Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ Λεονάρδο ντὰ Βίντσι ἔλεγε πὼς μετὰ τὰ σαράντα του χρόνια ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴ φυσιογνωμία του. Ὥς τότε, ἔχουμε ἀλλοιώσεις ποὺ μονάχη της ἐπιτελεῖ ἡ φύση. Ἀλλ’ ἀπὸ τότε κι ὕστερα, ἡ ψυχὴ ἀνεβαίνει, καλὴ ἢ κακή, χαρακτήρας μοχθηρὸς ἢ ἀγαθός, ἐπιπόλαιος ἢ σταθερὸς σὰν πέτρα, κι ἀποτυπώνεται στὴ μορφή. Ἂν ἔχεις πείρα, ἐπιμονὴ καὶ προσοχή, μπορεῖς νὰ διαβάσεις τὸν ἄλλο σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο.

  • !

    Ἡ ὀμορφιὰ ποὺ βλέπει τριγύρω, στὴ φύση, τὸν γοητεύει καὶ βαθύτερα τὸν καθαίρει, τὸν γαληνεύει, σὰ νὰ εἶναι μία μυστηριώδης ἐπαφὴ μὲ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ὀμορφιὰ ποὺ συναντᾶ στοὺς ἄλλους τὸν ταράζει, τὸν βασανίζει, τὸν κάνει καὶ χάνει τὴν ἰσορροπία του τὴν ἐσωτερική, κι αἰσθάνεται φτωχὸς κι ἀδικημένος στὰ δικαιώματα τῆς ζωῆς του. Ἡ ὀμορφιὰ ὅμως ποὺ νιώθει πὼς φέρει ἐπάνω του σὰν χρυσοϋφασμένο ἔνδυμα, τοῦ δίνει θάρρος καὶ σιγουριά, τὸν κάνει νὰ περνᾶ χωρὶς μεγάλην ἀντίσταση, εἶναι κάποια γεύση δύναμης κι ἐλευθερίας.

  • !

    Εἶναι ὅμως ὑλικὸς καημὸς ἡ ὀμορφιά; Ἡ ἐρώτηση θρυμματίζεται πάνω σ’ ἕνα βαρὺ κι ἀδυσώπητο μυστήριο. Γιατί θέλουμε, γιατί διψᾶμε νὰ κατέχουμε καὶ νὰ βλέπουμε τὴν ὀμορφιά; Γιατί ἡ ἀσχήμια ἀμαυρώνει τὴ ζωὴ καὶ μᾶς δημιουργεῖ μίαν ἀσυνείδητη ἀπώθηση; Κανεὶς δὲν μπορεῖ, νομίζω, ν’ ἀποκριθεῖ παρὰ μονάχα μὲ ὑποθέσεις. Ἴσως ἡ ὀμορφιὰ ποὺ ἀντικρύζουμε πάνω μας καὶ γύρω μας νὰ εἶναι ἕνα σημάδι ἀψευδές τῆς θείας καταγωγῆς μας, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὸ θεῖο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν αἰώνιαν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχή του.

  • !

    Γιατί ἡ ψυχή, ἡ θέσει, πρώτη καὶ κύρια ἔγνοια τοῦ ἀνθρώπου, εἶχε βουλιάξει μέσα στὸν καημὸ τῆς ὀμορφιᾶς της, ἀκόμη περισσότερο, μέσα στὴ λάμψη καὶ στὸν πανηγυρισμὸ τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ βρίσκεται στὸ κορύφωμα τῆς ἐπιβολῆς καὶ τῆς δύναμής της. Σπάνια θὰ συναντήσεις ὄμορφο ἄνθρωπο ποὺ νὰ σ’ ἀφήσει νὰ ὑποψιαστεῖς πὼς ἔχει ψυχή, πὼς νιώθει τὸ μέγα καὶ ὑπερούσιο σκίρτημά της καὶ πὼς ἡ μεγάλη του ἔγνοια στρέφεται πρὸς αὐτήν. Ἡ ὀμορφιὰ τὴν ἔχει ρίξει βαθιά, σὲ εἱρκτὴ ἀπ’ ὅπου δὲ μπορεῖ πιὰ ν’ ἀνέβει παρὰ μὲ μεγάλες ὀδύνες καὶ δάκρυα.

  • !

