Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ αἰώνια κόλαση εἶναι κάτι ποὺ παρατείνεται συνεχῶς μέσα στὸ χρόνο ἢ μᾶλλον ποὺ παρατείνεται αἰώνια, σὰν νὰ μὴν ἦταν δυνατὸ νὰ τερματιστεῖ ποτέ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη συνδέεται πιθανὸν μὲ τὸ ὅτι ἡ λέξη «αἰώνιος» ἐκλαμβάνεται ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν κατὰ γράμμα σημασία της, σὰν νὰ ἀφοροῦσε δηλαδὴ σὲ μονάδα μέτρησης χρόνου. Στὴν πραγματικότητα ἡ λέξη αὐτὴ χρησιμοποιεῖται στὴ Βίβλο περισσότερο γιὰ νὰ περιγράψει μία ποιότητα ζωῆς – εἴτε τὴν ἐμπειρία τῆς πληρότητας τῆς ζωῆς εἴτε τῆς ἀπουσία της. Κατὰ κύριο λόγο, ἑπομένως, ἡ κόλαση εἶναι κάτι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἔλλειψη τῆς ζωῆς, τὴν ἔλλειψη τῆς πραγματικότητας, τὴ στέρηση.

  • !

    Ὕστερα, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ἰδέα, ὅτι δηλαδὴ ἡ κόλαση εἶναι κάποιος τόπος. Αὐτὴ ἡ ἰδέα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῶν Ἰησουϊτῶν ποὺ κάνουν τὸ σχόλιο στὸ ὁποῖο ἀναφέρθηκες (ἦταν, νομίζω, ἡ Ἁγία Θηρεσία τοῦ Λιζιέ, ἐκείνη ποὺ τὸ διατύπωσε: εἶπε κάπου: «πιστεύω ὅτι ἡ κόλαση ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν πιστεύω ὅτι βρίσκεται κανεὶς σὲ αὐτήν»).

  • !

    Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχουν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων ἢ ψυχῶν (μὲ αὐτὴν τὴν αὐστηρή, κατὰ γράμμα, ἑρμηνεία): ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ δὲν χαράσσεται κατὰ τρόπο ἀντικειμενικὸ καὶ ἐξωτερικὸ ἀνάμεσα σὲ τάξεις ἀνθρώπων (καλῶν καὶ κακῶν), ἀλλὰ κυρίως ἐσωτερικά, μέσα στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μεταξὺ τῶν «θετικῶν» καὶ «ἀρνητικῶν» πραγμάτων, στὴν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση).

  • !

    Κόλαση εἶναι τὸ βάρος, ἡ πνιγηρὴ καὶ μουχλιασμένη ἀτμόσφαιρα, τὸ ζοφερὸ σκοτάδι, ἡ ἀπουσία χαρᾶς στὴ ζωὴ κάποιου. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μοῦ φαίνεται ἀπόλυτα –καὶ τρομαχτικὰ– πραγματικὴ καὶ νομίζω ὅτι ὁ καθένας σὲ αὐτὴν τὴ γῆ βρίσκεται κυρίως «στὴν κόλαση», ἂν καὶ ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅτι βρίσκεται στὸν παράδεισο.

  • !

    Ὑποθέτω ὅτι «ὁ κολασμένος» θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ κατὰ κάποιον τρόπο ὡς μία ὕπαρξη κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, χωρισμένη ἀπὸ κάθε «ἄλλον» ἢ «ἄλλους».

  • !

    Ὁ Ντοστογιέφσκι ὀνομάζει κόλαση τὸν πόνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀγαπήσουμε. Θὰ πρόσθετα, ἐπίσης, ὅτι κόλαση εἶναι ὁ πόνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ δεχθοῦμε ἀγάπη. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους ἁγίους λέει ὅτι ἀποτελεῖ ἀνοσιούργημα ἡ σκέψη καὶ μόνο ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γίνεται αἰσθητὴ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους: γίνεται αἰσθητὴ ὡς βάσανο μὲν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀρνοῦνται, ὡς χαρὰ δὲ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴ δέχονται

  • !

