Ἡ Ἀγαρίοτη ἦταν ἐγγονὴ τοῦ Κλεισθένη καὶ εἶχε παντρευτεῖ τὸν Ξάνθιππο ἀπὸ τὸ δῆμο τοῦ Χολαργοῦ. Ὁ Ξάνθιππος ἦταν ἀπὸ τοὺς γενναίους στρατηγοὺς τῆς Ἀθήνας ποὺ εἶχαν διακριθεῖ στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Λίγες μέρες πρὶν γεννήσει ἡ Ἀγαρίστη, εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο. Πὼς τάχα ἀντὶ γιὰ παιδὶ εἶχε ἀποκτήσει ἕνα λιοντάρι! Ξύπνησε τρομαγμένη καὶ διηγήθηκε τὸ ὄνειρό της στὸν ἄντρα της καὶ στὶς δοῦλες τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ ξύπνησαν κι αὐτὲς κι ἔτρεξαν κοντά της νὰ δοῦν τί τῆς συμβαίνει.
– Ἦταν ἕνας τρομερὸς ἐφιάλτης! συμπλήρωσε ἀναστενάζοντας ἡ Ἀγαρίοτη. Σίγουρα κάτι κακὸ πρόκειται νὰ μοῦ συμβεῖ.
– Μά… αὐτὸ εἶναι σπουδαῖο ὄνειρο! τὴν παρηγόρησε μία ἀπὸ τὶς δοῦλες της. Τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσεις θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ γίνει δυνατὸ καὶ περήφανο σὰ λιοντάρι καὶ θὰ εἶναι ὁ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Δὲν ἔπεσε καθόλου ἔξω στὴν προφητεία της ἡ δούλα. Ὁ γιὸς τῆς Ἀγαρίστης καὶ τοῦ Ξάνθιππου, ποὺ γεννήθηκε λίγες μέρες ἀργότερα καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Περικλῆς, ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους ἀνθρώπους, ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς του καὶ τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Δημότης τοῦ Χολαργοῦ ἦταν λοιπὸν ὁ Περικλῆς, ποὺ γεννήθηκε μᾶλλον τὸ 495 ἢ τὸ 490 π.Χ. Ἀνῆκε στὴν Ἀκαμαντίδα φυλὴ καὶ ἦταν συγγενὴς μὲ τοὺς Ἀλκμεωνίδες. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀριστοκρατική, ὅμως αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε ν\’ ἀκολουθήσει τὸ κόμμα τοῦ Ἐφιάλτη, ποὺ σὰν ἰδεολογία του εἶχε τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν πολιτῶν. Ὁ Ἐφιάλτης, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ τίμιους πολιτικούς τῆς Ἀθήνας, σὰν τὸν Ἀριστείδη τὸ Δίκαιο, ἔκανε διάφορες ἀγαθοεργίες στοὺς φτωχοὺς Ἀθηναίους, κι ἄφησε κι αὐτὸς – σὰν τὸν Κίμωνα -ξέφραγα τὰ κτήματά του γιὰ νὰ μπαίνει ὅποιος θέλει καὶ νὰ παίρνει φροῦτα. Μὰ ὁ Περικλῆς εἶχε ἄλλη γνώμη. Μὲ τὶς ἀγαθοεργίες δὲν μποροῦσε ν\’ ἀνακουφιστεῖ ὁ φτωχὸς λαός. Χρειάζονταν νόμοι, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν βοηθοῦσαν νὰ ζήσει πιὸ ἄνετα. Ἔτσι, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Ἐφιάλτη, ὅταν πῆρε αὐτὸς τὴν ἀρχηγία τοῦ κόμματός του, ἄρχισε νὰ προπαγανδίζει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου τὶς ἰδέες του. Ἦταν τρομερὸς ρήτορας καὶ κατάφερνε πολὺ εὔκολα νὰ παρασύρει μὲ τὸ μέρος του τὴν πλειοψηφία τῶν Ἀθηναίων. Παραμέρισε τὸ ἐμπόδιο τοῦ Κίμωνα, ἀφοῦ κατάφερε νὰ τὸν ἐξοστρακίσει μὲ τὴν κατηγορία πὼς ἦταν φίλος τῶν Σπαρτιατῶν κι ἔτσι ἀνάλαβε αὐτὸς τὶς τύχες τῆς Ἀθήνας, σὰν Ἄρχοντας στρατηγός.
Στὰ ἀγάλματα ὅπως καὶ στὰ νομίσματα ὅπου ἔχει χαραχτεῖ τὸ κεφάλι του, βλέπουμε πάντα τὸν Περικλῆ νὰ φοράει περικεφαλαία. Οἱ γλύπτες καὶ οἱ ζωγράφοι τοῦ φοροῦσαν περικεφαλαία γιὰ νὰ τὸν κολακεύουν καὶ νὰ κρύβουν τὸ ἄσχημο, τὸ μακρόστενο, ἀκανόνιστο καὶ κάπως ἀστεῖο κεφάλι του. Οἱ κωμικοί τῆς ἐποχῆς του, ἐξαιτίας τοῦ κεφαλιοῦ του, τὸν ὀνόμαζαν Σχινοκέφαλο.
