Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ ὑμνωδός, ἐκστατικὸς πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου, ἀναφωνεῖ: «Ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;» Ἡ ποίηση καὶ ἡ μουσική της Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι σίγουρα ἡ κορύφωση τῆς Ὀρθόδοξης Ὑμνογραφίας, ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα βιώσεως τῆς σιωπῆς, τὴ δυνατότητα βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνακεφαλαίωσης τῆς σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κόσμου, μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία. Τὸ «σήμερον» τῆς θείας λατρείας, «σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ φαρισαίου», «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», «τὴν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο», αὐτὴ ἡ ἀμεσότητα, ἡ παροντοποίηση τῶν σωτηριωδῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιεῖται μὲ τὰ δρώμενα ποὺ προβλέπονται ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας – λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ Νυμφίου, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Ἐπιταφίου – ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ βασικότερο μέσον της ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, τὸν λόγο τοῦ ὕμνου, καὶ τὸ μουσικὸ ἔνδυμά του. Ὁ θεολογικὸς καὶ πατερικὸς λόγος, γίνεται ποιητικός, γίνεται φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, περιβεβλημένος, μάλιστα, τὸ ἑλκυστικὸ ἔνδυμα τῆς μελωδίας.
Ἡ μελωδία ὑπάρχει γιὰ τὸν Λόγο, καὶ ὄχι ὡς αὐθυπόστατο καλλιτεχνικὸ μέσο. Σκοπός της δὲν εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ συναισθηματικὴ διέγερση – τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἰδιαίτερα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τοῦ συναισθηματισμοῦ – ἀλλὰ ἡ ὑποβοήθηση τοῦ λόγου νὰ διεισδύσει στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη καὶ αὐτομεμψία. Δὲν εἶναι μουσικὴ ἀκροάματος, ἀλλὰ λειτουργική. Διακονεῖ τὸ μυστήριο του ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸν θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ «πλέκει» στὸν Θεὸ Λόγο «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανο» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστός, μὲ τὴν καθαρὴ καρδιά του. «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ψαλτήριον γενόμενος», ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄλλες νεωτερίζουσες μορφὲς ἀποδόσεως τῶν ὕμνων ἔχουν θέση στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία.
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐραστὴς τῆς γνήσιας Βυζαντινῆς μουσικῆς, προβαίνει σὲ διάφορα ἔργα του (ἄρθρα, διηγήματα, «ἀποσπάσματα σκέψεων») στὴν διατύπωση καίριων παρατηρήσεων γιὰ τὰ μέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Στὰ 1893 ἔγραψε σὲ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα γιὰ τὸ περιώνυμο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»:
«…Ὅσῳ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν ἀπὸ ἄποψιν ποιήσεως, τοσούτῳ περιπαθές κ᾿ ἐν σεμνότητι εὔστροφον ὑπὸ ἔποψιν μέλους. Μέλος δ᾿ ἡμεῖς ἐννοοῦμεν τὸ Βυζαντινόν, διότι ἡ ποίησις καὶ ὁ ρυθμὸς αὐτὸς τοῦ τροπαρίου, ὡς καὶ ὅλων τῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔχει τονισθεῖ ὑπὸ ἀρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τὸν ρυθμὸν τῶν στίχων μὲ τοῦ μέλους τὴν ἀφελῆ χάριν. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν εἰς ταῦτα οὐδεὶς νεωτερισμός, οὐδεμία καινοτομία τετραφωνική ἢ πολυφωνία, ὡς τὴν σήμερον ἀποπειρῶνται τοῦτο καινοτόμοι τινές. Δέν εἶνε δυνατόν νά τονίσῃ τις σήμερον αὐτὸ καλλίτερον ἢ ὁ ποιητὴς τοῦ τροπαρίου ὁ καὶ μελοποιὸς τυγχάνων. Ὥστε κατὰ τὰς ἡμέρας τουλάχιστον ταύτας ἄφετε τὴν μονοφωνίαν τῆς Βυζαντινῆς καὶ μὴ μιγνύετε ἐν αὐτῇ ξενισμούς, οἵτινες δὲν εἶνε ἄλλο παρά αὐτόχρημα βεβήλωσις τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ Βυζαντινοῦ μέλους…»
Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι ἴσως ἡ σημαντικότερη περίοδος τοῦ Λειτουργικοῦ ἔτους. Τὰ σωτηριώδη γεγονότα εἶναι φρικτά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ κατάνυξη καὶ συντριβή. Γι᾿ αὐτὸ τὸ μέλος πρέπει νὰ εἶναι σεμνοπρεπές, λιτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ δυναμικό, ὥστε νὰ δεσπόζει μέσα στὴ λατρεία. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος φέρουν, στὰ μουσικὰ χειρόγραφα, τὴν ἔνδειξη «μέλος ἀρχαῖον». Κι αὐτὸ τὸ μέλος μᾶς πάει πολὺ πίσω καὶ μᾶς συνδέει μὲ ἤχους κι ἐποχὲς βυζαντινὲς καί, γιατί ὄχι, ἴσως καὶ πρωτοχριστιανικές, καθὼς πολλὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπως π.χ. τὰ ἀντίφωνα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
Στηριζόμενος ὁ Σκιαθίτης στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μουσική μας παράδοση ὑποστηρίζει ὅτι σὲ κάθε ἀρχαία καὶ σεμνὴ μουσικὴ «τό μέλος ἀνάσσει, ὁ δὲ ρυθμός ὑπουργεῖ». Ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει μὲ ἔνθεο ζῆλο τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς:
«…Ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς κατόπιν παρακολουθήσατε τοὺς ἀπαραμίλλους τῶν μελῳδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἵτινες καὶ ὡς ποίησις καὶ ὡς μέλος θὰ παραμείνωσιν ἐσαεὶ ἀθάνατα μνημεῖα τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀκολουθία εἶνε ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἁρμονικῶς καὶ μετὰ σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτὼ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καὶ ἐπηρμένως ὑπὲρ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τὸν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων. Τὰ λεγόμενα Ἀντίφωνα σεμνοπρεπῆ καὶ κατανύττοντα, ἀναφερόμενα δὲ εἰς τὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος καθιστῶσι μελωδικωτάτην καὶ λίαν ἐπαγωγόν τὴν ἀκολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εἰς ρυθμούς καὶ ἤχους καὶ μεταπίπτοντα ἐν μαγευτικῇ ἀντιθέσει ἀπὸ τοῦ χρωματικοῦ εἰς τὸ διατονικόν.
Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐξοχωτέρου τῶν τροπαρίων «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» ψάλλονται εἰς φαιδρόν ἦχον δ´ οἱ Μακαρισμοί, διότι ἐν τούτοις μεγάλην χαράν αἰσθανόμενος ὁ μελωδός, χαίρει ὅτι διὰ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἐσώθη ὁ ἄνθρωπος καὶ μετ᾿ εὐφροσύνης ἀνακράζει: «Ἐσταυρώθης δι᾿ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσης τὴν ἄφεσιν, ἐλογχεύθης τὴν πλευράν, ἵνα κρουνοὺς ἀφέσεως ἀναβλύσῃς μοι».
Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, διακρίνονται γιὰ τὴν ἔξαρση τὴν κατανυκτική, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σεμνὴ μεγαλοπρέπειά τους. Οἱ ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι γλυκεῖς, χωρὶς νὰ διέπονται ἀπὸ ὁποιονδήποτε συναισθηματισμό, εἶναι ἀβίαστοι ρυθμοῦ καὶ μέλους, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἀπαιτοῦν τὴν δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ψάλτες, εἶναι περιπαθεῖς, χωρὶς βέβαια νὰ ἐξάπτουν τὰ γήινα πάθη, ἀλλὰ νὰ διεγείρουν πρὸς πόθον τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ποιητικότατοι, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι θεόπνευστοι.
Ὁ Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τοὺς ὕμνους τοῦ Ἐπιταφίου ὡς «παθητικά ἄσματα». Ἀκριβῶς διότι βιώνει τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται». Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο πάσχει καὶ ἡ φύσις «ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον». Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη τὴν ὥρα τοῦ Ἐπιταφίου «καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπαναλάμβανε «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!»
Ἐξαιρετικὰ σημαντικὲς εἶναι καὶ οἱ παρατηρήσεις τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ψάλτες. Στὸ θέμα αὐτὸ σήμερα παρατηρεῖται μεγάλη ἀκαταστασία καὶ σύγχυση λόγω ἄγνοιας ἢ ἐπιδειξιομανίας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι πεπεισμένος ὅτι διὰ τοῦ λογαοιδικοῦ τρόπου τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, «κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τὰς ἀκοάς καὶ τὰ λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα.
Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει».
Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέληται ὁ μέν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως».
Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἐμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι «κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη».
Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στὶς τέχνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, στὶς λειτουργικὲς τέχνες, σημαίνει νὰ μένει κανεὶς πιστὸς στοὺς πρώτους τύπους τῆς τέχνης αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἔχει ἕνα παραδεδεγμένο τύπο, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβεῖ «ἀποινεί», ἀφοῦ, «ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν».
Ὁ λόγος τοῦ κύρ-Ἀλέξανδρου, κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶναι πατερικὸς καὶ προτρεπτικός. Καὶ σήμερα ἐπίκαιρος καὶ οὐσιαστικός: «…Ἀς ἀρθῶμεν ἀπὸ τῆς σήμερον ὑπὸ τῶν θείων τοῦ Νυμφίου μολπῶν ὑπὲρ τὸ ὑλιστικὸν πεδίον, ἐφ᾿ οὗ τὸν λοιπὸν βιοῦμεν χρόνον, καὶ κατανυσσόμενοι καὶ ἑνοῦντες τὴν φωνὴν τῆς ψυχῆς μας εἰς τοὺς λυρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τοὺς κατακηλοῦντας ἡμᾶς διὰ τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσας των, ἂς ἐνωτισθῶμεν τὴν μελαγχολικὴν κ᾿ ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γηΐνου κόσμου καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ συναδελφούμενοι.
Εἰσέλθωμεν εἰς τοὺς ναούς καὶ ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἑνωθῶμεν τοὐλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἰς τὰς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρό τοῦ θυσιαστηρίου ἂς σιγήσουν τά πάθη, καὶ ἂς ὁμιλήσῃ ἡ καρδία, καὶ ἂς ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως…».