Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅταν τοῦ συκοφαντοῦσαν τοῦ Ἀλέξανδρου κάποιον ἀπὸ τοὺς οἰκείους του, ἄφηνε ἀνοιχτὸ τὸ ἕνα αὐτὶ στὸ συκοφάντη καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔφραζε καλὰ μὲ τὸ χέρι. Ἔτσι, ἔδειχνε πώς, ἂν κανεὶς μέλλει νὰ κρίνει σωστά, πρέπει νὰ μὴν παραδίνεται ὁλόκληρος καὶ μονομιᾶς σ’ αὐτοὺς ποὺ πρῶτοι ἦλθαν νὰ τοῦ μιλήσουν, ἀλλὰ ν’ ἀφήνει τὴ μισὴ ἀκρόαση ἀνέπαφη, γιὰ ν’ ἀκούσει καὶ τὴν ἀπολογία ἐκείνου ποὺ ἀπουσιάζει.

Μ. Βασιλείου, ἐπιστολὴ 94, Στὸν Ἠλία

Στὸν Ἠλία, Ἄρχοντα τῆς Ἐπαρχίας

(Ἡ Ἐπιστολή, γραμμένη τὴν ἄνοιξη τοῦ 372, συνιστᾶ σπουδαῖο τεκμήριο τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητος τοῦ Βασιλείου. Ἐπειδὴ τὸν συκοφαντοῦσαν στὸν ἔπαρχο τῆς Καππαδοκίας Ἠλία, ἐμφανίζοντας τὰ ἔργα του βλαπτικὰ γιὰ τὴν πολιτεία, ἀναγκάσθηκε νὰ τὸν πληροφορήσει μόνος του. Ἔτσι περιέγραψε τὸ τεράστιο ἔργο ποὺ ἄρχισε νὰ οἰκοδομεῖ καὶ ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν περίφημη «Βασιλειάδα», τὴν ὁποία ἐγκαινίασε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 374. Ἐπρόκειτο γιὰ συγκρότημα κτηριακὸ μὲ σκοποὺς φιλανθρωπικοὺς μεγάλων προοπτικῶν.)

Ἤθελα, βέβαια, νὰ ἔλθω προσωπικὰ νὰ βρῶ τὴν τιμιότητά σου, ἔτσι ποὺ ἡ ἀπουσία μου νὰ μὴ μὲ φέρει σὲ μειονεκτικὴ θέση ἀπέναντι αὐτῶν ποὺ μὲ διαβάλλουν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ μ\’ ἐμπόδισε ἡ κακὴ ὑγεία μου, ποὺ μὲ κάνει νὰ ὑποφέρω πιὸ σκληρὰ ἀπ\’ ὅ,τι τὸ συνηθίζει, ἀναγκαστικὰ κατέφυγα στὸ γράμμα.