Μπορεῖ τὸ κεφάλι τοῦ Περικλῆ νὰ ἦταν κακοφτιαγμένο, μὰ τὸ μυαλὸ ποὺ ἔκρυβε μέσα του ἦταν ξεχωριστό. Ἦταν φοβερὰ ἔξυπνος, μὲ πνεῦμα κοφτερό, σεμνός, σοβαρός, ψύχραιμος, εὐγενὴς καὶ προπαντὸς ἕνας θαυμάσιος ρήτορας. Μιλοῦσε ἤρεμα, ἀλλὰ μὲ τέτοια πειστικότητα, ποὺ αἰχμαλώτιζε τὸ κοινό του. Σπάνια ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου δὲν συμφώνησε μὲ τὶς δικές του προτάσεις καὶ ἐπιθυμίες. Γιὰ τὴν τρομερή του αὐτὴ ρητορικὴ δεινότητα, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ὀνόμαζαν Ὀλύμπιο.
Λέγεται ὅτι κάποτε, ὁ βασιλιὰς τῆς Σπάρτης ρώτησε τὸ Θουκυδίδη (ὄχι τὸν ἱστορικό), ποὺ ἦταν πολιτικὸς ἀντίπαλος τοῦ Περικλῆ, ἂν ἔχει παλέψει μαζί του καὶ ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο εἶχε νικήσει.
– Νὰ παλέψω μὲ τὸν Περικλῆ; ἀπάντησε ὁ Θουκυδίδης. Ἀποκλείεται, γιατί ὁπωσδήποτε θὰ μὲ νικήσει.
– Εἶναι λοιπὸν τόσο δυνατός; ρώτησε ὁ βασιλιὰς τῆς Σπάρτης.
– Ἀμφιβάλλω ἂν εἶναι δυνατότερος ἀπὸ μένα.
-Τότε, πῶς θὰ σὲ νικήσει;
– Μὲ τὸ στόμα του! ἀπάντησε ὁ Θουκυδίδης. Ἔστω καὶ ἂν τὸν νικήσω, θὰ καταφέρει νὰ πείσει τοὺς θεατὲς ὅτι μὲ νίκησε ἐκεῖνος!
Μ\’ αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ Θουκυδίδης ἤθελε νὰ τονίσει τὴ δύναμη τῆς εὐγλωττίας τοῦ Περικλῆ.Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανείς, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰχμαλώτιζε μὲ τόση εὐκολία τὰ πλήθη, ὅταν ἦταν νέος ἦταν ἀρκετὰ ντροπαλὸς καὶ λιγομίλητος κι ἀπόφευγε τὸν κόσμο. Δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση μάλιστα ν\’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πολιτική, γιατί ἡ οἰκογένειά του εἶχε ποτιστεῖ ἐξαιτίας της μὲ ἀρκετὲς πίκρες. Καὶ ὁ παπποὺς του ὁ Μεγακλῆς καὶ ὁ πατέρας του ὁ Ξάνθιππος, εἶχαν πάρει τὸ δρόμο τῆς ἐξορίας, ἐξοστρακισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Τὸ ἴδιο φοβόταν ὅτι θὰ πάθει καὶ ὁ Περικλῆς. Ἀλλὰ φαίνεται πὼς τὸ μικρόβιο τῆς πολιτικῆς τὸ εἶχε μέσα του, ἦταν κληρονομικό, κι ἔτσι ἀποφάσισε ν\’ ἀκολουθήσει κι αὐτὸς τὴν παράδοση. Τὸν ἐπηρέασε πολὺ ὁ Ἐφιάλτης μὲ τὸν ἀκέραιο χαρακτήρα του, μὲ τὴν τιμιότητά του καὶ τὶς ὄμορφες ἰδέες του γιὰ τὴν πολιτικὴ ἰσότητα καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν πολιτῶν. Ἔτσι, ὁ γόνος αὐτὸς τῆς ἀριστοκρατίας, ἀπαρνήθηκε τὴν τάξη του καὶ ἀκολούθησε φιλελεύθερες καὶ ριζοσπαστικὲς ἰδέες.
Γιὰ τὴν τερατώδη ψυχραιμία τοῦ Περικλῆ διηγοῦνται μία σχετικὴ ἱστορία. Μία μέρα, ἕνας Ἀθηναῖος ποὺ εἶχε ἄσχημη γλώσσα, ἄρχισε νὰ τὸν βρίζει μὲ τὰ χειρότερα λόγια στὴ μέση στὴν ἀγορά. Ὁ Περικλῆς δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν παραμικρὴ σημασία. Ὁ ἄλλος συνέχισε νὰ τὸν βρίζει καὶ νὰ τὸν προκαλεῖ. Τσιμουδιὰ ὁ Περικλῆς. Κι ὅταν νύχτωσε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του, ὁ ἐνοχλητικὸς πολίτης τὸν ἀκολούθησε συνεχίζοντας τὶς βρισιές του. Φτάνοντας στὸ σπίτι του ὁ Περικλῆς, εἶπε στὸν ὑπηρέτη του ποὺ τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα: "Σὲ παρακαλῶ, ὁδήγησε μὲ τὸ φανάρι σου αὐτὸν ἐδῶ ὡς τὸ σπίτι του, γιατί δὲν θὰ βλέπει νὰ περπατήσει μὲ τόσο πυκνὸ σκοτάδι."
