τὴν ψυχή, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὸ θεὸ ποὺ τὰ ἔκτισε.

9. Ἐὰν ἡ ζωὴ εἶναι ὁ φωτισμὸς τῆς γνώσεως τοῦ νοῦ, αὐτὸν δὲν τὸν γεννᾶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν θεό, πολὺ καλὰ ἔχει λεχθεῖ, ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε μεγαλύτερο ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη.

10. Ὅταν ὁ νοῦς ζεῖ μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό, τότε δὲν αἰσθάνεται οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε κανένα ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Διότι, καταφωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς, παραμένει ἀσυγκίνητος πρὸς ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν ἀπ\’ αὐτόν, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ αἰσθητὸς ὀφθαλμὸς μένει ἀδιάφορος πρὸς τὰ ἀστέρια ὅταν ἀνατείλει ὁ ἥλιος.

11. Ὅλες οἱ ἀρετὲς βοηθοῦν τὸ νοῦ στὸν ἔρωτα πρὸς τὸ Θεό, περισσότερο ὅμως ἀπὸ ὅλες ἡ καθαρὴ προσευχή. Διότι, πετώντας κανεὶς μὲ αὐτὴν πρὸς τὸ Θεό, μεταφέρεται ἔξω ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.

12. Ὅταν ὁ νοῦς μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ ἁρπαχτεῖ ἀπὸ τὴ θεία γνώση καί, βρισκόμενος ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αἰσθάνεται τὸ ἄπειρο τοῦ θεοῦ, τότε ἐρχόμενος, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ θεῖος Ἠσαΐας, ἀπὸ τὴν ἔκπληξή του αὐτὴ σὲ συναίσθηση τῆς ταπεινώσεώς του, μὲ ὅλη του τὴν ψυχικὴ προθυμία λέγει τὰ λόγια τοῦ προφήτη• «ἀλλοίμονο σ\’ ἐμένα τὸν ταλαίπωρο ἔχω κυριευθεῖ ἀπὸ τόση βαθειὰ συγκίνηση διότι, ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκα νὰ δῶ μὲ τὰ μάτια μου τὸν βασιλιὰ καὶ Κύριο τῶν οὐρανίων δυνάμεων».

13. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀγαπήσει καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ δυσκολεύεται ἀπὸ τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα καθαρισθεῖ. Γι\’ αὐτό, βλέποντας καὶ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὴ διόρθωσή του, νιώθει ἀμέτρητη καὶ ἀπερίγραπτη χαρά.

14. Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι κυριευμένη ἀπὸ πάθη εἶναι ἀκάθαρτη· διότι εἶναι γεμάτη ἀπὸ λογισμοὺς ἐπιθυμίας καὶ μίσους.

15. Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ἴχνος μίσους μέσα στὴν καρδιά του γιὰ ὁποιοδήποτε πταῖσμα πρὸς τὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο, εἶναι ξένος ἐξ ὁλοκλήρου τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ θεὸ διότι ἡ ἀγὰπη πρὸς τὸ Θεὸ δὲν ἀνέχεται τελείως τὸ μίσος πρὸς τὸν ἄνθρωπο.

16. «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀγαπᾶ», λέγει ὁ Κύριος, «θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου». «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ ἡ δική μου, τὸ ν\’ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο». Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ αὐτή. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ αὐτήν, δὲν εἶναι δυνατὸν ν\’ ἀγαπήσει οὔτε τὸν Κύριο.

17. Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ μπόρεσε ἐξ ἴσου ν\’ ἀγαπήσει τὸν κάθε ἄνθρωπο.

18. Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι προσηλωμένος σὲ κανένα πράγμα φθαρτὸ ἡ πρόσκαιρο.

19. Μακάριος εἶναι ὁ νοῦς ἐκεῖνος ποὺ ἀδιαφόρησε γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ εἶναι βυθισμένος καὶ ἀπολαμβάνει ἀδιάκοπα τὴ θεία ὡραιότητα.

20. Ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σάρκα θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπιθυμίες της, καὶ τρέφει μνησικακία πρὸς τὸν συνάνθρωπό του γιὰ τὰ πρόσκαιρα, αὐτὸς λατρεύει τὰ κτίσματα παρὰ τὸν κτίστη.

21. Ἐκεῖνος ποὺ διατηρεῖ τὸ σῶμα του ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀσθένειες, ἔχει αὐτὸ βοηθό του στὴν ὑπηρεσία τῶν ὑψηλότερων πνευματικῶν ἔργων.

22. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει ὅλες τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες, καθιστᾶ τὸν ἑαυτὸ του ἀνώτερο ἀπὸ κάθε κοσμικὴ λύπη.

23. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ θεό, ὁπωσδήποτε ἀγαπᾶ καὶ τὸν συνάνθρωπό του. Ὁ παρόμοιος ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κρατᾶ χρήματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ξοδεύει αὐτὰ κατὰ τρόπο ἀρεστὸ στὸ θεό, δίνοντας αὐτὰ στὸν καθένα ποὺ ἔχει ἀνάγκη.

24. Ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἐλεημοσύνη μιμούμενος τὸ Θεό, δὲν γνωρίζει διαφορὰ μεταξὺ πονηροῦ καὶ ἀγαθοῦ, μεταξὺ δικαίου καὶ ἀδίκου στὰ πράγματα τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ σ\’ ὅλους μοιράζει ἐξ ἴσου ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τους, ἂν καὶ προτιμᾶ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγαθῆς διαθέσεώς του, τὸν ἐνάρετο ἀπὸ τὸν κακό.

25. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεός, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀπαθής, ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου σὰν ἔργα του ποὺ εἶναι, ἄλλα τὸν μὲν ἐνάρετο τὸν δοξάζει, διότι τὸν θεωρεῖ δικό του καὶ ὡς πρὸς τὴ διάθεση, ἐνῶ τὸν κακὸ τὸν ἐλεεῖ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγαθότητάς του, καί, διαπαιδαγωγώντας τον κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του σ\’ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸν ἐπιστρέφει κοντά του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀπαθὴς ὡς πρὸς τὴ διάθεση, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου· τὸν ἐνάρετο τὸν ἀγαπᾶ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς κοινῆς φύσεώς του καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγαθῆς διαθέσεώς του, ἐνῶ τὸν κακὸ τὸν ἐλεεῖ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς φύσεώς του καὶ ἀπὸ συμπάθεια, διότι τὸν βλέπει νὰ βαδίζει σὰν ἀνόητος μέσα στὸ σκοτάδι.

26. Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δὲν γίνεται φανερὴ μόνο μὲ τὴ δόση χρημάτων, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ μετάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωματικὴ διακονία.

27. Ἐκεῖνος ποὺ πραγματικὰ ἀπαρνήθηκε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη του καὶ χωρὶς ὑποκρισία προσφέρει τὴν ὑπηρεσία του στὸν συνάνθρωπό του, ἀμέσως ἐλευθερώνεται ἀπὸ κάθε πάθος καὶ γίνεται μέτοχος τῆς θείας ἀγὰπης καὶ γνώσεως.

28.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε μέσα του τὴ θεία ἀγάπη δὲν αἰσθάνθηκε κανένα κόπο ἀκολουθώντας ἀσταμάτητα πίσω ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ Θεό του, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλ\’ ὑποφέρει μὲ γενναιότητα κάθε κόπο, χλευασμὸ καὶ προσβολὴ ἐνώπιόν του, μὴ ἀποδίδοντας σὲ κανένα τὸ ὅλο κακό.

29. Ὅταν κακολογηθεῖς ἀπὸ κάποιον, ἡ περιφρονηθεῖς ἀπὸ κάποιον, τότε πρόσεχε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς, μήπως ἐξ αἰτίας τῆς λύπης σὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ σὲ μεταφέρουν στὸ χῶρο τοῦ μίσους.

30. Ὅταν πονέσεις ἐξ αἰτίας κάποιας προσβολῆς ἡ περιφρονήσεως, γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὠφελήθηκε πάρα πολὺ ὁ ἐαυτός σου, ἀφοῦ κατὰ θεία παραχώρηση ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ σένα ἡ ματαιοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς ταπεινώσεως ποὺ δέχθηκες.

31. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνηση τῆς φωτιᾶς δὲν ζεσταίνει τὸ σῶμα, ἔτσι πίστη χωρὶς ἀγάπη δὲν ἐνεργεῖ στὴν ψυχὴ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσεως.

32. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου προσελκύει πρὸς τὸ μέρος του τὸν ὑγιὴ ὀφθαλμό, ἔτσι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποσπᾶ πρὸς τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν ἀγάπη τὸ καθαρὸ ἀπὸ τὴ φύση του νοῦ.

33. Νοῦς καθαρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀποχωρίσθηκε τὴν ἄγνοια καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.

34. Ψυχὴ καθαρὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νιώθει ἀδιάκοπα εὐφροσύνη ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη.

35. Ἕνα πάθος εἶναι ἀξιοκατάκριτο, ὅταν ἡ ψυχὴ ἐνεργεῖ παρὰ φύση.

36. Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ γίνεται δυσκίνητη πρὸς τὴν κακία.

37. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ πολλὴ φροντίδα ἀπέκτησε τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἂν ἀκόμα πάσχει ἀμέτρητα κακά. Καὶ ἂς σὲ πείθουν ὁ Στέφανος ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι οἱ παρόμοιοί του. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωτὴρ προσεύχεται στὸν Πατέρα του γιὰ τοὺς φονευτές του καὶ ζητεῖ συγχώρηση ἀπ\’ αὐτὸν γι\’ αὐτούς, διότι τὸ ἔκαμναν ἀπὸ ἄγνοια.

38. Ἐὰν ἡ μακροθυμία καὶ ἡ καλωσύνη εἶναι γνώρισμα τῆς ἀγάπης, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ ὀργὴ καὶ κακία καθίσταται ἀσφαλῶς ξένος της ἀγάπης, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ξένος της ἀγάπης, εἶναι ξένος του Θεοῦ, ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη.

39. «Μὴ πεῖτε», λέγει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, «ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Κυρίου». Καὶ σὺ μὴ πεῖς, ὅτι ἡ ἁπλὴ πίστη μου πρὸς τὸν Κύριό μας τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μπορεῖ νὰ μὲ σώσει. Διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἐὰν δὲν ἀποκτήσεις καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτὸν μὲ τὰ ἔργα. Καθόσον τὴν ἁπλὴ πίστη τὴν ἔχουν καὶ τὰ δαιμόνια• «καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν καὶ φρίττουν».

40. Ἔργο τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ πρὸς τὸν πλησίον εὐεργεσία, μακροθυμία καὶ ὑπομονὴ μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς καὶ ἡ χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων μὲ ὀρθὴ σκέψη

41. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ δὲν λυπεῖ κάποιον γιὰ πρὸσκαιρα πράγματα οὔτε ὁ ἴδιος λυπεῖται· μία λύπη σωτήρια ὑπάρχει μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ λυπεῖ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ λυπεῖται ὁ ἴδιος, ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ὁ μακάριος Παῦλος καὶ λυπήθηκε καὶ λύπησε τοῦ Κορινθίους.

42. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ κάμνει ἐπάνω στὴ γῆ ἀγγελικὴ ζωή, νηστεύοντας καὶ ἀγρυπνώντας, ψάλλοντας καὶ προσευχόμενος, καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο σκέπτεται πάντοτε καλά.

43. Ἐὰν κάποιος ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖ, αὐτὸ ἀγωνίζεται καὶ νὰ ἐπιτύχει, ἀπὸ ὅλα δὲ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ ἐπιθυμητὰ τὸ πιὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ πιὸ ἐπιθυμητὸ ἀσύγκριτα εἶναι τὸ Θεῖο, πόση ἑπομένως φροντίδα ὀφείλουμε νὰ δείξουμε, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ἀγαθὸ καὶ ἐπιθυμητό;

44. Μὴ μολύνεις τὴ σάρκα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις καὶ μὴ λερώνεις τὴν ψυχή σου μὲ πονηρὲς σκέψεις, καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει σὲ σένα, φέροντάς σου τὴν ἀγάπη.

