Πρίν ἀπό ἀρκετό καιρό, στό τέλος μιᾶς φιλολογικῆς ἐκδήλωσης, ἀπό τίς μετρημένες στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ πού παρακολουθῶ κάθε χρόνο –ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδή πιστεύω πώς ὁ συγγραφέας πρέπει νά εἶναι ἕνας ἀπομονωμένος ἄνθρωπος, χωρίς κοινωνικές σχέσεις μέ τούς ὁμοτέχνους του, οὔτε γιατί θέλγομαι μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀπό τήν ἐφηβική νοοτροπία πού συνυπολογίζει στήν καλλιτεχνική ἀξία τή ζωή τοῦ συγγραφέα– ἄκουσα νά τίθεται γιά μιά ἀκόμη φορά, ἀπό τό ἀκροατήριο, τό ἐρώτημα: “ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς ποίησης καί τῆς φιλοσοφίας”;
Οἱ ἀκροατές παρόμοιων ἐκδηλώσεων –πόσο μᾶλλον ἐκείνης πού ἦταν ἀφιερωμένη στά 100 χρόνια ἀπό τό θάνατο ἑνός μεγάλου Εὐρωπαίου ποιητῆ καί ἐραστῆ τῆς φιλοσοφίας– ἀρέσκονται στή θέση τέτοιου εἴδους προβλημάτων, χωρίς νά σκεφτοῦν προφανῶς πώς ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος κάθε ἄλλο παρά κατάλληλοι εἶναι γιά τήν ἐπίλυση γρίφων πού παραμένουν γρίφοι, παρά τίς φιλότιμες προσπάθειες μερικῶν αἰώνων. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, οἱ ὁμιλητές καί ἀρκετοί αὐτοδιορισμένοι βοηθοί τους κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά ἀνταποκριθοῦν στήν πνευματική δίψα τοῦ κοινοῦ, σπάνια ξεπερνώντας τό ἐπίπεδο μιᾶς μαθητικῆς ἀπάντησης.
Ἡ σχέση τῆς ποίησης μέ τή φιλοσοφία μπορεῖ νά εἶναι ἐξαιρετικά πολύπλοκη, ἀλλά καί ἀπόλυτα εὐκρινής. Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν τοποθέτηση τοῦ παρατηρητῆ μπροστά στό συνεχές τῆς πνευματικῆς ἐργασίας, Καί στίς δύο περιπτώσεις ὅμως, μιά εὐθεία ἀπάντηση θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ὑποβάθμιση τῶν σχετιζομένων δραστηριοτήτων. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ὁποιοσδήποτε ἀσκεῖ τή φιλοσοφία ἤ τήν ποίηση δικαιοῦται νά μή διαθέτει μιά κάποια ἀπάντηση. Οὔτε σημαίνει πώς ἡ ἀπάντηση αὐτή μπορεῖ νά εἶναι μιά ἁπλή ἐπισήμανση τῆς πολυπλοκότητας τοῦ ζητήματος. Κάθε συνετός ἀναγνώστης ὑποθέτει πώς ἕνας δημιουργός ἔχει ἐπίγνωση τοῦ τί κάνει καί τί δέν κάνει. Ἐξάλλου, πάντα θά πρέπει νά ὑπάρχει μιά ἀπάντηση ἀρκετά σαφής, προκειμένου γιά ζητήματα πού ἀφοροῦν σέ ἀνθρώπινες κατασκευές. Ἡ ποίηση καί ἡ φιλοσοφία δέν εἶναι ἀντικείμενα τῆς ἴδιας τάξης μέ τίς μαῦρες τρύπες ἤ τά τόσα εἴδη ἀστρικῶν σωμάτων πού ἀνακαλύπτουμε συνεχῶς, εἶναι πνευματικά μορφώματα τῶν ὁποίων ἡ φύση βρίσκεται ἀνάμεσα μας ἤ μέσα μας.
Στήν περίπτωση τοῦ ζητήματος τῆς σχέσης τῆς ποίησης μέ τή φιλοσοφία τά πράγματα δέν εἶναι τόσο ἁπλά, ὅπως στήν περίπτωση τῆς σχέσης τῆς ποίησης μέ ἄλλες πνευματικές δραστηριότητες. Ἄν λόγου χάρη ρωτούσαμε ἕναν ποιητή γιά τή διαφορά ἀνάμεσα στήν ποίηση καί τή γεωμετρία, θά μᾶς ἀπαντοῦσε, ὑποθέτω σχεδόν ἀμέσως, πώς εἶναι βέβαιος ὅ,τι δέν κάνει γεωμετρία, θά ἔδινε ὅμως αὐτή τήν ἄμεση ἀπάντηση μόνο καί μόνο ἐπειδή εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος γιά τό τί εἶναι γεωμετρία.
