Τώρα, π᾿ ἀνθίζ᾿ ἡ κυκλαμιὰ καὶ κάθε σπόρο, πὄχει
κρυφὸ κρεβάτι μὲς τὴ γῆ, ξυπνᾶ τὸ πρωτοβρόχι,
ποὺ πρὶν ἀρχίσουν οἱ χιονιές, ἡ πάχνη, τ᾿ ἀγριοκαίρι,
ξεγελασμένα τὰ κλαριὰ μὲ τὴ στερνὴ γλυκάδα,
π᾿ ὁλόγυρα σκορπίζοντας σκορπᾶ τὸ καλοκαίρι,
στολίζονται μὲ μυρωδιές, μ᾿ ἀνθούς, μὲ πρασινάδα,
τώρα, παιδί μου, ἐζήλεψες τὸ στεῖρο τὸ σκοτάδι,
τοῦ τάφου τὰ στολίσματα, τὴν ἐρημιά, τὸν Ἄδη!
Μοσχοβολᾶ ἡ ἀλιφασκιά, μικρά μου Ναθαλούλα,
τὰ ρίκη, οἱ δάφνες, οἱ μυρτιὲς ποτίζονται δροσούλα,
καὶ τὸν ἀγέρα πλημμυροῦν μὲ τὴν ἀναπνοή τους.
Στὸν ἥλιο τοῦ φθινόπωρου, σὰ ζωντανὰ λουλούδια,
οἱ καλογιάννοι χαίρονται. Μὲ τὴ γλυκιά φωνή τους
στὸ βάτο ποὺ ἀκουρμαίνεται λαλοῦν τὰ στεφανούδια
τὰ βάσανα τῆς ξενητιᾶς… Καὶ σὺ στὸ γέροντά σου
στέλνεις παιδί μου, ἀνέλπιστα τὰ νεκρολίβανά σου;
Στὸν πολυτάραχο γιαλὸ τοῦ κόσμου μιὰν ἡμέρα
διαβάτης ἀνυπόμονος περνᾶ σὰν τὸν ἀγέρα.
Τὸ πάτημά του ἐφάνηκε στὸν ἄμμο μιὰν αὐγὴ
ἄγριο τὸ κῦμα πέρασε τὴ νύχτα καὶ τὸ σβεῖ…