45. Βασάνιζε τὴ σάρκα σου μὲ ἀσιτία καὶ ἀγρύπνια καὶ νὰ καταγίνεσαι μὲ ὅλη τὴν προθυμία σου καὶ ἀκούραστα μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῆς σωφροσύνης θὰ ρθεῖ σὲ σένα, φέροντάς σου τὴν ἀγάπη.

46. Ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴ θεία γνώση καὶ ἀπέκτησε τὸν φωτισμὸ αὐτῆς μὲ τὴν ἀγάπη δὲν θὰ ἐνοχληθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ματαιοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀξιώθηκε ἀκόμη νὰ λάβει αὐτὴν μὲ μεγάλη εὐκολία ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴ ματαιοδοξία. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸς σ\’ ὅλα ὅσα κάμνει στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὸ Θεὸ σὰν νὰ τὰ κάμνει ὅλα γιὰ τὴ δόξα αὐτοῦ, εὔκολα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ θεοῦ θ\’ ἀποφύγει αὐτήν.

47. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀπέκτησε ἀκόμα τὴ γνώση ποὺ ἐνεργεῖται μὲ τὴν ἀγάπη, μεγαλοφρονεῖ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ κάμνει αὐτὸς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώθηκε ν\’ ἀποκτήσει αὐτὴν μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς του λέγει τὰ λόγια τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, τὰ ὁποῖα εἶπε ὅταν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ Θεὸ «Ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη».

48. Ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο ἔχει πάντοτε σύντροφο τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ μὲ τὶς σκέψεις ποὺ πηγάζουν ἀπ\’ αὐτὴν ὁδηγεῖται στὴ θεία ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Διότι θυμᾶται τὴν προηγούμενη κοσμικὴ ζωή του καὶ τὰ διάφορα παραπτώματά του, καθὼς καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε κατὰ τὰ νεανικὰ του χρόνια, καὶ πῶς ὁ Κύριος τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα καὶ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴ ζωὴ ἐκείνη τὴ γεμάτη ἀπὸ πάθη, στὴ ζωὴ τὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· παράλληλα μὲ τὸ φόβο ἀποκτᾶ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστεῖ πάντοτε μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη τὸν εὐεργέτη καὶ κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.

49. Μὴ λερώσεις τὸ νοῦ σου δείχνοντας ἀνοχὴ σὲ σκέψεις ἐπιθυμίας καὶ θυμοῦ, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ, ἀφοῦ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχή, νὰ ὑποπέσεις στὸ δαίμονα τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.

50. Τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου χάνει τὴν παρρησία πρὸς τὸ θεό, ὅταν δηλαδὴ κυριευθεῖ ἀπὸ τὶς πονηρὲς καὶ ἀκάθαρτες σκέψεις.

51. Ὁ ἄφρονας ποὺ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, ὅταν ταράσσεται κινούμενος ἀπὸ τὸ θυμό, ἐντελῶς παράλογα ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, ἐνῶ ὅταν πάλι κυριεύεται ἀπὸ θερμὴ ἐπιθυμία, μετανοώντας τότε τρέχει ἀμέσως καὶ συναντᾶ τοὺς ἀδελφούς. Ὁ φρόνιμος καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἐνεργεῖ ἀντίθετα. Διότι στὴν περίπτωση τοῦ θυμοῦ, ἀφοῦ ξερρίζωσε τὶς αἰτίες τῆς ταραχῆς, ἀπαλλάσσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ λύπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἐνῶ στὴ περίπτωση τῆς ἐπιθυμίας δείχνει ἐγκράτεια πρὸς τὴν παράλογη ὁρμὴ καὶ τὰ δυσάρεστα γεγονότα.

52. Κατὰ τὸν καιρὸ τῶν πειρασμῶν νὰ μὴ ἐγκαταλείπεις τὸ μοναστήρι σου, ἀλλὰ νὰ ὑπομένεις μὲ γενναιότητα τὰ κύματα τῶν λογισμῶν, καὶ μάλιστα τῶν λογισμῶν τῆς λύπης καὶ τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας. Διότι ἔτσι, ἀφοῦ δοκιμασθεῖς, κατὰ θεία παραχώρηση, μὲ τὶς θλίψεις, θ\’ ἀποκτήσεις σταθερὴ ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό. Ἐὰν ὅμως ἐγκαταλείπεις τὸ μοναστήρι σου θὰ βρεθεῖς ἀνάξιος καὶ ἄνανδρος.

53. Ἐὰν θέλεις νὰ μὴ ἐκπέσεις ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὴ ἀφήσεις τὸν ἀδελφό σου νὰ κοιμηθεῖ λυπημένος ἐναντίον σου. Οὔτε νὰ κοιμηθεῖς λυπημένος ἐναντίον αὐτοῦ, ἀλλά, «πήγαινε συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ τότε ἔλα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρο» τῆς ἀγάπης σου στὸ Χριστὸ μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ ἐκτενὴ προσευχή.

54. Ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, δὲν ἔχει ὅμως ἀγάπη, δὲν ὠφελεῖται σὲ τίποτε, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο, πόση προσπάθεια ὀφείλουμε νὰ καταβάλουμε ἐμεῖς γιὰ ν\’ ἀποκτήσουμε αὐτήν;

55. Ἐὰν «ἡ ἀγάπη δὲν κάμνει κακὸ στὸν πλησίον», ἐκεῖνος ποὺ φθονεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ στεναχωριέται γιὰ τὴν προκοπή του καὶ μὲ κακόλογα μολύνει τὴν ὑπόληψή του, ἤ τὸν συκοφαντεῖ μὲ κάποια αἰσχρὴ κατηγορία, πῶς δὲν καθιστᾶ τὸν ἑαυτὸ του ξένο τῆς ἀγάπης καὶ ἔνοχο τῆς αἰωνίας κρίσεως;

56. Ἐὰν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου, ἐκεῖνος ποὺ τρέφει μνησικακία γιὰ τὸν ἀδελφό του, ἐπινοεῖ δόλους ἐναντίον αὐτοῦ, προσεύχεται γιὰ τὸ κακό του καὶ χαίρεται γιὰ τὴν πτώση του, πῶς δὲν εἶναι παράνομος καὶ ἄξιος τῆς αἰωνίας κολάσεως;

57. Ἐὰν «ἐκεῖνος ποὺ κακολογεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ κατηγορεῖ αὐτόν, κακολογεῖ καὶ κατηγορεῖ τὸ νόμο», ὁ δὲ νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, πῶς ὁ κακολόγος δὲν ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν γίνεται αἴτιος τῆς αἰωνίας κολάσεως γιὰ τὸν ἑαυτό του;

58. Μὴ ἀφήνεις τὰ αὐτιά σου ν\’ ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ κακολόγου, οὔτε τὰ λόγια σου νὰ φθάνουν στ\’ αὐτιὰ ἐκείνου ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ κατηγορεῖ, μιλώντας ἤ ἀκούοντας μὲ εὐχαρίστηση λόγια ἐναντίον τοῦ πλησίον σου, γιὰ νὰ μὴ ἐκπέσεις ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη καὶ βρεθεῖς ἔτσι ξένος της αἰώνιας ζωῆς.

59. Μὴ ἀνέχεσαι ν\’ ἀκοῦς κακόλογα ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ πατέρα σου, οὔτε νὰ κάνεις πιὸ πρόθυμο ἐκεῖνον ποὺ ὁμιλεῖ προσβλητικὰ γι\’ αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ ὁργισθεῖ ὁ Κύριος γιὰ τὰ ἔργα σου καὶ σὲ ἐξαφανίσει ἀπὸ τὴ γῆ τῶν ζώντων.

60. Ἀποστόμωνε ἐκεῖνον ποὺ γεμίζει τ\’ αὐτιά σου μὲ κακόλογα, γιὰ νὰ μὴ προξενήσεις στὸν ἑαυτό σου μαζὶ μ\’ αὐτὸν διπλὴ ἁμαρτία καὶ συνηθίζοντας τὸν ἑαυτό σου στὸ ὀλέθριο αὐτὸ πάθος, καὶ μὴ σταματώντας ἐκεῖνον νὰ φλυαρεῖ ἐναντίον τοῦ πλησίον σου.

61. «Ἐγὼ ὅμως», λέγει ὁ Κύριος, «σᾶς λέγω ν\’ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν, καὶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ ἐκείνους πού σᾶς βλάπτουν». Γιατί ἔδωσε αὐτὲς τὶς ἐντολές; Γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ μίσος, τὴ λύπη, τὴν ὀργὴ καὶ τὴ μνησικακία καὶ νὰ σὲ καταξιώσει ν\’ ἀποκτήσεις τὸ πιὸ μεγαλύτερο ἀπόκτημα τῆς τέλειας ἀγάπης, τὴν ὁποία εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἔχει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὄλου τοὺς ἀνθρώπους κατὰ μίμηση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ θέλει νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρὶσουν τὴν ἀλήθεια.

62. «Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω Μὴν ἀντιστέκεστε στὸ πονηρό, ἀλλ\’ ὅποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξὶ σαγόνι, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο καὶ σ\’ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σὲ πάει στὸ δικαστήριο καὶ νὰ σοῦ πάρει τὸ πουκάμισό σου, ἄφησέ του καὶ τὸ ἐπανωφόρι σου καὶ σ\’ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀγγαρεύει γιὰ ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δυό». Γιατί; Γιὰ νὰ διαφυλάξει ἐσένα χωρὶς ὀργή, ἀτάραχο καὶ χωρὶς λύπη, καὶ ἐκεῖνον νὰ τὸν διδάξει μὲ τὴ δική σου ἀνεξικακία, καὶ ἔτσι νὰ σᾶς ὁδηγήσει καὶ τοὺς δυό, σὰν ἀγαθὸς ποὺ εἶναι, κάτω ἀπὸ τὸ ζυγό της ἀγάπης.

63. Ὅσες κακὲς πράξεις κάναμε κάποτε, αὐτῶν τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες περιφέρομε στὴ σκέψη μας. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ νικᾶ τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες, ὁπωσδήποτε περιφρονεῖ καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐκεῖνες πράξεις του στὶς ὁποῖες ἀναφέρονται οἱ φαντασίες του· διότι ὁ πόλεμος πρὸς τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες εἶναι τόσο πολὺ φοβερὸς ἀπὸ τὸν πόλεμο πρὸς τὶς ἴδιες τὶς ἁμαρτωλὲς πράξεις, ὅσο εὐκολότερο εἶναι τὸ ν\’ ἁμαρτάνει κανεὶς μὲ τὴ σκέψη παρὰ μὲ τὰ ἔργα του.

64. Ἀπὸ τὰ πάθη ἄλλα εἶναι σωματικά, καὶ ἄλλα ψυχικά. Τὰ σωματικὰ ἔχουν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῶ τὰ ψυχικὰ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα. Καὶ τὰ δυὸ ὅμως τὰ ἀφαιρεῖ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια· ἡ ἀγάπη ἀφαιρεῖ τὰ ψυχικά, ἐνῶ ἡ ἐγκράτεια τὰ σωματικά.

65. Ἄλλὰ ἀπὸ τὰ πάθη συμβαίνει ν\’ ἀνήκουν στὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, καὶ ἄλλα στὸ ἐπιθυμητικό, καὶ τὰ δυὸ ὅμως τίθενται σὲ ἐνέργεια μὲ τὶς αἰσθήσεις. Ἀλλὰ τότε τίθενται σὲ ἐνέργεια, ὅταν ἡ ψυχὴ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια.

66. Πολὺ περισσότερο δυσκολονίκητα συμβαίνει νὰ εἶναι τὰ πάθη τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, παρὰ τὰ πάθη τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους αὐτῆς. Γι\’ αὐτὸ καὶ δόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο σὰν μεγαλύτερο φάρμακο γι\’ αὐτὰ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.