Ἐγὼ λοιπόν, θαυμάσιε ἄνθρωπε, ἔχοντας συναντηθεῖ πρόσφατα μὲ τὴν τιμιότητά σου, πρῶτο μου μέλημα εἶχα ν\’ ἀναφέρω στὴ σύνεσή σου κι ὅλα τὰ σχετικά τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς Ἐκκλησίες νὰ σοῦ κάνω κάποιο λόγο, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ μείνει τόπος γιὰ τὶς ὕστερα διαβολές. Ἀλλὰ συγκρατήθηκα. Γιατί σκέφθηκα πὼς ἦταν ὁλότελα περιττὸ καὶ πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο ζῆλος, νὰ φορτώνω μὲ φροντίδες γιὰ πράγματα ποὺ ἄλλωστε δὲν ἦταν ἀναγκαῖα ἄνδρα ἀπασχολημένο μὲ τέτοιο πλῆθος ὑποθέσεων. Συνάμα —πρέπει ἡ ἀλήθεια νὰ εἰπωθεῖ— φοβήθηκα καὶ μήπως, μὲ τὶς μεταξὺ μας ἀντιλογίες, ἀναγκασθοῦμε κάποτε νὰ πληγώσουμε τὴν ψυχή σου, ποὺ ὀφείλει, μὲ τὴν καθαρὴ γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ εὐλάβεια, νὰ καρπωθεῖ τέλεια τὸ μισθὸ τῆς θεοσέβειας. Γιατί εἶναι ἀλήθεια πώς, ἂν σὲ τραβήξουμε πρὸς ἐμᾶς, λιγοστὴ ἄνεση θὰ σοῦ ἀφήσουμε γιὰ τὶς δημόσιες ἀσχολίες. Θὰ κάνουμε δηλαδὴ περίπου ὅπως κι ἐκεῖνος ποὺ θὰ παραβάραινε μὲ τὴν προσθήκη τῆς δικῆς του πραμμάτιας ἕνα πλοίαρχο ποὺ διευθύνει νεοκαμωμένο καράβι μέσα σὲ μεγάλη τρικυμία, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ν\’ ἀφαιρεθεῖ ἕνα μέρος τοῦ φορτίου καὶ ν\’ ἀλαφρωθεῖ ὅσο ἦταν μπορετό. Γι\’ αὐτὸ θαρρῶ πὼς κι ὁ μεγάλος βασιλιάς, ἔχοντας μάθει τὶς πολλαπλές μας φροντίδες, μᾶς ἐπιτρέπει μόνοι νὰ διοικοῦμε τὶς Ἐκκλησίες.

Θέλω, πάντως, νὰ ρωτηθοῦν αὐτοὶ ποὺ παρενοχλοῦν τὴν ἄδολη ἀκοή σου: Τί ζημία προξενοῦμε ἐμεῖς στὰ δημόσια πράγματα καὶ ποιὸ κοινὸ συμφέρον, μικρὸ ἤ μεγάλο, ἔχει ὑποστεῖ βλάβη ἀπὸ τὴ δική μας διοίκηση τῶν Ἐκκλησιῶν; Ἐκτὸς ἂν πεῖ κανεὶς πὼς εἶναι βλαβερὸ στὴν Πολιτεία τὸ νὰ ὑψώσουμε στὸ Θεὸ μας ναὸ κατασκευασμένο μεγαλόπρεπα καὶ γύρω ἀπ\’ αὐτὸν τὸ ναὸ καταλύματα, τὸ ἕνα πιὸ ἐπίσημο στὴν ὄψη, προορισμένο γιὰ τὸν κορυφαῖο, τὰ ἄλλα πιὸ ἁπλά, γιὰ τοὺς θεράποντες τοῦ Θείου, κατανεμημένα μὲ τάξη, ποὺ ἡ χρήση τους εἶναι κοινὴ καὶ γιὰ σᾶς τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀκολούθους σας. Καὶ ποιὸν ἀδικοῦμε οἰκοδομώντας πανδοχεῖα γιὰ τοὺς ξένους, γιὰ ὅσους περαστικοὺς ἔρχονται καὶ γιὰ τοὺς ἀρρώστους ποῦ χρειάζονται κάποια περιποίηση, ἐγκαθιστώντας ἐκεῖ ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἀνακούφισή τους, τοὺς νοσοκόμους, τοὺς γιατρούς, τὰ ὑποζύγια, τοὺς συνοδούς; Εἶναι ἀνάγκη ἐπίσης νὰ προστεθοῦν σ\’ αὐτὰ καὶ τέχνες. Κι ὅσες εἶναι ἀναγκαῖες στὴ ζωὴ κι ὅσες ἐπινοήθηκαν γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν μίαν εὐπρόσωπη διαβίωση. Κατόπιν, ἄλλα κτίρια κατάλληλα γιὰ τὶς ἐργασίες, ποὺ ὅλα στολίζουν τὸν τόπο κι ἀποτελοῦν καύχημα γιὰ τὸν ἄρχοντά μας, μιὰ κι οἱ ἔπαινοι σ\’ αὐτὸν ἐπιστρέφουν.