    Ἀκόμη κι ἡ σωκρατικὴ ἔκσταση μπροστὰ στὸ κάλλος δὲν ἔμενε ἀδρανὴς ἀλλ’ ἀνέβαινε τρέμοντας ἀπὸ ρίγη ἀποκαλυπτικὰ στὸν ἄμωμο χῶρο τῆς Ἰδέας. Τὸ αἰώνιο μέτρο ἦταν ἡ ἀρετή, τὸ ἐσωτερικὸ κάλλος, τὸ μένον. Τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς ἦταν καὶ εἶναι καὶ τὸ μέτρο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Τὸ κάλλος τῆς μορφῆς ἔχει τὴν ἀξία ἑνὸς ἔργου τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι δικαιοῦται ν’ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ καὶ τὸν θαυμασμό. Ἀλλὰ δὲν δικαιοῦται νὰ γίνει ρυθμίστρια ἀξία τῆς ζωῆς καὶ προέχον κριτήριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

  • !

    Καὶ ἡ κατάληξη τῆς ἐποχῆς μας εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς. Μᾶς κατατρύχει ἕνας ὀδυνηρὸς πυρετὸς δίψας, ἀπόλαυσης, κατοχῆς τῆς ὑλικῆς ὀμορφιᾶς. Γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ πνεύματος, ποὺ δὲν φαίνεται, λίγοι, ἐλάχιστοι ἐνδιαφέρονται. Εἶναι, ἄλλωστε, ἐπίτευγμα προσωπικῆς ἀγωνίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ μάχης ὅμοιας μὲ τὴ μάχη ποὺ δίνει, λόγου χάρη, ὁ γλύπτης μπροστὰ στὴν πέτρα. Χρειάζεται ἔμπνευση, κόπος, ἐπιμονή.

  • !

    Ἡ ἄλλη ὀμορφιά, τοῦ κορμιοῦ, τῆς μορφῆς, εἶναι δωρεά. Ἀρκεῖσαι νὰ τὴν ὑπογραμμίζεις καὶ νὰ τὴ συντηρεῖς. Εἶσαι πλούσιος. Ἡ ζωὴ γίνεται ἔτσι πιὸ ἐκθαμβωτική, πιὸ χρωματιστή, πιὸ δελεαστική. Γίνεται ἀκόμη πιὸ δελεαστικὴ καὶ κινεῖται μ’ ἕνα σατανικὸ ἀγκομαχητὸ γιατί σήμερα, ποὺ διατρυπᾶ τὴ συνείδησή μας ἡ αἴσθηση τοῦ χρόνου, γνωρίζουμε καὶ περιμένουμε καὶ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι, δὲν θέλουμε νὰ χαθοῦν εὐκαιρίες, δὲν ἀφίνουμε ἀνεκμετάλλευτη τὴν ὀμορφιά. Γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸν πυρετώδη καημὸ ἔχει ἀναπτυχτεῖ μία ὁλόκληρη, δαιδαλώδης καὶ παντοδύναμη βιομηχανία. Καὶ ὅλα πιὰ πηγαίνουν ἀνάποδα. Ἕνας σωστὸς στοχασμός, μία ζωὴ ποὺ θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὶς αὐθεντικές της ἀρχὲς κι ἐκεῖνα οἰκοδομηθεῖ, ἀποτελοῦν πρόκληση καὶ σκάνδαλο. Ὁ καημὸς τῆς ὀμορφιᾶς ἔχει γίνει παροξυσμός, ἐμπόριο, διαφθορὰ τοῦ ἀνθρώπου, περιπέτεια ποὺ κρίνει ἀνεπανόρθωτα καὶ τὴν ἀτομικὴ ἀλλὰ καὶ τὴ συλλογικὴ ζωὴ στὸν αἰώνα μας.

Ὁ καημὸς τῆς ὀμορφιᾶς

 

Τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας μπροστὰ σ\’ ἕνα καθρέφτη; Ἴσως χαρούμενος, ἴσως ἀπρόσεχτος, ἴσως βιαστικός, ἴσως θλιμμένος… Πάνω ἀπ\’ ὅλα ὅμως, ἕνας ἄνθρωπο ἀνήσυχος. Ἀντίκρυ σ\’ αὐτὸ τὸ σατανικὸ κρύσταλο βρίσκει ὅλον αὐτὸ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτὸ ποὺ ζεῖ καὶ κινεῖται καὶ ποὺ ἐκεῖνος δὲν τὸν γνωρίζει παρὰ μονάχα ἀπὸ μέσα. Ζοῦμε οὐσιαστικά, δηλαδὴ συνειδητοποιοῦμε τὴ ζωή μας μὲ τὸν μέσα μας κόσμο, μὲ τὸν μυστικό μας μηχανισμὸ ποὺ δὲν παραλείπει νὰ φέρνει τοὺς κραδασμούς του στὴν ἐπιφάνεια, στὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτό μας, ποὺ μοιάζει σὰ νὰ περιμένει.

Αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος συχνὰ αὐτὸ τὸ ὄργωμα ποὺ οἱ ἐσωτερικὲς περιπέτειες ἐπιτελοῦν στὸ πρόσωπο καὶ στὸ κορμί του. Δὲν εἶναι μονάχα τὰ δάκρυα, δὲν εἶναι οἱ ρυτίδες. Εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῆς σύνθετης φύσης του καὶ τῆς σὺν – πάθειας τοῦ κορμιοῦ μὲ τὴν ψυχή, καὶ τῆς ψυχῆς μὲ τὸ κορμί. Ἔτσι, συχνὰ ἔρχεται νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν καθρέφτη μὲ τρόμο. Φοβᾶται μήπως προδόθηκε, μήπως τὰ σκοτεινὰ μυστικὰ τῆς ὕπαρξης ἀποκαλύφθηκαν, μήπως βγῆκε πάνω στὸ πρόσωπό του καὶ μιλεῖ ἡ ψυχή. Ἀλλ\’ αὐτὸ εἶναι ἀναπότρεπτο. Ὁ Λεονάρδο ντὰ Βίντσι ἔλεγε πὼς μετὰ τὰ σαράντα του χρόνια ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴ φυσιογνωμία του. Ὥς τότε, ἔχουμε ἀλλοιώσεις ποὺ μονάχη της ἐπιτελεῖ ἡ φύση. Ἀλλ\’ ἀπὸ τότε κι ὕστερα, ἡ ψυχὴ ἀνεβαίνει, καλὴ ἢ κακή, χαρακτήρας μοχθηρὸς ἢ ἀγαθός, ἐπιπόλαιος ἢ σταθερὸς σὰν πέτρα, κι ἀποτυπώνεται στὴ μορφή. Ἂν ἔχεις πείρα, ἐπιμονὴ καὶ προσοχή, μπορεῖς νὰ διαβάσεις τὸν ἄλλο σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο.

Ἡ ὑποψία μήπως προδοθεῖ ὁ κόσμος τῶν μυστικῶν του, καὶ καταλυθοῦν τὰ νοητὰ τείχη τῆς προσωπικότητάς του εἶναι ἡ μία αἰτία τῆς ἀνησυχίας τοῦ ἀνθρώπου ποὺ στέκεται μπροστὰ σ\’ ἕνα καθρέφτη. Ἡ ἄλλη αἰτία εἶναι ὁ καημὸς τῆς ὀμορφιᾶς.

Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἀναζητοῦμε ἀδιάκοπα διψασμένοι στὸν γύρω μας κόσμο, στὴ φύση, στοὺς ἄλλους, καὶ ποὺ αἰφνίδια ἀφοπλισμένοι σιμώνουμε γιὰ νὰ δροσιστοῦμε καὶ νὰ μεθύσουμε ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτὸ τοῦ ἀνεξήγητου θαύματος. Ὁ ἄνθρωπος στέκεται ἀνήσυχος στὸν καθρέφτη καὶ ψάχνει μὲ σταματημένη ἀνάσα νὰ βρεῖ πάνω στὸ πρόσωπό του, σ\’ αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ φρύδια, τὰ χείλη, τὸ μέτωπο, τὰ μαλλιὰ ποὺ εἶναι ἀπολύτως δικά του καὶ ποὺ ἄλλα δὲν πρόκειται νὰ τοῦ ξαναδοθοῦν, τὰ ἴχνη, τὰ πειστήρια μίας ὀμορφιᾶς κι ὅσο αὐτὰ εἶναι πιὸ ἔντονα, πιὸ φρέσκα, τόσο κι ὁ γλυκύς, μεθυστικὸς πυρετὸς τῆς ζωῆς του ἀνεβαίνει. Ἡ ὀμορφιὰ ποὺ βλέπει τριγύρω, στὴ φύση, τὸν γοητεύει καὶ βαθύτερα τὸν καθαίρει, τὸν γαληνεύει, σὰ νὰ εἶναι μία μυστηριώδης ἐπαφὴ μὲ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ὀμορφιὰ ποὺ συναντᾶ στοὺς ἄλλους τὸν ταράζει, τὸν βασανίζει, τὸν κάνει καὶ χάνει τὴν ἰσορροπία του τὴν ἐσωτερική, κι αἰσθάνεται φτωχὸς κι ἀδικημένος στὰ δικαιώματα τῆς ζωῆς του. Ἡ ὀμορφιὰ ὅμως ποὺ νιώθει πὼς φέρει ἐπάνω του σὰν χρυσοϋφασμένο ἔνδυμα, τοῦ δίνει θάρρος καὶ σιγουριά, τὸν κάνει νὰ περνᾶ χωρὶς μεγάλην ἀντίσταση, εἶναι κάποια γεύση δύναμης κι ἐλευθερίας.

