Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Πασκάλ, σχηματίζει ἕνα σῶμα «στοχαζομένων μελῶν». Εἶναι ἕνα σῶμα, ἕνας ὀργανισμὸς ποὺ παράχωρεὶ στὰ μέλη ποὺ τὸ ἀποτελοῦν τὴν ἀτομικότητά τους, ἀλλὰ μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὰ εἰσαγάγη σὲ μιὰ κοινωνία εἰδικοῦ τύπου, σ’ ἕνα κοινὸ πνεῦμα ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἐδῶ ἀρκεῖ γιὰ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ κατάσταση τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου ποὺ δὲν εἶναι ἐκείνη τοῦ ξένου γιὰ τὴ πίστη μας διανοούμενου.Ὅπως ὁ πιὸ ἁπλὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὁ διανοούμενος ποὺ εἶναι χριστιανὸς κεντροθετεῖται πάνω στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο λαμβάνει τὸ φῶς καὶ τὴ δύναμη. Ἡ ζωὴ του ξετυλίγεται μέσα στὸ κόσμο τῶν γήινων μεριμνῶν, λαβαίνει μέρος στὶς μεγάλες συζητήσεις γιὰ τὸ πολιτισμό, διατρέχει ὅλους τους γήινους δρόμους, ἀλλὰ φυλάγει ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὸ σύμπαν τοῦ Ἀναστάντος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀδιάκοπα ξαναποτίζεται.
Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε τὴ θέση τοῦ χριστιανοῦ διανοουμένου, εἶναι ὅτι στηρίζεται πάνω σὲ μιὰ κοινωνοῦσα ὕπαρξη ἀντλώντας τὴ συνεκτική της ἀρχὴ ἀπὸ τὸ Θεάνθρωπο ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ μεταδίδει τὴ ζωή του στὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι μπολιασμένος πάνω στὸ Χριστὸ μέσα στὸν ὁποῖο συναντᾶ τοὺς ἀδελφούς του. Ποτὲ δὲν ξαναβρίσκεται ἀπόλυτα μόνος ἀπέναντι στοὺς ἄλλους καὶ στὴν οἰκουμένη. Ἔχει τὴν πεποίθηση ὅτι δὲν ἐγκαταλείπεται στὴν προσωπική του ἀθλιότητα, καὶ ἡ ὕπαρξὴ του προσδιορίζεται πρῶτα σὰ μιὰ πείρα ἀλληλεγγύης. Μπασμένος μέσα στὴ δίνη τῆς θείας ζωῆς ποὺ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ διαχύνεται μέσα στὴν ἱστορία, θέλει, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Père de Montshenil, «νὰ συμπράξη στ’ ἀλήθεια στὴ κοινὴ προσπάθεια», νὰ εργαστῆ στὴ «συμπλήρωση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ». Δὲν εἶναι μονάχα φορέας ἰδεῶν ἢ εἰκόνων ποὺ κατασκευάστηκαν μέσα στὸ προσωπικό του ἐργαστῆρι, εἶναι, σαφῶς ἢ ὄχι, ζωντανὸς μάρτυρας μιᾶς ἀνθρωποθεϊκῆς πείρας ποὺ ξαπλώνεται σ’ ὅλους τους τομεῖς τῶν γήινων δραστηριοτήτων μας.
Ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος βρίσκεται ἔτσι ν’ ἀποτελῆ ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὑπευθύνους γιὰ τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν πολιτισμό. Σ’ ὅποιο τομέα καὶ ἂν δρᾶ μὲ τὸ στοχασμό του, δρᾶ σὲ ὁμοφωνία μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Λύτρωσης.
Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια μποροῦν ν’ ἀποδοθοῦν στὸ Χριστιανὸ διανοούμενο αὐτὲς οἱ γραμμὲς τοῦ Πίου XII: «Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουν τὸ καθῆκον νὰ συντείνουν στὴ διείσδυση τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος στὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν κοινωνική, τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐπίσης».
Αὐτὴ ἡ κίνηση τῆς χριστιανικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν κόσμο δὲν ἔχει μοναδικὴ ἔννοια, κατὰ πόσο ὁ διανοούμενος ἐξασφαλίζει μιὰ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο, ἐξασφαλίζει ἐπίσης μιὰ παρουσία τοῦ κόσμου στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἐδῶ βρίσκεται ξανανιωμένη, ζωντανεμένη, σὲ διέγερση. Εἶναι ἀναγκασμένη νὰ χρησιμοποιῆ μέσα, τὰ ὁποῖα διαφορετικὰ θὰ ἔμεναν ἀνεκμετάλλευτα, σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποδείξη πὼς στὶς περιόδους ποὺ οἱ Χριστιανοὶ διανοούμενοι δὲν ἐπιβλήθηκαν, ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβραδύνθηκε, ζάρωσε, σκληρύνθηκε, ὅπως ἡ μηχανὴ ποὺ φθείρεται ὅταν γυρίζει στὸ κενό. Θέτοντας μπρὸς στὴν Ἐκκλησία τὰ προβλήματα τῆς ἱστορίας, οἱ διανοούμενοι τὴν ἀναγκάζουν νὰ ἐγκαταλείψη τὴν εὔκολη καὶ ἄνετη ζωή, τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὰ ὑπερβολικὰ ἀνθρώπινα ἔργα, γιὰ νὰ προσηλωθῆ σ’ αὐτὸ ποὺ γι’ αὐτὴν εἶναι Θεῖο καὶ ποὺ δὲν προσμένει παρὰ νὰ ραγίση τ’ ὄστρακό της γιὰ νὰ ἐκδηλωθῆ.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ἀπ’ αὐτὸ ὅτι ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος, μὲ τὸ διάλογο ποὺ ἐξαναγκάζει τὴν Ἐκκλησία να διατηρῆ πρὸς τὸν κόσμο, συμμετέχει στὴν ἐπεξεργασία τῆς ἀποκαλυμμένης παρακαταθήκης. Μιλᾶ κανεὶς συχνὰ γιὰ τὴν παρακαταθήκη τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἡ ἔκφράση ἔχει ἔννοια καὶ μπορεῖ νὰ διεκδικήση μιὰ μακριὰ παράδοση. Ἐκφράζει τὸν ἀναλλοίωτο χαρακτῆρα τῆς Ἀποκάλυψης στὴν ὁποία πρέπει νὰ μένη κανεὶς προσκολλημένος μὲ τὴν πιὸ εὐσυνείδητη καὶ λεπτομεριακὴ προσήλωση. Κινδυνεύει ὅμως νὰ ἑρμηνευτῆ μὲ μιὰ πενιχρὴ ἔννοια, σὰν ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια νὰ μὴν ἦταν παρὰ ἕνα σύνολο πετρωμένων διατυπώσεων, ἀποξεραμένων, ἀπόλυτα ἀποξενωμένων ἀπὸ τὰ ζωντανὰ πλαίσια τῆς ἱστορίας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ξεχνᾶ κανεὶς πὼς ἐκεῖνος ποὺ εἶπε ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὑπενθύμισε ἐπίσης ὅτι ἦταν ἡ ζωή, καὶ ὅτὶ ἂν τὸ χριστιανικὸ μυστήριο εἶναι περαιωμένο κατὰ τὴ διατύπωσή του, δὲν εἶναι κατὰ τὴν ἀφομοίωσή του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Κύριός μας ὁ ἴδιος, εἶναι ἕνας θησαυρὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο καλούμεθα νὰ παίρνουμε πράγματα παληὰ καὶ πράγματα καινούργια. Ἕνας θησαυρὸς ποὺ δὲν ἀλλάζει, ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἀνεξάντλητος, καὶ ποὺ τὸ ξετύλιγμα τῆς ἰστορίας ἐπιτρέπει νὰ τοῦ ἀποκαλυφτοῦν τ’ἀναρίθμητα πλούτη του. Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια δὲν ἀλλάζει, ἀλλ\’ οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν, ἡ ἱστορία ἀνανεώνεται καὶ ἀδιάκοπα πρέπει νὰ τὴν ὑποβάλη κανεὶς στὸ φωτισμὸ τῆς πίστης. Ὁ Θεὸς ἐπενέβη στὴν ἱστορία γιὰ νὰ τὴν πληροφορήση κατὰ τὸ ἴδιο της γίγνεσθαι ἐπίσης• ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ὅταν κοκκαλώνει, δὲν μένει ἀληθινὴ πρὸς τὸν ἑαυτό της, γιατί δὲν εἶναι πιὰ πιστὴ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ γιατί ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἱστορικός. Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ἐκφρασμένη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δὲ μπορεῖ ν\’ἀνανεωθῆ παρὰ πηγαίνοντας ν’ ἀντλήση μέσα στὴν ἀποκαλυμμένη παρακαταθήκη γιὰ ν’ ἀπαντήση ἔτσι στὰ μεγάλα ἐρωτήματα ποὺ ἡ ἱστορία τῆς θέτει. Γιὰ τὸν χριστιανό, ἡ ἱστορία εἶναι μιὰ κλήση γιὰ στοχασμὸ καὶ γιὰ δράση, μιὰ ἐκδήλωση προοδευτική της κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζὴτᾶ νὰ σύμπεριληφθῆ μέσα στὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο. Ἔτσι εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχη φτάσει ἡ χριστιανικὴ σκέψη τὶς πιὸ ψηλὲς κορφὲς στὶς ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες τῆς εἶχαν ὑποβληθῆ οἱ πιὸ δύσκολες ἐρωτήσεις.
