Σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Χειμάρρας ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔγραφε:
«Εὐγενέστατοι ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, οἱ κατοικοῦντες τὴν χώραν Χειμάρραν, ἀσπάζομαι καὶ παρακαλῶ τὸν Ἅγιον Θεὸν διὰ τὴν ψυχικὴν καὶ σωματικήν σας ὑγείαν.
Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ὡς δοῦλος ἀνάξιος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν περιερχόμενος καὶ διδάσκων τοὺς χριστιανοὺς τὸ κατὰ δύναμιν μὲ ἄδειαν τῶν κατὰ τόπους ἀρχιερέων, ἦλθαν καὶ ἐδῶ εἰς τὴν χώραν σας καὶ βλέπων ὅτι δὲν ἔχετε σχολεῖον νὰ διαβάζουν τὰ παιδιὰ σας χωρὶς πληρωμὴν ἐπαρακίνησα τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἔδωκαν τὸ κατὰ δύναμιν καὶ προαίρεσιν διὰ τὸ σχολεῖον σας. Πρέπει ἡ εὐγενία σας πάντες νὰ βοηθᾶτε πάντοτε τὸ σχολεῖον σας ἐξ ἰδίων πόρων ἤ κοινῶς ἀπὸ τὴν χώραν ἤ καὶ ἀπὸ βακούφια (ἐκκλησιαστικὰ κτήματα), διὰ νὰ λάβετε παρὰ Θεοῦ τὸν μισθὸν καὶ τιμὴν παρὰ τῶν ἀνθρώπων» (1)
Μέσα ἀπὸ πρόγραμμα τῶν σχολικῶν ἐκδηλώσεων κατέχει ἰδιαίτερη θέση ἡ γιορτὴ τῶν Γραμμάτων. Εἶναι, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἡ καθ\’ αὐτὸ γιορτὴ τοῦ σχολείου διότι ἀναφέρεται στὸ οὐσιαστικὸ ἔργο του καὶ στὸ ρόλο ποὺ πρέπει νὰ διαδραματίζει στὴν κοινωνία.
Ἡ γιορτὴ τῶν Γραμμάτων συνδέεται μὲ τὴ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Οἱ τρεῖς τοῦτοι μεγάλοι φωστῆρες τῆς οἰκουμένης θεωροῦνται ὡς ἐκπρόσωποι τῶν γραμμάτων καὶ συνεπῶς τὰ γράμματα ἤ ἡ παιδεία καλύτερα καταξιώνονται μέσα στὸ πνεῦμα τους. Μὲ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἡ παιδεία πῆρε πραγματικὰ τὴ σωστή της κατεύθυνση κι ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς λαὸς μπολιάστηκε, γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα τουλάχιστο, μέσα σ\’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ μεῖς σήμερα, ἂν θέλουμε νἄμαστε συνεπεῖς μὲ τοὺς ἑαυτούς μας, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καὶ νὰ γιορτάζουμε πραγματικὰ τούτη τὴ γιορτή, ἀποδίδοντας τὸ ἀληθινὸ καὶ οὐσιαστικὸ νόημά της πρέπει νὰ μιλοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα σ\’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα.
Ἐπειδὴ γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες λίγο – πολὺ ὅλοι γνωρίζουμε, θ’ ἀναφερθῶ σήμερα στὴ σχέση ἑνὸς νεώτερου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὰ γράμματα μιὰ καὶ κινεῖται στὰ πλαίσια ἐκείνων. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο ποὺ μνημονεύσαμε στὴν ἀρχὴ παραθέτοντας μέρος ἀπὸ μιὰ ἐπιστολή του, δηλαδὴ τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶναι μία γιγαντιαία μορφὴ ποὺ ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ὅμως βρισκόταν στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους ἀλλὰ τελευταία ξαναγίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ γνωστὴ ἡ προσωπικότητά του καὶ ἐκτιμᾶται ἡ σωτήρια προσφορά του. Ἡ σχέση του μὲ τὰ γράμματα ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας ζωῆς του γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἐπέλεξα ὡς θέμα τῆς ὁμιλίας.