Δυστυχῶς, ἡ πνευματική δραστηριότητα πού ὀνομάζουμε ποίηση δέν διαθέτει τή σαφήνεια πολλῶν ἄλλων δραστηριοτήτων. Συμβαίνει τό ἴδιο μέ τή φιλοσοφία; Ἐν μέρει. Ἡ φιλοσοφία ξεκίνησε σάν πολλά πράγματα, ἐπικεντρώθηκε σέ ἐλάχιστα καί ἀναγκάστηκε νά ξαναγυρίσει σέ πολλά. Ἐπιπροσθέτως, ξεκίνησε σάν ποίηση. Ὁ Πλάτωνας ἀναγκάστηκε νά δώσει ἕναν ὁλόκληρο ἀγώνα, προκειμένου νά τή διακρίνει ἀπό τήν ποίηση, ἀλλά ἡ ποίηση ὅπως τήν ἐννοοῦσε ὁ πατέρας τῆς φιλοσοφίας ἦταν ἀσφαλῶς κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τήν ποίηση ὅπως τήν ἐννοοῦμε σήμερα. Αὐτό τό πολύ περισσότερο ἀφοροῦσε στήν ἀλήθεια. Κάποτε ἡ ἀλήθεια, μιά ἔννοια ἤδη ἐξαντλητικά περιφρουρημένη ἀπό τούς ἐπιστήμονες, ἦταν ζήτημα τῆς ποίησης. Ἡ ποίηση στόχευε στήν ἀποκάλυψη τῆς πραγματικότητας. Τά ἐργαλεῖα της ἦταν ὅπως καί σήμερα, ἡ μετωνυμία, ἡ μεταφορά, ἡ δημιουργία εἰκόνων καί συναισθημάτων. Ἀλλά δέν ἦταν παρά μέσα. Τήν ἀλήθεια τήν ἀποκάλυπτε ὁ θεός! Ἡ φιλοσοφία διεκδίκησε μιά πραγματική εὑρετική μέθοδο. Τό ἐργαλεῖο της ἦταν ἡ λογική. Ἡ ποίηση συνέχισε νά ὑπάρχει, λόγω τῆς ἰσχυρῆς γοητείας πού ἀσκοῦν ἐπάνω μας τά ἐργαλεῖα της. Ἀναγκάστηκε νά ἀποσυρθεῖ στό χῶρο τῶν συναισθημάτων καί ἀπό τότε ὑπάρχει μέσα στήν ἀμηχανία τοῦ σιωπηλοῦ ἐρωτήματος: μήπως τά συναισθήματα δέν μᾶς ἀνακοινώνουν ἀλήθειες; Καί ἄν δέν μᾶς ἀνακοινώνουν δέν εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστα; Ἄν ὅμως μᾶς ἀνακοινώνουν δέν εἶναι ἤδη μιά φιλοσοφία, ἔστω στή γένεσή της;
Μιά ἀκαδημαϊκῆς προέλευσης ἔνσταση θά μποροῦσε νά ἐπισημάνει τό γεγονός πώς ἡ φιλοσοφία ἀποτελεῖ μιά περιοχή ἔρευνας πού διατρέχεται ἀπό αὐστηρές ἔννοιες, ἐπαρκῶς διαυγασμένες καί ἱεραρχημένες, ἐνῶ ἡ ποίηση εἶναι μιά δραστηριότητα πού προεκτείνει τήν πραγματικότητα μέ ψυχολογικῆς φύσης συνειρμούς. Ἀλλά αὐτή ἡ ἔνσταση θά μποροῦσε νά θέσει ἕνα πολιτικό φράγμα ἀνάμεσα στά δύο πνευματικά μορφώματα, ὄχι ἕνα φυσικό φράγμα, δεδομένου ὅτι θά ἔσπαζε ἀμέσως ἀπό ἐνστάσεις προερχόμενες ἀπό τήν περιοχή τῆς ἐπιστήμης, μπροστά στήν ὁποία ἡ φιλοσοφία δέν μπόρεσε ἀκόμη νά συγκροτηθεῖ ὡς αὐστηρή ἐπιστήμη. Ἀλλά τό ζήτημα στήν οὐσία του δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξαντληθεῖ. Μοιάζει μάλιστα νά ἀπέχει πολύ ἀπό τό σημεῖο μιᾶς λελογισμένης τοποθέτησης,
Εἶναι προφανές πώς ἡ ἐπιμονή μέ τήν ὁποία μορφωμένοι ἄνθρωποι σχετίζουν τήν ποίηση μέ τή φιλοσοφία, προέρχεται ἀπό τήν παραδοσιακή συνιδιοκτησία τῶν δύο πνευματικῶν δραστηριοτήτων ἐπί τῆς ἀλήθειας, Πολύ πιό ἁπλά: ὅταν κάποιοι ρωτοῦν γιά τή σχέση τῆς ποίησης καί τῆς φιλοσοφίας, ρωτοῦν: ἄν καί ἡ ποίηση ἔχει κάτι νά μᾶς πεῖ γιά αὐτό πού ὑπάρχει ἤ μήπως μόνο ἡ φιλοσοφία.