Βέβαια, ἂν ἐκβιάσθηκες νὰ μᾶς ἐπιστατεῖς, δὲν σημαίνει πὼς εἶσαι ἱκανός, μόνος, χάρη στὸ δυνατό σου νοῦ, καὶ ν\’ ἀναστηλώνεις τὰ ἔργα ποὺ ὁ χρόνος ἐρείπωσε καὶ κατοίκους νὰ δώσεις στ\’ ἀκατοίκητα μέρη, μὲ μιὰ λέξη νὰ μεταμορφώσεις σὲ πόλεις τὶς ἔρημους. Τί θὰ ἦταν λοιπὸν πιὸ λογικό; Τὸ συνεργὸ σ\’ αὐτὰ νὰ διώχνει κανεὶς καὶ νὰ τὸν βρίζει ἤ νὰ τὸν τιμᾶ καὶ νὰ τὸν ἔχει περὶ πολλοῦ; Καὶ μὴ νομίσεις, ὦ ἄριστε, ὅτι περιοριζόμαστε σὲ λόγια μόνο. Κιόλας βρισκόμαστε στὰ ἔργα, συνάζοντας ὡς τώρα τὰ ὑλικά.

Νὰ λοιπὸν ἡ ἀπολογία μας στὸν ἄρχοντα. Ὅσο γιὰ τὴν ἀπόκριση ἐνώπιόν σου, ἐνώπιον δηλαδὴ χριστιανοῦ καὶ φίλου ποὺ μέριμνα γιὰ τὴν ὑπόληψή μας, στὶς μομφὲς τῶν κατηγόρων μας, εἶναι ἀνάγκη τώρα νὰ τὴν ἀποσιωπήσουμε. Γιατί καὶ θὰ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς ἐπιστολῆς κι ἄλλωστε δὲν θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ τὴν ἐμπιστευθοῦμε σὲ ἄψυχα γράμματα. Ἀλλὰ ἀπὸ φόβο μήπως, ἀπὸ τώρα ὡς τὴ συνάντησή μας, παρασυρμένος ἀπὸ τὶς διαβολὲς κάποιων, ἀναγκασθεῖς ν\’ ἀποτραβήξεις ἕνα μέρος τῆς εὔνοιάς σου σ\’ ἐμᾶς, κάνε ὅ,τι κι ὁ Ἀλέξανδρος.

Λένε λοιπὸν γιὰ ἐκεῖνον: Ὅταν τοῦ συκοφαντοῦσαν κάποιον ἀπὸ τοὺς οἰκείους του, ἄφηνε ἀνοιχτὸ τὸ ἕνα αὐτὶ στὸ συκοφάντη καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔφραζε καλὰ μὲ τὸ χέρι. Ἔτσι, ἔδειχνε πώς, ἂν κανεὶς μέλλει νὰ κρίνει σωστά, πρέπει νὰ μὴν παραδίνεται ὁλόκληρος καὶ μονομιᾶς σ\’ αὐτοὺς ποὺ πρῶτοι ἦλθαν νὰ τοῦ μιλήσουν, ἀλλὰ ν\’ ἀφήνει τὴ μισὴ ἀκρόαση ἀνέπαφη, γιὰ ν\’ ἀκούσει καὶ τὴν ἀπολογία ἐκείνου ποὺ ἀπουσιάζει.