Λίγα λόγια γιὰ τὴ ζωή του. Γεννήθηκε τὸ 1714 στὸ χωριὸ Μεγάλο Δέντρο τῆς Αἰτωλίας, δηλαδὴ ἔζησε κατὰ τὴν Τουρκοκρατία. Ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα σ\’ ἕνα χωριὸ τῆς Ναυπακτίας καὶ στὴ συνέχεια σπούδασε ἀνώτερα γράμματα. Τέλος πῆγε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ παρακολούθησε φιλολογία, φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ φιλοσοφία. Τὸν συγκινοῦσε ὅμως ἰδιαίτερα ἡ Μοναχικὴ ζωὴ γι\’ αὐτὸ μετὰ τὶς σπουδὲς πῆγε στὴν ἱερὰ Μονὴ Φιλόθεου κι ἔγινε Μοναχός. Ἐκεῖ ἀφιερώθηκε σὲ ἔντονη ἄσκηση, μελέτη καὶ προσευχὴ κι ἔτσι ἀνέβαινε σταθερὰ τὴ σκάλα τῆς Ἁγιότητας. Ὅμως, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος του, «εἶχε πολὺν πόθον νὰ ὠφελήσει καὶ τοὺς ἀδελφούς του χριστιανοὺς ἀπ\’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθε» (2). Κάτω ἀπὸ τὸν Τοῦρκο κατακτητὴ ὑπῆρχε πολλὴ ἀμορφωσιὰ κι ὁ λαὸς μποροῦσε νὰ γίνει ἕρμαιο ξενόφερτων ρευμάτων καὶ ἰδεολογιῶν καὶ νὰ χάσει τὴν πίστη του. Αὐτὰ τὰ γνώριζε ὁ Κοσμᾶς καὶ πονοῦσε ἀλλὰ δὲν ξεκινοῦσε μόνος. Ἤθελε νὰ εἶναι ἑτερόκλητος κι ὄχι αὐτόκλητος. Περίμενε τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ καμίνι τῶν δοκιμασιῶν, ἀφοῦ καθάρθηκε, φωτίστηκε καὶ ἁγιάστηκε, μποροῦσε τώρα νὰ φωτίσει, νὰ ἁγιάσει τοὺς ἄλλους. Ἄλλωστε στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὸ συνέβαινε πάντοτε. Μιὰ μέρα ἀνοίγοντας τὴν Καινὴ Διαθήκη ἔπεσε τὸ βλέμμα του στὸ χωρίο νὰ μὴ ζητᾶ κανένας μόνο τὸ συμφέρο τὸ δικό του ἀλλὰ καὶ τὸ συμφέρο τοῦ ἀδελφοῦ του. Αὐτὸ τὸ θεώρησε σὰν κλήση ἀπὸ τὸ Θεὸ (3).
Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ἀνάφερε τοὺς λογισμούς του στὸν Ἡγούμενο καὶ σ\’ ἄλλους πνευματικοὺς Γέροντες. Ὅλοι τοὔδωσαν τὴν εὐχὴ καὶ εὐλογία τους. Πηγαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συμβουλεύεται τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Αὐτὸς μὲ χαρὰ δίδει τὴν εὐλογία του καὶ ἔγγραφη ἄδεια γιὰ τὸ κήρυγμα. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ἀφοῦ κλήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ὄργωσε κυριολεκτικὰ σχεδὸν ὅλο τὸν Ἑλληνικὸ χῶρο διδάσκοντας γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸ Χριστὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ Μετάνοια.