    Ἡ κόλαση δὲν εἶναι ἕνας τόπος καὶ δὲν εἶναι αἰώνια (μὲ τὴν ἔννοια μίας ἀδιάκοπης συνέχειας χωρὶς τέλος). Καὶ θὰ ἰσχυριζόμουν περαιτέρω ὅτι εἶναι κάτι ποὺ τελεῖται καὶ ἐκτυλίσσεται στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὑποκειμενικὰ καὶ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν παρουσία ἢ τὴ στέρηση τῆς ζωῆς, μὲ τὴν παρουσία ἢ τὴ στέρηση τῆς χαρᾶς.

  • !

    Κοντολογίς, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν ὀρθόδοξη σκέψη (κυρίως σὲ αὐτὴν) γιὰ τὴν ἰδέα τῆς κολάσεως στὴν ὁποία κάποιος καταδικάζεται γιὰ πάντα, ὅπως ἐπίσης δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἰδέα μίας κολάσεως διακριτῆς ἀπὸ τὸ καθαρτήριο, καθότι ὁ ἐξαγνισμὸς καὶ ἡ ἀπολύτρωση εἶναι διαδικασία στὴν ὁποία ὅλοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προσωπική τους κατάσταση, μποροῦν νὰ συμμετέχουν: ἀρκεῖ μόνο νὰ τὸ θέλουν.

  • !

    Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀδιάλειπτη καὶ ἐπίμονη Ὀρθόδοξη προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους –ὅλους τοὺς κεκοιμημένους, ἁγίους ἢ «ἁμαρτωλούς»: διότι δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο στὴν τελείωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἀπὸ ἕναν ἅγιο καὶ κανένας περιορισμός, ἐπίσης, στὴν ἱκανότητα ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ νὰ γίνει τέλειος.

  • !

    Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὡστόσο, κάνουν τὴ διάκριση μεταξὺ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου καὶ ἔχουν παγιδευτεῖ σὲ τούτη τὴ σφαλερὴ ἔννοια τῆς κολάσεως ὡς τιμωρίας καὶ πόνου χωρὶς καμία ἐλπίδα ἢ δυνατότητα ἀπολύτρωσης. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀντίληψή τους αὐτὴ δὲν συνάδει μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀναγκάζονται νὰ προβαίνουν σὲ τέτοιες εὑρηματικές, πλὴν ὅμως ἀνούσιες, διατυπώσεις, ὅπως ἐκείνη, παραδείγματος χάριν, γιὰ τὴν κόλαση ποὺ «ὑπάρχει ἀλλὰ δὲν βρίσκεται κανένας μέσα σὲ αὐτήν». Ἀναγκάζονται νὰ τὸ κάνουν αὐτό, γιατί ἔχουν καταρχὰς διαμορφώσει λανθασμένη ἰδέα –ἕνα εἶδος χρονικῆς καὶ χωροταξικῆς ἰδέας– τῆς κολάσεως.

Ἐπιστολὴ τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ στὸν Σεφέρη

Κατούνια,

Ἀγαπητὲ Γιῶργο,

Μιλοῦσες σοβαρὰ πρὶν λίγες μέρες, ὅταν μὲ ρωτοῦσες γιὰ τὴν κόλαση; Ὅπως καὶ νὰ ‘χει, ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ θέμα. Σκέφτηκα ὅτι ἡ ἀπάντησή μου μπορεῖ νὰ ἦταν συνοπτική, ἀλλὰ ὄχι πολὺ βοηθητικὴ καὶ ἔνιωσα τὴν ἀνάγκη νὰ προσθέσω ἕνα δύο πράγματα. Ἑπομένως, ἂν δὲν μιλοῦσες σοβαρά, θὰ πρέπει τώρα νὰ μὲ συγχωρέσεις.

