Κάποτε, ἡ ἀχρησία κάποιων λέξεων, ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῆς ὕπαρξης καὶ αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ σέρνουν μαζί τους οἱ λέξεις.
Αἰσθάνομαι πὼς εἶχα χρόνια νὰ χρησιμοποιήσω τὴ λέξη «εὐτυχία» καὶ τελευταία χρειάστηκε νὰ τὴ χρησιμοποιήσω, συνειδητά, δύο φορές. Μοῦ φάνηκε μία λέξη καινούρια, παράδοξη κάπως, ἀπόμακρη καί, γιὰ μένα τουλάχιστο, ξεκούραστη. Μία τέτοια λέξη, δραματικὴ γιὰ τὸ φαινόμενο τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὴν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴ ζωή, ὅταν ξαναναδύεται ἀπὸ μέσα σου τυλιγμένη σὲ ἀλλόκοτη φεγγοβολή, σὲ ἀναγκάζει νὰ συλλογιστεῖς καὶ νὰ φροντίσεις νὰ βρεῖς τὸ σωστὸ ἀνθρώπινο περιεχόμενό της. Νὰ βρεῖς ἀκόμη κάτι πιὸ σημαντικό: τὴ σχέση της μὲ τὴν ἐποχή μας.
Ἡ παλιὰ ἀντίληψη περὶ εὐτυχίας μᾶς φαίνεται σήμερα κυριολεκτικὰ ἐξωπραγματική. Γιὰ τοὺς παπποῦδες μας, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς πατεράδες μας, εὐτυχία σήμαινε ἐσωτερικὴ κι ἐξωτερική τοῦ ἀνθρώπου γαλήνη, σιγουριὰ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, στὴν ἀγάπη καὶ στὴ φιλία, σιγουριὰ τέλος στὰ ἀποκτημένα ἀγαθὰ τοῦ βίου. Ἡ εὐτυχία ἦταν τὸ ὕψιστο, συνολικὸ ἀγαθὸ — ἀγαθὸ δηλαδὴ ποὺ ἔκλεινε στοὺς κόλπους του ὅλα τ\’ ἀγαθὰ ποὺ λαχταροῦσε ὁ ἄνθρωπος — ἀλλὰ ἡ ἀντίληψη τῆς μονιμότητάς της, τῆς σταθερότητάς της εἶναι κάτι ποὺ σήμερα ὁλοκληρωτικὰ σχεδὸν μᾶς διαφεύγει.
Τότε ἡ ζωὴ δὲν εἶχε αἰφνίδιες κι ἀλλεπάλληλες ἀλλαγές. Ἡ ἰσορροπία της ἦταν μία ἰσορροπία κοινωνική, καθολική, σ\’ ἕνα κόσμο μὲ ἀποσαφηνισμένη κοινωνικὴ φυσιογνωμία — κι ἂς εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν φθείρει κρυφὰ τὸ σαράκι τοῦ μηδενισμοῦ. Τὰ γεγονότα ἀνέβαιναν στὸ φῶς τοῦ κόσμου ἀργά, νωθρὰ κάποτε κι ἔβρισκαν τοὺς ἀνθρώπους σχετικὰ προετοιμασμένους. Ἔτσι, κι ἡ εὐτυχία τους μποροῦσε νὰ βρεῖ τὸ σημεῖο τῆς ἰσορροπίας της καὶ χωρὶς νὰ παύει νὰ παλινδρομεῖ, ἦταν μία κατάσταση βιοτικὴ μὲ τὸ χρίσμα τῆς σιγουριᾶς καὶ τῆς ἄνεσης.