Δασκάλους του ὁ Περικλῆς, ὅταν ἦταν μικρός, εἶχε δύο τρανοὺς φιλοσόφους, τὸν Ἀναξαγόρα καὶ τὸ φυσικὸ Ζήνωνα. Κατάφεραν καὶ οἱ δύο νὰ ξεριζώσουν ἀπὸ μέσα του ὅλες τὶς δεισιδαιμονίες καὶ νὰ τὸν κάνουν πρακτικὸ ἄνθρωπο. Κι ἦταν πολὺ πρακτικὸς ὁ Περικλῆς. Μελετοῦσε μεθοδικὰ τὰ προβλήματα τῆς πόλης του, κλεισμένος μὲ τὶς ὧρες στὸ σπίτι του, δὲν εἶχε πολλὲς ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο καὶ ὑπεράσπιζε μὲ πάθος τὶς ἀποφάσεις του. Δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ κολακεύει τὰ πλήθη, δὲν ἦταν λαοπλάνος πολιτικός, ἀλλὰ σοβαρὸς καὶ ἔντιμος, μετρημένος στὰ λόγια, στὶς κινήσεις καὶ στὶς πράξεις του.
Ὅταν πιὰ ἔγινε ἡγέτης τῆς Ἀθήνας, ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζει τὰ σχέδιά του γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν Ἀθηναίων. Ἡ πρώτη του πράξη ἦταν νὰ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς τὰ χρήματα ποὺ περίσσευαν στὸ δημόσιο ταμεῖο τῆς πόλης. Ψήφισε ἔπειτα τὸ νόμο γιὰ τὰ "θεωρικά". Δηλαδὴ οἱ φτωχοὶ θὰ εἶχαν δικαίωμα νὰ μπαίνουν δωρεὰν στὰ θέατρα καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὶς παραστάσεις. Στὶς μεγάλες γιορτές, ὅπως τὰ Διονύσια καὶ τὰ Παναθήναια, μοίραζε κάποιο χρηματικὸ ποσὸ στοὺς φτωχοὺς γιὰ νὰ μποροῦν νὰ διασκεδάζουν κι αὐτοί.
Ὁ Περικλῆς ἐκμεταλλεύτηκε τὴ δύναμη τῆς Ἀθήνας στὶς σύμμαχες πόλεις καὶ ἔστειλε πολλοὺς ἀκτήμονες ἀλλὰ καὶ τεμπέληδες, μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀττική. Τοὺς μοίρασε εὔφορη γῆ στὴν Εὔβοια, στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ στὴ Θράκη. Ἔτσι, στὴν πόλη τῆς Ἀθήνας ἔμειναν ἐλάχιστοι φτωχοί. Μία μεγάλη πολιτικὴ πράξη τοῦ Περικλῆ ἦταν νὰ ἀφαιρέσει πολλὲς ἁρμοδιότητες ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο καὶ νὰ τὶς μεταφέρει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου καὶ στὸ δικαστήριο τῆς Ἠλιαίας. Ἔτσι, οἱ Ἀθηναῖοι πολίτες ἀπόκτησαν τώρα μεγάλη δύναμη. Αὐτὸ βέβαια ἐξυπηρετοῦσε τὰ σχέδια τοῦ Περικλῆ, γιατί ὁδηγοῦσε ὅπου ἐκεῖνος ἤθελε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, ἀργότερα ὅμως, μετὰ τὸ θάνατό του, αὐτὴ τὴ λαϊκὴ δύναμη τὴν ἐκμεταλλεύτηκαν πολλοὶ λαοπλάνοι πολιτικοί.
Ἕνας ἀκόμα φιλολαϊκὸς νόμος του ἦταν ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀρχόντων. Τώρα μποροῦσαν νὰ ἐκλέγονται ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τὶς κατώτερες οἰκονομικὰ τάξεις. Παραχώρησε μισθὸ στοὺς βουλευτὲς καὶ τοὺς δημόσιους ἄνδρες, ὅπως καὶ στὰ μέλη τῶν δικαστηρίων.
Συμπλήρωσε ἀκόμα ὁ Περικλῆς τὴν ὀχύρωση τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ Πειραιᾶ μὲ τείχη ἀπόρθητα. Γιὰ νὰ γίνει τέλεια αὐτὴ ἡ ὀχύρωση, χρειάστηκαν 15 χρόνια.