Πρωτότυπο Κείμενο

ΗΛΙΑ ΑΡΧΟΝΤΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

94. Ὥρμησα μὲν καὶ αὐτὸς καταλαβεῖν σου τὴν τιμιότητα͵ ὡς ἂν μὴ τῇ ἀπολείψει ἔλαττόν τι ἔχοιμι τῶν διαβαλλόντων· ἀλλ΄ ἐπειδὴ ἡ ἀρρωστία τοῦ σώματος διεκώλυσε͵ σφοδρό τερον πολλῷ τῆς συνηθείας ἐπιθεμένη͵ ἀναγκαίως ἦλθον ἐπὶ τὸ γράμμα. Ἐγὼ τοίνυν͵ θαυμάσιε͵ συντυχὼν πρῴην τῇ τιμιότητί σου͵ ὥρμησα μὲν καὶ περὶ πάντων τῶν κατὰ τὸν βίον μου πραγμάτων ἀνακοινώσασθαί σου τῇ φρονήσει͵ ὥρμησα δὲ καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνεκα ποιήσασθαί τινα λόγον͵ ὡς ἂν μὴ ταῖς μετὰ ταῦτα διαβολαῖς χώρα τις ὑπολείποιτο. Ἀλλ΄ ἐπέσχον ἐμαυτόν͵ λογιζόμενος περίεργον εἶναι παντελῶς καὶ πέρα τοῦ μέτρου φιλότιμον ἀνδρὶ τοσοῦτον πλῆθος πραγμάτων ἐξηρτημένῳ͵ ἔτι καὶ τὰς ἔξω τῶν ἀναγκαίων ἐπιβάλλειν φροντίδας Ὁμοῦ τε͵ εἰρήσεται γὰρ τἀληθές͵ καὶ ἄλλως ὤκνησα μήποτε εἰς ἀνάγκην ἔλθωμεν ταῖς κατ΄ ἀλλήλων ἀντιλογίαις τρῶσαι τὴν ψυχήν σου͵ ὀφείλουσαν ἐν τῇ καθαρᾷ περὶ τὸν Θεὸν εὐλαβείᾳ τέλειον τὸν μισθὸν τῆς θεοσεβείας καρποῦσθαι. Τῷ ὄντι γάρ͵ ἐάν σε πρὸς ἑαυτοὺς ἐπιστρέψωμεν ἡμεῖς͵ ὀλίγην σοι σχολὴν πρὸς τὰ δημόσια καταλείψομεν καὶ παραπλήσιον ποιήσομεν ὥσπερ ἂν εἴ τις κυβερνήτην͵ νεοπαγῆ ναῦν ἐν μεγάλῳ κλύδωνι διευθύνοντα͵ τῇ προσθήκῃ τοῦ φόρτου καταβα ρύνοι͵ δέον ἀφαιρεῖν τι τῶν ἀγωγίμων καὶ συνεπικουφίζειν ὡς δυνατόν. Ὅθεν μοι δοκεῖ καὶ Βασιλεὺς ὁ μέγας͵ τὴν πολυπραγμοσύνην ἡμῶν ταύτην καταμαθών͵ ἐᾶσαι ἡμᾶς ἐφ΄ ἑαυτῶν τὰς Ἐκκλησίας οἰκονομεῖν. Τοὺς μέντοι ταῖς ἀδόλοις ἀκοαῖς σου παρενοχλοῦντας ἐρωτηθῆναι βού λομαι τί χεῖρον ἔχει τὰ δημόσια παρ΄ ἡμᾶς ἢ τί μικρὸν ἢ μεῖζον τῶν κοινῶν ἐκ τῆς ἡμετέρας περὶ τὰς Ἐκκλησίας οἰκονομίας ἠλάττωται͵ πλὴν εἰ μή τις λέγοι βλάβην τοῖς πράγμασι φέρειν οἶκον εὐκτήριον μεγαλοπρεπῶς κατεσ κευασμένον ἀναστῆσαι τῷ Θεῷ ἡμῶν καὶ περὶ αὐτὸν οἴκησιν͵ τὴν μὲν ἐλευθέριον ἐξῃρημένην τῷ κορυφαίῳ͵ τὰς δὲ ὑποβεβηκυίας τοῖς θεραπευταῖς τοῦ θείου διανενεμη