Ριζωμένος ταυτόχρονα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὁ χριστιανὸς διανοούμενος καλεῖται ἔτσι νὰ παίξη ἕνα ρόλο ποὺ μονάχα αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἐκπληρώση. Ἡ ἀποχὴ του εἶναι βλαβερὴ καὶ γιὰ τὴ μία καὶ γιὰ τὴν ἄλλη.
Χριστιανὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὁ διανοούμενος πρέπει νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν πίστη χωρὶς τὴν ὁποία δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰσέλθη στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πίστη στὸ Χριστό, ἀλλὰ πίστη ἐπίσης σ’ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία διὰ τῆς ὀποίας ὁ Χριστὸς μιλεῖ, καὶ ὑπὸ ὅρους ποὺ προσδιόρισε Αὐτὸς ὁ ἴδιος.
Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὀργανωμένη ἱεραρχικὰ καὶ εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ θέλησε νὰ εἶναι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους οἱ φύλακες τῆς διδασκαλίας Του. Ὁ χριστιανὸς διανοούμενος δὲν εἶναι ἡ Ἱεραρχία, ἀκόμα καὶ ἂν πολυάριθμοι ἐπίσκοποι εἶναι διανοούμενοι. Δὲν ἔχει τὴν έξουσία νὰ διδάσκη κατὰ τὴν ἔννοια ποὺ λέμε πὼς εἶναι ἡ Ἱεραρχία ποὺ μεταδίδει τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Λαβαίνει τὴν παρακαταθήκη τῆς ἀποκάλυψης τῆς παιδαγωγούσας Ἐκκλησίας. Ὁ ρόλος του εἶναι ν’ ἀνακαλύψη τὴ δομὴ μέσα στὸ περίπλοκο τῆς συγκεκριμένης ζωῆς, νὰ ξανασκεφτῆ τ’ ἀνθρώπινα προβλήματα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας ποὺ τοῦ μεταβιβάζεται.
Ἔπρεπε νὰ κάνουμε αὐτοὺς τοὺς προσδιορισμοὺς γιὰ ν’ ἀποφύγουμε κάθε ἀμφιβολία, ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει πολὺ μεγαλύτερη σημασία γιὰ τὸ θέμα μας, εἶναι νὰ δοῦμε τώρα πῶς θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς σκέψης ἀληθινὰ ἐναρμονισμένης μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἀποκάλυψη. Ὁ γάμος αὐτῶν τῶν δύο πραγματικοτήτων δὲν εἶναι αὐτονόητος καὶ προϋποθέτει γιὰ τὸ στοχαστὴ ἱκανότητες ποὺ θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσδιορίσουμε. Τὸ ὅτι ὁ χριστιανὸς διανοούμενος πρέπει νὰ διαθέτη μιὰ κοσμικὴ μόρφωση πλατειὰ καὶ βαθιά, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο. Ἀλλ’ ἔχει ἐπίσης ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ σταθερὴ θρησκευτικὴ μόρφωση, ἂν θέλη ἡ σκέψη του νὰ εἶναι ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Δὲν μπορεῖ ν’ ἀρκεῖται νὰ ἐπιθέτη πάνω σὲ μιὰ κοσμικὴ καὶ πολυτελῆ μόρφωση, τὶς στοιχειώδεις θρησκευτικὲς γνώσεις τοῦ καρβουνιάρη. Τὸ ἔργο ποὺ τὸν περιμένει δὲν εἶναι εὔκολο γιατί οἱ θεολογικὲς μελέτες, δυστυχῶς, εἶναι ἀποκλειστικὸς κλῆρος τῶν κληρικῶν. Σὰ λαϊκὸς μπορεῖ ν’ ἀποκτήση ἐπίκαιρα μιὰ θεολογικὴ μόρφωση προσαρμοσμένη στὶς δραστηριότητές του; Εἶναι καταδικασμένος νὰ παραμείνη ἕνας αὐτοδίδακτος σ’ ὅ,τι άφορᾶ τὴν ἀρχέγονη ὄψη τῆς συγκρότησής του; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ ἰνστιτοῦτα τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης τείνουν ν’ ἀμβλύνουν αὐτὲς τὶς δυσκολίες, ἀλλὰ ἡ συμβολή τους δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀποτελεσματικὴ άφοῦ οἱ διάφορες εἰδικότητες ἀπορροφοῦν σχεδὸν ὅλη τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπασχολεῖται μ’ αὐτά. Πρέπει νὰ προσθέση κανεὶς ὅτι μιὰ κάποια ρᾳθυμία, μιὰ ἀδιαφορία λίγο ἢ πολὺ ἐκφρασμένη, ἐξηγοῦν λυπηρὲς παραλείψεις, ἀλλὰ φαίνεται πὼς δὲν βρήκαμε ἀκόμα μία διατύπωση σωστὴ ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ πραγματοποιήσουμε τὴ συμβίωση τῆς πίστης καὶ τῆς μόρφωσης. Μπορεῖ κανεὶς ἀσφαλῶς νὰ καταγγείλη τὴν ἀνεπάρκεια τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας στὸ ἐπίπεδό της μέσης παιδείας ἀλλὰ θὰ ἦταν ἀπόδειξη μιᾶς ὄχι κοινῆς ἐπιπολαιότητας.
Οἱ χριστιανικὲς πεποιθήσεις δὲ δίδονται μιὰ καὶ καλή. Μπορεῖ νὰ τὶς θησαυρίζη κανεὶς διὰ βίου. Πρέπει νὰ μεταμορφώνονται, νὰ ἐμβαθύνονται, ν’ ἀνακαλύπτονται κάθε τόσο ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ καθημερινὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν, καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸ πετύχουν παρὰ ἂν λαβαίνουν κάθε μέρα τὴν τροφὴ ποὺ ἀπαιτεῖται. «Εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη αὐταπάτη, ἔγραφε ὁ Péguy, νὰ πιστεύη κανεὶς ὅτι μπορεῖ νὰ δίνη χωρὶς νὰ λαβαίνη, νὰ γράφη χωρὶς νὰ διαβάζη, νὰ μιλᾶ χωρὶς ν’ ἀκούη, νὰ παράγη χωρὶς νὰ τρέφη, νὰ δίδη τὸν ἑαυτὸ του χωρὶς ν’ ἀνανεώνεται». Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ γενικὰ ζωή, ἁπλούστατα, ἔχει σημασία καὶ γιὰ τὸν χριστιανικὸ στοχασμό. Δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήση ἀπὸ τὴν πίστη χωρὶς νὰ τὴ μελετήση, χωρὶς νὰ τὴ γνωρίση. Δὲν μπορεῖ να πάρη μιὰ χριστιανικὴ στάση ἔναντι τοῦ κόσμου χωρὶς νὰ συλλογιστῆ κανεὶς πάνω στὰ θεμελιώδη δεδομένα τῆς πίστης, χωρὶς νὰ τὰ ἔχη δοκιμάσει μὲ τὴν πεῖρα.
Εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ ν’ ἀποκτήση κανεὶς τὶς ἐπαρκεῖς θρησκευτικὲς γνώσεις καὶ κυρίως γιὰ νὰ κατέχη μιὰ ζωντανὴ πίστη, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ χριστιανικὸς στοχασμὸς μαραίνεται. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ ζωντανὴ πίστη, ἐννοοῦμε μιὰ συναίνεση στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα στὸν κόσμο. Ἡ πίστη μᾶς θέτει στὴν ὑπηρεσία μιᾶς πραγματικότητας πού μᾶς ξεπερνᾶ. Εἰσάγει τὶς δραστηριότητές μας μέσα σ’ ἕνα μονοπάτι ποὺ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τῆς δικῆς μας ἁρμοδιότητας ν’ ἀποφασίσουμε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐκπληρωθῆ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Δεχόμαστε νὰ συμπεριληφθοῦμε σὲ μιὰ διευθέτηση πού μᾶς προτείνεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο, ὅτὶ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε, ὅτι βρίσκεται στὸ μέσο τῶν δραστηριοτήτων μας καὶ ὅτι ἐνεργεῖ, ὅποια και ἂν εἶναι τὰ φαινόμενα. Δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ νὰ διακηρύττη ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐγκαταλειφθῆ σ’ ἕνα παράλογο σχέδιο, ὅτι ὁ Θεὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ἀθλιότητές μας, ὅτι ἀποτραβιέται μέσα σὲ μιὰ αἰνιγματικὴ σιωπή. Ὑπάρχει ἕνα μοντέρνο ἄγχος ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ κραυγὴ πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ πού, ὡς κραυγὴ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ Λύτρωση, ἡ ὁποία τὴν ἀγνοεῖ.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει νὰ κρίνη τοὺς μὴ χριστιανοὺς οὔτε νὰ τοὺς καταδικάζη, ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ ἀπαισιόδοξη σύλληψη τῆς ζωῆς ποὺ δὲ μπορεῖ αὐτὸς νὰ προσαρμόση στὰ δεδομένα τῆς πίστης του, ἕνα αἴσθημα ἀμηχανίας ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ οἰκειοποιηθῆ χωρὶς ν’ ἀπαρνηθῆ τὸν ἐαυτό του.
Ἴσως πρέπει κανεὶς ν’ ἀναγνωρίση, στὴ στάση ἐκείνων ποὺ θέλουν ὅλα νὰ τὰ ρίξουν κατὰ γῆς καὶ νὰ ξαναρχίσουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, μιὰν ἔλλειψη πίστης στὴ συμπαράσταση τοῦ Πνεύματος. Ἂν ἕνα τέτοιο διάβημα δὲν εἶναι παραδεκτὸ πάνω σ’ ἕνα καθαρὰ διανοητικὸ ἐπίπεδο, εἶναι ἀκόμα πολὺ λιγότερο πάνω στὴν πίστη, γιατί ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ εἶχε γιὰ ἕναν ὁρισμένο καιρὸ ἐγκαταλείψει τὴν Ἐκκλησία του, πράγμα ποὺ προϋποθέτει ὅτι δὲ θὰ εἶχε μείνει πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του.
Εἴπαμε ὅτι ἡ πίστη μας συμπεριλαβαίνει στὴν Ἐκκλησία, σὲ μία προνοιακὴ διευθέτηση μέσα στὴν ὁποία εἴχαμε κληθῆ νὰ μποῦμε. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε χριστιανὸς εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἀποτελεῖ μέρος της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐμεῖς ὅλοι μὲ τὸ Χριστό. Τοῦτο δὲ θὰ πῆ ὅμως ὅτι μποροῦμε νὰ διαθέτουμε τὴν Ἐκκλησία ὅπως τὸ θέλουμε, ὅτι ἱδρύθηκε γιὰ νὰ ἱκανοποιῆ τὶς ἰδιοτροπίες μας. Δὲν εἶναι μιὰ κληρονομιὰ ποὺ θὰ μᾶς ἦταν ἐπιτρεπτὸ νὰ σπαταλήσουμε ἢ νὰ ἐκθέσουμε σὲ φαντασίες. Ὁ πιστὸς γνωρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθηκε γιὰ νὰ δώση θεία ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὴ χρησιμοποιῆ γιὰ ἐγωιστικοὺς σκοπούς. Μέσα στὸν παράλογο κόσμο ὅπου ζοῦμε, ὁ πνευματικὸς κόσμος φαίνεται καμμιὰ φορὰ σὰν ἕνα προσοδοφόρο ἐμπόρευμα ποὺ χρησιμοποιεῖ κανεὶς ἀσυνείδητα. Τὰ παράσιτα ἀφθονοῦν. Πόσες ταινίες, μυθιστορήματα δὲν ζοῦν ἀπὸ τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸν ἐκμεταλλεύονται ὅπως ἄλλοι ἐκμεταλλεύονται τὸν ἐρωτισμὸ ἢ τὴν κτηνωδία; Ὁ χριστιανὸς διανοούμενος δὲ μπορεῖ νὰ δεχθῆ τέτοιες ἀπάτες καὶ ὀφείλει νὰ μεταχειρίζεται τὸν πνευματικὸ κόσμο μ’ ὅλο τὸ σέβας γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιος. Μονάχα μιὰ ζωντανὴ πίστη, ποτισμένη ἀπὸ ἀγάπη, θὰ μπορῆ νὰ τὸν ἐμπνεύση μέσα στὶς δραστηριότητές του καὶ νὰ τὸν ἐμποδίση νὰ βεβηλώση τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Χριστό.
Αὐτὴ ἡ πίστη, ὅταν εἶναι ζωντανή, δὲν ἀνάγεται μοναδικὰ σὲ μιὰ καθαρὴ συναίνεση τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ πληροφορεῖ ὅλο τὸν ψυχισμὸ καὶ τὸν ὑποτάσσει σιγὰ σιγὰ στὴν ἐπίδραση τῆς χάρης. Παιδαγωγεῖ τὰ αἰσθήματα, καθαρίζει τὴ μνήμη καὶ τὴ φαντασία, φωτίζει τὴ νοημοσύνη καὶ ἐξαγνίζει τὴ θέληση. Ἡ ἐπίδρασή της γίνεται αἰσθητὴ ὡς τὰ βάθη τῆς προσωπικότητας καὶ φωτίζει ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ κρυφὰ μέρη τοῦ δυναμισμοῦ μας. Εἶναι ἀκόμα ὁ λόγος ποὺ τὰ δημιουργικὰ ἔργα τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου εἶναι κανονικὰ σφραγισμένα ἀπὸ τὴν πίστη του, ἂν αὐτὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια βαθιά, ζωντανή, ἐνεργός. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπίδραση εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα παρὰ μιὰ πρόθεση προσηλυτισμοῦ. Εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλα ἕνα ζήτημα νοοτροπίας, τόνου. Ὁ χριστιανὸς καλλιτέχνης δὲ χρειάζεται νὰ διδάσκη. Δὲ χρειάζεται νὰ κηρύττη. Δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἐκφρασθῆ μὲ πληρότητα, μὲ ἀκέραια πίστη πρὸς τὶς ἐσωτερικὲς ἀπαιτήσεις τῆς τέχνης του, καὶ ἂν ἡ συγκεκριμένη πείρα του εἶναι στ’ ἀλήθεια χριστιανή, δὲ θὰ μπορέση παρὰ νὰ παράγη ἔργα ποὺ θὰ εἶναι σημειωμένα μὲ μιὰν αὐθεντικὴ χριστιανικὴ ἔννοια. Καὶ τοῦτο, χωρὶς ὑστεροβουλία προπαγάνδας, διότι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μιὰ προπαγάνδα, μιὰ πραγματικότητα τῆς πρόσοψης. Εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλὰ μιὰ ζωτικὴ πεῖρα ἢ μία πεῖρα ἵστορική, ἀλλὰ μία πεῖρα ὑποταγμένη σὲ ἀκριβῆ δεδομένα.