Ἀλλὰ καὶ οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Περικλῆ ἦταν σημαντικές. Τιμώρησε τὶς ἐχθρικὲς πόλεις τῆς Ἀθήνας στὰ παράλια της Πελοποννήσου. Κατανίκησε τοὺς Θράκες ποὺ ἐνοχλοῦσαν τοὺς Ἀθηναίους ἀποίκους. Ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν βαρβάρων στὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου. Τιμώρησε παραδειγματικὰ τὴν Εὔβοια ποὺ θέλησε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἀθηναϊκὴ Συμμαχία. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὴ Σάμο τὸ 441, γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Ἡ τιμωρία μάλιστα τῆς Σάμου ἦταν παραδειγματική. Χιλιάδες κάτοικοι τοῦ νησιοῦ θανατώθηκαν καὶ τὸ νησὶ καταστράφηκε.
Ἡ ὀχύρωση τῆς Ἀθήνας καὶ ἡ ὑπερβολικὴ δύναμη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, ἐνόχλησαν τὴ Σπάρτη καὶ ἡ διχόνοια ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὶς δύο πόλεις, φούντωσε ξανά. Τὸ 457 οἱ Σπαρτιάτες μὲ ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς συμμάχους τους, ἐκστράτευσαν στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Τανάγρα συγκρούστηκαν μὲ τοὺς Ἀθηναίους. Ἡ μάχη ἦταν τρομερή, μὲ πολλοὺς νεκροὺς καὶ ἀπὸ τὶς δύο παρατάξεις. Στὴ μάχη αὐτὴ εἶχαν τὴν ὑπεροχὴ οἱ Σπαρτιάτες, ἀλλὰ κατάλαβαν ὅτι δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη ἡ ὑπόθεση νὰ δαμάσουν τοὺς Ἀθηναίους. Λίγους μῆνες ἀργότερα, σὲ μιὰ καινούργια μάχη ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στοὺς Ἀθηναίους καὶ τοὺς συμμάχους τῆς Σπάρτης, οἱ δεύτεροι ἔπαθαν πραγματικὴ συντριβή. Μὲ τὸν ἀέρα αὐτῆς τῆς νίκης ὁ Περικλῆς πολιόρκησε τὴν Αἴγινα καὶ δὲν ἄργησε νὰ τὴν κατακτήσει. Νίκησε σὲ μία ἀκόμα μάχη τοὺς αἰώνιους ἐχθρούς της Ἀθήνας, τοὺς Μεγαρεῖς.
Κάθε χρόνο οἱ Ἀθηναῖοι ἀνανέωναν τὴν ἐκλογὴ τοῦ Περικλῆ στὴ θέση τοῦ Ἄρχοντα στρατηγοῦ. Ἔτσι, μποροῦσε ἄνετα νὰ πραγματοποιεῖ τὰ μεγάλα του σχέδια. Ἡ Ἀθήνα, μὲ τὶς πολλὲς ἀποικίες, μὲ τὴν ἀκατανίκητη ναυτική της δύναμη καὶ τὸ ἄφθονο χρῆμα τῶν φόρων ποὺ πλήρωναν οἱ… ἀναγκαστικοὶ σύμμαχοί της, εἶχε γίνει ἡ πλουσιότερη πόλη. Ἀποφάσισε λοιπὸν ὁ Περικλῆς νὰ ὀμορφύνει τὴν πόλη του, νὰ χτίσει μεγάλους καὶ λαμπροὺς ναοὺς καὶ μνημεῖα ἀθάνατα, νὰ στήσει ἀγάλματα σμιλεμένα ἀπὸ τὰ θεϊκὰ χέρια καλλιτεχνῶν ποὺ ζοῦσαν καὶ δούλευαν στὴν Ἀθήνα. Ἀποφάσισε νὰ ξαναχτίσει τὴν καταστρεμμένη ἀπὸ τοὺς Πέρσες Ἀκρόπολη, μὲ τέτοιους ναοὺς ποὺ τὴν αἴγλη τους νὰ μὴ μπορέσει καμιὰ πόλη νὰ τὴ φτάσει.
Αὐτὰ τὰ ἀσύγκριτα δημιουργήματα τῆς κλασικῆς τέχνης ποὺ στήθηκαν πάνω στὸ βράχο τῆς Ἀκρόπολης – καὶ ποὺ τὰ σημερινὰ ἐρείπιά τους μᾶς δίνουν ὁλοκάθαρη τὴν εἰκόνα τοῦ μεγαλείου τους – ἀποτελοῦν τὴν ὁλοκάθαρη σφραγίδα μιᾶς δυνατῆς, πλούσιας καὶ σοφῆς πόλης. Τῆς πόλης τῆς Ἀθήνας. Ἀλλὰ ἀποτελοῦν καὶ τὴ σφραγίδα ἑνὸς μεγάλου ἡγέτη μὲ θαυμαστὲς ἱκανότητες.
