Σὲ ἀρκετὲς παραβολὲς ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἀγροτικὴ ζωή. Στὴν παραβολή, ὅμως, τοῦ σπoρέως πλάθει μία πολὺ παράδοξη γεωργικὴ εἰκόνα. Κανένας γεωργός, ὅσο ἄπειρος κι ἂν εἶναι, δὲν ρίχνει τὸν σπόρο του σὲ δρόμο, σὲ πέτρες ἢ μέσα στὰ ἀγκάθια. Παρὰ ταῦτα ὁ Χριστός, ὅπως «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους», ἔτσι θέλει νὰ «σπέρνει» τὸν λόγο του σὲ ὅλων τῶν εἰδῶν «τὰ ἐδάφη» τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Πῶς ἀχρηστεύεται τὸ χωράφι;
Ἡ ἑρμηνεία ποὺ κάνει ὁ Ἴδιος στὴν παραβολὴ ἀποκαλύπτει τὴν ὀδυνηρὴ ἀλήθεια ὅτι ἐμεῖς, οἱ πεπτωκότες ἄνθρωποι, δὲν «τρελαινόμαστε» κιόλας γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια του. Δὲν μᾶς εἶναι -ὅπως θὰ ἔπρεπε- «ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν» οὔτε «γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον» (Ψαλμ. 18, 11). Ἀφήσαμε τὴν καρδιά μας νὰ γοητευτεῖ ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ γλύκα τῶν παθῶν μας. Ἔτσι ἐγκαταλείφθηκε ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη, καὶ κατάντησε σὰν τὴν «σκληρὰν καὶ ἀνήροτον ὁδόν», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ποὺ τὴν ποδοπατᾶνε, μαζὶ μὲ τὰ πάθη μας, οἱ δαίμονες καὶ ὁ κόσμος ποὺ κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Τὴν «ἐξευτελίσαμε», κατὰ τὸν ἐπίσης Ἀλεξανδρινὸ ποιητή, «μὲς στὴν πολλὴν συνάφεια τοῦ κόσμου, μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις καὶ ὁμιλίες… ἐκθέτοντάς την στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν τὴν καθημερινὴ ἀνοησία». Σὲ μία τέτοια καρδιὰ ὁ σπαρμένος λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι «ἀκροθιγῶς ἐπικείμεvoς», ἀφοῦ ἡ ραθυμία μας δὲν μᾶς ἄφησε νὰ τὸν «κατακρύψωμε» βαθιὰ μέσα μας, γιὰ νὰ ριζώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Καὶ ὁ διάβολος πανεύκολα, σὰν τὰ πουλιά, «αἴρει τὸν λόγον» ὅποτε θέλει ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Πετρῶδες ἔδαφος εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ μικρόψυχου, ποὺ -κατὰ τὸν Ζιγαβηνὸ- δὲν ἔχει «γῆν πολλήν, ἤτοι σταθερότητα»· δὲν ἔχει ἀρκετὸ χῶμα γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν σπόρο καὶ νὰ φυτρώσει. Τὰ ἀγκάθια, τέλος, ποὺ τὰ ἀφήνουμε νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ συμπνίγουν τὸν σπόρο, τὰ ἐπισημαίνει πιὸ εὔστοχα ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μιλώντας γιὰ «μέριμναν τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἀπάτην τοῦ πλούτου». «Πρόσεξε», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Δὲν εἶπε ὅτι ὁ αἰὼν τοῦτος, δηλαδὴ τὸ νὰ ζοῦμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἢ ὅτι ὁ πλοῦτος συμπνίγει τὸν σπόρο· ἀλλὰ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου. Μὴν κατηγοροῦμε τὰ πράγματα ἀλλὰ τὴ δική μας διεφθαρμένη γνώμη». Δὲν εἶναι ὁ κόσμος οὔτε ἡ ἐποχή μας, ποὺ «δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἁγιάσουμε», ἀλλὰ ἡ κακή μας προαίρεση.