Ὁ Ζὰν Πὼλ Σὰρτρ μίλησε γιὰ μιὰ «ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ » στὴν καρδιὰ τοῦ ἔργου τέχνης. Εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ τὸ κλειδὶ τῆς οἰκουμένης ποὺ ἕνας καλλιτέχνης προβάλλει μὲ μιὰ πράξη δημιουργίας, καὶ εἶναι στὸ ἐπίπεδό της ποὺ ἡ πίστη μπορεῖ νὰ εἶναι ἐνεργὸς χωρὶς νὰ παραβιάση τὴν αὐτονομία τῆς δημιουργικῆς κίνησης. Ἂν δὲν ἀγγίζει παρὰ τὴν περιφέρεια τοῦ ψυχισμοῦ, δὲν μπορεῖ προφανῶς νὰ μεταγγίση τὴ δημιουργικὴ ὁρμὴ καὶ τὸ ἔργο δὲν φέρει τὴ σφραγίδα της. Ἀλλὰ ἂν εἶναι παροῦσα σὲ κάθε ἄνθρωπο, περιλαβαίνει τὴν ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων του τῶν δημιουργιῶν ἔναντι τῆς οἰκουμένης καὶ καθιστᾶ δυνατὸ τὸ χριστιανικὸ ἔργο.
Ἔτσι, ἕνα χριστιανικὸ ἔργο δημιουργίας θὰ εἶναι σφραγισμένο μὲ ἕναν ὁρισμένο σεβασμὸ τῆς δημιουργίας ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, μὲ μιὰν εἰδική στάση τῶν ἀνθρώπων, τῶν μὲν ἔναντι τῶν δέ, εἶναι ὅλο τὸ δίκτυο τῶν δεσμῶν ποὺ κάνουν νὰ ριζώση ἡ προσωπικότητα μέσα στὴν ὕπαρξη ποὺ θὰ πάρη ἕνα εἰδικὸ χαρακτῆρα, ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμπαραλαβῆς τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τῆς δημιουργίας στὴν Ἐνσάρκωση καὶ στὴν Λύτρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀκόμα, ἕνας χριστιανὸς καλλιτέχνης δὲ μπορεῖ, χωρὶς ν’ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐπιδοθῆ σὲ μιὰ διατύπωση σαδιστικῆς τέχνης ποὺ φαίνεται νὰ ἀρέσκεται στὸ νὰ ρυπαίνη τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν γελοιοποιῆ, νὰ τὸν γκρεμίζη. Ἡ πίστη δὲν ἔχει τίποτε νὰ κάνη μ’ αὐτὴ τὴν τέχνη ποὺ ἀναπτύσσεται σὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ λάβει χώρα ἡ Λύτρωση, σὰ νὰ εἶχε ἐγκαταλειφθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν ἴδια του τὴν κατάπτωση. Ἡ τέχνη ἄλλωστε ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθῆ παρὰ ἐπάνω στὰ ἐρείπια του, δὲν εἶναι ἴσως τόσο γενναιόδωρη ὅσο φαίνεται καμμιὰ φορά. Πρέπει νὰ φοβᾶται κανεὶς μήπως δὲν εἰσάγεται μέσα στὴν ἴδια δημιουργικὴ πράξη ἕνα ποσοστὸ μνησικακίας ποὺ διαφθείρει τὴν ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ καὶ τὴν ψευτίζει.
Θὰ ἀντείπουν ἴσως ὅτι ὁ καλλιτέχνης δὲ χρειάζεται νὰ ὡραιοποιῆ τὴν πραγματικότητα. Ἔστω, δὲ χρειάζεται νὰ ὀμορφαίνη ὁ,τιδήποτε. Χρειάζεται νὰ ἐκφραστῆ ὁ ἴδιος καὶ νὰ ἐκφράση τὸν κόσμο ποὺ περνᾶ διὰ τῆς προσωπικότητάς του γιὰ νὰ φτάση σὲ μιὰ καινούργια ὕπαρξη. Ἡ τέχνη δὲν ὀφείλει νὰ κάνη πιὸ ὡραία τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ δὲν εἶναι πάλι μιὰ ἁπλὴ φωτογραφία τοῦ πραγματικοῦ. Εἶναι μᾶλλον περισσότερο μιὰ μεταμόρφωση τῆς πραγματικότητας ποὺ τὴν ξαναφτιάχνη ἀναδείχνοντας τὴ σημασία της. Μ’ αὐτόν, ὁ κόσμος πλουτίζει κατὰ κάποιο τρόπο μ’ ὅλη τὴν πληρότητα τῆς ὕπαρξης ἑνὸς μεγάλου δημιουργοῦ.
Εἶναι ἕνα ἐγχείρημα, τὸ λιγότερο, περίεργο, ν’ ἀναγνωρίζουμε πιὸ εὔκολα χαρακτῆρα αὐθεντικότητας στὰ Ἔργα ποὺ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο παρὰ σ’ ἐκεῖνα ποὺ τὸν ἐξαίρουν.
Ἴσως ἀναζητοῦμε μ’ αὐτὴ τὴ στάση μιὰ δικαιολογία γιὰ τὶς παραιτήσεις μας ἢ ἀναγνωρίζουμε μιὰ μυστικὴ συνενοχὴ μὲ τὰ σκοτάδια. Ἐπικρίνουμε τοὺς δημιουργοὺς ποὺ γίνονται προσηλυτιστὲς τῆς ἀρετῆς κι ἔχουμε δίκιο κατὰ τὸ μέτρο ποὺ ἡ πίστη ζημιώνει τὴ δημιουργικὴ πράξη. Ἁλλὰ συγχωροῦμε εὔκολα τοὺς ἀποστόλους τοῦ νοσηροῦ καὶ τῆς εἰδωλολατρείας σὰν μέσα σ’ αὐτὴ τὴ τελευταία, ἡ αὐτονομία τῆς τέχνης νὰ γινόταν σεβαστή. Ἐν τούτοις, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, πρόκειται γιὰ μιὰ μεροληψία βλαβερὴ στὴν τέχνη, γιὰ μιὰ καθαρὴ παραβίαση τῶν νόμων τῆς δημιουργικῆς δραστηριότητας.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε αἰσθητικὴ σκέψη, ἀρνοῦμαι νὰ πιστέψω ὅτι πραγματοποιεῖ κάποιος ἔργο ἀλήθειας, μὲ τὸ νὰ μὴ δείχνη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὴν πληθωρική του κλήση στὸ κακό, ἤ τὸ ἔνστικτό του γιὰ τὸ θάνατο. Μέσα σὲ κάθε ἄρρωστο ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα ποσοστὸ ὑγείας χωρὶς τὸ ὁποῖο ἡ ζωὴ δὲ θὰ ὑπῆρχε, οὔτε ἡ τέχνη ἐπίσης, γιατί ἡ τέχνη δὲ μπορεῖ νὰ κάνη τίποτα γιὰ τὸν θάνατο. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, ὅταν τὸ ὅραμα ποὺ ζωογονεῖ τὸ ἔργο, δὲν εἶναι ἀρκετὰ βαθύ. Ἡ ἁπλὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων δὲν εἶναι ἀρκετὰ διεισδυτική. Θ’ ἀρκοῦσε κανεὶς νὰ ἔσκαβε λίγο περισσότερο γιὰ νὰ βρῆ μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο βέβαιες ἐκδηλώσεις ζωῆς καὶ ἀμέτρητα ἀναβρύσματα.