Ἀπὸ τὸ 450 ἄρχισε τὰ σχέδια γιὰ τὰ μνημεῖα τῆς Ἀκρόπολης ὁ Περικλῆς. Σκόπευε νὰ χτίσει ναοὺς ἀντάξιους σὲ μία πόλη σὰν τὴν Ἀθήνα καί, προπαντός, ἕνα ναὸ ὑπέρλαμπρο γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ἀθηνᾶ, τὴν προστάτιδα τῆς πόλης. Χρήματα εἶχε ἀρκετὰ ἀπὸ τὸ συμμαχικὸ ταμεῖο. Εἶχε καὶ ἐκλεκτοὺς συνεργάτες, καλλιτέχνες, ἀρχιτέκτονες καὶ τεχνίτες. Ἐκεῖνο ποὺ χρειαζόταν γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἔργα, ἦταν ἡ εἰρήνη. Πρότεινε στὴ Σπάρτη μία συνθήκη εἰρήνης, ποὺ νὰ κρατοῦσε τριάντα χρόνια. Ἡ Σπάρτη δέχτηκε. Ἔτσι, τὰ ἔργα ποὺ εἶχαν ἀρχίσει πάνω στὸ βράχο τῆς Ἀκρόπολης τὸ 447, πῆραν πιὸ ἔντονο ρυθμό. Εἶναι πραγματικὰ εὐτύχημα ποὺ ἡ κατάλληλη πόλη, τὴν κατάλληλη ἐποχή, βρῆκε τὸν πιὸ κατάλληλο ἡγέτη της…
Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ὅτι αὐτὰ τὰ μεγάλα, τὰ ἀριστουργηματικὰ καὶ πολυδάπανα ἔργα θὰ τελείωναν τόσο νωρίς. Οἱ Ἀθηναῖοι πίστευαν ὅτι δὲν θὰ ζήσουν γιὰ νὰ τὰ καμαρώσουν. Κι ὅμως, ἡ Ἀκρόπολη, ἡ τέλεια, ἡ ἀσύγκριτη Ἀκρόπολη, μὲ τὰ περιορισμένα τεχνικὰ μέσα τῆς ἐποχῆς καὶ σὲ περιόδους πολέμου, ἦταν ἕτοιμη μέσα σὲ σαράντα χρόνια! Οἱ Ἀθηναῖοι, περήφανοι γι\’ αὐτὸ τὸ μεγαλούργημα, ἀνέβαιναν συνέχεια στὸν ἱερὸ βράχο νὰ τὴν καμαρώσουν, νὰ τὴ θαυμάσουν, νὰ τὴ χαροῦν. Τὸ ὄνειρο τοῦ Περικλῆ νὰ δώσει τέτοια ὀμορφιὰ στὴν Ἀθήνα, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ καμιὰ ἄλλη πόλη, ἔγινε πραγματικότητα.
Ἦταν ἕνα θαῦμα τοῦ Περικλῆ. Ἕνα θαῦμα τῶν ἄξιων συνεργατῶν του, τοῦ Φειδία, τοῦ Ἰκτίνου, τοῦ Καλλικράτη, τοῦ Μνησικλῆ καὶ τόσων ἄλλων ἀκόμα. Ἕνα θαῦμα τῶν Ἀθηναίων ποὺ ἐργάστηκαν τόσα χρόνια γιὰ νὰ τὸ τελειώσουν. Ἀλλά, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅταν ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ κλασικὰ ἐρείπια, ὅτι τὸ θαῦμα τῆς Ἀκρόπολης ὀφείλεται καὶ στὴν Πάρο καὶ στὴ Νάξο, στὴν Εὔβοια, στὴ Σάμο, καὶ σὲ τόσα ἀκόμα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, σὲ τόσες ἀκόμα πόλεις, ποὺ πρόσφεραν χρῆμα, ἀλλὰ καὶ αἷμα καὶ δάκρυα, στὰ ταμεῖα τῆς Ἀθήνας… Ἡ Ἀκρόπολη δὲν ἀνήκει μόνο στὴν Ἀθήνα. Ἀνήκει σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα!
Ἀπὸ τὸ 461 ποὺ ἀναδείχτηκε ἀρχηγὸς τοῦ Δημοκρατικοῦ κόμματος ὁ Περικλῆς, μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 429, πέρασαν τριάντα χρόνια. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ Ἀθήνα ἔφτασε στὸν κολοφώνα τῆς ἀκμῆς της. Ἦταν πλούσια καὶ δυνατή, ὄμορφη καὶ γεμάτη δόξα. Ἔγινε ἀκόμα ἡ πόλη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς τέχνης. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους φιλόσοφους, δεκάδες ἄλλοι, ἀπ\’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας, ἦρθαν νὰ μείνουν καὶ νὰ διδάξουν στὴν Ἀθήνα. Ταλαντοῦχοι γλύπτες καὶ ζωγράφοι δημιούργησαν ἐργαστήρια ἀπὸ τὰ ὁποία βγῆκαν θαυμαστὰ ἔργα τέχνης. Σπουδαῖοι συγγραφεῖς καὶ ποιητές, σὰν τὸ Σοφοκλῆ καὶ τὸν Εὐριπίδη, ἔγραψαν τραγωδίες ποὺ ἔμειναν ἀθάνατες καὶ παίζονται ὡς τὴν ἐποχή μας. Τὸ θέατρο ἀγαπήθηκε ὅσο σὲ καμιὰ ἄλλη πόλη. Δεινοὶ ρήτορες αἰχμαλώτιζαν μὲ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ λόγου τὰ πλήθη. Ἀρχιτέκτονες φωτισμένοι ὕψωσαν κτίρια θαυμαστά, μὲ ταιριασμένη τὴν τέχνη, τὴν ἀντοχή, τὴν πρωτοτυπία καὶ τὴν ὀμορφιά. Ὅλοι αὐτοί, μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς πιὸ τέλειας Δημοκρατίας καὶ κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς ἄξιου ἡγέτη, δημιούργησαν τὸν ἀθάνατο κλασικὸ πολιτισμὸ τῆς Ἀθήνας.