67. Ὅλα τὰ ἄλλα πάθη προσβάλλουν ἤ τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἤ μόνο τὸ ἐπιθυμητικό, ἤ ἀκόμα καὶ τὸ λογιστικὸ μέρος αὐτῆς, ὅπως εἶναι ἡ λησμοσύνη καὶ ἡ ἄγνοια, ἀλλὰ τὸ πάθος τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας, κυριεύοντας ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, θέτει σὲ ἐνέργεια ὅλα σχεδὸν τὰ πάθη μαζί. Γι\’ αὐτὸ καὶ εἶναι βαρύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. Πολὺ καλὰ λοιπὸν ὁ Κύριος ἔδωσε τὸ φάρμακο ἐναντίον αὐτῆς, λέγοντας• «μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ κερδίσετε καὶ θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας».

68. Μὴ πληγώσεις ποτὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ μάλιστα παράλογα, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ κάποτε, μὴ ὑποφέροντας τὴ θλίψη, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν προσπάθεια, ἀλλὰ καὶ σὺ δὲν θ\’ ἀποφύγεις ποτὲ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, ποὺ θὰ σοῦ προξενεῖ πάντοτε λύπη κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ θ\’ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ σου ἀπὸ τὴν παρρησία ἀπέναντι στὸ Θεό.

69. Νὰ μὴ ἀνέχεσαι τὶς ὑπόνοιές σου ἤ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων γιὰ σκάνδαλα σὲ βάρος ὡρισμένων ἄλλων. Διότι ἐκεῖνοι ποὺ παραδέχονται σκάνδαλα ποὺ συμβαίνουν μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ μὲ τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς ἤ χωρὶς αὐτήν, δὲν γνωρίζουν τὴν ὁδὸ τῆς εἰρήνης ποὺ ὁδηγεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τοὺς ἐραστὲς αὐτῆς στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

70. Δὲν ἔχει ἀκόμα τέλεια ἀγάπη ἐκεῖνος ποὺ ἐπηρεάζεται καὶ συμφωνεῖ μὲ τὶς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως γιὰ παράδειγμα, τὸν ἕνα τὸν ἀγαπᾶ, καὶ τὸν ἄλλο τὸν μισεῖ γι\’ αὐτὸ τὸ λόγο ἤ γιὰ ἐκεῖνον, ἤ καὶ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο ἄλλοτε τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ἂλλοτε τὸν μισεῖ γιὰ τὶς ἴδιες αἴτιες.

71. Ἡ τέλεια ἀγάπη δὲν διαχωρίζει τὴ μία ἀνθρώπινη φύση ἀνάλογα μὲ τὶς διάφορες γνῶμες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ\’ ἀποβλέποντας πάντοτε σ\’ αὐτήν, ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἐνάρετους τοὺς ἀγαπᾶ σὰν φίλους, ἐνῶ τοὺς κακούς τοὺς ἀγαπᾶ σὰν ἐχθρούς, εὐεργετώντας αὐτούς, δείχνοντας μακροθυμία πρὸς αὐτοὺς καὶ ὑπομένοντας ὅλες τὶς κατηγορίες καὶ τὶς κακίες ποὺ δέχεται ἀπ\’ αὐτούς. Δὲν σκέπτεται γενικὰ τὸ κακὸ ποὺ τῆς γίνεται ἀπ\’ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ πάσχει γι\’ αὐτούς, ἐὰν τὸ καλέσουν οἱ περιστάσεις, γιὰ νὰ κάνει καὶ αὐτούς, ἂν εἶναι δυνατό, φίλους, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀντίθετη περίπτωση καὶ ἂν ἀκόμα ἀποτύχει νὰ τοὺς κάνει φίλους, δὲν ἀλλάζει τὴ διάθεσή της πρὸς αὐτούς, παρουσιάζοντας πάντοτε ἐξ ἴσου πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης. Γι\’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας καὶ Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός, δείχνοντας τὴν ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς, ἔπαθε πρὸς χάρη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καὶ χάρισε ἐξ ἴσου πρὸς ὅλους τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, ἄσχετα βέβαια ἐὰν ὁ καθένας καθιστᾶ τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ ἤ τῆς τιμωρίας.

72. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν περιφρονεῖ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτιμία, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς καὶ τὶς λύπες, δὲν ἀπέκτησε ἀκόμα τέλεια ἀγάπη. Διότι ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μόνο περιφρονεῖ αὐτά, ἀλλὰ περιφρονεῖ καὶ τὴν ἴδια τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.

73. Ἄκου ἐκείνους ποῦ ἀξιώθηκαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν τέλεια ἀγάπη τί λένε «ποιὸς θὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλίψη ἡ στενοχώρια; Ὁ διωγμὸς ἤ ἡ πείνα; Ἡ γυμνότητα ἤ ὁ κίνδυνος καὶ ἡ μάχαιρα; Ὅπως ἔχει γραφεῖ ἐξ αἰτίας σου θανατωνόμαστε καθημερινά, θεωρηθήκαμε σὰν πρόβατα σφαγῆς. Ὅμως σὲ ὅλα αὐτὰ βγαίνομε μὲ τὸ παραπάνω νικητὲς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ πού μᾶς ἀγάπησε. Διότι εἶμαι ἀπόλυτα πεπεισμένος, ὅτι οὔτε ὁ θάνατος, οὔτε ἡ ζωή, οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἀρχὲς, οὔτε οἱ δυνάμεις, οὔτε τίποτα ἀπὸ τὰ παρόντα, οὔτε ἀπὸ τὰ μέλλοντα, οὔτε ὕψος, οὔτε βάθος, οὔτε κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ κτίσματα θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς τὴν ἔδειξε μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν Κύριό μας».

74. Γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας ἄκου πάλι ποιὰ λόγια λένε: « τὴν ἀλήθεια λέγω ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, δὲν λέγω ψέματα, καὶ μοῦ τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ ἡ συνείδησή μου μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει μέσα στὴν καρδιά μου μεγάλη λύπη καὶ ἀδιάκοπος πόνος. Θὰ εὐχόμουν πράγματι ν’ ἀποχωριστῶ ἐγὼ τὸν Χριστὸ γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου τῶν κατὰ φύση συγγενῶν μου, ποὺ εἶναι οἱ Ἰσραηλίτες», καὶ τὰ ἑξῆς. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μίλησε καὶ ὁ Μωυσῆς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.

75. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν περιφρονεῖ τὴν κοσμικὴ δόξα καὶ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις καθὼς καὶ τὴ φιλαργυρία ποὺ αὐξάνει αὐτὲς καὶ παρέχει ὅλη τὴ βοήθειά της πρὸς αὐτές, δὲν μπορεῖ νὰ ξερριζώσει τὶς ἀφορμὲς τοῦ θυμοῦ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξερριζώνει αυτές, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν τέλεια ἀγάπη.

76. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ κακοπάθεια ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἡ ταπείνωση ξερριζώνει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ κακοπάθεια ἀφαιρεῖ τὰ πάθη τοῦ σώματος. Αὐτὸ λοιπὸν φαίνεται νὰ κάμνει καὶ ὁ μακάριος Δαβίδ, μὲ ἐκεῖνες τὶς εὐχὲς ποὺ ἀπευθύνει πρὸς τὸ Θεό, λέγοντας• «πρόσεξε τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρησε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου».

77. Μὲ τὶς ἐντολὲς του ὁ Κύριος καθιστᾶ ἀπαθεῖς ἐκείνους ποὺ τὶς ἐφαρμόζουν, ἐνῶ μὲ τὰ θεῖα δόγματα χαρίζει σ\’ αὐτοὺς τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσεως.

78. Ὅλα τὰ δόγματα ἤ ἀναφέρονται στὸ Θεό, ἤ στὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ἤ στὴν πρόνοιά του γι\’ αὐτὰ καὶ στὴ κρίση.

79. Ἡ ἐλεημοσύνη θεραπεύει τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἡ νηστεία μαραίνει τὴν ἐπιθυμία, καὶ ἡ προσευχὴ καθαρίζει τὸ νοῦ καὶ προετοιμάζει γιὰ τὴ θεωρία τῶν ὄντων. Διότι ὁ Κύριος μᾶς χάρισε τὶς ἐντολὲς του ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.

80. «Μάθετε ἀπὸ ἐμένα», λέγει ὁ Κύριος, «ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά», καὶ τὰ ἑξῆς. Ἡ πραότητα διαφυλάσσει τὸ θυμὸ ἀτάραχο, ἐνῶ ἡ ταπείνωση ἐλευθερώνει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴ ματαιοδοξία

81. Διπλὸς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ὁ ἕνας γεννιέται μέσα μας ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τῆς κολάσεως, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀναπτὺσσονται μέσα μας μὲ τὴ σειρὰ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀπάθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ ἀγάπη· ὁ ἄλλος φόβος εἶναι στενὰ ἑνωμένος μὲ τὴν ἀγάπη, δημιουργώντας πάντοτε εὐλάβεια στὴν ψυχή, ὥστε νὰ μὴ φθάσει ἡ ψυχή, μὲ τὸ θάρρος ποὺ τῆς δίνει ἡ ἀγάπη, νὰ περιφρονήσει τὸ Θεό.

82. Τὸν πρῶτο «φόβο τὸν διώχνει ἡ τέλεια ἀγάπη» τῆς ψυχῆς ποὺ ἔχει ἀποκτήσει αὐτήν, καὶ δὲν φοβᾶται πλέον τὴν κόλαση, ἐνῶ τὸν δεύτερο φόβο τὸν ἔχει πάντοτε, ὅπως ἔχει λεχθεῖ προηγουμένως, στενὰ ἑνωμένο μὲ τὸν ἑαυτό της. Στὸν πρῶτο φόβο ταιριάζει τό, «μὲ τὸν φόβο τοῦ Κυρίου ἀποφεύγει ὁ καθένας τὸ κακό», καί, «ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου», ἐνῶ στὸν δεύτερο τό, «ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ νόμο του εἶναι ἁγνὸς καὶ παραμένει αἰώνια», καὶ τό, «ὅσοι φοβοῦνται τὸν Κύριο καμιὰ στέρηση δὲν θὰ δοκιμάσουν».

83. «Νεκρώσατε τὰ μέλη σας ἐκεῖνα ποὺ ρέπουν πρὸς τὰ γήινα, δηλαδὴ τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, τὸ πάθος, τὴν κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία», καὶ τὰ ἑξῆς. Γῆ ὀνόμασε τὸ φρὸνημα τῆς σάρκας· πορνεία εἶπε τὸν ἔμπρακτη ἁμαρτία· ἀκαθαρσία κάλεσε τὴ συγκατάθεση τοῦ νοῦ· πάθος ὀνόμασε τὸν ἐμπαθὴ λογισμὸ· ἐπιθυμία κακὴ χαρακτήρισε τὴν ἁπλὴ ἀποδοχὴ τοῦ λογισμοῦ τῆς ἐπιθυμίας, καὶ τέλος πλεονεξία ὀνόμασε τὴν ὕλη ποὺ γεννᾶ καὶ αὐξάνει τὸ πάθος. Ὅλα αὐτὰ λοιπόν, σὰν μέλη ποὺ εἶναι τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ἔδωσε ἐντολὴ ὁ θεῖος Ἀπόστολος νὰ τὰ νεκρώσουμε.

