Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου/μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.

  • !

    ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς /
    ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
    /αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου/ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος/ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς

Ὁ Βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης

 
 

\"\"
 

 
Ἀσίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ
 
Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο

ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα

πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγονιοῦ

Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.

Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ

στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας

στ’ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις

πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα

χάνοντας δύναμη ὁλοένα.

Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος

καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.

Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα

κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα

ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο

μόνο μιὰ λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη

ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.

Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς

σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα·

κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.

Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα

παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:

«Ἀσίνην τε… Ἀσίνην τε…»

καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα

κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας

στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του

ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι·

κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.

Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους

ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας

ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι

μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:

ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.

Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα

μὲ σπασμένη φτερούγα

σκήνωμα ζωῆς,

κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει

μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ

κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο

κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου

μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.

Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀναρωτιέται

ὑπάρχουν ἄραγε

ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες

ὑπάρχουν ἄραγε

ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς

ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς

ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας

αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου

ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος

ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς

ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας

σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας

ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο

εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.

Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.

Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας

κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μιὰ νυχτερίδα τρομαγμένη

χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:

«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε…». Νὰ ’ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης

ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρόπολη

γγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ἁφή του πάνω στὶς πέτρες.

                                        Ἀσίνη, καλοκαίρι ’38 – Ἀθήνα, Γεν. ’40