Διαπιστώνοντας ὁ ἄνθρωπος μπρὸς στὸν καθρέφτη τὰ σημάδια τῆς ὀμορφιᾶς πάνω του, αἰσθάνεται πὼς μέσα του ἀποκαθίσταται κάποια πολύτιμη ὑπαρξιακὴ ἰσορροπία, πὼς δικαιοῦται νὰ ζήσει διαφορετικά, μὲ κάποια συνείδηση ὑπεροχῆς, συμφιλιωμένος μὲ τὴ μοίρα του καὶ λησμονεῖ συνήθως τὴ φθορὰ τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ κάνει τὸν Ἴψεν νὰ γράφει στὸν «Πέερ Γκὺντ» πὼς ἡ ὀμορφιὰ εἶναι μία σύμβαση ποὺ ἔχει πέραση σὲ τόπο καὶ χρόνο.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται ἀντίκρυ στὸν καθρέφτη δὲν κατορθώνει ν\’ ἀνακαλύψει καὶ νὰ εὐφρανθεῖ ἀπὸ τὰ σημάδια τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ ἐπάνω του; Ὅταν ὅλα στὸ πρόσωπό του εἶναι κοινὰ ἢ κι ἀσχημοβαλμένα καὶ καταλαβαίνει πὼς διασχίζει τὴ ζωὴ ἄσημος, χωρὶς νὰ τὸν προσέχουν ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς του, χωρὶς νὰ διαθέτει τὴν ἀκτινοβολία καὶ τὸν μαγνητισμὸ ἑνὸς ὡραίου βλέμματος, ὁ ἄνθρωπος συνήθως αἰσθάνεται τὴν ἀνησυχία του νὰ μεταστρέφεται σὲ μία πεισμωμένην ἀπελπισία. Θὰ ἤθελε νὰ γκρεμίσει τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τὸν ξαναχτίσει στὰ μέτρα καὶ στὶς ἀξιώσεις τῆς ὀμορφιᾶς. Θὰ ἤθελε ν\’ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν ἀπορρίψει καὶ νὰ ζητήσει ἕναν ἄλλο, καινούριο καὶ χαριτωμένο ἀπὸ τὸ κάλλος.

Εἶναι ἕνας καημὸς ὀδυνηρὸς ἡ δίψα αὐτὴ τοῦ κάλλους, καημὸς ποὺ ἂν δὲν παρέμβει τὸ πνεῦμα μὲ τὶς ἀμετάθετες ἐγγυήσεις του, μεταμορφώνεται σὲ μία πληγὴ ἀδιάκοπα ἀνοιχτὴ ποὺ διαστρέφει τὸν χαρακτήρα καὶ τὸν γεμίζει δηλητήρια. Ἐδῶ ἔχουμε συνήθως μία κίνηση ἀντίθετη καὶ παράδοξη, μέσα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ἀντὶ νὰ ἐπηρεάσει καὶ νὰ διαμορφώσει, ἢ τουλάχιστο, νὰ χαλιναγωγήσει τὸ πνεῦμα τὸ κορμί, ἔρχεται τὸ κορμὶ καὶ μὲ τοὺς ὑλικοὺς καημούς, διαστρέφει τὸ πνεῦμα καὶ τοῦ ἀπορροφᾶ ὅλη τὴ δροσιὰ καὶ τὸν πλοῦτο τῆς γενναιοφροσύνης. Εἶναι ὅμως ὑλικὸς καημὸς ἡ ὀμορφιά; Ἡ ἐρώτηση θρυμματίζεται πάνω σ\’ ἕνα βαρὺ κι ἀδυσώπητο μυστήριο. Γιατί θέλουμε, γιατί διψᾶμε νὰ κατέχουμε καὶ νὰ βλέπουμε τὴν ὀμορφιά; Γιατί ἡ ἀσχήμια ἀμαυρώνει τὴ ζωὴ καὶ μᾶς δημιουργεῖ μίαν ἀσυνείδητη ἀπώθηση; Κανεὶς δὲν μπορεῖ, νομίζω, ν\’ ἀποκριθεῖ παρὰ μονάχα μὲ ὑποθέσεις. Ἴσως ἡ ὀμορφιὰ ποὺ ἀντικρύζουμε πάνω μας καὶ γύρω μας νὰ εἶναι ἕνα σημάδι ἀψευδές τῆς θείας καταγωγῆς μας, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὸ θεῖο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν αἰώνιαν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχή του.