84. Στὴν ἀρχὴ ἡ μνήμη εἰσάγει στὸ νοῦ λογισμὸ ἁπλό, ἐφόσον ὅμως αὐτὸ διαρκεῖ γιὰ πολὺ χρόνο, τότε ἀρχίζει νὰ ἐκδηλώνεται τὸ πάθος, καὶ ἂν αὐτὸ δὲν νικηθεῖ καὶ ἀπομακρυνθεῖ, λυγίζει ὁ νοῦς καὶ δίνει τὴ συγκατάθεσή του, καὶ ἀφοῦ δοθεῖ ἡ συγκατάθεση αὐτή, τότε πλέον προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πάνσοφος λοιπὸν Ἀπόστολος γράφοντας πρὸς τοὺς προερχομένους ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς Χριστιανοὺς δίνει ἐντολὴ νὰ καταστρέφεται πρῶτα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ μετά, ἀντιστρέφοντας τὴ σειρὰ τῶν πραγμάτων, καταλήγει στὴν αἰτία. Καὶ ἡ αἰτία, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶναι ἡ πλεονεξία ποὺ γεννᾶ καὶ αὐξάνει τὸ πάθος. Νομίζω ἐδῶ ὅτι ἐννοεῖ τὴ γαστριμαργία, ποὺ εἶναι μητέρα καὶ τροφὸς τῆς πορνείας. Διότι ἡ πλεονεξία εἶναι κακὴ ὄχι μόνο στὴν περίπτωση τῶν χρημὰτων, ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τῶν τροφῶν. Ὅπως πάλι καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι καλὴ ὄχι μόνο στὴν περίπτωση τῶν τροφῶν, ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τῶν χρημάτων.

85. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σπουργιτάκι, ποὺ εἶναι δεμένο ἀπὸ τὸ πόδι του, ἐπιχειρώντας νὰ πετάξει, σύρεται πρὸς τὴ γῆ ἐπειδὴ ἕλκεται ἀπὸ τὸ σχοινί, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ποὺ δὲν ἀπέκτησε ἀκόμα ἀπάθεια, πετώντας πρὸς τὰ ἐπάνω στὴν προσπάθειά του νὰ γνωρίσει τὰ οὐράνια, συρόμενος ἀπὸ τὰ πάθη, πέφτει πρὸς τὰ γήινα.

86. Ὅταν ὁ νοῦς ἐλευθερωθεῖ τέλεια ἀπὸ τὰ πάθη, τότε χωρὶς μεταστροφὴ προχωρεῖ στὴ θεωρία τῶν ὄντων καὶ ἡ πορεία αὐτὴ τὸν ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῆς ἁγίας Τριάδος.

87. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρὸς προσλαμβάνει τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων καὶ προχωρεῖ στὴν πνευματικὴ θεωρία αὐτῶν, ὅταν ὅμως ἀπὸ πνευματικὴ ἀδιαφορία καταστεῖ ἀκάθαρτος, τότε τὶς ἔννοιες τῶν πνευματικῶν πραγμάτων τὶς θεωρεῖ σὰν ἁπλὲς καὶ χωρὶς σημασία ἔννοιες, ἐνῶ, δεχόμενος τὶς ἀνθρώπινες ἔννοιες, τὶς μετατρέπει σὲ αἰσχροὺς ἤ πονηροὺς λογισμούς.

88. Ὅταν φθάσεις, ὥστε πάντοτε κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ μὴν ἐνοχλεῖ τὸ νοῦ σου καμιὰ ἀπὸ τὶς ἔννοιες τοῦ κόσμου, τότε γνώριζε ὅτι δὲν βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ἀπάθειας.

89. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται τὴν ὑγεία της, τότε ἀρχίζει νὰ βλέπει καὶ τὶς φαντασίες τῶν ὀνείρων σὰν ἁπλὲς φαντασίες καὶ χωρὶς νὰ νιώθει καμιὰ ταραχή.

90. Ὅπως ἀκριβῶς τὸν αἰσθητὸ ὀφθαλμὸ τὸν προσελκύει τὸ κάλλος τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, ἔτσι καὶ τὸν καθαρὸ νοῦ τὸν ἀποσπᾶ ἡ γνώση τῶν ἀόρατων πραγμάτων. Ἀόρατα ὀνομάζω τὰ ἀσώματα.

91. Εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο πράγμα τὸ νὰ παραμένει ὁ νοῦς ἀπαθὴς ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, πολὺ περισσότερο ὅμως τὸ νὰ παραμένει ἀπαθὴς ἀπὸ τὶς φαντασίες αὐτῶν. Διότι ὁ πόλεμος τῶν δαιμόνων πρὸς ἐμᾶς μὲ τοὺς λογισμοὺς εἶναι πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τὸν πόλεμο μέσω τῶν πραγμάτων.

92. Ἐκεῖνος ποὺ κατόρθωσε τὶς ἀρετὲς καὶ ἀπέκτησε τὸν πλοῦτο τῆς γνώσεως, θεωρώντας πλέον τὰ πράγματα μὲ τὴ φυσική τους ἔννοια, ὅλα τὰ κάμνει καὶ γιὰ ὅλα ὁμιλεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, χωρὶς νὰ διαστρέφει κανένα ἀπ\’ αὐτά. Διότι ἀνάλογα μὲ τὴ λογικὴ ἤ παράλογη χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων γινόμαστε ἐνάρετοι ἤ κακοί.

93. Ἀπόδειξη τέλειας ἀπάθειας τῆς ψυχῆς εἶναι ὅταν οἱ ἔννοιες τῶν πραγμάτων ἀνεβαίνουν πάντοτε στὴν καρδιὰ σὰν ἁπλὲς ἔννοιες καὶ ὅταν τὸ σῶμα δὲν κοιμᾶται καὶ ὅταν κοιμᾶται.

94. Μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς ἀποβάλλει τὰ πάθη, ἐνῶ μὲ τὴν πνευματικὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ἀποβάλλει τὶς ἐμπαθεῖς ἔννοιες τῶν πραγμάτων· μὲ τὴ γνώση τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ἀποβάλλει τὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν, καὶ τέλος τὴ γνώση αὐτὴ τῶν ἀοράτων τὴν ἀποβάλλει μὲ τὴ γνώση τῆς ἁγίας Τριάδος.

95. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἥλιος ἀνατέλλοντας καὶ φωτίζοντας τὸν κόσμο, καὶ τὸν ἑαυτὸ του δείχνει καὶ τὰ πράγματα ποὺ φωτίζονται ἀπ\’ αὐτόν, ἔτσι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἀνατέλλοντα μέσα στὸν καθαρὸ νοῦ, καὶ τὸν ἑαυτὸ τουδείχνει, καὶ τὶς αἰτίες ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν γίνει ἀπ\’ αὐτὸν καὶ πρόκειται νὰ γίνουν.

96. Δὲν γνωρίζουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν οὐσία του, ἀλλ\’ ἀπὸ τὰ μεγαλοπρεπὴ ἔργα αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τὴν πρόνοιά του γιὰ τὰ ὄντα. Διότι μέσα ἀπ\’ αὐτά, σὰν μέσα ἀπὸ καθρέφτη, κατανοοῦμε τὴν ἄπειρη ἀγαθότητα καὶ σοφία καὶ δύναμη αὐτοῦ.

97. Ὁ καθαρὸς νοῦς κινεῖται ἤ μέσα στὶς ἁπλὲς ἔννοιες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἤ μέσα στὴ φυσικὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, ἤ μέσα στὴ θεωρία τῶν ἀοράτων, ἤ μέσα στὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος.

98. Κινούμενος ὁ νοῦς μέσα στὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ἐρευνᾶ ἤ τὶς φυσικὲς αἰτίες αὐτῶν, ἤ τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ὑποσημαίνεται ἀπ\’ αὐτά, ἤ ψάχνει νὰ βρεῖ τὴν αἰτία ποὺ ἔκανε αὐτά.

99. Ὁ νοῦς ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴ θεωρία τῶν ἀοράτων πραγμάτων, ψάχνει νὰ βρεῖ καὶ τὶς φυσικὲς αἰτίες αὐτῶν, καὶ τὴν αἰτία τῆς δημιουργίας αὐτῶν καὶ τὰ ὅσα συνεπάγονται ἀπ\’ αὐτά, καὶ τέλος ποιὰ εἶναι ἡ πρόνοια καὶ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γι\’ αὐτά.

100. Ὅταν ὁ νοῦς βρεθεῖ μέσα στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο νὰ γνωρίσει αὐτόν, ψάχνει νὰ βρεῖ πρῶτα τοὺς λόγους τῆς οὐσίας αὐτοῦ, δὲν βρίσκει ὅμως τὴν ἐξήγηση αὐτὴ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν οὐσία αὐτοῦ (διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἐξ ἴσου ἀκατόρθωτο γιὰ κάθε γεννιτὴ φύση), ἀλλὰ παρηγορεῖται ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται σ\’ αὐτὸν· ἐννοῶ δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα αὐτοῦ, τὴν ἀπειρία καὶ τὴν ἀοριστία του, τὴν ἀγαθότητα καὶ σοφία του, καθὼς καὶ τὴ δύναμή του τόσο τὴ δημιουργική, ὅσο καὶ τὴν προνοητικὴ καὶ κριτικὴ τῶν ὄντων. Καὶ αὐτοῦ αὐτὸ μόνο εἶναι τελείως καταληπτό, ἡ ἀπειρία δηλαδὴ καὶ ἡ μὴ γνώση αὐτοῦ, διότι ἡ γνώση αὐτοῦ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ θεολόγοι ἄνδρες Γρηγόριος ὁ θεολόγος καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρειοπαγίτης.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΠΙΔΙΟΝ

Ἰδοὺ πρὸς τῷ περὶ ἀσκητικοῦ βίου λόγῳ καὶ τὸν περὶ ἀγάπης λόγον πέπομφα τῇ σῇ ὁσιότητι, πάτερ Ἐλπίδιε, ἐν ἰσαρίθμοις κεφαλαίων τῶν τεσσάρων εὐαγγελίων ἑκατοντάδων· οὐδὲν μὲν ἴσως ἄξιον τῆς σῆς προσδοκίας, τῆς δέ γε ἡμετέρας δυνάμεως οὐκ ἔλαττον. Πλὴν γινωσκέτω ἡ σὴ ἁγιωσύνη ὅτι οὐδὲ ταῦτα τῆς ἡμῆς εἰσὶ γεώργια διανοίας· ἀλλὰ τοὺς τῶν ἁγίων πατέρων διελθὼν λόγους κἀκεῖθεν τὸν εἰς τὴν ὑπόθεσιν συντείνοντα νοῦν ἀναλεξάμενος καὶ ἐν ὀλίγοις πολλὰ κεφαλαιωδέστερον συναγαγών, ἵνα εὐσύνοπτα γένωνται διὰ τὸ εὐμνημόνευτον, ἀπέστειλα τῇ σῇ ὁσιότητι, παρακαλῶν εὐγνωμόνως ἀναγινώσκειν καὶ μόνην θηρεύειν τὴν ἐν αὐτοῖς ὠφέλειαν· τὸ δὲ ἀκαλλὲς τῶν λέξεων παραβλέπειν καὶ εὔχεσθαι ὑπὲρ τῆς ἐμῆς μετριότητος, πάσης πνευματικῆς ὠφελείας ἐρήμου. Παρακαλῶ δὲ καὶ τοῦτο, μὴ εἰς ὄχλησιν ἡγεῖσθαι τὰ εἰρημένα. Ἐπιταγὴν γὰρ πεπλήρωκα· λέγω δὲ τοῦτο, ἐπειδὴ οἱ λόγοις ἐνοχλοῦντες πολλοί ἐσμεν σήμερον· οἱ δὲ ἔργοις παιδεύοντες ἢ παιδευόμενοι πάνυ εἰσὶν ὀλίγοι. Ἀλλὰ μᾶλλον ἐμπόνως προσέχειν ἑκάστῳ τῶν κεφαλαίων. Οὐ πάντα γὰρ πᾶσιν, ὡς οἶμαι, εἰσὶν εὔληπτα· ἀλλὰ καὶ πολλῆς τὰ πολλὰ τοῖς πολλοῖς δεόμενα τῆς συνεξετάσεως, εἰ καὶ δοκεῖ ἁπλούστερον εἰρῆσθαι. Ἴσως γὰρ ἄν τι φανείη χρήσιμον τῇ ψυχῇ ἐξ αὐτῶν ἀνακαλυπτόμενον. Ἀναφανήσεται δὲ πάντως Θεοῦ χάριτι τῷ ἀπεριέργοις ἐννοίαις καὶ μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ ἀγάπης ἀναγινώσκοντι. Τῷ δὲ μὴ ὡφελείας χάριν πνευματικῆς ἐντυγχάνοντι ἢ τούτῳ τῷ πονήματι ἢ καὶ ἄλλῳ οἱῳδήποτε, ἀλλὰ τοῦ λέξεις θηρεύειν πρὸς τὸ κακίζειν τὸν συγγραψάμενον, ἵνα ἑαυτὸν ἐκείνου δῆθεν, ὡς οἰήσει, σοφώτερον παραστήσῃ, οὐδὲν ὠφέλιμον οὐδαμόθεν οὐδέποτε ἀναφανήσεται.