Ἂς ἀφήσουμε τὸ βιογράφο του νὰ μᾶς δώσει μιὰ ἀμυδρὴ εἰκόνα τῆς δράσης του. «Καὶ ὅπου ἂν ἐπήγαινεν ὁ τρισμακάριστος, ἐγίνετο μεγάλη σύναξις τῶν χριστιανῶν, καὶ ἤκουαν μετὰ κατανύξεως καὶ εὐλαβείας τὴν χάριν καὶ γλυκύτητα τῶν λόγων του, καὶ ἀκολούθως ἐγίνετο καὶ μεγάλη διόρθωσις καὶ ὠφέλεια ψυχική. Ἦτο δὲ ἡ διδαχὴ του ἁπλουστάτη ὡσὰν ἐκείνη τῶν ἁλιέων. Ἦτο γαλήνιος καὶ ἡσύχιος, ὁποὺ ἐφαίνετο καθολικὰ νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ ἱλαροῦ καὶ ἡσύχου Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ἄνωθεν συνήργει καὶ ἐβεβαίωνε τὰ λόγια του μὲ σημεῖα καὶ θαύματα, καθὼς ποτε διὰ τῶν τοιούτων θαυμάτων ἐβεβαίωνε καὶ τὸ κήρυγμα τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων του.(4)
Ὥστε οὐσιαστικὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς κήρυττε τὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ ἀπ\’ ὅπου περνοῦσε ἐνδιαφερόταν καὶ γιὰ τὰ γράμματα, τὴ μόρφωση τοῦ λαοῦ. Θεωροῦσε τὴν παιδεία, μεταξὺ ἄλλων σὰν «προϋπόθεση ἀναγεννήσεως τοῦ ἔθνους καὶ τὴν ἵδρυση σχολείων σὰν τὸ βασικότερο καὶ σπουδαιότερο ἔργο ὑποδοχῆς ποὺ θὰ φέρει στὸν κατάλληλο καιρὸ τὸ «ποθούμενο» δηλαδὴ τὴ λευτεριὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους». Συχνὰ ἀκουόταν ὁ πιὸ κάτω διάλογος.
— Ἔχετε σχολεῖο ἐδῶ εἰς τὴν χώραν σας διὰ νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά;
— Δὲν ἔχομεν ἅγιε τοῦ Θεοῦ.
— Νὰ μαζευτῆτε ὅλοι νὰ κάμετε ἕνα σχολεῖο καλόν, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν Δάσκαλον, νὰ μαθαίνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ πτωχά… διότι, χωρὶς σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος.(5)
Ἄλλοτε πάλι ζητοῦσε σὰν χάρη τὴν ἵδρυση σχολείου: «Ὡσὰν θέλετε, ἔλεγε, χαρίσατέ μου καὶ ἕνα σχολεῖο ἐδῶ εἰς τὴν χώραν σας νὰ μανθάνουν γράμματα τὰ παιδιὰ σας» (6)
Ἔτσι μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου λειτούργησαν 10 σχολεῖα Μέσης Ἐκπαιδεύσεως καὶ περίπου 200 κατώτερα. Ἕνα πραγματικὰ τεράστιο ἔργο ἂν ἐπιπλέον λάβουμε ὑπ\’ ὄψη τὶς τότε συνθῆκες καὶ ἰδιαίτερα τὴ σκλαβιά. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος χαρακτηρίστηκε ὡς «Διδάσκαλος τοῦ Γένους», «Μεγάλος Διδάχος», «ὁ Ἅγιος τῶν Σχολείων». Ἀκόμα γράφτηκε καὶ τοῦτο: «Ἕνας αὐτὸς ἀνεπλήρωσε τὴν ἔλλειψιν Ὑπουργείου Παιδείας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας» (7)
Καιρὸς ὅμως ν\’ ἀρθοῦμε στὸ πιὸ οὐσιαστικὸ θέμα: Ποιὰ γράμματα, ποιὰ παιδεία συνιστοῦσε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς; Νομίζω εἶναι βασικώτατο ἐρώτημα ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ξεκαθαρίσουμε. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅμως καλύτερα τὰ πράγματα πρέπει νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα: Πῶς ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο ὁ Ἅγιος, ποιὰ ἀξία τοῦ ἀπέδιδε;
Ἀκολουθώντας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα ποὺ εἶναι ὑλικὸ στοιχεῖο καὶ ἀπὸ ψυχὴ ποὺ εἶναι πνευματικὴ καὶ ἀθάνατη. Ὁ Θεὸς ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ ζεῖ αἰώνια μαζί του ἀλλὰ μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν αἰώνια ζωή· ἔχασε τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Ὁ Κύριος σπλαχνίστηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐνανθρωπήθηκε καὶ μὲ τὴν ὅλη ζωὴ του μᾶς ἔσωσε.
