Σέ κοινωνίες ὑπανάπτυκτες (δηλαδή, μέ μέσον ὅρο κατά κεφαλήν καλλιέργειας πολύ χαμηλό), ὁ διάλογος γιά ὁποιοδήποτε ζήτημα (ἀπό προβλήματα ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας καί πολιτιστικῆς ταυτότητας ὡς τίς διχογνωμίες γιά τήν οἰκονομία καί τήν πολιτική) εἶναι μόνο συμβατικός, πραγματικά ἀνύπαρκτος. Ὑποδύονται τόν «διάλογο» οἱ λοίδορες ἐτικέτες, σκόπιμες παραποιήσεις ἀπόψεων, σπιλωτικοί ὑπαινιγμοί.
Δέν ἔχει ὁπωσδήποτε ἔνοχη πρόθεση ἡ ἐπιθετική ἄρνηση τοῦ διαλόγου, τό συνηθέστερο κίνητρο εἶναι ἀσυνείδητο, ἐνστικτῶδες: οἱ ἀνασφάλειες. Σέ ὑπανάπτυκτες κοινωνίες (μέ μέσον ὅρο κατά κεφαλήν καλλιέργειας πολύ χαμηλό) ἐνδημεῖ μιὰ καμουφλαρισμένη μέ ἐξιδανικευμένες προφάσεις ἐκδοχή τοῦ νόμου τῆς ζούγκλας: ὁ καθένας μόνος του ἐναντίον ὅλων. Ὅλοι, ἀκόμα καί συναισθηματικά φίλοι, οἱ ἀποδεδειγμένα συμπαραστάτες καί συντρέχτες, εἶναι δυνάμει ἀντίπαλοι. Οἱ θέσεις λίγες, ὁ ὁρίζοντας τῆς δημοσιότητας στενός, τά ἀξιώματα πρό-ὁρισμένα. Ὅσο περισσότεροι θαφτοῦν στήν ἀνυποληψία (καί κυρίως οἱ ἱκανότεροι) τόσο διευκολύνεται ἡ ἄνοδος τοῦ ἀνασφαλοῦς (καί συνήθως ἀνίκανου).
Ὅμως, παρά τήν ἔμφοβη καί μεταξύ τους καχυποψία, οἱ ἀνασφαλεῖς συσπειρώνονται. Λειτουργεῖ στίς ὑπανάπτυκτες κοινωνίες ἕνας ἐπιδέξιος συνδικαλισμός τῶν ἀσημαντοτήτων. Ὀσφραίνονται οἱ ἀνασφαλεῖς ποιές ἰδεολογίες, ποιά κόμματα, ποιές «παρατάξεις» προσφέρουν πληρέστερη ἐξασφάλιση στούς ὑποταχτικούς τους, μεθοδικότερη ἐξόντωση τῆς ἀπειλητικῆς ποιότητας. Καί σπεύδουν νά ἐνταχθοῦν.
Ὁ μέτριος στρατιωτικός καί ὁ μειονεκτικός δικαστής ἔχουν μία καί μόνη ἐλπίδα νά ὑπερκεράσουν τούς ἀξιοτέρους καί ταλαντούχους συναδέλφους τους, νά φτάσουν αὐτοί καί ὄχι ἐκεῖνοι στίς λίγες ἀνώτατες θέσεις: Μόνο ἄν μεταβληθοῦν σέ λακέδες κάποιου κόμματος ἐξουσίας. Στά πανεπιστήμια ἡ μαφία τῶν ἀσημαντοτήτων προτιμάει τήν ἐτικέτα τῆς «παράταξης»: Δέν ἐκλέγεσαι, δέν προάγεσαι, δέν ἔχεις πρόσβαση σέ ἀκαδημαϊκά ἀξιώματα, ἄν δέν ἀποδείξεις ὅτι συμπράττεις ἐνεργά μέ τούς «προοδευτικούς»: Νά συνυπογράφεις πειθήνια ἀπειράριθμες παραταξιακές διαμαρτυρίες, καταγγελίες, ἀφοριστικούς λιβέλους πού συχνά δέν καταλαβαίνεις, οὐδέποτε ζητᾶς νά ἐπαληθευθοῦν, συνήθως δέν σέ ἀφοροῦν. Νά ἔχεις ἐξορίσει ἀπό τίς δημοσιεύσεις σου κάθε παραπομπή σέ συγγραφεῖς καί ἐρευνητές πού δέν ἐγκρίνει ἡ «παράταξη». Νά ἐκθειάζεις μόνο τούς παραταξιακά προβεβλημένους ὅσο ἀτάλαντοι κι ἄν εἶναι.