ΕΚΑΤΟΝΤΑΣ ΠΡΩΤΗ

1.1 (α’) Ἀγάπη μέν ἐστι διάθεσις ψυχῆς ἀγαθή, καθ᾽ ἣν οὐδὲν τῶν ὄντων τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως προτιμᾷ· ἀδύνατον δὲ εἰς ἕξιν ἐλθεῖν ταύτης τῆς ἀγάπης, τὸν πρός τι τῶν ἐπιγείων ἔχοντα προσπάθειαν.

1.2 (β’) Ἀγάπην μὲν τίκτει ἀπάθεια· ἀπάθειαν δέ, ἡ εἰς Θεὸν ἐλπίς· τὴν δὲ ἐλπίδα, ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία· ταύτας δέ, ἡ περιεκτικὴ ἐγκράτεια· ἐγκράτειαν δέ, ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος· τὸν δὲ φόβον, ἡ εἰς τὸν Κύριον πίστις.

1.3 (γ’) Ὁ πιστεύων τῷ Κυρίῳ φοβεῖται τὴν κόλασιν· ὁ δὲ φοβούμενος τὴν κόλασιν ἐγκρατεύεται ἀπὸ τῶν παθῶν· ὁ δὲ ἐγκρατευόμενος ἀπὸ τῶν παθῶν ὑπομένει τὰ θλιβερά· ὁ δὲ ὑπομένων τὰ θλιβερὰ ἕξει τὴν εἰς Θεὸν ἐλπίδα· ἡ δὲ εἰς Θεὸν ἐλπὶς χωρίζει πάσης γηΐνης προσπαθείας· ταύτης δὲ ὁ νοῦς χωρισθεὶς ἕξει τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην.

1.4 (δ’) Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν πάντων τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ γεγονότων προτιμᾷ τὴν γνῶσιν αὐτοῦ καὶ ἀδιαλείπτως διὰ τοῦ πόθου ταύτῃ προσκαρτερεῖ.

1.5 (ε’) Εἰ πάντα τὰ ὄντα διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὸν Θεὸν γέγονε, κρείττων δὲ ὁ Θεὸς τῶν δι᾽ αὐτοῦ γεγονότων· ὁ καταλιμπάνων τὸ κρεῖττον καὶ τοῖς χείροσιν ἐνασχολούμενος δείκνυσιν ἑαυτὸν προτιμῶντα τοῦ Θεοῦ τὰ δι᾽ αὐτοῦ γεγονότα.

1.6 (στ‘) Ὁ τῇ εἰς Θεὸν ἀγάπῃ τὸν νοῦν ἔχων προσηλωμένον πάντων τῶν ὁρωμένων καὶ αὐτοῦ τοῦ σώματος ὡς ἀλλοτρίου καταφρονεῖ.

1.7 (ζ’) Εἰ κρείττων τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ καὶ κρείττων τοῦ κόσμου ἀσυγκρίτως ὁ κτίσας αὐτὸν Θεός, ὁ προτιμῶν τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα καὶ τοῦ Θεοῦ τὸν ὑπ᾽ αὐτοῦ κτισθέντα κόσμον οὐδὲν τῶν εἰδολολατρούντων διενήνοχεν.

1.8 (η’) Ὁ τὸν νοῦν τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης καὶ προσεδρείας ἀποχωρίσας καί τινι τῶν αἰσθητῶν προσδεδεμένον ἔχων, οὗτός ἐστιν ὁ προτιμῶν τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα καὶ τοῦ κτίσαντος Θεοῦ τὰ ὑπ᾽ αὐτοῦ γεγονότα.

1.9 (θ’) Εἰ ἡ ζωὴ τοῦ νοῦ ὁ φωτισμός ἐστι τῆς γνώσεως, τοῦτον δὲ ἡ εἰς Θεὸν ἀγάπη τίκτει· καλῶς οὐδὲν τῆς θείας ἀγάπης εἴρηται μεῖζον.

1.10 (ι’) Ὅταν τῷ ἔρωτι τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν ὁ νοῦς ἐκδημῇ, τότε οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε τινὸς τῶν ὄντων παντάπασιν ἐπαισθάνεται. Ὑπὸ γὰρ τοῦ θείου καὶ ἀπείρου φωτὸς καταλαμπόμενος, ἀναισθητεῖ πρὸς πάντα τὰ ὑπ᾽ αὐτοῦ γεγονότα, καθάπερ καὶ ὁ αἰσθητὸς ὀφθαλμὸς πρὸς τοὺς ἀστέρας, τοῦ ἡλίου ἀνατέλλοντος.

1.11 (ια’) Πᾶσαι μὲν αἱ ἀρεταὶ συνεργοῦσι τῷ νῷ πρὸς τὸν θεῖον ἔρωτα, πλέον δὲ πάντων ἡ καθαρὰ προσευχή· διὰ ταύτης γὰρ πρὸς τὸν Θεὸν πτερούμενος, ἔξω γίνεται πάντων τῶν ὄντων.

1.12 (ιβ’) Ὅταν διὰ τῆς ἀγάπης ὑπὸ τῆς θείας γνώσεως ὁ νοῦς ἁρπαγῇ καὶ ἔξω τῶν ὄντων γενόμενος τῆς θείας ἐπαισθάνηται ἀπειρίας, τότε κατὰ τὸν θεῖον Ἡσαΐαν ὑπὸ ἐκπλήξεως εἰς συναίσθησιν τῆς ἑαυτοῦ ἐρχόμενος ταπεινότητος μετὰ διαθέσεως λέγει τὰ τοῦ προφήτου ῥήματα· Ὢ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι· ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ κατοικῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου.

1.13 (ιγ’) Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν οὐ δύναται μὴ καὶ πάντα ἄνθρωπον ἀγαπῆσαι ὡς ἑαυτόν, εἰ καὶ πρὸς τὰ πάθη δυσχεραίνει τῶν μήπω κεκαθαρμένων. Διὸ καὶ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν βλέπων καὶ τὴν διόρθωσιν, ἀμετρέτῳ καὶ ἀνεκλαλήτῳ χαίρει  χαρᾷ.

1.14 (ιδ’) Ἀκάθαρτός ἐστι ψυχὴ ἐμπαθής, λογισμῶν ἐπιθυμίας καὶ μίσους πεπληρωμένη.

1.15 (ιε’) Ὁ ἴχνος μίσους βλέπων ἐν τῇ ἑαυτοῦ καρδίᾳ διὰ οἱονδήποτε πταῖσμα πρὸς τὸν οἱονδήποτε ἄνθρωπον, ἀλλότριος τυγχάνει πάμπαν τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης· διότι ἡ εἰς τὸν Θεὸν ἀγάπη τοῦ εἰς ἄνθρωπον μίσους παντελῶς οὐκ ἀνέχεται.

1.16 (ιστ’) Ὁ ἀγαπῶν με, φησὶν ὁ Κύριος, τὰς ἐντολάς μου τηρήσει· αὕτη δέ ἐστιν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ὁ οὖν μὴ ἀγαπῶν τὸν πλησίον τὴν ἐντολὴν οὐ τηρεῖ· ὁ δὲ τὴν ἐντολὴν μὴ τηρῶν οὐδὲ τὸν Κύριον ἀγαπῆσαι δύναται.

1.17 (ιζ’) Μακάριος ἄνθρωπος, ὁ πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι δυνηθείς.

1.18 (ιη’) Μακάριος ἄνθρωπος, ὁ μηδενὶ πράγματι φθαρτῷ ἢ προσκαίρῳ προσκείμενος.

1.19 (ιθ’) Μακάριος ὁ νοῦς, ὁ πάντα τὰ ὄντα περάσας καὶ τῆς θείας ὡραιότητος ἀδιαλείπτως κατατρυφῶν.

1.20 (κ’) Ὁ πρόνοιαν τῆς σαρκὸς εἰς ἐπιθυμίας ποιούμενος καὶ μνησικακίαν διὰ πρόσκαιρα πρὸς τὸν πλησίον ἔχων, ὁ τοιοῦτος λατρεύει τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα.

1.21 (κα’) Ὁ ἀνήδονον καὶ ἄνοσον τὸ σῶμα διατηρῶν, σύνδουλον αὐτὸ ἔχει πρὸς τὴν τῶν κρειττόνων ὑπηρεσίαν.

1.22 (κβ’) Ὁ φεύγων πάσας τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, πάσης κοσμικῆς λύπης ἀνώτερον ἑαυτὸν καθίστησιν.

1.23 (κγ’) Ὁ τὸν Θεὸν ἀγαπῶν καὶ τὸν πλησίον πάντως ἀγαπᾷ. Ὁ δὲ τοιοῦτος χρήματα τηρεῖν οὐ δύναται, ἀλλ᾽ οἰκονομεῖ θεοπρεπῶς, ἑκάστῳ τῶν δεομένων παρέχων.

1.24 (κδ’) Ὁ κατὰ μίμησιν Θεοῦ τὴν ἐλεημοσύνην ποιούμενος, οὐκ οἶδε διαφορὰν πονηροῦ καὶ ἀγαθοῦ ἢ δικαίου καὶ ἀδίκου ἐν τοῖς τοῦ σώματος ἀναγκαίοις· ἀλλὰ πᾶσιν ἐξ ἴσου κατὰ τὴν χρείαν διανέμει, εἰ καὶ προτιμᾷ διὰ τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν τοῦ φαύλου τὸν ἐνάρετον.

1.25 (κε’) Ὥσπερ ὁ Θεὸς φύσει ὢν ἀγαθὸς καὶ ἀπαθὴς πάντας μὲν ἐξ ἴσου ἀγαπᾷ ὡς ἔργα αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸν μὲν ἐνάρετον δοξάζει, ὡς καὶ τῇ γνώμῃ οἰκειούμενον, τὸν δὲ φαῦλον δι᾽ ἀγαθότητα ἐλεεῖ καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παιδεύων ἐπιστρέφει· οὕτω καὶ ὁ τῇ γνώμῃ ἀγαθὸς καὶ ἀπαθὴς πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ, τὸν μὲν ἐνάρετον διά τε τὴν φύσιν καὶ τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν, (≡14__180≡> τὸν δὲ φαῦλον διά τε τὴν φύσιν καὶ τὴν συμπάθειαν, ἐλεῶν ὡς ἄφρονα καὶ ἐν σκότει διαπορευόμενον.

1.26 (κστ’) Οὐ μόνον διὰ μεταδόσεως χρημάτων ἡ διάθεσις τῆς ἀγάπης γνωρίζεται, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον διὰ μεταδόσεως λόγου Θεοῦ καὶ σωματικῆς διακονίας.

1.27 (κζ’) Ὁ τοῖς τοῦ κόσμου πράγμασι γνησίως ἀποταξάμενος καὶ τῷ πλησίον διὰ τῆς ἀγάπης ἀνυποκρίτως δουλεύων, παντὸς πάθους ταχέως ἐλευθεροῦται καὶ τῆς θείας ἀγάπης καὶ γνώσεως μέτοχος καθίσταται.

1.28 (κη’) Ὁ τὴν θείαν ἀγάπην ἐν ἑαυτῷ κτησάμενος οὐ κοπιᾷ κατακολουθῶν ὀπίσω Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, κατὰ τὸν θεῖον Ἱερεμίαν· ἀλλὰ πάντα πόνον ὀνειδισμόν τε καὶ ὕβριν φέρει γενναίως, μηδενὶ τὸ σύνολον κακὸν λογιζόμενος.