Καταρχὰς ὑπάρχουν δύο τινά, τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι δημιουργοῦν σύγχυση γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα αὐτό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ αἰώνια κόλαση εἶναι κάτι ποὺ παρατείνεται συνεχῶς μέσα στὸ χρόνο ἢ μᾶλλον ποὺ παρατείνεται αἰώνια, σὰν νὰ μὴν ἦταν δυνατὸ νὰ τερματιστεῖ ποτέ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη συνδέεται πιθανὸν μὲ τὸ ὅτι ἡ λέξη «αἰώνιος» ἐκλαμβάνεται ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν κατὰ γράμμα σημασία της, σὰν νὰ ἀφοροῦσε δηλαδὴ σὲ μονάδα μέτρησης χρόνου. Στὴν πραγματικότητα ἡ λέξη αὐτὴ χρησιμοποιεῖται στὴ Βίβλο περισσότερο γιὰ νὰ περιγράψει μία ποιότητα ζωῆς – εἴτε τὴν ἐμπειρία τῆς πληρότητας τῆς ζωῆς εἴτε τῆς ἀπουσία της. Κατὰ κύριο λόγο, ἑπομένως, ἡ κόλαση εἶναι κάτι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἔλλειψη τῆς ζωῆς, τὴν ἔλλειψη τῆς πραγματικότητας, τὴ στέρηση.

Ὕστερα, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ἰδέα, ὅτι δηλαδὴ ἡ κόλαση εἶναι κάποιος τόπος. Αὐτὴ ἡ ἰδέα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῶν Ἰησουϊτῶν ποὺ κάνουν τὸ σχόλιο στὸ ὁποῖο ἀναφέρθηκες (ἦταν, νομίζω, ἡ Ἁγία Θηρεσία τοῦ Λιζιέ, ἐκείνη ποὺ τὸ διατύπωσε: εἶπε κάπου: «πιστεύω ὅτι ἡ κόλαση ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν πιστεύω ὅτι βρίσκεται κανεὶς σὲ αὐτήν»).

Τούτη ἡ παρατήρηση, ποὺ ὑποδηλώνει καθαρὰ ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη, φαίνεται νὰ δέχεται ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἕνα εἶδος ἀντικειμενικοῦ τόπου δημιουργημένου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ στεγάσει καταραμένες ψυχές. Καὶ ἐπίσης –αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς κολάσεως ὡς ἀντικειμενικοῦ χώρου ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ τοὺς κολασμένους– εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς ἐκείνης τῆς φρικτῆς ἠθικιστικῆς νοοτροπίας ποὺ διαχωρίζει τὴν ἀνθρωπότητα σὲ δύο στρατόπεδα ἢ σὲ δύο τάξεις, τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς, τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ πρόβατα καὶ τὰ ἐρίφια, καὶ τοποθετεῖ τοὺς μὲν σ’ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομάζεται παράδεισος καὶ τοὺς δὲ σ’ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομάζεται κόλαση.

Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχουν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων ἢ ψυχῶν (μὲ αὐτὴν τὴν αὐστηρή, κατὰ γράμμα, ἑρμηνεία): ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ δὲν χαράσσεται κατὰ τρόπο ἀντικειμενικὸ καὶ ἐξωτερικὸ ἀνάμεσα σὲ τάξεις ἀνθρώπων (καλῶν καὶ κακῶν), ἀλλὰ κυρίως ἐσωτερικά, μέσα στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μεταξὺ τῶν «θετικῶν» καὶ «ἀρνητικῶν» πραγμάτων, στὴν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση). Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ διαίρεση τῶν ἀνθρώπων σὲ δίκαιους καὶ ἁμαρτωλούς, εἶναι ἁπλῶς μία ἠθικὴ κρίση ποὺ βασίζεται… ὁ Θεὸς ξέρει σὲ τί: εἶναι κρίση κάποιου ποὺ ξεχνᾶ ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλότελα κακός, ἀκριβῶς ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλότελα καλὸς (ἀκόμα καὶ ὁ Χριστὸς ρώτησε: «τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς»[1]).

Ἡ θεία δικαιοσύνη ἔχει –ὑποπτεύεται κανείς– ἐντελῶς διαφορετικοὺς νόμους –ὅπως «οἱ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι»[2] ἢ «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον»[3].

