Μόλις ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τὸ σῶμα του γίνεται λείψανο. Τότε αὐξάνει καὶ ὁ σεβασμὸς μας σ΄αὐτό. Τὸ λείψανο ἀποτελεῖ τὴν ἀνάμνηση μιᾶς ἱερουργίας ποὺ μέσα του ἐπιτελεῖτο – τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς- καὶ τὴν ὑπόμνηση μιᾶς ἄλλης ποὺ τώρα \”ἀγνώστως\” συνεχίζεται ἔξω ἀπὸ αὐτὸ- τῆς δόξης τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα δὲν περιμένει τὴν καταστροφή του, ἀλλὰ τὴν \”ἑτέρα μορφὴ του\” (Μάρκ. ιστ΄ 12), τὴν ἀναμόρφωσή του \”εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος\”. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ Ἐκκλησία προσεγγίζει τὸ σῶμα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ αἰσθήματα ἱερά. Δὲν καῖμε τοὺς ναούς, πολλῷ δὲ μᾶλλον τοὺς ἔμψυχους ναούς.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐγγίζεται καὶ στὸ ὁποῖο ἀρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὑποκείμενο στὴ φθορὰ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου Ἡ φυσικὴ φθορὰ εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ἴσως ὑπόμνηση τῆς πτωτικῆς μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση ποὺ συνηγορεῖ στὴ συρρίκνωσή του, προσβάλλει καὶ τὴν ψυχή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὸ σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, ἀναστέλλοντας τὴν ἐξέλιξη τῆς φθορᾶς, ὅταν καὶ ὅσο μποροῦμε. Ἡ διαδικασία της πρέπει νὰ εἶναι ἐντελῶς φυσικὴ καὶ ποτὲ ἐξαναγκασμένη. Τὴν ἀναλαμβάνει μόνον ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁ ἴδιος προνοεῖ ἢ ἡ φύση μέσα ἀπὸ τὴν εὐθύνη ποὺ τῆς ἔχει ἀνατεθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ἀφήνει στὴ φύση νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος. Δὲν τὸ καίει, ἀλλὰ τὸ ἀφήνει νὰ σβήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ φύση ἐπιτρέπει νὰ μείνει κάποιο ὑπόλειμμα, αὐτὸ ἔχει τὸ λόγο του. Ὅταν καὶ ἡ φύση ἀρνεῖται τὴν ὁλοσχερὴ διάλυση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τότε ἡ νομοθετημένη καύση του δὲν εἶναι πράξη ἐπιλήψιμης βίας;
Οἱ νεκροὶ δὲν εἶναι \”πεθαμένοι\” ἀλλὰ κεκοιμημένοι. Τοποθετοῦνται μὲ σεβασμὸ στὸν τάφο, στραμμένοι πρὸς ἀνατολὰς μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ ἀρνεῖται τὸν ὅρο \”νεκροταφεῖα\” καὶ ἐπιμένει στὸν ὅρο \”κοιμητήρια\”. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι γιὰ λόγους ψυχολογικοὺς -γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύουμε- ἀλλὰ γιὰ λόγους καθαρὰ πνευματικούς: νεκρὸς δὲν σημαίνει τελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειώσει) ἀλλά τετελειωμενος (ποὺ ἔχει τελειωθεῖ). Τέλος δὲν σημαίνει λήξη, ἀλλὰ τελείωση. Τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν ἀποτελοῦν ἀνάμνηση τῆς παρελθούσης ζωῆς τους, ἐνθύμηση τῆς παρούσης καταστάσεώς τους, ἀλλὰ καὶ ὑπόμνηση τῆς μελλούσης προοπτικῆς μας. Αὐτὰ μὲ κανένα νόμο δὲν καίγονται.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν τιμᾶ τὸ σῶμα καὶ χωριστὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ τὸν σύνδεσμο τῶν δύο, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὅλον. Στὸν κίνδυνο νὰ ξεχαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν φαίνεται ἡ ψυχή του, διατηροῦμε τὸ σῶμα, ποὺ δὲν μᾶς τὴν θυμίζει μόνο ὅταν λειτουργεῖ ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁπλὰ ὑπάρχει. Ἡ ὁριστικὴ καταστροφὴ τοῦ σώματος, ἡ καύση του, δὲν εἶναι καύση νεκροῦ ἀνθρώπου -κάτι ποὺ καίγεται – ἀλλὰ προσπάθεια καύσης τῆς ζωντανῆς ψυχῆς του,κάτι ποὺ δὲν καταστρέφεται.