1.29 (κθ’) Ὅταν ὑβριστῇς παρά τινος ἢ ἔν τινι ἐξουδενωθῇς, τότε πρόσεχε ἀπὸ τῶν λογισμῶν τῆς ὀργῆς, μή σε τῆς ἀγάπης διὰ τῆς λύπης χωρίσαντες ἐν τῇ χώρᾳ τοῦ μίσους καταστήσωσιν.

1.30 (λ’) Ὅταν ἐφ᾽ ὕβρει ἢ ἀτιμίᾳ σφόδρα πονήσῃς, γίνωσκε σεαυτὸν μεγάλως ὠφεληθέντα, τῆς κενοδοξίας διὰ τῆς ἀτιμίας οἰκονομικῶς ἀπό σοῦ ἐκβληθείσης.

1.31 (λα’) Ὥσπερ μνήμη πυρὸς οὐ θερμαίνει τὸ σῶμα, οὕτω πίστις ἄνευ ἀγάπης οὐκ ἐνεργεῖ εἰς ψυχὴν τὸν τῆς γνώσεως φωτισμόν.

1.32 (λβ’) Ὥσπερ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου τὸν ὑγιῆ ὀφθαλμὸν πρὸς ἑαυτὸν ἐφέλκεται, οὕτω καὶ ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ τὸν καθαρὸν νοῦν φυσικῶς διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ἑαυτὸν ἐπισπᾶται.

1.33 (λγ’) Νοῦς ἐστι καθαρός, ὁ ἀγνοίας χωρισθεὶς καὶ ὑπὸ τοῦ θείου φωτὸς καταλαμπόμενος.

1.34 (λδ’) Ψυχή ἐστι καθαρά, ἡ παθῶν ἐλευθερωθεῖσα καὶ ὑπὸ τῆς θείας ἀγάπης ἀδιαλείπτως εὐφραινομένη.

1.35 (λε’) Πάθος ἐστὶ ψεκτὸν κίνησις ψυχῆς παρὰ φύσιν.

1.36 (λστ’) Ἀπάθειά ἐστιν εἰρηνικὴ κατάστασις ψυχῆς, καθ᾽ ἣν δυσκίνητος γίνεται πρὸς κακίαν.

1.37 (λζ’) Ὁ τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης διὰ σπουδῆς κτησάμενος, οὐ μετατίθεται ταύτης, κἂν μυρία πάσχῃ κακά. Καὶ πειθέτω σε Στέφανος, ὁ τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς καὶ οἱ κατ᾽ αὐτὸν καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τῶν φονευτῶν εὐχόμενος καὶ συγγνώμην παρὰ τοῦ Πατρὸς ὡς ἀγνοοῦσιν αἰτούμενος.

1.38 (λη’) Εἰ τῆς ἀγάπης ἐστὶ τὸ μακροθυμεῖν καὶ χρηστεύεσθαι, ὁ θυμομαχῶν καὶ πονηρευόμενος ἀλλότριος δηλονότι τῆς ἀγάπης καθίσταται· ὁ δὲ τῆς ἀγάπης ἀλλότριος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἀλλότριος, εἴπερ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί.

1.39 (λθ’) Μὴ εἴπητε, φησὶν ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ὅτι ναὸς Κυρίου ἐστί. Καὶ σὺ μὴ εἴπῃς, ὅτι ἡ ψιλὴ πίστις εἰς τὸν Κύριον ὑμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν δύναταί με σῶσαι.Ἀμήχανον γὰρ τοῦτο, ἐὰν μὴ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς αὐτὸν διὰ τῶν ἔργων κτήσῃ. Τὸ γὰρ ψιλῶς πιστεύειν, καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι.

1.40 (μ’) Ἔργον ἀγάπης ἐστὶν ἡ εἰς τὸν πλησίον ἐκ διαθέσεως εὐεργεσία καὶ μακροθυμία καὶ ὑπομονὴ καὶ τὸ μετὰ ὀρθοῦ λόγου χρήσασθαι πᾶσι τοῖς πράγμασι.

1.41 (μα’) Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν οὐ λυπεῖ οὐδὲ λυπεῖται πρός τινα διὰ πρόσκαιρα· μίαν δὲ λύπην καὶ λυπεῖ καὶ λυπεῖται σωτήριον, ἣν ὁ μακάριος Παῦλος καὶ ἐλυπήθη καὶ ἐλύπησε τοὺς Κορινθίους.

1.42 (μβ’) Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγγελικὸν βίον ἐπὶ τῆς γῆς ζῇ, νηστεύων καὶ ἀγρυπνῶν καὶ ψάλλων καὶ προσευχόμενος καὶ περὶ παντὸς ἀνθρώπου ἀεὶ καλὰ λογιζόμενος.

1.43 (μγ’) Εἰ οὗτινός τις ἐπιθυμεῖ, τούτου καὶ τυχεῖν ἀγωνίζεται· πάντων δὲ τῶν ἀγαθῶν καὶ ἐπιθυμητῶν ἀγαθώτερον τὸ θεῖον καὶ ἐπιθυμητότερον ἀσυγκρίτως πόσην ἄρα σπουδὴν ὀφείλομεν ἐνδείξασθαι, ἵνα τούτου τοῦ φύσει ἀγαθοῦ καὶ ἐπιθυμητοῦ τύχωμεν.

1.44 (μδ’) Μὴ μολύνῃς τὴν σάρκα σου ἐν αἰσχραῖς πράξεσι καὶ μὴ μιάνῃς τὴν ψυχήν σου ἐν πονηροῖς λογισμοῖς· καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἐπελεύσεται ἐπί σε τὴν ἀγάπην φέρουσα.

1.45 (με’) Αἴκιζε τὴν σάρκα σου ἀσιτίᾳ καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ σχόλασον ἀόκνως ψαλμῳδίᾳ καὶ προσευχῇ· καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῆς σωφροσύνης ἐπελεύσεται ἐπί σε τὴν ἀγάπην φέρων.

1.46 (μστ’) Ὁ τῆς θείας καταξιωθεὶς γνώσεως καὶ τὸν ταύτης φωτισμὸν διὰ τῆς ἀγάπης κτησάμενος, οὐ ῥιπισθήσεταί ποτε ὑπὸ τοῦ τῆς κενοδοξίας πνεύματος· ὁ δὲ ταύτης μήπω καταξιωθείς, εὐχερῶς ὑπ᾽ αὐτῆς περιφέρεται. Ἐὰν οὖν ὁ τοιοῦτος ἐν πᾶσι τοῖς ὑπ᾽ αὐτοῦ πραττομένοις πρὸς τὸν Θεὸν ἀποβλέψῃ, ὡς δι᾽ αὐτὸν πάντα ποιῶν, ῥᾳδίως σὺν Θεῷ ἐκφεύξεται αὐτήν.

1.47 (μζ’) Ὁ μήπω τυχὼν τῆς θείας γνώσεως τῆς δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένης, μέγα φρονεῖ ἐπὶ τοῖς ὑπ᾽ αὐτοῦ κατὰ Θεὸν πραττομένοις. Ὁ δὲ ταύτης τυχεῖν καταξιωθείς, μετὰ διαθέσεως λέγει τὰ τοῦ πατριάρχου Ἀβραὰμ ῥήματα, ἅπερ ἡνίκα τῆς θείας κατηξιώθη ἐπιφανείας εἶπεν· Ἐγὼ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός.

1.48 (μη’) Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, συνόμιλον ἀεὶ ἔχει τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ διὰ τῶν ταύτης ἐνθυμημάτων εἰς τὴν θείαν ἀγάπην καὶ εὐχαριστίαν ἔρχεται. Μνημονεύει γὰρ τῆς κατὰ τὸν κόσμον προτέρας διαγωγῆς καὶ τῶν ποικίλων παραπτωμάτων καὶ τῶν ἐκ νεότητος συμβάντων αὐτῷ πειρασμῶν, καὶ πῶς πάντων ἐκείνων ἐρρύσατο αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ μετέστησεν ἀπὸ τῆς ἐμπαθοῦς ζωῆς εἰς τὸν κατὰ Θεὸν βίον. Καὶ σὺν τῷ φόβῳ προσλαμβάνεται καὶ τὴν ἀγάπην, εὐχαριστῶν ἀεὶ μετὰ ταπεινοφροσύνης πολλῆς τῷ εὐεργέτῃ καὶ κυβερνήτῃ τῆς ζωῆς ἡμῶν.

1.49 (μθ’) Μὴ ῥυπώσῃς τὸν νοῦν σου λογισμῶν ἀνεχόμενος ἐπιθυμίας καὶ θυμοῦ, ἵνα μὴ τῆς καθαρᾶς προσευχῆς ἐκπεσῶν τῷ τῆς ἀκηδίας πνεύματι περιπέσῃς.

1.50 (ν’) Τὸ τηνικαῦτα ὁ νοῦς τῆς πρὸς Θεὸν παρρησίας ἐκπίπτει, ὁπηνίκα πονηροῖς ἢ ῥυπαροῖς λογισμοῖς συνόμιλος γένηται.

1.51 (να’) Ὁ μὲν ἄφρων ὑπὸ τῶν παθῶν ἀγόμενος, ὅτε μὲν ὑπὸ τοῦ θυμοῦ κινούμενος ἐκταράσσεται, φεύγειν ἀλογίστως τοὺς ἀδελφοὺς ἐπείγεται· ὅτε δὲ πάλιν ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ἐκθερμαίνεται, μεταμελόμενος αὖθις προστρέχων ἀπαντᾶ. Ὁ δὲ φρόνιμος ἐπ᾽ ἀμφοτέρων τοὐναντίον ποιεῖ· ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ θυμοῦ, τὰς αἰτίας τῆς ταραχῆς ἐκκόψας, τῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς λύπης ἑαυτὸν ἀπαλλάττει· ἐπὶ δὲ τῆς ἐπιθυμίας, τῆς ἀλόγου ὁρμῆς καὶ συντυχίας ἐγκρατεύεται.

1.52 (νβ’) Ἐν τῷ καιρῷ τῶν πειρασμῶν μὴ καταλίπῃς τὸ μοναστήριόν σου, ἀλλὰ φέρε γενναίως τὰ κύματα τῶν λογισμῶν καὶ μάλιστα τῶν τῆς λύπης καὶ τῆς ἀκηδίας. Οὕτω γὰρ οἰκονομικῶς διὰ τῶν θλίψεων δοκιμασθείς, ἕξεις βεβαίαν τὴν εἰς Θεὸν ἐλπίδα. Ἐὰν δὲ καταλιμπάνῃς, ἀδόκιμος καὶ ἄνανδρος καὶ ἄστατος εὑρεθήσῃ.

1.53 (νγ’) Ἐὰν θέλῃς τῆς κατὰ Θεὸν ἀγάπης μὴ ἐκπεσεῖν, μήτε τὸν ἀδελφὸν ἀφῇς κοιμηθῆναι λυπούμενον κατά σοῦ μήτε σὺ κοιμηθῇς λυπούμενος κατ᾽ αὐτοῦ· ἀλλ᾽ ὕπαγε, διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καὶ ἐλθῶν πρόσφερε Χριστῷ καθαρῷ τῷ συνειδότι δι᾽ ἐκτενοῦς προσευχῆς τὸ δῶρον τῆς ἀγάπης.

1.54 (νδ’) Εἰ ὁ πάντα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος ἔχων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχων, οὐδὲν ὠφελεῖται, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον· πάσην ὀφείλομεν ἐνδείξασθαι σπουδήν, ἵνα ταύτην κτησώμεθα.