Ζήτα ἐλεύθερα νὰ μάθεις
Καὶ τὸ «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, ὅταν τοῦ ζήτησαν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, ὄχι γιατί εἶναι προσωπολήπτης. Δὲν κάνει διακρίσεις ὁ Χριστός, οὔτε προαποφασίζει ποιὸς θὰ σωθεῖ. Τὸ «ὑμῖν», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἀναφέρεται «τοῖς ζητοῦσιν μαθεῖν». Ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ὅσοι ἐλεύθερα διψᾶνε νὰ μάθουν τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γίνονται «ἐκλεκτοί», ὄχι γιατί τοὺς ἐπέλεξε αὐθαίρετα ὁ Θεός, ἀλλὰ γιατί αὐτοὶ τὸν ἐπέλεξαν κάνοντας καλὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τους.
Ἑπομένως, μόνο ἡ δική μας «διεφθαρμένη γνώμη», καρπὸς τῆς δικῆς μας κακῆς xρήσης τῆς ἐλευθερίας, εἶναι ἡ βασικὴ αἰτία ποὺ κάνει τὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ δοσμένα «καλὰ λίαν» χωράφια τῶν καρδιῶν μας νὰ καταντήσουν, ἄλλο μὲν πατημένος δρόμος, ἄλλο δὲ πετρῶδες ἔδαφος καὶ ἄλλο λόγγος γεμάτος ἀγκάθια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς κινούμενος ἀπὸ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του ταπεινώνεται, καὶ ὡς δῆθεν «ἄπειρος» (χωρὶς πείρα) γεωργὸς σπέρνει ὄχι μόνο στὴν «ἀγαθὴ γῆ» τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀκαλλιέργητα ἐδάφη τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ περιμένει γεμάτος ἀγωνία, πότε ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα θὰ καταλάβει, ὅτι βασικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι νὰ καλλιεργεῖ αὐτὸ τὸ χωράφι, αὐτὴ τὴν πανάκριβη προίκα «τοῦ Κυρίου Σαβαώθ, τὸ ἠγαπημένον νεόφυτον», ποὺ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ «Θεοῦ γεώργιον», ποὺ θὰ πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ ἀγωνία τοῦ Χριστοῦ
Σ’ αὐτὴ τὴν ἀγωνία ἀπάντησε θετικά, ἔστω σχετικὰ σὲ ὄψιμη ἡλικία, ὁ μεγάλος Ρῶσος λογοτέχνης Νικολάϊ Γκόγκολ, καὶ σὲ νεότερη ἡλικία, τὸ «πνευματικό του τέκνο», ὁ Ντοστογιέφσκι. Τὸ 1849 μία ἁπλὴ γυναίκα ἔδωσε στὸν 28χρονο ἀναρχικὸ Ντοστογιέφσκι μία Καινὴ Διαθήκη, ἐνῶ ἔφευγε γιὰ τὴ Σιβηρία καταδικασμένος σὲ τετραετῆ ἐξορία. Τὸν πρῶτο καιρὸ ἔσκιζε σελίδες γιὰ νὰ καθαρίζει τὸ τσιμπούκι του. Κάποια στιγμὴ ὅμως θέλησε ἀπὸ περιέργεια νὰ διαβάσει. Ἔτσι ἄφησε αὐτὸ τὸ «ἀκρωτηριασμένο» Εὐαγγέλιο νὰ μπεῖ σὰν σπόρος στὴ μέχρι τότε ἄγονη ψυχή του καὶ νὰ τὸν μεταμορφώσει σὲ πολύκαρπο δένδρο, ποὺ συνεχίζει νὰ τρέφει μὲ τοὺς χυμώδεις καρποὺς του τοὺς «πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνην» τοῦ Θεοῦ.
Ἀγωνιᾶ ὁ Χριστός. «Ἔμεινα», φωνάζει, «τοῦ ποιῆσαι δικαιοσύνην». «Περιμένω τί καρποὺς θὰ κάνεις. Περιμένω πολλοὺς καὶ καλοὺς καρποὺς ἀπὸ τὸ χωράφι, πού σοῦ χάρισα». Ἂς μὴν τὸν ἀπογοητεύσουμε· ἂς μὴν τὸν κάνουμε γιὰ κανένα μας νὰ θρηνήσει μὲ τὸ στόμα πάλι τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἠσαΐα λέγοντας: «Ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησεν δὲ ἀκάvθας· ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι δικαιοσύνην, ἐποίησεν δὲ ἀνομίαν» (5,4).