Ἂν προσπαθήση κανεὶς τώρα νὰ τοποθετήση τὴν τέχνη, κατὰ οὐσιώδη τρόπο, μέσα στὸ περίπλοκο τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων, πρέπει νὰ παραδεχτῆ ὅτι τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα, ἐνῷ εἶναι αὐθεντικὰ ὡς καλλιτεχνήματα, προέρχονται ἀπὸ μιὰν ἐκλογὴ ὑπαρξιακὴ βλαβερὴ
γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲ μποροῦν ἀδιάκοπα νὰ κυκλοφοροῦν μέσα σὲ μιὰ κοινωνία χωρὶς νὰ ἐπιφέρουν τελικὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου. Προσπαθώντας νὰ μὴ δείχνει κανεὶς στοὺς ἀνθρώπους παρὰ τὸ ἄθλιο μέρος τῆς ὕπαρξής τους, καταλήγει νὰ σκοτώση τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸ δυναμισμὸ χωρὶς τὰ ὁποῖα καμμιὰ κοινωνία δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ. Λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν τέχνη. Προκειμένου νὰ ἐκλέξη κανεὶς μεταξὺ μιᾶς διεφθαρμένης τέχνης καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καλύτερα εἶναι νὰ ψηφίση ὑπὲρ αὐτοῦ. Καὶ καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ὁρισμένες στιγμὲς οἱ κοινωνίες ἐπιβάλλουν μέτρα ἀσφαλείας. Ἀμύνονται. Ὅταν εἶναι ἐκφυλισμένες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴ ἀναγνωρίζουν αὐτὸ ποὺ τὶς καταστρέφει, γκρεμίζονται καὶ ἡ τέχνη συντείνει στὸ νὰ καταβαραθρωθοῦν.
Κατὰ τ’ ἄλλα, εἶμαι προσωπικὰ πεπεισμένος ὅτι ἡ τέχνη ποὺ ἐξευτελίζει ἀληθινὰ τὸν ἄνθρωπο, προδίδεται πρῶτα ὡς τέχνη καὶ παραβιάζει τοὺς ἐσωτερικούς της νόμους. Ἄν οἱ ἄνθρωποι στέκουν ἀπέναντί της μὲ μιὰν ὑπερβολικὴ ἐπιείκεια, εἶναι γιατί κολακεύει αὐτὸ ποὺ καλύπτει τὴν κατάπτωσή τους καὶ προσδίνει στὸν ἴδιο τους ἐκφυλισμὸ μιὰ ἐπίφαση ἀλήθειας. Ἐν τούτοις, οἱ ἄνθρωποι δὲ χορταίνουν ἀπεριόριστα μὲ μιὰ τροφὴ ποὺ τοὺς ἀρρωσταίνει κι ἔρχεται μιὰ μέρα ποὺ ἀντιδροῦν ἄγρια ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ τοὺς καταστρέφει. Οἱ νέοι εἰδικά, ἀρέσκονται πρὸς στιγμὴ σ\’ ἔργα ποὺ δικαιολογοῦν τὴ τεμπελιὰ τους ἀλλ\’ ἀνασηκώνουν μιὰ μέρα τὸ κεφάλι καὶ ἀπορίπτουν συνολικὰ τὰ βιβλία ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ὕπαρξή τους. Ἀντίθετα πρὸς ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ τῶν δημιουργῶν μας, οἱ νέοι μας ἐμπιστεύονται τὴ ζωή, θέλουν νὰ ριζώσουν μέσα στὸν αἰῶνα τους, γυρεύουν αἰτίες ζωῆς. Ἀποστρέφονται τοὺς καλλιτέχνες ἢ τοὺς στοχαστὲς ποὺ θυμώνουν τὸν νεώτερο κόσμο. Ἀντὶ νὰ τοὺς κατηγορῆ κανεὶς γιὰ ἔλλειψη καλλιεργείας καὶ γιὰ τύφλωση, θὰ ἦταν ἴσως καλλίτερα ἂν ἀναθεωροῦσε τὶς ἴδιες του τὶς πεποιθήσεις.
Ἡ θέση τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ πρόβλημα, ὅταν διερωτᾶται κανεὶς πῶς νὰ συμφιλιώση τὴ δημοκρατικὴ νοοτροπία καὶ τὴ στάση τοῦ πιστοῦ ποὺ κυβερνᾶται καὶ διδάσκεται ἀπὸ τοὺς διαδόχους τῶν ‘Αποστόλων καὶ τῶν ἀμέσων τους συνεργατῶν. Στὴ δημοκρατία, ἡ κυβέρνηση προέρχεται ἀπὸ τὸ λαό. Ὑπάρχει, ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ γιὰ τὸ λαό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ πρωτοβουλία προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ θεία ζωὴ δίδεται στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ προτεινόμενη ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις μας ἢ ἀπὸ τὴν ἐκλογή μας. Μᾶς προτείνεται. Δὲν εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ τὴ δεχτοῦμε, ἀλλ’ ἂν τὴ δεχτοῦμε, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τὴ συνδυάσουμε μὲ τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ μὲ τὶς ἰδέες μας. Μᾶλλον ἐμεῖς πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ κανόνες ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κρίση μας. Μποροῦμε προφανέστατα νὰ τὴ μεταχειριστοῦμε ὅπως μᾶς ἀρέσει, ἀλλὰ παύουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς νὰ εἴμαστε χριστιανοί.
Θεωρητικὰ πάντως, ἡ λύση εἶναι ἀρκετὰ εὔκολη. Ὁ Θεὸς πράγματι δὲ μᾶς ἀφαιρεῖ τίποτε. Δὲν ἔρχεται γιὰ ν’ ἀντείπη ἢ νὰ γελοιοποιήση τὶς ἀνθρώπινές μας ἀπαιτήσεις. Μᾶς προσφέρει κάτι περισσότερο. Μᾶς δίνει κάτι, καὶ γιὰ νὰ τὸ λάβουμε, εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ εἴμαστε σὲ στάση ἀνάλογη ἐκείνου ποὺ λαβαίνει. Ἡ Ἐκκλησία, τέτοια ὅπως ἔχει ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστό, ἀφήνει τὶς ἀνθρώπινες πραγματικότητες στὶς ἴδιες τους πρωτοβουλίες, σέβεται τὴν ἐσωτερική τους σκοπιμότητα. Προσθέτει μονάχα μιὰ καινούργια διάσταση στὴν ὕπαρξη. Δὲν ἀδικεῖ τὴν ἐλευθερία μας, ὅπως δὲν ἀδικῶ ἐκείνη ἑνὸς σπουδαστοῦ ποὺ θέλει νὰ μελετήση τὴν ἑλληνικὴ τέχνη καὶ ὁ ὁποῖος δὲ διαθέτει παρὰ μερικὰ βιβλία, στὸν ὁποῖο προσφέρω ἕνα ταξίδι στὸ Λοῦβρο καὶ στὴν Ἑλλάδα. Προφανῶς, γιὰ νὰ πάη στὴν Εὐρώπη, εἶναι ἐλεύθερος νὰ πάρη τὸ βαπόρι ἢ τὸ ἀεροπλάνο, ἀλλὰ θὰ ἦταν πολὺ ἄδικο νὰ ἐπικρίνω τὸν ἐαυτό μου ὅτι τοῦ ἐπιβάλλω νὰ ταξιδέψη διὰ θαλάσσης ἢ δι’ ἀέρος!
Στὴν πράξη ὅμως, οἱ δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Συμβαίνει συχνὰ ὁ κλῆρος νὰ κάνη ὥστε νὰ ὑπερβαίνη τὸ ἐπίπεδο τῶν γήινων πραγματικοτήτων ἡ αὐθεντία ποὺ κατέχει στὸ ἐπίπεδο τῶν ὑπερφυσικῶν πραγματικοτήτων. Γνωρίζουμε ὅλες τὶς μορφὲς αὐταρχισμοῦ καὶ κληρικαλισμοῦ ποὺ ἐκδηλώνονται κατὰ ὁρισμένες περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, καὶ οἱ ὁποῖες συμπιέζουν τὶς ἐλευθερίες ἢ τουλάχιστο τὶς παραλύουν.