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ἕνας τόπος ποὺ ὀνομάζεται παράδεισος, ὅπου οἱ καλοὶ ἀπολαμβάνουν αἰώνια μακαριότητα καὶ ἀκόμα ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ ὀνομάζεται κόλαση, ὅπου οἱ κακοὶ ὑποφέρουν καὶ θὰ ὑποφέρουν γιὰ πάντα, ἔχει ἀποκτήσει βαθιὲς ρίζες στοὺς ἀνθρώπους καὶ περνιέται ὡς χριστιανικὴ ἰδέα: ὑπάρχει μάλιστα μία ὁλόκληρη παράδοση διδασκαλιῶν, ἡ ὁποία πασχίζει νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους «καλοὺς» τρομοκρατώντας τους μὲ ὁράματα καὶ εἰκόνες αἰώνιας τιμωρίας γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες ἁμαρτίες τους (οἱ ἁμαρτίες αὐτὲς παρουσιάζονται μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια, κατηγοριοποιημένες καὶ λεπτομερῶς). Τοῦτο εἶναι, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἀποτρόπαιο καὶ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα ποὺ ὁ Blake πάντοτε ἀρνιόταν καὶ μάχονταν. Ἐπίσης δὲν φαίνεται πολὺ Ὀρθόδοξο, ὅ,τι καὶ ἂν λένε, εἰδικὰ ἂν κανεὶς θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ λόγια ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα ἀναφορικὰ μὲ τὴν κόλαση ὅτι ἔχει δηλαδὴ συντριβεῖ (ἢ θανατωθεῖ ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα [4].

Κόλαση εἶναι τὸ βάρος, ἡ πνιγηρὴ καὶ μουχλιασμένη ἀτμόσφαιρα, τὸ ζοφερὸ σκοτάδι, ἡ ἀπουσία χαρᾶς στὴ ζωὴ κάποιου. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μοῦ φαίνεται ἀπόλυτα –καὶ τρομαχτικὰ– πραγματικὴ καὶ νομίζω ὅτι ὁ καθένας σὲ αὐτὴν τὴ γῆ βρίσκεται κυρίως «στὴν κόλαση», ἂν καὶ ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅτι βρίσκεται στὸν παράδεισο.

Ὑποθέτω ὅτι «ὁ κολασμένος» θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ κατὰ κάποιον τρόπο ὡς μία ὕπαρξη κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, χωρισμένη ἀπὸ κάθε «ἄλλον» ἢ «ἄλλους».

Ὁ Ντοστογιέφσκι ὀνομάζει κόλαση τὸν πόνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀγαπήσουμε. Θὰ πρόσθετα, ἐπίσης, ὅτι κόλαση εἶναι ὁ πόνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ δεχθοῦμε ἀγάπη. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους ἁγίους λέει ὅτι ἀποτελεῖ ἀνοσιούργημα ἡ σκέψη καὶ μόνο ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γίνεται αἰσθητὴ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους: γίνεται αἰσθητὴ ὡς βάσανο μὲν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀρνοῦνται, ὡς χαρὰ δὲ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴ δέχονται[5].

Θὰ ἔλεγα, λοιπόν, καταρχάς, ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι ἕνας τόπος καὶ δὲν εἶναι αἰώνια (μὲ τὴν ἔννοια μίας ἀδιάκοπης συνέχειας χωρὶς τέλος). Καὶ θὰ ἰσχυριζόμουν περαιτέρω ὅτι εἶναι κάτι ποὺ τελεῖται καὶ ἐκτυλίσσεται στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὑποκειμενικὰ καὶ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν παρουσία ἢ τὴ στέρηση τῆς ζωῆς, μὲ τὴν παρουσία ἢ τὴ στέρηση τῆς χαρᾶς.

Ἀναφορικά, ὡστόσο, μὲ τὸ τί συμβαίνει κατὰ τὴν Κρίση (εἴτε κατὰ τὴν προσωπικὴ κρίση τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἴτε κατὰ τὴν ἔσχατη Κρίση), αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ θέμα. Ἀλλὰ ὁ θάνατος γιὰ τὸν καθέναν προσωπικὰ δὲν θὰ ἔπρεπε, μοῦ φαίνεται, νὰ ἐπηρεάζει πραγματικά, μὲ τρόπο διαφοροποιημένο, τὴν κρίση: κάποιος βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, «στὴν κόλαση» (μὲ τὴν παραπάνω ἔννοια), φερειπεῖν, ἢ ὄχι στὴν κόλαση, πάντως μὲ τὴν ἐνδιάθετη ἱκανότητα πάντοτε, ἂν βρίσκεται «στὴν κόλαση», νὰ ἐλευθερωθεῖ, μὲ τὴν ἐνδιάθετη ἱκανότητα νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ δεχθεῖ ἀγάπη: ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικὰ –ἢ ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι Πατέρες λένε: «Ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε χωρὶς τὴ βοήθειά μας, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει χωρὶς τὴ βοήθειά μας»[6]–καὶ θὰ προσθέταμε εὔλογα ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σώσουμε τὸν ἑαυτό μας χωρὶς τὸν Θεό.