1.55 (νε’) Εἰ ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται, ὁ φθονῶν τῷ ἀδελφῷ καὶ λυπούμενος τῇ εὐδοκιμήσει αὐτοῦ καὶ σκώμμασι χραίνων τὴν ὑπόληψιν αὐτοῦ ἢ ἔν τινι κακοηθείᾳ ἐπιβουλεύων αὐτῷ, πῶς οὐκ ἀλλότριον ἑαυτὸν τῆς ἀγάπης καθίστησι καὶ ἔνοχον τῆς αἰωνίου κρίσεως;

1.56 (νστ’) Εἰ πλήρωμα νόμου ἡ ἀγάπη, ὁ μνησικακῶν τῷ ἀδελφῷ καὶ δόλους κατ᾽ αὐτοῦ σκευάζων καὶ κατευχόμενος αὐτοῦ καὶ ἐπιχαίρων τῷ πτώματι αὐτοῦ, πῶς οὐ παράνομός ἐστι καὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως ἄξιος;

1.57 (νζ’) Εἰ ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων ἀδελφόν, καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· ὁ δὲ νόμος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν ἡ ἀγάπη· πῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ὁ κατάλαλος οὐκ ἐκπίπτει καὶ αἴτιος ἑαυτῷ γίνεται κολάσεως αἰωνίου;

1.58 (νη’) Μὴ δῷς τὴν ἀκοήν σου τῇ γλώσσῃ τοῦ καταλάλου μηδὲ τὴν γλῶσσάν σου τῇ ἀκοῇ τοῦ φιλοψόγου, ἡδέως λαλῶν ἢ ἀκούων κατὰ τοῦ πέλας, ἵνα μὴ ἐκπέσῃς τῆς θείας ἀγάπης καὶ ἀλλότριος εὑρεθῇς τῆς αἰωνίου ζωῆς.

1.59 (νθ’) Μὴ καταδέχου κατὰ τοῦ Πατρός σου λοιδορίαν μηδὲ προθυμοποιήσῃς τὸν ἀτιμάζοντα αὐτόν, ἵνα μὴ ὀργισθῇ Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις σου καὶ ἐξολοθρεύσῃ σε ἐκ τῆς γῆς τῶν ζώντων.

1.60 (ξ’) Ἐπιστόμιζε τὸν καταλαλοῦντα ἐν ἀκοαῖς σου, ἵνα μὴ διπλῆν ἁμαρτίαν σὺν αὐτῷ ἁμαρτάνῃς καὶ σαυτὸν ὀλεθρίῳ πάθει ἐθίζων κἀκεῖνον κατὰ τοῦ πλησίον φλυαρεῖν οὐκ ἀνακόπτων.

1.61 (ξα’) Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, φησὶν ὁ Κύριος· Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. Διὰ τί ταῦτα προσέταξεν; Ἵνα σε μίσους καὶ λύπης καὶ ὀργῆς καὶ μνησικακίας ἐλευθερώσῃ καὶ τοῦ μεγίστου κτήματος τῆς τελείας ἀγάπης καταξιώσῃ· ἣν ἀμήχανον ἔχειν τὸν μὴ πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπῶντα κατὰ μίμησιν Θεοῦ, τοῦ πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπῶντος καὶ θέλοντος σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.

1.62 (ξβ’) Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾽ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· καὶ τῷ ἀγγαρεύοντί σε μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾽ αὐτοῦ δύο. Διὰ τί; Ἵνα σε ἀόργητον καὶ ἄλυπον διαφυλάξῃ κἀκεῖνον διὰ τῆς σῆς ἀνεξικακίας παιδεύσῃ καὶ ἀμφοτέρους ὡς ἀγαθὸς ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς ἀγάπης ἀγάγῃ.

1.63 (ξγ’) Πρὸς ἅπερ πράγματά ποτε πεπόνθαμεν, τούτων καὶ τὰς φαντασίας ἐμπαθεῖς περιφέρομεν. Ὁ οὖν τὰς ἐμπαθεῖς νικῶν φαντασίας, καὶ τῶν πραγμάτων ὧν αἱ φαντασίαι πάντως καταφρονεῖ· ἐπειδὴ τοῦ πρὸς τὰ πράγματα πολέμου ὁ πρὸς τὰς μνήμας τοσοῦτόν ἐστι χαλεπώτερος, ὅσον τοῦ κατ᾽ ἐνέργειαν ἁμαρτάνειν τὸ κατὰ διάνοιάν ἐστιν εὐκοπώτερον.

1.64 (ξδ’) Τῶν παθῶν τὰ μέν ἐστι σωματικά, τὰ δὲ ψυχικά. Καὶ τὰ μὲν σωματικὰ ἐκ τοῦ σώματος ἔχει τὰς ἀφορμάς· τὰ δὲ ψυχικά, ἐκ τῶν ἔξωθεν πραγμάτων. Ἀμφότερα δὲ περικόπτει ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια· ἡ μέν, τὰ ψυχικά· ἡ δέ, τὰ σωματικά.

1.65 (ξε’) Τὰ μὲν τῶν παθῶν, θυμικοῦ· τὰ δὲ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς τυγχάνει. Ἀμφότερα δὲ διὰ τῶν αἰσθήσεων κινεῖται· τότε δὲ κινεῖται, ὅτε ἀγάπης ἡ ψυχὴ καὶ ἐγκρατείας ἐκτὸς εὑρίσκεται.

1.66 (ξστ’) Δυσκαταγώνιστα μᾶλλον τὰ τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς πάθη παρὰ τὰ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τυγχάνει· διὸ καὶ μεῖζον τὸ φάρμακον κατ᾽ αὐτοῦ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐδόθη.

1.67 (ξζ’) Πάντα τὰ ἄλλα πάθη ἢ τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μόνον ἐφάπτεται ἢ καὶ τοῦ λογιστικοῦ, ὡς ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια· ἡ δὲ ἀκηδία, πασῶν τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων ἐπιδραττομένη, πάντα σχεδὸν ὁμοθυμαδὸν κινεῖ τὰ πάθη· διὸ καὶ πάντων τῶν ἄλλων παθῶν ἐστι βαρύτατον. Καλῶς οὗν ὁ Κύριος τὸ κατ᾽ αὐτῆς φάρμακον δεδωκώς· Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν, λέγει, κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν.

1.68 (ξη’) Μὴ πλήξῃς ποτέ τινα τῶν ἀδελφῶν, παραλόγως μάλιστα, μήποτε μὴ φέρων τὴν θλίψιν ἀναχωρήσῃ καὶ οὐ μὴ ἐκφεύξῃ ποτὲ τὸν ἔλεγχον τοῦ συνειδότος, ἀεί σοι λύπην ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς προξενοῦντα καὶ τῆς θείας παρρησίας τὸν νοῦν ἀπελαύνοντα.

1.69 (ξθ’) Μὴ ἀνάσχῃ τῶν σκάνδαλά σοι φερουσῶν ὑπονοιῶν ἢ καὶ ἀνθρώπων κατά τινων· οἱ γὰρ παραδεχόμενοι σκάνδαλα ἐν οἵῳ δήποτε τρόπῳ τῶν κατὰ προαίρεσιν ἢ παρὰ προαίρεσιν συμβαινόντων, οὐκ ἴσασι τὴν ὁδὸν τῆς εἰρήνης, τὴν φέρουσαν διὰ τῆς ἀγάπης εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ τοὺς ταύτης ἐραστάς.

1.70 (ο’) Οὔπω ἔχει τελείαν τὴν ἀγάπην ὁ ἔτι ταῖς γνώμαις τῶν ἀνθρώπων συνδιατιθέμενος, οἷον τὸν μὲν ἀγαπῶν, τὸν δὲ μισῶν διὰ τόδε ἢ τόδε· ἢ καὶ τὸν αὐτόν ποτε μὲν ἀγαπῶν, ποτὲ δὲ μισῶν διὰ τὰς αὐτὰς αἰτίας.

1.71 (οα’) Ἡ τελεία ἀγάπη οὐ συνδιασχίζει τὴν μίαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν ταῖς διαφόροις αὐτῶν γνώμαις, ἀλλ᾽ εἰς αὐτὴν ἀεὶ ἀποβλεπομένη πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾷ· τοὺς μὲν σπουδαίους ὡς φίλους, τοὺς δὲ φαύλους ὡς ἐχθροὺς ἀγαπᾷ, εὐεργετοῦσα καὶ μακροθυμοῦσα καὶ ὑπομένουσα τὰ παρ᾽ αὐτῶν ἐπαγόμενα· τὸ κακὸν τὸ σύνολον μὴ λογιζομένη, ἀλλὰ καὶ πάσχουσα ὑπὲρ αὐτῶν, εἰ καιρὸς καλέσειεν, ἵνα καὶ αὐτοὺς ποιήσῃ φίλους, εἰ οἷόν τε· εἰ δὲ μή, τῆς γε ἰδίας διαθέσεως οὐκ ἐκπίπτει, τοὺς τῆς ἀγάπης καρποὺς ἀεὶ ἐξ ἴσου πρὸς πάντας ἀνθρώπους ἐνδεικνυμένη. Διὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστός, τὴν αὑτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ἐνδειξάμενος, ὑπὲρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ἔπαθεν καὶ πᾶσιν ἐξ ἴσου τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἐχαρίσατο· εἰ καὶ ἕκαστος ἑαυτὸν εἴτε δόξης εἴτε κολάσεως καθίστησιν ἄξιον.

1.72 (οβ’) Ὁ μὴ καταφρονῶν δόξης καὶ ἀτιμίας, πλούτου καὶ πενίας, ἡδονῆς τε καὶ λύπης, τελείαν ἀγάπην οὔπω ἐκτήσατο· ἡ γὰρ τελεία ἀγάπη οὐ μόνον τούτων καταφρονεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

1.73 (ογ’) Ἄκουε τῶν καταξιωθέντων τῆς τελείας ἀγάπης ποῖα λέγουσι· Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καθὼς γέγραπται, ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ᾽ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης καὶ λέγοντες καὶ πράττοντές εἰσι πάντες οἱ ἅγιοι.

1.74 (οδ’) Περὶ δὲ τῆς εἰς τὸν πλησίον ἀγάπης ἄκουε πάλιν οἷα λέγουσιν. Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι καὶ τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· ὅτι λύπη μοί ἐστι πολλὴ καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην  γὰρ ἀνάθεμα εἶναι αὐτὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται· καὶ τὰ ἑξῆς. Ὡσαύτως καὶ ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ λοιποὶ ἅγιοι.

1.75 (οε’) Ὁ μὴ καταφρονῶν δόξης καὶ ἡδονῆς καὶ τῆς τῶν τούτων αὐξητικῆς καὶ δι᾽ αὐτὰς συνισταμένης φιλαργυρίας, τὰς τοῦ θυμοῦ προφάσεις κόπτειν οὐ δύναται· ὁ δὲ ταύτας μὴ κόπτων, τῆς τελείας ἀγάπης τυχεῖν οὐ δύναται.

1.76 (οστ’) Ταπείνωσις καὶ κακοπάθεια πάσης ἁμαρτίας ἐλευθεροῦσι τὸν ἄνθρωπον· ἡ μέν, τὰ τῆς ψυχῆς· ἡ δέ, τὰ τοῦ σώματος περικόπτουσα πάθη. Τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ ὁ μακάριος Δαβὶδ φαίνεται, ἐν οἷς εὔχεται πρὸς τὸν Θεὸν λέγων· Ἰδὲ τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου.

1.77 (οζ’) Διὰ μὲν τῶν ἐντολῶν ὁ Κύριος ἀπαθεῖς τοὺς ἐργαζομένους αὐτὰς ἀποτελεῖ· διὰ δὲ τῶν θείων δογμάτων τὸν φωτισμὸν τῆς γνώσεως αὐτοῖς χαρίζεται.

1.78 (οη’) Πάντα τὰ δόγματα ἢ περὶ Θεοῦ εἰσιν ἢ περὶ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἢ περὶ τῆς ἐν αὐτοῖς προνοίας καὶ κρίσεως.

1.79 (οθ’) Ἡ μὲν ἐλεημοσύνη τὸ θυμικὸν μέρος τῆς ψυχῆς θεραπεύει· ἡ δὲ νηστεία τὴν ἐπιθυμίαν μαραίνει· ἡ δὲ προσευχὴ τὸν νοῦν καθαίρει καὶ πρὸς τὴν τῶν ὄντων θεωρίαν παρασκευάζει. Πρὸς γὰρ τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τὰς ἐντολὰς ὁ Κύριος ἡμῖν ἐχαρίσατο.