Κανένας δὲ μπορεῖ νὰ διαψεύση αὐτὲς τὶς καταχρήσεις καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ ὑπάρξουν, ἀφοῦ ὁ Κλῆρος εἶναι ἀνθρώπινος καὶ ἀρέσκεται στὴν κυριαρχία ὅπως κάθε γιὸς τοῦ Ἀδάμ. Πολὺ περισσότερο ποὺ ἡ Χάρη ἔρχεται νὰ εἰσδύση μέσα στὸ ἀνθρώπινο μὲ τρόπους ποὺ εἶναι συχνὰ δύσκολο νὰ προσδιοριστοῦν καὶ ποὺ μποροῦν νὰ δώσουν λαβὴ σὲ διάσταση γνωμῶν ποὺ πιθανὸν ὑποκρύπτουν πάθη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κλῆρος πρέπει νὰ μὴν ἐμπιστεύεται στὸν ἑαυτό του, νὰ ἐφαρμόζη μίαν αὐστηρὴ αὐτοκριτική. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης οἱ λαϊκοὶ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ ἐκφρασθοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπαναφέρουν τοὺς κληρικοὺς στὴν ἁρμοδιότητά τους ὅταν προσπαθοῦν νὰ τὴν ὑπερβοῦν.
Ἔχοντας παραδεχτῆ ὅλα αὐτά, πρέπει ἀσφαλῶς νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὀργανωμένη κατὰ τρόπο μὴ δημοκρατικό, ἀλλὰ Ἱεραρχικό. Δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶναι ὁ καρπὸς μιᾶς ἀνθρώπινης ἀπόφασης ἢ τῆς λαϊκῆς θέλησης κατὰ τὸν Ρουσσώ, ἀλλ’ ἡ ἐκπλήρωση ἑνὸς σχεδίου ἐπεξεργασμένου ἀπὸ τὸν Θεό. Δίδεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Καὶ τοῦτο δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὴ θέληση τῶν κληρικῶν, οὔτε ἀπὸ ἐκείνη τῶν λαϊκῶν. Εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ θέλησε ἡ ‘Εκκλησία Του νὰ κυβερνᾶται κατὰ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ μοιράζη τὰ δῶρα Του ἔτσι ἢ ἀλλιῶς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τοῦ ζητήσουμε λογαριασμό. Συνεπῶς, ὑπάρχει μιὰ ὁρισμένη νοοτροπία, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διαστρέψη τὴ συμπεριφορά μας ὡς χριστιανῶν.
Σημαίνει αὐτὸ ὅτι ἕνας ρωμαιοκαθολικὸς δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καλὸς δημοκράτης; Τὸ ἀκούει κανεὶς νὰ λέγεται καμμιὰ φορὰ καὶ μάλιστα ἀπὸ ρωμαιοκαθολικούς. Θὰ φαινόταν ὅτι εἴμαστε μαθημένοι ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ λαβαίνουμε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἐξουσία καὶ ὅσοι δὲ μποροῦμε νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὸ κανονικὸ παιγνίδι τῆς δημοκρατίας. Μεταφέραμε στὸ πολιτικὸ ἢ ἀστικὸ ἐπίπεδο, διατείνονται, μιὰ θρησκευτικὴ συμπεριφορά, ποὺ δὲν ἔχει πιὰ πέραση. Μιὰ τέτοια γνώμη μπορεῖ νὰ περιέχει ἕνα ποσοστὸ ἀλήθειας. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ προδίδη μιὰ σύλληψη λιγάκι διφορούμενη καὶ γιὰ τὴν ‘Εκκλησία καὶ γιὰ τὴ δημοκρατία.
Ἡ δυσπιστία ποὺ ὁρισμένοι δημοκράτες τρέφουν ἔναντι τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἕνα μέρος σημαντικό τῆς ἐκκλησίας τῆς Γαλλίας ἐπὶ παραδείγματι ἔζησε κατὰ ἕνα τμῆμα τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος μέσα στὴ νοσταλγία τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος καὶ σὲ ἀνοικτὴ ἀντίθεση μὲ τὴ δημοκρατία. Ὑπάρχει ἐκεῖ ἕνα ἱστορικὸ πρόβλημα ποὺ τέθηκε κατὰ διαφορετικὸ τρόπο στὴν Ἰταλία ἀλλὰ ποὺ δὲ χάλασε λιγότερο τὶς σχέσεις μεταξὺ τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ τῆς δημοκρατικῆς κίνησης μέσα στὸ νεώτερο κόσμο. Ἂν οἱ κληρικοὶ ξεπέρασαν τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους, δὲν εἶναι λιγότερο βέβαιο ὅτι ὁρισμένοι δημοκράτες ξεπέρασαν τὰ ὅρια τῶν ἀπαιτήσεων τῆς δημοκρατίας καὶ συνετέλεσαν στὸ νὰ δηλητηριάσουν τὶς συζητήσεις. Αὐτὲς οἱ παρεξηγήσεις φαίνονται νὰ ἐξαλείφτηκαν σήμερα καὶ θὰ ἦταν ἀπρεπὲς νὰ τὶς διατηρήση κανεὶς περισσότερο. Ὁ ρωμαιοκαθολικισμός, φαίνεται, ἢ μᾶλλον, ἀπέδειξε ὅτι δὲ σχετίζεται ἀπὸ τὴ φύση του μὲ κανένα πολιτικὸ καθεστὼς καὶ πρέπει ν’ ἀπομακρυνθῆ κανεὶς μιὰ καὶ καλὴ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στείρους καυγάδες.
Ἡ ἴδια δυσπιστία μπορεῖ ἀκόμα νὰ προέρχεται ἀπὸ μιὰ χονδροειδῆ ἑρμηνεία τῆς δημοκρατίας. Θὰ πῆ κανεὶς ἐπὶ παραδείγματι: στὴ δημοκρατία ἡ κυβέρνηση ἔρχεται ἀπὸ τὸ λαό, ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ βέβαια, οἱ κυβερνῶντες, μέσα σὲ μιὰ δημοκρατία, δὲν περιβάλλονται μὲ τὸ θρησκευτικὸ κῦρος ποὺ ἡ στέψη, ἡ ὁποία ἦταν μιὰ θρησκευτικὴ τελετή, παρεῖχε στὸ βασιλιὰ ποὺ στεφόταν. Ἡ δημοκρατία ὅμως δὲν εἶναι ἕνας σφετερισμὸς τῆς θείας διακυβέρνησης. Ἐκλεγόμενος δημοκρατικά, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ γίνεται ὁ ὑπεύθυνος τῆς κοινωνικῆς τάξης καὶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του αὐτὴ ἐνεργεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλοτε ὁ βασιλιάς. Ἀκόμα καὶ στὴ δημοκρατία, ἡ κυβέρνηση προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ διὰ τοῦ λαοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπαιτοῦσε ἄλλοτε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ὑπακούουν τοὺς ρωμαίους αὐτοκράτορες ποὺ κατεδίωκαν τοὺς χριστιανούς, ὄχὶ διότι εἶχαν εὐλογηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ δὲν εἶχαν, ἀλλὰ γιατί ἦταν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς κοινωνικῆς τάξης. Ὁ Θεὸς θέλησε οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν μέσα σὲ κοινωνία, καὶ τοῦτο ἀπαιτεῖ κυβερνήσεις οἱ ὁποῖες νὰ πραγματοποιοῦν τὸ σχέδιό του καὶ οἱ ὅποιες, ἀφοῦ ἔγιναν ἐξουσία, νὰ ἐνεργοῦν ἐν ὀνόματί του, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ πολιτικὸ καθεστὼς ποὺ υἱοθετεῖται.