Ἴσως ἡ ὀμορφιὰ νὰ εἶναι ἡ χαρμόσυνη πιστοποίηση μέσα σ\’ αὐτὸ τὸν ἀλλοπρόσαλλο κόσμο μας τῆς θείας βεβαιότητας πὼς ὅλα πλάστηκαν «καλὰ λίαν».

Ἴσως ὅμως ν\’ ἀποτελεῖ καὶ μία σατανικὴ διαστροφὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἕνα ὑποκατάστατο τεχνουργημένο ἀπὸ τὸ κακὸ γιὰ νὰ καταλάβει τὴ θέση τῆς ἠθικῆς, τῆς πνευματικῆς ὀμορφιᾶς ποὺ εἶναι ἄφθορη στὸ χρόνο καὶ πάντοτε ἰσχυρή.

Γιατί δὲν στέκεται ἀνήσυχος μπροστὰ στὸν καθρέφτη μονάχα ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐνδεής τῆς ὀμορφιᾶς. Στέκεται κι ὁ προικισμένος, καθὼς ἀρχίζει νὰ βλέπει τὰ ἴχνη τοῦ χρόνου ν\’ ἀποτυπώνονται ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὸ πρόσωπό του καὶ νὰ κλαδεύουν τὶς δυνάμεις τοῦ σώματός του. Ἡ βαθμιαία ἀπώλεια τοῦ κάλλους εἶναι ἕνας συνεχὴς βηματισμὸς πρὸς τὸ θάνατο ποὺ θαρρεῖς κι ἀρχίζεις ν\’ ἀκοῦς τὸν ἀπαίσιο γδοῦπο τῶν ποδιῶν του.

Ἡ ἀπουσία τῆς ὀμορφιᾶς εἶναι καημός, καημὸς ὅμως εἶναι κι ἡ ἀπώλειά της. Ἔρχεται ξάφνου μία μέρα ποὺ ὅλοι, ὄμορφοι καὶ μή, στέκονται μπροστὰ στὸν καθρέφτη μὲ τὴν ἴδια πίκρα μὲ τὴν ἴδια ἀνησυχία, κι ἀναρωτιοῦνται, ὅλοι γεμάτοι ἀπορία «γιατί;» «γιατί δὲν μούδωσες;» «γιατί μούδωσες καὶ μοῦ τὸ πῆρες;». Αὐτό, ὥσπου νάρθει ὁ θάνατος, νὰ συντρίψει τὰ μάνταλα κάθε πόρτας καὶ ν\’ ἀποκαλύψει τὴ χαμένη κάτω ἀπὸ τέτοιες ἔγνοιες ψυχή. Γιατί ἡ ψυχή, ἡ θέσει, πρώτη καὶ κύρια ἔγνοια τοῦ ἀνθρώπου, εἶχε βουλιάξει μέσα στὸν καημὸ τῆς ὀμορφιᾶς της, ἀκόμη περισσότερο, μέσα στὴ λάμψη καὶ στὸν πανηγυρισμὸ τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ βρίσκεται στὸ κορύφωμα τῆς ἐπιβολῆς καὶ τῆς δύναμής της. Σπάνια θὰ συναντήσεις ὄμορφο ἄνθρωπο ποὺ νὰ σ\’ ἀφήσει νὰ ὑποψιαστεῖς πὼς ἔχει ψυχή, πὼς νιώθει τὸ μέγα καὶ ὑπερούσιο σκίρτημά της καὶ πὼς ἡ μεγάλη του ἔγνοια στρέφεται πρὸς αὐτήν. Ἡ ὀμορφιὰ τὴν ἔχει ρίξει βαθιά, σὲ εἱρκτὴ ἀπ\’ ὅπου δὲ μπορεῖ πιὰ ν\’ ἀνέβει παρὰ μὲ μεγάλες ὀδύνες καὶ δάκρυα.