Εἰδικώτερα ἀναφερόμενος στὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἔλεγε: «Ἠμεῖς, χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθούς, καὶ μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας (8).
Ἀλλοῦ τονίζοντας ποιὰ πράγματα ἔχουν τὴν πραγματικὴ ἀξία στὸν ἄνθρωπο δίδασκε: «Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλλω κἄν ὁ οὐρανὸς νὰ κατεβῆ κάτω, κἄν ἡ γῆ νὰ ἀνεβῇ ἐπάνω, κἄν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάσῃ, καθὼς μέλλει νὰ χαλάσῃ, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμὶ σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶναι ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε» (9).
Συνεπῶς, μὲ δυὸ λόγια, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ προορισμό του νὰ ὁμοιωθεῖ καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζὶ μὲ τὸ Δημιουργό. Εὔκολα τώρα μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε τὴν παιδεία ποὺ συνιστοῦσε. Ἄλλωστε μίλησε τόσο ξεκάθαρα γι\’ αὐτὸ τὸ θέμα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν παρερμηνεῖες. Ἤθελε, ὁ Ἅγιος, παιδεία Χριστοκεντρικὴ ποὺ νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ Θεό, ποὺ νὰ ἀποβλέπει στὴ θέωση καὶ σωτηρία(10). Δηλαδὴ παιδεία ποὺ νὰ ἐξυπηρετᾶ ἀληθινὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ κυριώτερο νὰ τὸν ὁδηγεῖ στὸν προορισμό του. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μιλοῦσε καθαρὰ καὶ εἰλικρινὰ στὸ λαό, δὲν ἤθελε νὰ τὸν ξεγελᾶ. Τοὔλεγε τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὸ καὶ πέτυχε. Ἔτσι καὶ στὸ θέμα τῶν γραμμάτων δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ μία ἁπλὴ μόρφωση ἀλλὰ γιὰ τὰ γράμματα ἐκεῖνα ποὺ θὰ βοηθοῦσαν τὸν ἄνθρωπο νὰ βρεῖ τὸ σωστὸ προσανατολισμὸ στὴ ζωή του. Ἂς ἀκούσουμε μερικὲς σκέψεις του.
«Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα Ἑλληνικά, ἔλεγε, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁπού λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶναι ξαστεριὰ καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀποικάζουν (ἀντιλαμβάνονται) ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν, μανθάνομεν τί εἶνε ὁ Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶνε οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖο τὰ μανθάνομεν» (11).
Ἀλλοῦ πάλι δίδασκε: «Καὶ ἂν δὲν ἐμάθετε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μανθάνουν τὰ ἑλληνικά, διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν Ἑλληνικήν. Καὶ ἂν δὲν σπουδάσης τὰ Ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβεις ἐκεῖνα ὁπού ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησίας μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχης ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χώραν σου, παρὰ νὰ ἔχης βρύσες καὶ ποτάμια· καὶ ὡσὰν μάθης τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει ἐκκλησίας· τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια»(12).
Νομίζω, τὰ κείμενα ποὺ παραθέσαμε μιλοῦν μόνα τους καὶ δὲν χρειάζονται σχόλια.
Τὸ παιδευτικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἔχει τεράστια σημασία γιὰ πολλοὺς καὶ διάφορους λόγους. Κατ’ ἀρχὴν ἀφύπνισε τοὺς ὑπόδουλους καὶ ἀμόρφωτους Ραγιάδες. Ἔπειτα μέσω τῆς παιδείας ἔδωσε σ\’ αὐτὸν τὸν ἐγκαταλελειμένο λαὸ τὴν ὀρθὴ πορεία ζωῆς, τὴν πορεία πρὸς τὸ Θεό. Ἀκόμα αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου ἔχει μιὰ προφητικὴ διάσταση γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶχε τὸ προφητικὸ χάρισμα. Πολλὲς προφητεῖες του ἐκπληρώθηκαν κι ἄλλες περιμένουν τὴν ἐκπλήρωσή τους. Μήπως λοιπὸν τὸ προφητικό του βλέμμα διαπίστωνε τὴ διαστροφὴ ποὺ θὰ ὑφίστατο ἡ παιδεία στὸ ἐλεύθερο Ἑλληνικὸ κράτος μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ ζυμώσει τὸ λαὸ μὲ τὸ Ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα; Ἂν ναί, τότε ἐπαληθεύθηκε ἄλλη μιὰ φορά. Καὶ ἐξηγοῦμαι καλύτερα.
Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὴ ψυχὴ τοῦ ἔθνους συνταιριάζονταν, κατὰ ἕνα μέρος, κλασσικὸς πολιτισμὸς καὶ ὀρθόδοξη γραμματεία. Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὸ βάθρο τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία ὑπῆρξε τὸ δένδρο ποὺ γύρω του ἀναπτύχθηκε τὸ ἔθνος δύο σχεδὸν χιλιάδες χρόνια (13).
Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση ἡ ζωὴ τοῦ Ἔθνους ἄρχισε νὰ νοθεύεται. Πολλοὶ διανοούμενοι ποὺ τὰ χρόνια του ἀγώνα ἀναπαύονταν στὰ Εὐρωπαϊκὰ σαλόνια καὶ ἀκόμα οἱ Βαυαροί, βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ φέρουν στὸ Ἑλλαδικὸ κρατίδιο τὴν Εὐρωπαϊκὴ διανόηση, μιὰ διανόηση ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν παράδοση τοῦ τόπου. Ἔτσι ὁ μέχρι χτὲς ταπεινὸς ραγιὰς ποὺ εἶχε κρατηθεῖ τέσσερις αἰῶνες στὴ ζωὴ μὲ τὸ κρασὶ τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τὸ ψωμὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔβγαινε τώρα στὴν ἐλευθερία γιὰ νὰ μάθει πὼς στὴν καινούργια πορεία τοῦ ἔθνους δὲν θὰ εἶχαν πέραση οἱ παλιοὶ καὶ δοκιμασμένοι του θησαυροί. Γιὰ νὰ γίνει «ἄνθρωπος» ἔπρεπε ν\’ ἀκολουθήσει τὴ Δύση, νὰ γίνει Εὐρωπαῖος. Ἔτσι γίνεται μιὰ ἀπόπειρα ἀπογύμνωσής του, ἕνας βιασμὸς ἀλλοτρίωσής του ἀπ\’ ὅτι εἶχε κρυφὸ καμάρι τόσους αἰῶνες.
Δηλαδὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ παιδεία, μετεπαναστατικὰ στηρίχθηκε μονόπλευρα στὰ κλασσικὰ γράμματα, καὶ μάλιστα ὅπως τὰ ἔβλεπε ἡ Εὐρώπη, παραμερίζοντας τὴ Χριστιανικὴ γραμματεία δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία. Ὡς πρότυπα τῶν ὀργανωτῶν τῆς παιδείας γίνονται οἱ Εὐρωπαῖοι κλασσικιστὲς(14). Βέβαια μ\’ αὐτὰ δὲν θέλω νὰ ὑποτιμήσω τὴν κλασσικὴ γραμματεία, οὔτε ὅμως ἐπιτρέπεται νὰ στηριχθοῦμε μόνο σ\’ αὐτὴ παραμερίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία. Ὅπως σημειώνει ὁ φιλόλογος Βασίλειος Λαούρδας «ἀπὸ τὴν κλασσικὴ γραμματεία ὁ νέος Ἕλληνας θὰ διδαχθεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἐλεύθερης ψυχῆς, τὸ ἦθος τοῦ πολίτη, τὴ συνείδηση τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας. Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη γραμματεία θὰ διδαχθῆ τὸ λόγο τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ. Ἀνάμεσα στοὺς δύο αὐτοὺς κόσμους, τὸν κόσμο ποὺ ψάχνει γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν κόσμο ποὺ ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ὑπάρχουνε σημεῖα ἕνωσης καὶ σημεῖα χωρισμοῦ (15). Νομίζω μὲ τὴν τελευταία σκέψη ξεκαθαρίζονται τὰ πράγματα καὶ μπαίνουν στὴ σωστή τους βάση. Ἡ διευκρίνιση γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ τὴν βρῆκε καὶ τὴν κατέχει δίδει τὴ σωστὴ ἀξιολόγηση. Δυστυχῶς αὐτὸ παραγνωρίστηκε μετεπαναστατικά.