Προσωπικὰ πιστεύω, ὅτι ἡ ἀντίθεση ἀρχῆς μεταξὺ τῆς ‘Εκκλησίας καὶ τῆς δημοκρατίας ἐμφανίζεται ὅταν προκαταλήψεις σκοτεινιάζουν τὴ νοημοσύνη καὶ ψευτίζουν τὴ φύση τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης. Οἱ χριστιανοὶ διανοούμενοι ἔχουν νὰ παίξουν ἐδῶ ἕνα σημαντικὸ ρόλο γιὰ νὰ διασαφηνίσουν ἱστορικὲς καταστάσεις καὶ νὰ φωτίσουν τὶς συνειδήσεις. Ἂν πλάθουν ἀπὸ τὴ δημοκρατία ἕνα μῦθο, προφανῶς αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμφωνήση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ἰδέα τῆς δημοκρατίας εἶναι συχνὰ κηλιδωμένη, μολυσμένη. Ὁ Πεγκὺ καὶ ὁ Μουνιὲ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς φωτίσουν σχετικά. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἂν ὁδηγήση κανεὶς τὴν Ἐκκλησία ξανὰ στὴν Ἱεραρχία, ἂν σταματήση κανεὶς ὅλη τὴ δραστηριότητα τοῦ χριστιανοῦ μπρὸς σὲ μιὰν ἀπόφαση τοῦ Πάπα, κάνει τὴ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐχθρὰ τῆς δημοκρατίας ἀλλὰ καὶ τὴν παραμορφώνει. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς δίδεται ἀπὸ τὸ Θεό, διοικεῖται καὶ διατηρεῖται ἀπὸ Αὐτόν. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι παρὸν μέσα στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς φωτίζει στὰ καθήκοντά τους διοίκησης καὶ διδαχῆς, Ἀλλά εἶναι παρὸν ἐπίσης μέσα στὸ λαὸ τῶν πιστῶν, μέσα σ\’ ὅλο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι\’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Σώματος ὥς τὸν Ἀρχηγό της ὑπάρχει καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχη ἀνταλλαγή, διάλογος, ἐπικοινωνία. Ἔτσι εἰσερχόμαστε στὸ πρόβλημα τῆς κριτικῆς μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὅτι ἡ κριτικὴ εἶναι δυνατὴ καὶ παραδεκτὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ γεγονότα τὸ ἀποδεικνύουν ἀρκετά. Πρέπει ὅμως ἡ κριτικὴ αὐτὴ νὰ ὑποταγῆ σὲ ὁρισμένους ὅρους γιατί ἀλλιῶς ἐκφυλίζεται σὲ ἀντιχριστιανικὴ σταυροφορία. Ὁ πρῶτος ὅρος, ποὺ περιέχει ὅλους τους ἄλλους, εἶναι νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ μιὰ φροντίδα ἐξαγνισμοῦ καὶ ἀνάπτυξης τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας χριστιανὸς ἀληθινὰ πιστὸς δὲ θὰ θελήση νὰ παρασυρθῆ σὲ πικρὲς κριτικὲς ποὺ θὰ παρέλυαν τὴν ἐπίδραση τῆς Ἐκκλησίας διχάζοντας τοὺς πιστοὺς κι’ ἐλαττώνοντας τὴν ἐμπιστοσύνη τους πρὸς τὸν πνευματικὸ τοὺς ἀρχηγό.
Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ κριτικὴ ποὺ διεξάγεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ποὺ θέλουν τὴν καταστροφή της, ποὺ πάντως θὰ ἤθελαν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ σὲ διαστάσεις καθαρὰ κοσμικές. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη κριτικὴ ποὺ εἶναι ἐσωτερική της Ἐκκλησίας καὶ ποὺ θέλει τὸ καλό της, ποὺ θέλει νὰ βοηθήση τὴν ἀκτινοβολία τοῦ Πνεύματος μέσα στὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο νὰ διακρίνη κανεὶς τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε νὰ μὴ παίξουμε τὸ παιχνίδι τῶν ἐχθρῶν της Ἐκκλησίας.
Σημαίνει αὐτὸ ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης εἶναι περιορισμένη μέσα στὴν Ἐκκλησία; Ναί, ἂν ἐννοῆ κανεὶς μ’ αὐτὸ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ λέγη ὅ,τι τοῦ περνᾶ ἀπὸ τὸ κεφάλι, ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἀφήνεται σ’ ὅλους τοὺς μικροθυμούς του καὶ στὶς προσωπικές του μνησικακίες. Ἂν ὁ χριστιανὸς σοβαρεύεται, γνωρίζει ὅτι τὸ καλό της Ἐκκλησίας προηγεῖται ἀπὸ τὰ ξεθυμάσματά του καὶ τὶς διαμαρτυρίες του. Θὰ θυσιάση τὴν εὐχαρίστηση τῆς κριτικῆς γιὰ τὴν κριτική, στὴν ἀγάπη ποὺ θέλει ἀπολύτως νὰ κυριαρχήση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Προφανῶς, δὲν πρόκειται νὰ σωπάση κανεὶς ἐμπρὸς στὶς ἀδικίες ἢ τὶς ἀκαταστασίες γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήση τὸν τάδε πιστὸ ἢ τὸ δεῖνα θρησκευτικὸ ἀρχηγό. Θὰ εἶναι μάλιστα ἕνα καθῆκον, σ’ ὁρισμένες περιστάσεις, νὰ μαστιγώση τοὺς κοιμισμένους καὶ τοὺς νωθρούς. Ἀλλ\’ αὐτὸ τὸ θάρρος εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα ἀπὸ τὸ κριτικὸ πνεῦμα ποὺ ἀσκεῖ τὴ κριτικὴ ὡς ἕνα ἀνωτέρου εἴδους σπόρ.
Πολὺ συχνά, ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀρκετὴ ἀρνητικὴ κριτική, ἀλλὰ ἐλάχιστη οἰκοδομητικὴ κριτική. Καταγγέλλει τὰ ἐλαττώματα κανεὶς τῆς χριστιανικῆς κοινότητας, σημειώνει τὶς ἀδυναμίες της, γελοιοποιεῖ τὰ λάθη της. Ἀρκεῖται σ’ αὐτό. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ παραδεχτῆ ὅτι οἱ δικαιούμενοι, ποὺ περιφρονοῦν καὶ ἀπορρίπτουν βίαια τὴ λογοκρισία, εἶναι συχνὰ τρομεροὶ λογοκριτές.