Οἱ ἴδιες φράξιες ἀσημαντοτήτων καί στίς ἐφημερίδες, στά τηλεοπτικά κανάλια, στά καλλιτεχνικά περιβάλλοντα. Ἀπό τίς ἴδιες στελεχώνονται διοικητικά συμβούλια κρατικῶν θεάτρων, μουσείων, ἱδρυμάτων «πολιτισμοῦ» ἑταιρειῶν τοῦ Δημοσίου, οἱ ἀπειράριθμοι «σύμβουλοι» καί μέλη ἐπιτροπῶν ὑπουργείων καί τραπεζῶν. Παντοῦ ὁ ἴδιος θηριώδης πόλεμος τῆς ζούγκλας, ἡ ἀδυσώπητη ἀνάγκη αὐτοσυντήρησης, ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση τῶν ἀνασφαλῶν νά ἐξαφανίσουν τήν ποιότητα, νά θάψουν στή σιωπή καί νά ἀπωθήσουν στό περιθώριο τούς ἱκανούς, νά σπιλώσουν τούς ἄξιους.
Γι’ αὐτό καί οἱ ὑπανάπτυκτες κοινωνίες οὔτε προβάλλουν οὔτε ἐξάγουν ποιότητα. Ὄχι ἐπειδή δέν διαθέτουν – ποτέ ἀπό μία κοινωνία δέν ἐξαφανίζεται ὁλοσχερῶς ἡ προικισμένη μαγιά. Ἀλλά ἡ κατεστημένη ἀνασφάλεια τήν κρύβει, τήν ἀποσιωπᾶ. Ὅπου ὁ μέσος ὅρος κατά κεφαλήν καλλιέργειας δέν εἶναι ἀπελπιστικά χαμηλός καί οἱ μνῆμες στερημένου βίου ὀδυνηρές στό συλλογικό ἀσυνείδητο, ἐκεῖ συζητοῦνται βιβλία, κρίνονται συγγραφεῖς, τιμῶνται δημιουργοί, προβάλλονται ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα, ἀναγνωρίζεται τό ταλέντο, ἐπαινεῖται ἡ εὐφυΐα.
Στίς ὑπανάπτυκτες κοινωνίες τέτοια ζωντάνια ἐνδιαφέροντος γιά τίς ἐγχώριες δημιουργικές δυνάμεις ἀπουσιάζει δραματικά. Στά κυριακάτικα φύλλα κυριαρχοῦν, ἀκόμα καί πολύ δευτερεύουσας ποιότητας, ἀλλοεθνεῖς ὅμως δημιουργοί. Ὄχι μόνο ἀπό ξενομανία, οὔτε μόνο γιά ἐπίδειξη ἐνημερότητας. Κυρίως ἐπειδή ὁ ξένος, ὁ ἀλλοεθνής καί ἀλλόγλωσσος, δέν ἀπειλεῖ τούς ἐγχώριους ἀνασφαλεῖς. Τά λίγα ντόπια ὀνόματα πού σερβίρονται καί ἀναμηρυκάζονται, ἀτελείωτα καί πληκτικά, εἶναι μόνο ἐκεῖνα πού ἔτυχε νά ἀναδείξει ἡ διεθνής ἀγορά, μέ ἐμπορικά συνήθως κριτήρια ἤ ἡ ἐπίμονη ἐπί δεκαετίες παραταξιακή προπαγάνδα. Σέ αὐτά ἐπικεντρώνεται εὐτελισμένος ὁ πληθωρισμός τῶν ἐπαίνων, ὁ ἄμετρος λιβανωτός.
