Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    ….ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε/καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ/μ’ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας/πρίν ἡ δορά τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἄδη.

  • !

    Ἡ ζωή ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια./Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα/στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.

Ἡ ἔναστρη φωτογένεια

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη

      μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο

μ\’ ἐκεῖνα τ\’ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια

      στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας

τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας

ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε

      καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ

μ\’ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας

πρίν ἡ δορά τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἄδη.

Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας

   τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα

      σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.

Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῆς ἕνα κινούμενο

      κειμήλιο-σκουλήκι.

Ἡ ζωή ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.

   Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα

στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.

Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα

κρατεῖ μιὰ κατάμαυρη λεπτότατη κλωστή

      στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας

τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν\’ ἄγνωστο πέρα…