Σ\’ αὐτὴ τὴν τάση ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀντέδρασαν ἀρκετοί. Μεταξὺ αὐτῶν κι ἕνας φωτισμένος μοναχός, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Παπουλάκος ποὺ μὲ τὸ κήρυγμά του ξεσήκωσε μιὰ εἰρηνικὴ ἐπανάσταση. Ὁ Παπουλάκος σύγκρινε ἀκριβῶς τὶς νέες τάσεις μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ καὶ παρουσίαζε τὴ διαφορά. «Ὁ πατέρας τοῦ Ἔθνους», ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς μᾶς ὁρμήνεψε νὰ μαθαίνουμε γράμματα, ἀλλὰ μᾶς δίδαξε νὰ ἀκονίζουμε τὸ μυαλό μας στὸ ἀκόνι τοῦ Χριστοῦ»(16), ἔλεγε ὁ Παπουλάκος σ\’ ἀντίθεση τῆς νέας καταστάσεως. Νὰ γιατί εἶπα προηγουμένως ὅτι τὸ παιδευτικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου εἶχε Προφητικὴ διάσταση.
Σήμερα ποὺ γίνεται τόσος λόγος γιὰ τὴν παιδεία καὶ γενικώτερα γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ νομίζω ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀκούσωμε τὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Μιὰ φωνὴ ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα προσωπικῶν βιωμάτων καὶ ἐμπειριῶν ἀλλὰ καὶ ἄνωθεν φωτισμοῦ, μιὰ φωνὴ ἀλήθειας καὶ γνησιότητας ποὺ ἐπισφραγίστηκε μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου.
Τελειώνω μὲ μία σκέψη τοῦ συγγραφέα Κώστα Σαρδελῆ. «Ἂν τὸ ἔθνος δὲν βιώσει τὸ πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ καὶ τῶν ἄλλων προδρομικῶν μορφῶν τῆς μεγάλης ἐκείνης ἐποχῆς, εἶναι καταδικασμένο σὲ πνευματικὸ θάνατο. Ἡ ἐλπίδα ποὺ ἀπομένει σὲ μένα εἶναι ὁ λαός μας. Αὐτὸς ποὺ ὕψωσε τὸν ταπεινό του Διδάχο ὥς τὴν ἁγιότητα, θὰ ὑψώσει καὶ τὸ Γένος μας στὸν ἀληθινό του προορισμὸ μέσα στὸ σημερινὸ κόσμο (17).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Ἐπ. Αὐγ. Ν. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. 4η, Ἀθῆναι 1971. σ. 307-308
(2) Αὐτόθι σ. 52
(3) Αὐτόθι σ. 53
(4) Αὐτόθι σ. 54-55
(5) Αὐτόθι σ. 114 -115
(6)«Κοινωνία», Ἔτος ΚΓ\’ Ἰουλ. — Σεπτ. 1980, Τεῦχος 3, σ, 281
(7) Αὐτόθι σ. 281
(8) Ἐπ. Αὐγ. Ν. Καντιώτου, ἔνθ. ἀν. σ. 117
(9) Αὐτόθι, σ. 177
(10) Πρβλ. Κώστα Σαρδελῆ, Ὁ προφήτης τοῦ Γένους, ἐκδ. Ἀστέρος, σ. 46-48
(11) Ἐπ. Αὐγ. Ν. Καντιώτου, ἔνθ. ἀν σ. 269-270
(12) Αὐτόθι σ.188
(13) Πρβλ. Βασιλείου Λαούρδα, Θέματα Παιδείας, β\’ ἔκδ. Θεσ, 1979,β . 14, 15.
(14) Πρβλ. Αὐτόθι σ. 14
(15) Αὐτόθι σ. 17
(16) Αὐτόθι σ. 12
(17) Παράδοση, Τεῦχος 18-20, σ.20