1.80 (π’) Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ, φησίν, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ τὰ ἑξῆς. Ἡ μὲν πραότης ἀτάραχον τὸν θυμὸν διαφυλάττει· ἡ δὲ ταπείνωσις τύφου καὶ κενοδοξίας τὸν νοῦν ἐλευθεροῖ.

1.81 (πα’) Διττός ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος· ὁ μὲν ἐκ τῶν ἀπειλῶν τῆς κολάσεως ἡμῖν ἐντικτόμενος, δι᾽ ὃν ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ εἰς Θεὸν ἐλπὶς καὶ ἡ ἀπάθεια, ἐξ ἧς ἡ ἀγάπη, κατὰ τάξιν ἡμῖν ἐγγίνονται· ὁ δὲ αὐτῇ τῇ ἀγάπῃ συνέζευκται, εὐλάβειαν τῇ ψυχῇ ἀεὶ ἐμποιῶν, ἵνα μὴ διὰ τὴν τῆς ἀγάπης παρρησίαν εἰς καταφρόνησιν Θεοῦ ἔλθῃ.

1.82 (πβ’) Τὸν μὲν πρῶτον φόβον ἔξω βάλλει ἡ τελεία ἀγάπη τῆς ψυχῆς τῆς κεκτημένης αὐτήν, μηκέτι τὴν κόλασιν φοβουμένην· τὸν δὲ δεύτερον ἑαυτῇ ἔχει ἀεί, ὡς εἴρηται, συνεζευγμένον. Καὶ τῷ μὲν πρώτῳ φόβῳ ἁρμόζει τό· Τῷ φόβῳ Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ, καί· Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου. Τῷ δὲ δευτέρῳ τό· Ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος, καὶ τό· Οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν.

1.83 (πγ’) Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακὴν καὶ τὴν πλεονεζίαν, καὶ τὰ ἑξῆς. Γῆν μὲν ὠνόμασε τὸ φρόνημα τῆς σαρκός· πορνείαν δὲ εἶπε τὴν κατ᾽ ἐνέργειαν ἁμαρτίαν ἀκαθαρσίαν δὲ τὴν συγκατάθεσιν ἐκάλεσε· πάθος δὲ τὸν ἐμπαθῆ λογισμὸν ὠνόμασεν· ἐπιθυμίαν δὲ κακὴν τὴν ψιλὴν τοῦ λογισμοῦ τῆς ἐπιθυμίας παραδοχήν· πλεονεξίαν δὲ τὴν γεννητικήν τε καὶ αὐξητικὴν τοῦ πάθους ὠνόμασεν ὕλην. Ταῦτα οὖν πάντα ὡς μέλη ὄντα τοῦ φρονήματος τῆς σαρκὸς ἐκέλευσεν ὁ θεῖος Ἀπόστολος νεκρῶσαι.

1.84 (πδ’) Πρῶτον μὲν ἡ μνήμη ψιλὸν τὸν λογισμὸν ἐπὶ τὸν νοῦν ἀναφέρει· καὶ τούτου ἐγχρονίζοντος, κινεῖ τὸ πάθος· τούτου δὲ μὴ ἀναιρουμένου, κάμπτει τὸν νοῦν εἰς συγκατάθεσιν· ταύτης δὲ γενομένης, ἔρχεται λοιπὸν εἰς τὴν κατ᾽ ἐνέργειαν ἁμαρτίαν. Ὁ οὖν πάνσοφος Ἀπόστολος πρὸς τοὺς ἀπὸ ἐθνῶν γράφων, τὸ ἀποτέλεσμα πρῶτον κελεύει ἀναιρεῖν τῆς ἁμαρτίας· εἶτα κατὰ τάξιν ἀναποδίζοντας, εἰς τὴν αἰτίαν καταλήγειν. Ἡ δὲ αἰτία ἐστὶν ἡ γεννητική, ὡς προείρηται, καὶ αὐξητικὴ τοῦ πάθους πλεονεξία. Οἶμαι δὲ ἐνταῦθα τὴν γαστριμαργίαν σημαίνειν ὡς μητέρα καὶ τροφὸν τῆς πορνείας ὑπάρχουσαν. Ἡ γὰρ πλεονεξία οὐ μόνον ἐπὶ χρημάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ βρωμάτων κακή· ὥσπερ καὶ ἡ ἐγκράτεια οὐ μόνον ἐπὶ βρωμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ χρημάτων καλή.

1.85 (πε’) Ὥσπερ στρουθίον τὸν πόδα δεδεμένον ἀρχόμενον πέτεσθαι, ἐπὶ τὴν γῆν κατασπᾶται, τῷ σχοινίῳ ἑλκόμενον· οὕτω καὶ ὁ νοῦς μήπω ἀπάθειαν κτησάμενος καὶ ἐπὶ τὴν τῶν οὐρανίων γνῶσιν πετόμενος, ὑπὸ τῶν παθῶν καθελκόμενος ἐπὶ τὴν γῆν κατασπᾶται.

1.86 (πστ’) Ὅταν ὁ νοῦς τελείως τῶν παθῶν ἐλευθερωθῇ, τότε ἐπὶ τὴν θεωρίαν τῶν ὄντων ἀμεταστρεπτὶ ὁδεύει, ἐπὶ τὴν γνῶσιν τῆς ἁγίας Τριάδος τὴν πορείαν ποιούμενος.

1.87 (πζ’) Καθαρὸς ὑπάρχων ὁ νοῦς, τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων ἀναλαμβάνων εἰς τὴν πνευματικὴν θεωρίαν αὐτῶν κινεῖται· ἀκάθαρτος δὲ ἐκ ῥαθυμίας γεγονώς, τὰ μὲν τῶν λοιπῶν πραγμάτων νοήματα ψιλὰ φαντάζεται, τὰ δὲ ἀνθρώπινα δεχόμενος εἰς αἰσχροὺς ἢ πονηροὺς λογισμοὺς μετατρέπεται.

1.88 (πη’) Ὅταν ἀεὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς μηδὲν τῶν τοῦ κόσμου νοημάτων διενοχλήσῃ τῷ νῷ, τότε γίνωσκε σαυτὸν μὴ ἔξω εἶναι τῶν ὅρων τῆς ἀπαθείας.

1.89 (πθ’) Ὅταν ἡ ψυχὴ ἄρχηται τῆς ἰδίας ὑγιείας ἐπαισθάνεσθαι, τότε καὶ τὰς ἐν τοῖς ὕπνοις φαντασίας ψιλὰς καὶ ἀταράχους ἄρχεται βλέπειν.

1.90 (ƒ‘) Ὥσπερ τὸν αἰσθητὸν ὀφθαλμὸν ἡ καλλονὴ τῶν ὁρατῶν, οὕτω καὶ τὸν καθαρὸν νοῦν ἡ γνῶσις τῶν ἀοράτων πρὸς ἑαυτὴν ἐπισπᾶται· ἀόρατα δὲ λέγω τὰ ἀσώματα.

1.91 (ƒα’) Μέγα μὲν τὸ πρὸς τὰ πράγματα μὴ πάσχειν· μεῖζον δὲ πολλῷ τὸ πρὸς τὰς φαντασίας αὐτῶν ἀπαθῆ διαμεῖναι. Διότι ὁ διὰ τῶν λογισμῶν πρὸς ἡμᾶς τῶν δαιμόνων πόλεμος τοῦ διὰ τῶν πραγμάτων πολέμου ἐστὶ χαλεπώτερος.

1.92 (ƒβ’) Ὁ τὰς ἀρετὰς κατορθώσας καὶ τῇ γνώσει πλουτήσας, ὡς φυσικῶς λοιπὸν τὰ πράγματα διορῶν, πάντα κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πράττει καὶ διαλέγεται, τὸ σύνολον μὴ παρατρεπόμενος. Ἐκ γὰρ τοῦ εὐλόγως ἢ ἀλόγως τοῖς πράγμασι χρήσασθαι ἢ ἐνάρετοι ἢ φαῦλοι γινόμεθα. 

1.93 (ƒγ’) Σημεῖον ἄκρας ἀπαθείας τὸ ψιλὰ τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων ἀεὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ τὴν καρδίαν καὶ ἐγρηγορότος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τοὺς ὕπνους.

1.94 (ƒδ’) Διὰ μὲν τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τὰ πάθη ὁ νοῦς ἀποδύεται· διὰ δὲ τῆς τῶν ὁρατῶν πνευματικῆς θεωρίας, τὰ ἐμπαθῆ τῶν πραγμάτων νοήματα· διὰ δὲ τῆς τῶν ἀοράτων γνώσεως, τὴν τῶν ὁρατῶν θεωρίαν· ταύτην δέ, διὰ τῆς γνώσεως τῆς ἁγίας Τριάδος.

1.95 (ƒε’) Ὥσπερ ὁ ἥλιος ἀνατέλλων καὶ τὸν κόσμον φωτίζων δείκνυσί τε ἑαυτὸν καὶ τὰ ὑπ᾽ αὐτοῦ φωτιζόμενα πράγματα· οὕτω καὶ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος τῷ καθαρῷ νῷ ἀνατέλλων καὶ ἑαυτὸν δείκνυσι καὶ πάντων τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ γεγονότων καὶ γενησομένων τοὺς λόγους.

1.96 (ƒστ‘) Οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ τὸν Θεὸν γινώσκομεν, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς μεγαλουργίας αὐτοῦ καὶ προνοίας τῶν ὄντων· διὰ τούτων γὰρ ὡς δι᾽ ἐσόπτρων τὴν ἄπειρον ἀγαθότητα καὶ σοφίαν καὶ δύναμιν κατανοοῦμεν.

1.97 (ƒζ’) Ὁ καθαρὸς νοῦς ἢ ἐν τοῖς ψιλοῖς νοήμασι τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων εὑρίσκεται ἢ ἐν τῇ τῶν ὁρατῶν φυσικῇ θεωρίᾳ ἢ ἐν τῇ τῶν ἀοράτων ἢ ἐν τῷ φωτὶ τῆς ἁγίας Τριάδος.

1.98 (ƒη’) Ἐν μὲν τῇ τῶν ὁρατῶν θεωρίᾳ γενόμενος ὁ νοῦς ἢ τοὺς φυσικοὺς αὐτῶν λόγους ἐρευνᾷ ἢ τοὺς δι᾽ αὐτῶν σημαινομένους ἢ αὐτὴν τὴν αἰτίαν ζητεῖ.

1.99 (ƒθ’) Ἐν δὲ τῇ τῶν ἀοράτων διατρίβων τούς τε φυσικοὺς αὐτῶν λόγους ζητεῖ καὶ τὴν αἰτίαν τῆς γενέσεως αὐτῶν καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα καὶ τίς ἡ περὶ αὐτοὺς πρόνοια καὶ κρίσις.

1.100 (ρ’) Ἐν δὲ Θεῷ γενόμενος, τοὺς περὶ τῆς οὐσίας αὐτοῦ πρῶτον λόγους ζητεῖ μὲν ὑπὸ τοῦ πόθου φλεγόμενος, οὐκ ἐκ τῶν κατ᾽ αὐτὸν δὲ παραμυθίαν εὑρίσκει· ἀμήχανον γὰρ τοῦτο καὶ ἀνένδεκτον πάσῃ γενετῇ φύσει ἐξ ἴσου. Ἐκ δὲ τῶν περὶ αὐτὸν παραμυθεῖται, λέγω δὴ τῶν περὶ ἀϊδιότητος, ἀπειρίας τε καὶ ἀοριστίας, ἀγαθότητός τε καὶ σοφίας καὶ δυνάμεως δημιουργικῆς τε καὶ προνοητικῆς καὶ κριτικῆς τῶν ὄντων. Καὶ τοῦτο πάντῃ καταληπτὸν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία· καὶ αὐτὸ τὸ μηδὲν γινώσκειν, ὑπὲρ νοῦν γινώσκειν, ὥς που οἱ θεολόγοι ἄνδρες εἰρήκασι Γρηγόριός τε καὶ Διονύσιος.