Πραγματικά, μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ὀπτική, κάθε ζωὴ ποὺ δὲν εἶναι τέλεια, ἀκέραιη, ὁλοκληρωμένη, εἶναι σὲ κάποιον βαθμὸ «κόλαση»· ἀλλὰ ἐπίσης καμία ζωὴ –ὅσο ἀτελής, μερική, ἀνολοκλήρωτη καὶ ἂν εἶναι– δὲν στερεῖται τὴν ἱκανότητα ἢ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει τέλεια, ἀκέραιη καὶ ὁλοκληρωμένη. Ἡ αἰτία ποὺ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων δὲν συναντᾶται ἡ ἔννοια τοῦ καθαρτηρίου καὶ ἀγνοεῖται ἡ ρωμαιοκαθολικὴ διάκριση μεταξὺ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου, δὲν εἶναι ὅτι αὐτοὶ πιστεύουν, ὅπως λανθασμένα νομίζεται ἐνίοτε, πὼς οἱ ψυχὲς βρίσκονται εἴτε στὸν παράδεισο εἴτε σὲ κατάσταση αἰώνιας καταδίκης καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ εὐκαιρία νὰ μεταβοῦν στὸν παράδεισο· ὀφείλεται στὴν πίστη τους ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται στὴν πιὸ βαθιὰ κόλαση ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξέλθει ἀπὸ αὐτήν, νὰ μετανοήσει (νὰ ἀλλάξει νοῦ/ζωή): ἀκόμα καὶ ὁ διάβολος δὲν στερεῖται, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, τὴ δυνατότητα τῆς μετανοίας.

Κοντολογίς, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν ὀρθόδοξη σκέψη (κυρίως σὲ αὐτὴν) γιὰ τὴν ἰδέα τῆς κολάσεως στὴν ὁποία κάποιος καταδικάζεται γιὰ πάντα, ὅπως ἐπίσης δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἰδέα μίας κολάσεως διακριτῆς ἀπὸ τὸ καθαρτήριο, καθότι ὁ ἐξαγνισμὸς καὶ ἡ ἀπολύτρωση εἶναι διαδικασία στὴν ὁποία ὅλοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προσωπική τους κατάσταση, μποροῦν νὰ συμμετέχουν: ἀρκεῖ μόνο νὰ τὸ θέλουν.

Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀδιάλειπτη καὶ ἐπίμονη Ὀρθόδοξη προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους –ὅλους τοὺς κεκοιμημένους, ἁγίους ἢ «ἁμαρτωλούς»: διότι δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο στὴν τελείωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἀπὸ ἕναν ἅγιο καὶ κανένας περιορισμός, ἐπίσης, στὴν ἱκανότητα ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ νὰ γίνει τέλειος.

Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὡστόσο, κάνουν τὴ διάκριση μεταξὺ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου καὶ ἔχουν παγιδευτεῖ σὲ τούτη τὴ σφαλερὴ ἔννοια τῆς κολάσεως ὡς τιμωρίας καὶ πόνου χωρὶς καμία ἐλπίδα ἢ δυνατότητα ἀπολύτρωσης. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀντίληψή τους αὐτὴ δὲν συνάδει μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀναγκάζονται νὰ προβαίνουν σὲ τέτοιες εὑρηματικές, πλὴν ὅμως ἀνούσιες, διατυπώσεις, ὅπως ἐκείνη, παραδείγματος χάριν, γιὰ τὴν κόλαση ποὺ «ὑπάρχει ἀλλὰ δὲν βρίσκεται κανένας μέσα σὲ αὐτήν». Ἀναγκάζονται νὰ τὸ κάνουν αὐτό, γιατί ἔχουν καταρχὰς διαμορφώσει λανθασμένη ἰδέα –ἕνα εἶδος χρονικῆς καὶ χωροταξικῆς ἰδέας– τῆς κολάσεως.