Ἡ ψυχὴ ζεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ λείψανα ἔχουν ζωὴ ὄχι βιολογικὴ βέβαια ἀλλὰ κάποιας μορφῆς πνευματική, ποὺ ὅμως διαπιστώνεται. Ὅταν ἔχουμε ἄτομα ποὺ ἡ βίωσή τους τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε καὶ ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσαν ἐν χρόνῳ τὴν παχύτητα αὐτοῦ του κόσμου, αὐτὰ νὰ λειτουργοῦν στὶς συχνότητες τοῦ ἄλλου, τότε ὁ θάνατός τους εἶναι κοίμηση ποὺ ἀποτυπώνεται στὰ λείψανά τους. Εἶναι πολύτιμη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, διαρκῶς ἐπαληθευόμενη, ὅτι πλεῖστα ὅσα ἐξ αὐτῶν ἐμφανίζουν ἰδιάζουσα χάρι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι συχνὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐξαγιασμένων ἀνθρώπων ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς τίμησε τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ τους φανέρωσε μεγαλύτερη εὐρωστία καὶ ζωτικότητα ἀπὸ αὐτό, διατηροῦν μία ἐντυπωσιακὴ εὐκαμψία γιὰ ὧρες μετὰ θάνατον. Δὲν κοκαλώνουν!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδεδειγμένη εὐωδία, τὸ κέρινο χρῶμα τους, ἡ θαυματουργικὴ χάρι τους ἢ ἡ φυσικὴ ἀφθαρσία ὁλόσωμων ἁγίων, στοιχεῖα ἀσυνήθη καὶ φυσικῶς ἀνεξήγητα, εἶναι ἀναμενόμενα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὰ τὰ λείψανα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ συνείδηση, ἀποτελοῦν περιουσία πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της, θησαυροὺς ἀναγκαιότερους καὶ ἀπὸ τὰ σκεύη της. Στὰ λείψανα τῶν μαρτύρων της ἑδράζονται οἱ ἅγιες τράπεζές της. Ἂν αὐτὰ κάψει θὰ ἔχει ἤδη θυσιάσει τὰ ἱερὰ θυσιαστήριά της θὰ ἔχει καταστρέψει τὰ ζωτικὰ σπλάχνα της.
Ἂν μᾶς ρωτοῦσαν πῶς θὰ προτιμούσαμε νὰ φύγει ἀπ΄αὐτὸν τὸν κόσμο κάποιος δικός μας: ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ ἀποπληξία, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνακοπή, μὲ παραμορφωτικὰ ἐγκαύματα, ἢ νὰ ἀποτεφρωθεῖ ἀπὸ ἀνάφλεξη καὶ πυρκαγιά, ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ τραγικότερος τρόπος θὰ ὁμολογούσαμε πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος.
