Καθὼς ποὺ θὰ τὸ ἀκούσατε, δὲν εἲμ’ ἀρχάριος.
Κάμποση πέτρα ἀπὸ τὰ χέρια μου περνᾶ.
Καὶ στὴν πατρίδα μου, τὰ Τύανα, καλὰ
μὲ ξέρουνε· κ’ ἐδῶ ἀγάλματα πολλὰ
μὲ παραγγείλανε συγκλητικοί.
Καὶ νὰ σᾶς δείξω
ἀμέσως μερικά. Παρατηρεῖστ’ αὐτὴν τὴν Ρέα·
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρεῖστε τὸν Πομπήϊον. Ὁ Μάριος,
ὁ Αἰμίλιος Παῦλος, ὁ Ἀφρικανὸς Σκιπίων.
Ὁμοιώματα, ὅσο ποὺ μπόρεσα, πιστά.
Ὁ Πάτροκλος (ὀλίγο θὰ τὸν ξαναγγίξω).
Πλησίον στοῦ μαρμάρου τοῦ κιτρινωποῦ
ἐκεῖνα τὰ κομάτια, εἶν’ ὁ Καισαρίων.
Καὶ τώρα καταγίνομαι ἀπὸ καιρὸ ἀρκετὸ
νὰ κάμω ἕναν Ποσειδῶνα. Μελετῶ
κυρίως γιὰ τ’ ἄλογά του, πῶς νὰ πλάσω αὐτά.
Πρέπει ἐλαφρὰ ἔτσι νὰ γίνουν ποὺ
τὰ σώματα, τὰ πόδια των νὰ δείχνουν φανερὰ
ποὺ δὲν πατοῦν τὴν γῆ, μόν’ τρέχουν στὰ νερά.
Μὰ νὰ τὸ ἔργον μου τὸ πιὸ ἀγαπητὸ
ποὺ δούλεψα συγκινημένα καὶ τὸ πιὸ προσεκτικά·
αὐτόν, μιὰ μέρα τοῦ καλοκαιριοῦ θερμὴ
ποὺ ὁ νοῦς μου ἀνέβαινε στὰ ἰδανικά,
αὐτὸν ἐδῶ ὀνειρεύομουν τὸν νέον Ἑρμῆ.