μένας ἐν τάξει͵ ὧν ἡ χρῆσις κοινὴ πρός τε ὑμᾶς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς παρεπομένους ὑμῖν. Τίνα δὲ ἀδικοῦμεν καταγώγια τοῖς ξένοις οἰκοδομοῦντες͵ οἷς ἂν κατὰ πάρο δον ἐπιφοιτῶσι καὶ τοῖς θεραπείας τινὸς διὰ τὴν ἀσθέ νειαν δεομένοις͵ καὶ τὴν ἀναγκαίαν τούτοις παραμυθίαν ἐγκαθιστῶντες͵ τοὺς νοσοκομοῦντας͵ τοὺς ἰατρεύοντας͵ τὰ νωτοφόρα͵ τοὺς παραπέμποντας; Τούτοις ἀνάγκη καὶ τέχνας ἕπεσθαι͵ τάς τε πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίας καὶ ὅσαι πρὸς εὐσχήμονα βίου διαγωγὴν ἐφευρέθησαν͵ οἴκους πάλιν ἑτέρους ταῖς ἐργασίαις ἐπιτηδείους͵ ἅπερ πάντα τῷ μὲν τόπῳ κόσμος͵ τῷ δὲ ἄρχοντι ἡμῶν σεμνολόγημα͵ ἐπ΄ αὐτὸν τῆς εὐφημίας ἐπανιούσης. Ὅς γε οὐδὲ τούτου ἕνεκεν πρὸς τὴν ἐπιστασίαν ἡμῶν ἐξεβιάσθης͵ ὡς μόνος ἐξαρκῶν τῷ μεγέθει τῆς γνώμης τά τε κατερρυηκότα τῷ χρόνῳ ἀναλαβεῖν καὶ οἰκίσαι τὰς ἀοικήτους καὶ ὅλως εἰς πόλεις τὰς ἐρημίας μετασκευάσαι. Τὸν οὖν εἰς ταῦτα συνεργοῦντα ἐλαύνειν καὶ ὑβρίζειν͵ ἢ τιμᾶν καὶ περιέπειν ἀκολουθό τερον ἦν; Καὶ μὴ οἰηθῇς͵ ὦ ἄριστε͵ λόγον εἶναι μόνον τὰ παρ΄ ἡμῶν· ἤδη γάρ ἐσμεν ἐν τῷ ἔργῳ͵ τὰς ὕλας τέως συμποριζόμενοι. Τὰ μὲν οὖν πρὸς τὴν τοῦ ἄρχοντος ἀπο λογίαν τοιαῦτα. Ἃ δὲ δεῖ πρὸς τὰς τῶν φιλαιτίων μέμψεις͵ ὡς χριστιανῷ καὶ φίλῳ πεφροντικότι ἡμῶν τῆς ὑπολήψεως͵ ἀποκρίνασθαι ἀναγκαῖον νῦν ἀποσιωπῆσαι͵ ὡς καὶ μακρότερα τοῦ μέτρου τῆς ἐπιστολῆς καὶ ἄλλως οὐκ ἀσφαλῆ γράμμασιν ἀψύχοις καταπιστεύεσθαι. Ἵνα δὲ μὴ τὸν πρὸ τῆς συντυχίας χρόνον͵ ταῖς διαβολαῖς τινων ὑπαχθείς͵ ὑφεῖναί τι τῆς περὶ ἡμᾶς εὐνοίας ἀναγκασθῇς͵ τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ποίησον. Καὶ γὰρ ἐκεῖνόν φασι͵ δια βαλλομένου τινὸς τῶν συνήθων͵ τὴν μὲν ἑτέραν τῶν ἀκοῶν ἀνεῖναι τῷ διαβάλλοντι͵ τὴν δὲ ἑτέραν ἐπιμελῶς ἐπιφράξασθαι τῇ χειρί͵ ἐνδεικνύμενον ὅτι δέοι τὸν ὀρθῶς κρίνειν μέλλοντα μὴ ὅλον εὐθὺς τοῖς προλαβοῦσιν ἀπά γεσθαι͵ ἀλλὰ τὸ ἥμισυ τῆς ἀκροάσεως ἀκέραιον διασώζειν πρὸς ἀπολογίαν τῷ μὴ παρόντι.