Νομίζω ὅτι ὅσα εἶπα εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὸ ἑσπερινὸ κήρυγμά μου τῆς Τετάρτης[7]! Ἂν δὲν μιλοῦσες σοβαρὰ ὅταν ἐξέφραζες τὸ ἐρώτημά σου, μὴ δώσεις σημασία. Ἴσως δὲν χρειάζεται νὰ δώσεις σημασία σὲ καμία περίπτωση.

Ἔκανα, ὅπως βλέπεις, κάμποσες ἀλλαγὲς στὸν Πρόλογο, καὶ ἐλπίζω ὅτι ἔχω ἐξαλείψει τὰ σημεῖα γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχες ὁρισμένες ἀμφιβολίες. Ἔστειλα μία λίστα μὲ τὶς ἀλλαγὲς στὸν Κίλι[8] καὶ ἐλπίζω ὅτι θὰ τὶς ἀποδεχθεῖ. Πιστεύω ὅτι μᾶλλον θὰ τὸ κάνει. Ἡ αἴσθησή μου εἶναι –καὶ μέχρι τώρα ἦταν– ὅτι ὅσο περισσότερα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀφαιρέσει τόσο καλύτερα.

Γειὰ χαρὰ

Φίλιππος

Παρακαλῶ συγχώρεσε μὲ ποὺ ἔγραψα ὅλα τοῦτα στὰ ἀγγλικά. Ἀμφιβάλλω ἂν τὰ ἑλληνικά μου θὰ μὲ βοηθοῦσαν νὰ ἀντεπεξέλθω στὶς ὑψηλὲς ἀπαιτήσεις τῶν θεολογικῶν νοημάτων!

[1] Λουκᾶς 18:19

[2] Μάρκος 9:35 καὶ Λουκᾶς 13:30

[3] Ματθαῖος 8:11-12

[4] Ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἀναφορὲς στὸν Χριστό, ποὺ καταλύει τὸ κράτος τοῦ Ἅδη μὲ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του, στὴ μεταμεσονύχτια Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα καὶ ἐπίσης στὴν Πασχαλινὴ ὁμιλία, ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ ὁποία διαβάζεται, εἰς εὐήκοον ὅλων, ἀμέσως πρὶν ἀρχίσει ἡ θεία Λειτουργία, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅδης θανατώνεται (ἐνεκρώθη).

[5] Ἰσαὰκ τῆς Νινευῆς (Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος), Μυστικὲς Πραγματεῖες, μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Α. J. Wensinck (Ἄμστερνταμ, 1923), ΧΧVII, σ. 136

[6] Καβάσιλας, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ΙΙ, 10· Ἀθανάσιος, MPG 26, 369· Βασίλειος, MPG 32, 117B· Αὐγουστῖνος, MPL 38, 923, κ.ἄ.

[7] Ὁ Σεφέρης ἀπαντώντας γράφει στὴν ἀπὸ 10/11/1966 ἐπιστολή του: «Πολλὲς εὐχαριστίες γιὰ τὸ “ἑσπερινό σου κήρυγμα τῆς Τετάρτης”, πού μοῦ προξένησε τρομερὸ ἐνδιαφέρον. Τὸ μόνο πρόβλημα εἶναι ὅτι ἡ εὐγενικὴ ἀπάντησή σου δημιουργεῖ ἄλλα ἐρωτήματα. Ἔτσι ὅταν ἔρθεις πάλι στὴν Ἀττικὴ μὴν ἀμελήσεις νὰ μὲ συναντήσεις».

[8] Πρόκειται γιὰ τὸν Ἔντμουντ Κίλι (Edmund Keeley) νεοελληνιστὴ φιλόλογο, δοκιμιογράφο, μεταφραστὴ καὶ συγγραφέα – στενὸ φίλο καὶ συνεργάτη τοῦ Σέρραρντ.

(Ἐπιστολὴ τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ στὸν Γιῶργο Σεφέρη: ἀπὸ τὸ βιβλίο “THIS DIALECTIC OF BLOOD AND LIGHT/GEORGE SEFERIS – PHILIP SHERRARD/AN EXCHANGE: 1947-1971” [DENISE HARVEY PUBLISHER, 2015] ποὺ ἐπιμελήθηκε καὶ ἐξέδωσε ἡ Denise Sherrard)

Ἡ ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο Θεοφιλογιαννάκο.

πηγή: Ἀντίφωνο