Αὐτὰ τὰ τριάντα χρόνια ποὺ τὰ φώτισε τὸ λαμπερὸ ἄστρο τοῦ Περικλῆ, ἦταν μία χρυσὴ ἐποχὴ γιὰ τὴν Ἀθήνα. Γι\’ αὐτὸ καὶ πῆρε τὴν ὀνομασία "Ὁ χρυσὸς αἰώνας τοῦ Περικλῆ". Στὴν οὐσία ὁ χρυσὸς αἰώνας γιὰ τὴν Ἀθήνα ἄρχιζε μετὰ τὴ νίκη τοῦ Μαραθώνα, τὸ 480.
Κοντὰ στοὺς τόσους ἄξιους συνεργάτες τοῦ Περικλῆ, θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε καὶ μία γυναίκα, ποὺ τοῦ πρόσφερε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ὀμορφιὰ της ἔμπνευση καὶ δύναμη. Ἦταν ἡ Ἀσπασία ἀπὸ τὴ Μίλητο. Γιὰ χάρη της ὁ Περικλῆς χώρισε τὴν πρώτη του γυναίκα. Ἦταν μοναδικὴ ὄχι μόνο στὴν ὀμορφιά, ἀλλὰ καὶ στὸ βαθὺ καὶ σπινθηροβόλο πνεῦμα της, καθὼς καὶ στὴν καλλιτεχνική της κατάρτιση. Πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἔμπνευση καὶ ἡ φιλοδοξία τῆς Ἀσπασίας ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔδωσε πολλὲς ἰδέες γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ τὸ θαῦμα τῆς Ἀκρόπολης. Ὁ Περικλῆς τὴν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, ὥστε ὅταν τὸ 430 οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ἔσυραν στὸ δικαστήριο μὲ πολλὲς κατηγορίες, τὴν ὑπερασπίστηκε μὲ πάθος καὶ δὲν ντράπηκε νὰ κλάψει σὰν μικρὸ παιδὶ μπροστὰ στοὺς δικαστὲς καὶ νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἀθωότητά της.
Τριάντα χρόνια κράτησε λοιπὸν ἡ μεγάλη ἀκμὴ τῆς Ἀθήνας. Κι ἦρθε ἡ ἀναπόφευκτη παρακμή… Τίποτε δὲν μένει σταθερὸ καὶ ἀναλλοίωτο γιὰ πολὺ καιρὸ σ\’ αὐτὴ τὴ ζωή. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στὴν Ἀθήνα, καὶ στὸν Περικλῆ. Αἰτία τῆς παρακμῆς τους ἦταν ὁ φοβερὸς Πελοποννησιακὸς πόλεμος. Ἡ σύγκρουση τῶν δύο μεγαλύτερων πόλεων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Σπάρτης, ποὺ γύρω τους εἶχε συγκεντρωθεῖ σχεδὸν ὁλόκληρη ἡ ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, χωρισμένη σὲ δύο στρατόπεδα. Τὴ σύγκρουση αὐτὴ τὴν εἶχε προβλέψει ὁ Θεμιστοκλῆς. Ἦταν σχεδὸν ἀναπόφευκτη. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Ἀθήνα ἀπόκτησε μεγάλη δύναμη καὶ κυριάρχησε στὸ Αἰγαῖο καὶ στὰ περισσότερα παράλια, ἦταν φυσικὸ γιὰ τὴ Σπάρτη νὰ ἀνησυχήσει ὅτι μία μέρα, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ ζητοῦσε νὰ κυριαρχήσει σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν ἴδια τὴ Λακωνία ἀκόμα.
Ἔτσι, τὴν ἄνοιξη τοῦ 431, ὁ βασιλιὰς τῆς Σπάρτης Ἀρχίδαμος ἔφτασε μὲ μεγάλη συμμαχικὴ δύναμη στὴν Ἀττική. Ὁ Περικλῆς εἶχε συγκεντρώσει ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἀττικῆς στὴν Ἀθήνα, ὥστε νὰ εἶναι ἀσφαλεῖς ἀνάμεσα στὰ ἀπόρθητα τείχη της. Ἀποφάσισε νὰ μὴ δώσει μάχη στὴ στεριὰ καὶ νὰ χτυπήσει τὴ Σπάρτη καὶ τοὺς συμμάχους της μὲ τὸ ναυτικό του. Ἡ Σπάρτη ἦταν ἀνώτερη στὸ στρατὸ καὶ ἡ Ἀθήνα στὸ ναυτικό.