Σήμερα ποὺ τὰ γεγονότα ἀλλάζουν κάθε τόσο — καὶ συχνὰ ριζικὰ — τὸ θέαμα καὶ τὴ συνείδηση ποὺ ἔχουμε τῆς ζωῆς, τόσο ποὺ νὰ μᾶς κόβεται ἡ ἀνάσα, μᾶς εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ νιώσουμε τὴν εὐτυχία ὡς γαλήνη καὶ ὡς σιγουριὰ τῶν σχέσεων καὶ τῶν ἀγαθῶν μας. Τώρα πιὰ τὰ πάντα αἰσθανόμαστε πὼς διαφιλονικοῦνται, πὼς κυμαίνονται, ἀλλοιώνονται, κινδυνεύουν. Ὑπάρχει στὸ σημερινὸ κόσμο μία ἀπελπιστικὴ ρευστότητα ποὺ διαλύει τὰ ἐπιτεύγματά μας, ποὺ ἀφανίζει τοὺς κόπους μας μέσα σ\’ ἕνα λεφτό. Ὑπάρχει ἀκόμη στὰ πρόσωπα μία ἀπογοητευτικὴ ἀπροσδιοριστία χαρακτήρα κι ἑπομένως τὸ διαρκῶς ἀπροσδόκητο τῶν ἐνεργειῶν τους. Οἱ ἄνθρωποι εὐμετάβολοι, ἐπιπόλαιοι, ἀσαφεῖς, κάποτε γοητευτικά, μᾶς λένε, ἀσαφεῖς, μὲ μία συνείδηση καχεκτικὴ κι ἀγύμναστη, τὸ καταλαβαίνουμε πὼς δὲν εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένοι γιὰ νὰ εὐτυχήσουν, οὔτε, φυσικά, γιὰ νὰ χαρίσουν σ\’ ἄλλους τὴν εὐτυχία.
Τί συμβαίνει, λοιπόν; Δὲν ὑπάρχει, δὲ μπορεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ὑπάρξει εὐτυχία στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ μᾶς πνίγει μὲ τὴν ἀσάφεια καὶ τὴν μεταβλητότητά του, ἢ μήπως πρέπει νὰ πᾶμε πιὸ βαθιά, ν\’ ἀναζητήσουμε μία νέα, σύγχρονη σύλληψη περὶ εὐτυχίας;
Παρατηροῦμε πὼς ὁ σημερινὸς κόσμος μπορεῖ συχνὰ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀλλὰ ὄχι εὐτυχισμένος. Κι ἂν κατορθώνει κάποτε νὰ προσεγγίσει τὴν εὐτυχία, εἶναι γιὰ λίγες μονάχα στιγμές. Ἀλλὰ ἐμεῖς, στὴν πρώτη μας νιότη ὀνειρευόμασταν μία εὐτυχία ποὺ νὰ διαρκεῖ, ποὺ ν\’ ἀντέχει σ\’ ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα τοῦ βίου.
Σήμερα ἀρκούμαστε νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι, νὰ περνοῦμε καλά, νὰ μὴ στενοχωριούμαστε στὴ ζωὴ ὑπερβολικά. Θὰ ‘λέγε κανεὶς πὼς ἡ ἐποχὴ μας ἔγινε πολὺ ταπεινόφρονη στὶς ἐπιδιώξεις της. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτό: Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἀπελπισμένοι γιατί ἡ πραγματοποίηση τῆς εὐτυχίας, ὅπως οἱ παληότεροι τὴ συνέλαβαν, εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατη, καὶ γιατί δὲν κατορθώνουν νὰ τιθασέψουν τὴν ἐποχή, νὰ τὴν κρατήσουν γιὰ ἕνα λεπτὸ στὰ χέρια τους, νὰ τὴ γνωρίσουν, νὰ γνωρίσουν τὸ ἀληθινό της πρόσωπο, νὰ τὴν καταλάβουν. Τότε ἴσως νὰ μποροῦσαν ν\’ ἀνασύρουν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της ἕνα νέο νόημα εὐτυχίας, πιὸ κοντὰ στὰ δεδομένα τῆς τρέχουσας ζωῆς ἀλλὰ ἀναπόσπαστα συνδεμένης μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν ἐσωτερικὴ γνησιότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἂν μποροῦμε σήμερα νὰ γίνουμε εὐτυχισμένοι, ὄχι μὲ τὴν ἐπιπόλαιη ἐκείνη εὐτυχία, τή, συχνότατα, ἀπάνθρωπα ἐγωιστική, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν μὲ ναρκωμένη τὴ συνείδησή τους, ἀλλὰ μὲ τὴν γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ δραματικὰ ὑπεύθυνου γιὰ τὴν παρουσία του μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν ἐποχὴ ἀνθρώπου, τότε ποιὸ νόημα μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἔχει ἡ εὐτυχία μας;
Θαρρῶ πὼς ἡ εὐτυχία τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐαισθησία, τὴν ἀγρύπνια τῆς συνείδησης. Αὐτὴ ἡ συνείδηση θὰ ζητήσει νὰ αἰτιολογήσει τὴν παρουσία της στὴ ζωὴ κι ἑπομένως, θ\’ ἀναζητήσει μίαν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου. Ὑπεύθυνη συνείδηση γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴ φέρει, εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ δώσει μίαν ἀπόκριση στὸ αἴνιγμα τῆς ζωῆς, εἶναι ἀναγκασμένη ἀπὸ τὴν εὐθύνη καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά της ν\’ ἀναζητήσει τὴν ἀλήθεια κάτω ἀπὸ τὰ φαινόμενα καὶ κάτω ἀπὸ τὶς μεταβολὲς τοῦ βίου, καὶ πάνω σ\’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀκριβῶς νὰ θεμελιώσει μία πίστη.