Σ\’ ἄλλους καιρούς, ἀντικρυζαν μ\’ ἄλλο βλέμμα τὴν ὀμορφιά. Ἀκόμη κι ἡ σωκρατικὴ ἔκσταση μπροστὰ στὸ κάλλος δὲν ἔμενε ἀδρανὴς ἀλλ\’ ἀνέβαινε τρέμοντας ἀπὸ ρίγη ἀποκαλυπτικὰ στὸν ἄμωμο χῶρο τῆς Ἰδέας. Τὸ αἰώνιο μέτρο ἦταν ἡ ἀρετή, τὸ ἐσωτερικὸ κάλλος, τὸ μένον. Τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς ἦταν καὶ εἶναι καὶ τὸ μέτρο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Τὸ κάλλος τῆς μορφῆς ἔχει τὴν ἀξία ἑνὸς ἔργου τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι δικαιοῦται ν\’ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ καὶ τὸν θαυμασμό. Ἀλλὰ δὲν δικαιοῦται νὰ γίνει ρυθμίστρια ἀξία τῆς ζωῆς καὶ προέχον κριτήριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Καὶ ἡ κατάληξη τῆς ἐποχῆς μας εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς. Μᾶς κατατρύχει ἕνας ὀδυνηρὸς πυρετὸς δίψας, ἀπόλαυσης, κατοχῆς τῆς ὑλικῆς ὀμορφιᾶς. Γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ πνεύματος, ποὺ δὲν φαίνεται, λίγοι, ἐλάχιστοι ἐνδιαφέρονται. Εἶναι, ἄλλωστε, ἐπίτευγμα προσωπικῆς ἀγωνίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ μάχης ὅμοιας μὲ τὴ μάχη ποὺ δίνει, λόγου χάρη, ὁ γλύπτης μπροστὰ στὴν πέτρα. Χρειάζεται ἔμπνευση, κόπος, ἐπιμονή.

Ἡ ἄλλη ὀμορφιά, τοῦ κορμιοῦ, τῆς μορφῆς, εἶναι δωρεά. Ἀρκεῖσαι νὰ τὴν ὑπογραμμίζεις καὶ νὰ τὴ συντηρεῖς. Εἶσαι πλούσιος. Ἡ ζωὴ γίνεται ἔτσι πιὸ ἐκθαμβωτική, πιὸ χρωματιστή, πιὸ δελεαστική. Γίνεται ἀκόμη πιὸ δελεαστικὴ καὶ κινεῖται μ\’ ἕνα σατανικὸ ἀγκομαχητὸ γιατί σήμερα, ποὺ διατρυπᾶ τὴ συνείδησή μας ἡ αἴσθηση τοῦ χρόνου, γνωρίζουμε καὶ περιμένουμε καὶ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι, δὲν θέλουμε νὰ χαθοῦν εὐκαιρίες, δὲν ἀφίνουμε ἀνεκμετάλλευτη τὴν ὀμορφιά. Γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸν πυρετώδη καημὸ ἔχει ἀναπτυχτεῖ μία ὁλόκληρη, δαιδαλώδης καὶ παντοδύναμη βιομηχανία. Καὶ ὅλα πιὰ πηγαίνουν ἀνάποδα. Ἕνας σωστὸς στοχασμός, μία ζωὴ ποὺ θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὶς αὐθεντικές της ἀρχὲς κι ἐκεῖνα οἰκοδομηθεῖ, ἀποτελοῦν πρόκληση καὶ σκάνδαλο. Ὁ καημὸς τῆς ὀμορφιᾶς ἔχει γίνει παροξυσμός, ἐμπόριο, διαφθορὰ τοῦ ἀνθρώπου, περιπέτεια ποὺ κρίνει ἀνεπανόρθωτα καὶ τὴν ἀτομικὴ ἀλλὰ καὶ τὴ συλλογικὴ ζωὴ στὸν αἰώνα μας.

1964