Ἡ στρατιὰ τῶν Σπαρτιατῶν δὲν ἄφηνε τίποτε ὄρθιο στὸ πέρασμά της ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ἀττικῆς. Ἔκαιγε τὰ σπίτια, ξερίζωνε τὶς ἐλιές, κατάστρεφε τὰ σπαρτά. Ἐρήμωσε κυριολεκτικὰ τὴν Ἀττική. Μὰ τὴν Ἀθήνα δὲν τόλμησε νὰ τὴν πλησιάσει.
Ὁ Περικλῆς ἀπάντησε στὰ χτυπήματα τῶν Σπαρτιατῶν μὲ τὸ στόλο του, ὁ ὁποῖος ἔκανε συχνὲς ἐπιδρομὲς στὰ παράλια τῆς Πελοποννήσου. Ὁ πόλεμος φούντωσε σιγὰ – σιγὰ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἕνας πόλεμος σκληρός, γεμάτος μίσος γιὰ ἀλληλοκαταστροφή. Ἡ Ἀθήνα εἶχε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό της, γιατί καὶ πολλὰ χρήματα εἶχαν τὰ ταμεῖα της, καὶ οἱ ἀποθῆκες της ἦταν γεμάτες σιτάρι καὶ οἱ δρόμοι τῆς θάλασσας ἦταν ἀνοιχτοὶ γιὰ κείνη.
Ἕνα χρόνο περίπου μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου, ἔφτασαν στὴν Ἀθήνα τὰ ὀστᾶ τῶν πρώτων νεκρῶν. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες οἱ Ἀθηναῖοι περνοῦσαν ἀπὸ μπροστά τους νὰ τὰ προσκυνήσουν καὶ ν\’ ἀποθέσουν πάνω τους λουλούδια, στεφάνια καὶ μύρα. Τὴν τρίτη μέρα, κι ἐνῶ οἱ γυναῖκες συγγενεῖς τῶν νεκρῶν μοιρολογοῦσαν, τὰ ὀστᾶ χωρίστηκαν κατὰ φυλὴ καὶ τοποθετήθηκαν σὲ λάρνακες ποὺ εἶχαν φτιαχτεῖ ἀπὸ ξύλο κυπαρισσιοῦ. Μία λάρνακα ἦταν ἄδεια, σκεπασμένη μόνο μὲ ἕνα σάβανο. Ἦταν ἀφιερωμένη στοὺς στρατιῶτες τῆς Ἀθήνας ποὺ δὲν βρέθηκαν τὰ ὀστᾶ τους. Ἔτσι, ἡ πομπή, πένθιμη καὶ ἐπιβλητική, ξεκίνησε γιὰ τὸ νεκροταφεῖο ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Κεραμεικό.
Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου, οἱ Ἀθηναῖοι διάλεγαν τὸν πιὸ ἄξιο ἄνδρα τῆς πόλης τους νὰ ἐκφωνήσει τὸν ἐπικήδειο λόγο, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν ἐπιτάφιος. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸν ἐπιτάφιο θὰ τὸν ἐκφωνοῦσε – ποιὸς ἄλλος; – ὁ Περικλῆς. Ὁ λόγος του, ποὺ ἦταν ἕνας ὕμνος γιὰ τὴν Ἀθήνα, γιὰ τὴ Δημοκρατία καὶ γιὰ τὸ καθῆκον τοῦ κάθε πολίτη ἀπέναντι στὴν πατρίδα του, σώθηκε ὁλόκληρος καὶ μᾶς τὸν ἔδωσε ὁ Θουκυδίδης στὸ βιβλίο ποὺ ἔγραψε σχετικὰ μὲ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο. Εἶναι ὁ περίφημος "Ἐπιτάφιος τοῦ Περικλῆ", ἕνα πραγματικὸ καὶ ἀθάνατο μνημεῖο τῆς τέχνης τοῦ λόγου.
Δὲν τολμοῦσαν οἱ Σπαρτιάτες νὰ χτυπήσουν τὴν ἴδια τὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ τὴ χτύπησε ἀντὶ γιὰ κείνους ἕνας ἄλλος ὕπουλος καὶ τρομερὸς ἐχθρός. Ἦταν ὁ λοιμός. Μία φοβερὴ καὶ θανατηφόρος ἐπιδημία ἁπλώθηκε στὴν Ἀθήνα. Ψηλὸς πυρετὸς καὶ κοιλιακὲς ἐνοχλήσεις ἦταν τὰ κύρια συμπτώματά της. Ἦταν τύφος; Ἦταν πανώλης; Κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτέ. Κι ἦταν τόσος ὁ συνωστισμὸς μέσα στὴν πόλη, μιὰ καὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ προφυλαχτεῖ κανένας. Δεκάδες κι ἑκατοντάδες Ἀθηναῖοι ἔχαναν κάθε μέρα τὴ ζωή τους. Ἦταν λιγοστοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς χτυποῦσε ἡ ἐπιδημία καὶ κατάφερναν νὰ ἐπιζήσουν.
Οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν πάντοτε γενναῖοι ἀπέναντι στοὺς ἀντιπάλους τους. Ἀλλὰ τώρα, ποιὰ γενναιότητα νὰ δείξουν ἀπέναντι σ\’ αὐτὸν τὸν ὕπουλο καὶ ἀόρατο ἐχθρό, ποὺ δὲν ἔκανε καμιὰ διάκριση ἀνάμεσα σὲ νέους, γέρους καὶ παιδιά; Τὸ πένθος καὶ ὁ πανικὸς τοῦ θανάτου ἁπλώθηκε στὴν ὄμορφη πόλη. Ὁ ἴδιος ὁ Περικλῆς ἔχασε τὴν ἀδελφή του καὶ τὰ δύο του παιδιά, τὸν Ξάνθιππο καὶ τὸν ἀγαπημένο του Πάραλο. Μὲ τὸ θάνατο τοῦ Πάραλου δὲν ἄντεξε. Ἔπεσε πάνω στὴ νεκρική του κλίνη καὶ σπάραζε ὧρες ὁλόκληρες.
Ἀλλὰ γιὰ τὸν εὐτυχισμένο γιὰ πολλὰ χρόνια αὐτὸν ἡγέτη, ἦρθαν κι ἄλλα τρομερὰ χτυπήματα. Οἱ Ἀθηναῖοι ποὺ ἔχασαν τὶς ξέγνοιαστες εἰρηνικὲς μέρες καὶ ἀντιμετώπιζαν τὴ φρίκη τοῦ πολέμου καὶ τὸν πανικὸ τῆς ἐπιδημίας, ἄρχισαν νὰ κατηγοροῦν τὸν Περικλῆ ὅτι δική του ἦταν ἡ εὐθύνη γιὰ τὴ σύγκρουση μὲ τὴ Σπάρτη, ὅτι αὐτὸς ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὰ φοβερὰ δεινὰ ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ πόλη τους. Κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπὶ τόσα χρόνια τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν λάτρευαν, τὸν ὁδήγησαν τώρα μπροστὰ στὸ δικαστήριο νὰ τὸν τιμωρήσουν.
Ὁ Περικλῆς παρουσιάστηκε στοὺς δικαστὲς τσακισμένος ἀπὸ τὸ πένθος καὶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὸν βασάνιζε ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρό. Ὑπερασπίστηκε μὲ σθένος τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πολιτική του καὶ κατάφερε νὰ τοὺς πείσει ὅτι τὴν εὐθύνη τοῦ πολέμου τὴν ἔφερνε ἡ Σπάρτη καὶ ὄχι ἡ Ἀθήνα. Ὁ Περικλῆς ἀθωώθηκε. Μὰ οἱ Ἀθηναῖοι τὸν τιμώρησαν μὲ ἄλλο τρόπο. Δὲν τὸν διάλεξαν αὐτὴ τὴ φορά, ὕστερα ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, Ἄρχοντα στρατηγό. Ὅμως, πολὺ σύντομα, μετάνιωσαν. Ὅταν ἡ ἐπιδημία ἄρχισε κάπως νὰ κοπάζει κι ὅταν ὁ Μακεδόνας βασιλιὰς μπῆκε στὴν Ἀθηναϊκὴ Συμμαχία καὶ πρόσφερε δύναμη καὶ ἠθικὸ στὴν Ἀθήνα, οἱ Ἀθηναῖοι ξανάδωσαν στὰ χέρια τοῦ Περικλῆ τὶς τύχες τῆς πόλης τους. Ἄλλωστε, δὲν ἦταν κανένας ἄλλος τόσο ἄξιος γιὰ νὰ τὸν ἀντικαταστήσει. Τὸν ξαναδιάλεξαν Ἄρχοντα στρατηγό. Καὶ γιὰ νὰ τοῦ ἐκδηλώσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου ἔδωσε πολιτικὰ δικαιώματα στὸ γιὸ του τὸν Περικλῆ, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ τὴν Ἀσπασία. Τὸν ἔκαναν δηλαδὴ Ἀθηναῖο πολίτη.
Ὅμως, αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ τοῦ πρόσφεραν οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν ἡ τελευταία. Ἐξασθενημένος τρομερὰ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὸν βασάνιζε τόσο καιρό, ὁ Περικλῆς δὲν ἄντεξε. Ἡ ἐπιδημία τὸν σκότωσε καὶ κεῖνον, ἔτσι ὅπως σκότωσε τὰ δύο παιδιά του καὶ τριάντα περίπου χιλιάδες Ἀθηναίους.
Ὁ μεγάλος, ὁ ἄριστος καὶ ὁλοκληρωμένος ἡγέτης τῆς Ἀθήνας, ὁ Ὀλύμπιος Περικλῆς, πέθανε. Μαζί του ἔπαιρνε τέλος καὶ ὁ χρυσὸς αἰώνας τῆς πόλης καὶ ἄρχιζε ἡ παρακμή της…