Καθὼς ἐργάζονταν τὸ σχῆμα,
ἐργάτης σὲ ὑαλουργεῖο,
κατάλαβε πολὺ καλὰ τὸν ἔρωτα
γιὰ τὴν ὕλη,
ὅπου φυσοῦσε τὴν πνοή του.
Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
φίλντισι, πολύτιμο ἐλεφαντοκόκκαλο
ἢ ὀπάλι μὲ χρώματα ὁμίχλης
πρὸς τὸ κυανό.
Ὅλ\’ αὐτὰ ὕλη, ποὺ γινόταν σχῆμα,
σχῆμα ἐρωτικό, γιὰ ὅ,τι ὑπάρχει
μέσ\’ στὸ χρόνο.
Τὸ σχῆμα, δοχεῖο τοῦ χρόνου,
ἐρωτικὸ τὸν περιέβαλε,
προσφορὰ στὸ χρόνο,
προσδοκία καὶ δέξιμο μαζύ,
ἀγκάλιασμα στοῦ χρόνου τὴ μορφή,
τὸ σχῆμα ποὺ σχημάτιζε εἰδικό,
δικῆς του σημασίας,
δική του φαντασία.
Ὅμως καθὼς τὸ σχῆμα ἔψαυε
τελειωμένο, ὕστερα, τὸ ὑλικό του χέρι,
κατάλαβε τοῦ χρόνου τὴν ὑλικότητα•
καθὼς τὸ χέρι τὸ δικό του
καὶ τὸ σχῆμα μαζύ,
καὶ τὸ πολύτιμο ἐρωτικὸ ὑλικὸ
γινόταν διάφανη ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ὅλα μαζύ.
Ἰδίως ὁ ἑαυτός του.