Τό σφάλμα μίας τέτοιας ἐρώτησης προέρχεται ἀπό τήν ἰδέα πώς ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ μόνη δραστηριότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου πού μπορεῖ νά μᾶς πληροφορήσει περί τοῦ ἀληθοῦς. Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἁπλά μιά τέτοια δραστηριότητα. Μπορεῖ κανείς νά ἐπιλύσει ἐξαιρετικά πολύπλοκα ἠθικά προβλήματα μέ τά ἐργαλεῖα της, ἀλλά ἀμφιβάλλω ἄν μπορεῖ νά ἐπιλύσει ἐξαιρετικά ἔντονα κοινωνικά προβλήματα. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ποίηση ἀποτελεῖ μιά παραγνωρισμένη δραστηριότητα, ἀναφορικά πρός τή συνοχή της. Τό γεγονός πώς κάθε ποιητικό προϊόν φέρει ἔντονα τήν προσωπική σφραγίδα τοῦ δημιουργοῦ, σκιάζει τήν ὕπαρξη μιᾶς μεθοδολογίας ποιητικοῦ συλλογισμοῦ πού ἀσφαλῶς ἐπιμένει ἀνάμεσα στούς αἰῶνες, καθώς καί τήν ὕπαρξη ἑνός λιγότερο ἤ περισσότερο σταθεροῦ corpus ποιητικῶν στοιχείων, τά ὁποῖα διατρέχουν μέ ἀξιοθαύμαστη ἐπιμονή κάθε φιλολογία. Ἀλλά ἤδη, μιά ἐπιστημολογία τῆς ποίησης ἀποτελεῖ σχῆμα ὀξύμωρο,
Προσωπικά θά προτιμοῦσα νά ρωτᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὄχι γιά τή σχέση τῆς ποίησης μέ τή φιλοσοφία, ἀλλά γιά τή σχέση τῆς ποίησης μέ τήν πληροφορία. Θεωρῶ αὐτονόητη τήν πληροφοριακή ὑπόσταση τῆς ποίησης καί ποτέ κανένα ποίημα δέν μέ εὐχαρίστησε ἄν δέν μποροῦσε νά μέ μάθει κάτι: πῶς νά ζῶ ἤ νά ἀγαπῶ ἤ νά μισῶ. Κάθε ποίημα πού γράφω ξεκινᾶ ἀπό τήν πρόθεσή μου νά ἀπαντήσω σ\’ ἕνα ἐρώτημα καί πολύ σύντομα μετατρέπεται σέ προσπάθεια νά ἀπαντήσω σέ μερικές δεκάδες ἐρωτήματα. Νά μιά μεγάλη διαφορά – φυσική ἀσφαλῶς– τῆς ποίησης καί τῆς φιλοσοφίας. Ἡ ποίηση μπορεῖ νά ξεκινᾶ γιά νά ἀπαντήσει σ\’ ἕνα ἐρώτημα καί νά ἀπαντᾶ –μέ τά μέσα της πάντα– σέ πολλά ἄλλα. Ἤ φιλοσοφία ξεκινᾶ γιά νά ἀπαντήσει σ\’ ἕνα ἐρώτημα καί ἀφοῦ περιπλανηθεῖ σέ πολλά ἄλλα, ξεχνιέται στήν ἐνασχόληση μέ τόν τρόπο ἔρευνας ἤ διατύπωσης τῆς ἀπάντησης. Ἡ ποίηση εἶναι πιό ἀποφασιστική, ἴσως ἐπειδή δέν ἔχει πιά τήν εὐθύνη ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνων θεμάτων ὅπως ἡ συγκρότηση τῆς λογικῆς βάσης ἑνός νομικοῦ συστήματος, ἄν καί σήμερα κανένας νομικός δέν θά λάμβανε ὑπόψη του τούς Γάλλους φιλοσόφους. Ὅπως καί νά ἔχει, ἕνας ποιητής εἶναι σχεδόν πάντα ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσει σέ τέτοια πιεστικά ἐρωτήματα. Νομίζω πώς τό καλύτερο πού ἔχει νά κάνει εἶναι νά δίνει μιά προσωπική ἀπάντηση. Εἶναι πιό τίμιο καί ὁπωσδήποτε πιό ποιητικό.