Εἶναι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀποχαιρετᾶ τὸν ἄνθρωπό του, νὰ θέλει νὰ ἀντικρύσει γιὰ τελευταία φορὰ τὴν οἰκεία σ΄ αὐτὸν ὄψη καὶ ὄχι τὸ ἀποτρόπαιο κατάντημά του σὲ ἀπάνθρωπη, ἀνοίκεια καὶ ἀπρόσωπη στάχτη. Ἡ λεπτὴ ἀγάπη τῶν στιγμῶν ἐκείνων ἐκφράζεται ὡς ἀνάγκη νὰ ἀγκαλιάσει κανείς, νὰ φιλήσει, νὰ χορτάσει τὸ βλέμμα του, νὰ ἐκδηλωθεῖ τρυφερὰ πάνω στὸ ἄψυχο σῶμα. Ἂν μᾶς πληγώνει ἡ βία τῆς φύσεως, πῶς ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τὴ βία τοῦ αὐτεξουσίου μας; Ὅταν κάτι εἶναι πολύτιμο καὶ τὸ χάνουμε, προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε ὅσο περισσότερο ἀπ΄ αὐτὸ μποροῦμε. Ποτὲ δὲν νομοθετοῦμε τὴ βίαιη μείωση τοῦ τελευταίου ἀνεκτίμητου ὑπολείμματός του.
Ἡ ἀπόφαση ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἰσοδυναμεῖ μὲ προσβολή. Ἂν δὲν ἔχουμε, νὰ δημιουργήσουμε χῶρο. Ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις. Ἡ χρηστικὴ ἀνάγκη ποτὲ δὲν εἶναι οὐσιαστικὴ καὶ πάντα πιστοποιεῖ τὴ στενότητα τοῦ καρδιακοῦ χώρου. Ἡ ἀνάγκη τοῦ σεβασμοῦ εἶναι πολὺ μεγαλύτερη γι΄ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκχωρεῖ παρὰ γι΄ αὐτὸν ποὺ ἀποδέχεται.
Ἔτσι ποὺ βαδίζει ἡ κοινωνία μας δὲν θὰ ἔχει μόνον ἔλλλειψη χώρου, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους δὲν θὰ βρίσκει γιὰ νὰ θάψουν, ἴσως καὶ νὰ κάψουν, τοὺς νεκρούς της. Στὸ ἀπέραντο γηροκομεῖο τοῦ \”πολιτισμένου\” κόσμου μας, ὅπου οἱ νέοι τείνουν νὰ γίνουν πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ οἱ γεννήσεις πολὺ πιὸ σπάνιες ἀπὸ τοὺς θανάτους, θὰ ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ ὄχι νεκροθάφτες. Ἀντὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ἡ κοινωνία μας γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, π.χ. τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα, ὑπεραπασχολεῖται μὲ τὸ τέλος, τὴν καύση. Ἡ ἴδια νοοτροπία ποὺ ἀποφεύγει, τὴ γέννηση, δηλαδὴ τὴ ζωή, αὐτὴ ποὺ ἀπορρίπτει καὶ τοὺς γέρους, αὐτὴ ποὺ προτείνει τὴν εὐθανασία, αὐτὴ ποὺ ἡ ἴδια δὲν ἀντέχει καὶ τοὺς νεκροὺς ἀρνεῖται τὴ δημιουργία καὶ ἐπιλέγει τὴν καύση. Αὐτὴ ὑπογράφει τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ τέλους τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ δικό της τέλος. τὸν μηδενισμό της. Μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸν θάνατό του, μία κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μία κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα- μία κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου τεχνητὴ καὶ μηχανικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μία κοινωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμερου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.
Κατόπιν τούτων, δὲν εἶναι ὅτι δὲν τῆς ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ καὶ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ μία ἁπλὰ χρηστικὴ καὶ καθόλου πειστικὴ λύση ἐλάσσονος πρακτικῆς βαρύτητος καὶ νὰ θυσιάσει τὸ βίωμα τοῦ σεβασμοῦ της στὴ θεϊκότητα τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ βάφτισε στὴ κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Τὸ μεῖζον δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ ἔλασσον. Εἶναι ἀδύνατον ὅποιος πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποδέχεται τὴν πρόταση ζωῆς της, ὅποιος ζεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς, ὅποιος σέβεται τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν τιμᾶ καὶ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα χρήζει μεγαλύτερης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνία μετὰ θάνατον ἀπ\’ ὅση περιποίηση καὶ προστασία δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.