Τελικά, ἀναξιοκρατία καί ὑπανάπτυξη συνιστοῦν φαῦλο κύκλο: ἀναπαράγουν ἡ μία τήν ἄλλη. Καί οἱ ἐπιπτώσεις δέν μετρῶνται μόνο μέ δεῖχτες παραγωγικότητας, δυσλειτουργίας τῶν θεσμῶν, ἀποσύνθεσης τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, ἄμβλυνσης τῆς ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας. Ἡ πιό χειροπιαστή συνέπεια τοῦ φαύλου κύκλου εἶναι ὁ βασανισμός τῶν ἀνθρώπων: ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καί τῶν περισσότερο εὐνοημένων τῆς ἀνακυκλούμενης φαυλότητας. Σέ συνθῆκες παρακμῆς καί ἀναξιοκρατίας ὅλοι βασανίζονται, ὅλοι στεροῦνται τήν ἐξορισμένη ποιότητα, μοιάζει σχεδόν οὐτοπικό νά χαίρεται τή ζωή του ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ φαῦλος κύκλος ἀναξιοκρατίας καί ὑπανάπτυξης, κυριαρχίας τῆς συνδικαλισμένης ἀσημαντότητας καί διωγμοῦ τῆς ποιότητας εἶναι πρόβλημα κοινωνικό, πρόβλημα λειτουργίας τοῦ συλλογικοῦ βίου, δηλαδή πρόβλημα κυρίως πολιτικό. Δέν ξορκίζεται οὔτε μέ ἠθικολογίες καί εὐχολόγια οὔτε μέ ἀφηρημένες ἰδεολογικές ντιρεχτίβες. Θέλει ταλαντούχους πολιτικούς, ἔκτακτη πολιτική εὐφυΐα καί ὡριμότητα, σοβαρή καί μακρόχρονη ἐπιτελική δουλειά, τόλμη γιά γόνιμες διακινδυνεύσεις.
Ἕνα ἐλάχιστο σημάδι ἐλπίδας θά ἦταν: νά μήν πάψουν κάποιοι νά συνειδητοποιοῦν τό πρόβλημα. Δηλαδή, νά ἀποσποῦν τήν πολιτική ἀπό τήν ἀποπροσανατολιστική μονομέρεια τῶν ἐπικαιρικῶν ἀπαιτήσεων, νά τή συνδέουν μέ τό μόνο δοκιμαστήριο ἀντοχῆς τῆς προσωπικῆς τοῦ καθενός ποιότητας, πού εἶναι (ἁπλά καί ρεαλιστικά) ὁ θάνατος. Λίγες στιγμές ἤ λίγες ὧρες μετά τόν θάνατο, τό λείψανο τοῦ ἀνθρώπου ἀποδείχνει ἄχρηστες ὅλες τίς «πεποιθήσεις», ὅλα τά ἰδεολογήματα, τούς φανατισμούς, τίς πλεκτάνες τῆς ἀνασφάλειας. Τό μόνο πού κληροδοτεῖ τό λείψανο εἶναι ἡ ποιότητα πού ἀφήνει πίσω του, ὅση ἀγάπη κατόρθωσε νά ἀποτυπώσει στή ζωή τῶν «περιλειπομένων».
Εἶναι μέτρο πολιτικῆς εὐφυΐας ἡ μνήμη θανάτου. Γιά τή «μαγιά» πού συνειδητοποιεῖ προτεραιότητες.