Κάθε κριτικὴ ἐπάγει μιὰ σύγκριση ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἀνάμεσα σὲ μιὰ συγκεκριμένη κατάσταση καὶ
ένα δεδομένο κανόνα. Πρέπει πρῶτα νὰ βλέπη κανεὶς μὲ σαφήνεια τὴν πραγματικότητα. Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ν’ ἀρκῆται σὲ ἀόριστες διαισθήσεις καὶ προαισθήματα. Τείνει κανεὶς πάρα πολύ, ἀπὸ τὸν Ρουσσὼ καὶ πέρα, νὰ δίνη στὸ αἴσθημα τὴ βεβαιότητα καὶ τὸ ἀλάθητο ποὺ ἔδινε ἄλλοτε στὸ νοῦ. Συμβαίνει ν’ ἀρκεῖται κανεὶς σὲ ὑπολογισμοὺς κατὰ προσέγγιση, ἀνεπαρκεῖς γιὰ νὰ διατυπώση κρίσεις ποὺ δὲ μποροῦν παρὰ νὰ θολώσουν τὰ πνεύματα. Ὁ διανοούμενος λέγει ὁ Gabriel Marcel, δὲν ἔχει νὰ κάνη μὲ μιὰ σαφῆ καὶ σταθερὴ πραγματικότητα ὅπως ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ἀγρότης. Ἐργάζεται μὲ λέξεις καὶ τὸ χαρτὶ τὰ τραβᾶ ὅλα. Μπορεῖ νὰ συμβῆ νὰ πιστέψη ὅτι ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅπως θὰ ἤθελε νὰ εἶναι, ἐπειδὴ τὸν διευκολύνει στὴ θέση ποὺ ἀναπτύσσει. Γοητευμένος ἀπὸ τὴ λάμψη τῆς μορφῆς της, θὰ βάλη τὴν ἀλήθεια σὲ δεύτερο ἐπίπεδο καὶ θὰ ἀποφανθῆ χωρὶς πραγματικὰ νὰ γνωρίζη τὴν κατάσταση ἑνὸς προβλήματος. Κανένας προφανῶς δὲν εἶναι ἀπόλυτα προστατευμένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κινδύνους καὶ πολὺ ἁπλοϊκὸς εἶναι ὅποιος νομίζει ὅτι τοὺς ἀποφεύγει ἐντελῶς. Ἕνας λόγος περισσότερο γιὰ νὰ λαβαίνη κανεὶς ὅλα του τὰ μέτρα.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ πᾶν νὰ βλέπη κανεὶς καλὰ τὴν πραγματικότητα, χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἕνας κανόνας γιὰ νὰ τὴν κρίνη. Γιὰ ἕνα χριστιανό, χρειάζεται νὰ ἀντιλαμβάνεται καλὰ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς πίστης, τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ βιαστικές μας κρίσεις προέρχονται συχνὰ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν γνωρίζουμε ἐπαρκῶς τὴν πραγματικότητα, αλλά κι ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν εἴμαστε ἐπαρκῶς φωτισμένοι ἀπὸ μιὰ ὑγιᾶ καὶ φωτεινὴ ἔννοια γιὰ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητήση διὰ μακρῶν τὴν ἰδέα ποὺ σχηματίζουν πολλοὶ γιὰ τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς νὰ εἶναι αἱρετική, αὐτὴ ἡ ἰδέα εἶναι φτωχή, παραμορφωμένη, σκληρωτική. Μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς τὸ ἴδιο γιὰ τοὺς διανοούμενους; Ὄχι γιὰ ὅλους ἀσφαλῶς. Ἀλλ’ ἂν ὁ χριστιανὸς διανοούμενος δὲν προσέχει, δὲν
θ’ ἀντισταθῆ στὴ τάση νὰ φαντάζεται τὴν Ἐκκλησία ὡς ἐξάρτημα μιᾶς élite. Θὰ κάνει κριτικὲς ποὺ δὲν θὰ ἦταν ἔγκυρες παρὰ μονάχα ἂν ὑπῆρχε μιὰ διανοούμενη é1ite μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχουν παρὰ μερικὴ ἀξία, γιατί ὁ λαὸς τῶν πιστῶν συμπεριλαμβάνει ἐπίσης ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἡ εὐσέβεια, oἱ γνώσεις καὶ ἡ ἴδια ἡ πίστη τοὺς εἶναι μιᾶς ἄλλης φύσης, χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγκαστικὰ λιγότερο ἔγκυρες.
Ἡ κριτικὴ προκύπτει ἀπὸ τὴ σύγκριση τῆς πραγματικότητας μ’ αὐτὸ τὸν κανόνα γιὰ τὸν ὁποῖο μόλις μιλήσαμε. Γίνεται μιὰ κρίση ποὺ ἐκφράζει τὴν τέλεια σχέση ἢ τὴν μὴ τέλεια σχέση τοῦ γεγονότος μὲ τὸ ἰδεῶδες. Καὶ ἐδῶ ἀκόμα, ὑποθέτει κανεὶς ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ὑποκειμενικότητα μπορεῖ νὰ εἰσχωρήση καθὼς προχωρεῖ ἡ σκέψη καὶ νὰ τὴν κάνη νὰ παρεκκλίνη. Εἶναι ὅλες οἱ ἐσωτερικές μας διαθέσεις ποὺ μᾶς τυφλώνουν καὶ παραλύουν τὴν κρίση μας. Ἂν ἀγαπᾶ κανεὶς τὴ συμπλοκή, θὰ βρῆ ἀφορμὲς γιὰ νὰ ξεκινήση σὲ σταυροφορία. Ἂν κλίνη κανεὶς στὴν μνησικακία, θὰ ἐπωφεληθῆ ἀπὸ τὶς ἀνεπάρκειες τῆς σκέψης γιὰ νὰ προβῆ σὲ ἀντεγκλήσεις. Ὁ Γκαμπριὲλ Μαρσὲλ ἔγραψε: Εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀμφισβητήση κανεὶς ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πνεύματος τῆς διεκδίκησης μπορεῖ νὰ συμπίπτη μὲ μιὰν ὁρισμένη ἠθικὴ χαλάρωση. Τὰ συμπλέγματά μας, τὰ αἰσθήματά μας ἀβεβαιότητας, οἱ ψυχολογικές μας δυσαρέσκειες ὅλων τῶν εἰδῶν, ἀμβλύνουν λιγότερο ἢ περισσότερο σοβαρὰ τὴν διαύγειά μας. Μιὰ ὁρισμένη μορφὴ ἀντικληρικαλισμοῦ αὐξάνει ἄνετα σ\’ αὐτὲς τὶς περιοχές. Ἕνας ἀντικληρικαλισμὸς τυπικός, χαμογελαστός. Παίρνει κανεὶς στάσεις προφήτη, ἢ ἀκόμα παίζει τὸ ρόλο τοῦ μάρτυρα καὶ τοῦ καταδιωκόμενου.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ πᾶν νὰ διαπιστώνη κανεὶς τὴ μὴ τέλεια σχέση τῆς πραγματικότητας μὲ τὸν κανόνα. Πρέπει νὰ βρῆ τὸν λόγο, τὴν αἰτία νὰ ἀποδώση εὐθύνες. Συμβαίνει νὰ γυρεύη κανεὶς νὰ τὶς βρῆ ἔξω ἀπ’ αὐτόν. Ἂς ἀρκεστοῦμε νὰ ξαναδιαβάσουμε αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς τοῦ Pére Ernest Gagnon: «Νὰ πραγματοποιοῦμε, νὰ δημιουργοῦμε, νὰ κάνουμε κάτι τί παρὰ τὶς δυσκολίες, εἶναι μιὰ στάση ὥριμου. Προτιμοῦμε νὰ παραπονούμεθα γιὰ τοὺς ἄλλους κυρίως ὅταν εἶναι μακρινοὶ καὶ ἀνώνυμοι».
Ἂς θέσουμε ἕνα τελικὸ σημεῖο σ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις λέγοντας ὅτι ἡ φροντίδα μας πρέπει νὰ εἶναι νὰ δεχόμαστε τὴν Ἐκκλησία μέσα στὴ σαρκική της κατάσταση, νὰ δεχόμαστε τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσάρκωσης μ’ ὅλες της τὶς συνέπειες. Οἱ διανοούμενοι κλίνουν στὸ νὰ πνευματοποιήσουν τὴν Ἐκκλησία, νὰ τὴν ἀπομονώσουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀποτελοῦν μέρος της, νὰ τὴ σκέφτονται ἀντὶ νὰ τὴ ζοῦν. Ἐφεῦραν στὸν 18ον αἰώνα ἕνα παράξενο δυαδισμὸ ποὺ ἔδιδε τὴν ἐμφάνιση μιᾶς θεολογίας καλὰ ἀποκαταστημένης ἀλλὰ ποὺ ἦταν στὴν πράξη μιὰ πολεμικὴ μηχανὴ ἐναντίον τῆς ‘Εκκλησίας. Ἔλεγαν παραδείγματος χάρη, πὼς σέβονται τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ ἀλλ’ ὅτι χτυποῦσαν τὰ λάθη της καὶ τὶς παραμορφώσεις της. Παραλάμβαναν τὸν κλῆρο, ἀλλὰ σέβονταν τὴ θρησκεία. Διατείνονταν ὅτι ὑπερασπίζονταν τὴν θρησκεία ἀπὸ τὴ βλαβερὴ ἐπίδραση τοῦ κλήρου. Ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι ὑπεράσπιζαν τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ στὴ πράξη, ἐργάζονταν γιὰ τὴν καταστροφή της. Γιὰ ὅποιον δὲν αἰσθανόταν τὸ δόλο, ἡ διαδικασία ἦταν ἑλκυστική, γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο θεία, εἶναι ἐπίσης ἀνθρώπινη, καὶ ἁμαρτωλὴ μέσα στὰ περισσότερα μέλη της. Ἀλλὰ οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς, ἔχουν ἀνάγκη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ‘Εκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς Τὸν δίνη.