Τὸ πρῶτο στάδιο, τὸ λυκαυγὲς τῆς εὐτυχίας τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου εἶναι, λοιπόν, κατὰ τὴ γνώμη μας ἡ ἄγρυπνη συνείδηση. Τὸ δεύτερο, ἡ εὕρεση μίας πίστης ποὺ νὰ καλύπτει, δυνάμει, ὁλόκληρη τὴ ζωή, ποὺ νὰ δίνει ἀπὸ κρίση στὶς ἀγωνίες καὶ στὰ ἐρωτηματικά τῆς ὕπαρξης, ποὺ νὰ βρίσκει τὸ νόημα τῶν δοκιμασιῶν της.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα τρίτο στάδιο, πιὸ δυσχερές, ἀλλ\’ ἀναπόσπαστο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ποὺ θέλει νὰ ἐγκολπωθεῖ τὴν εὐτυχία: εἶναι ἡ πραγματοποίηση τοῦ χρέους σου στὸν κόσμο αὐτό. Ποιὸ εἶναι τὸ χρέος σου; Τὴν ἀπόκριση θὰ σοῦ τὴ δώσει ἡ πίστη ποὺ ἔχεις ἀποχτήσει, συχνὰ μὲ δάκρυα καὶ μάχες ἐσωτερικές. Πραγματοποίηση τοῦ χρέους σου σημαίνει πὼς ἡ πίστη σου δὲν μένει μετέωρη, στόλισμα τοῦ νοῦ μονάχα, ἀλλὰ πὼς δραστηριοποιεῖ καὶ τὴν καρδιά, πὼς θέτει στὸ δικό της ρυθμὸ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή σου, πώς σοῦ μεταμορφώνει τὴ ζωή.
Τελικά, ἡ εὐτυχία τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου δὲ μπορεῖ νὰ ‘ναὶ ἄλλη ἀπὸ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν πραγματοποίηση τοῦ χρέους του.
Παράξενη εὐτυχία. Σκληρή, μοναχική, γεμάτη ἀπὸ δοκιμασίες καὶ διλήμματα, εὐτυχία ποὺ δὲν ἔχει κανένα ἐξωτερικὸ γνώρισμα καθησυχαστικό, γαλήνης κι ἀπόλαυσης τῶν ἀγαθῶν τῆς ζωῆς. Κι ἔτσι εἶναι: ἡ γαλήνη δὲν ὑπάρχει παρὰ στὸ βάθος τῆς συνείδησης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὶς ἀρχές του, ποὺ ἔχει Ἀρχές.
Ἔτσι, ἡ γεύση τῆς εὐτυχίας μας εἶναι σχεδὸν πάντα γλυκόπικρη, εἶναι εὐτυχία περιπετειώδης, ἀγωνιστική, συχνὰ μαρτυρική. Εἶναι εὐτυχία ἀντὶ – εὐδαιμονιστική. Ἀλλὰ μέσα σ\’ αὐτὴ τὴν εὐτυχία αἰσθάνεσαι πὼς ζεῖ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος χωρὶς ντροπή, χωρὶς τύψη, γυμνὸς καὶ καθαρὸς σὰ σπαθί, ἀποξενωμένος ἀπὸ πάμπολλες ποθητὲς χαρὲς ἀλλὰ ἄξιος τῆς ἐποχῆς· ἄξιος ἀκόμη νὰ ὑπερβεῖ, νὰ ἐπηρεάσει τὴν ἐποχὴ καὶ ν\’ ἀναδειχτεῖ αὐτὸ ποὺ πρέπει πάντα νάναι: ἠθικὴ προσωπικότητα.
1965