Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ ὄχι μόνο τὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα καὶ ἐνδύματά των. Ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μάλιστα τὰ ἐνδύματά του, ποὺ ἐγγίζουν τὸ σῶμα του, εἶναι πάντα ἀπὸ τὰ πιὸ προσωπικὰ ἐνθυμήματα, ποὺ διατηροῦν οἱ μεταγενέστεροι. Ἀλλὰ τὰ ἐνδύματα τῶν Ἁγίων δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀντικείμενα ποὺ διατηροῦν σ’ ἐμᾶς τὴ μνήμη τους, ἀλλὰ ἔχουν κι αὐτὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐκεῖνοι ποὺ τὰ φοροῦσαν ἐπάνω τους. Τὸ βλέπομε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ὅπου ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, «ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ• ἔλεγε γὰρ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι τῶν ἱματίων αὐτοῦ σωθήσομαι. Καὶ ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς».
Ἀλλὰ καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων βλέπομε ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε μεγάλα θαύματα μὲ τὰ χέρια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια καὶ σιμικίνθια καὶ ἁπαλλάσσεσθαι ἀπ’ αὐτῶν τὰς νόσους.,,». Μαντήλια καὶ προσόψια, ποὺ μεταχειριζόταν ὁ Ἀπόστολος, τὰ ἔβαζαν ἐπάνω στοὺς ἀρρώστους καὶ γίνονταν καλά. Αὐτὰ ὅλα φανερώνουν ὅτι ὄχι μόνο μὲ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐνδύματα τῶν Ἁγίων ἐκδηλώνεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν καὶ ζητοῦν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δεινά τοῦ βίου καὶ ψυχικὴ σωτηρία. Ὅλα, ποὺ καθαγιάζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ πρόσωπα καὶ πράγματα, εἶναι ἱερὰ καὶ ἅγια καὶ σὰν εὐωδιαστὸ μύρο ἀναβλύζουν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἴδιο καὶ πολὺ περισσότερο συμβαίνει μὲ τὰ ἱερὰ ὀστᾶ καὶ λείψανα τῶν Ἁγίων. Γιὰ τὰ ἅγια λείψανα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διδάσκει• «Πηγὰς ἡμῖν σωτηρίας ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὰ τῶν ἁγίων παρέσχετο λείψανα, πολυτρόπως τὰς εὐεργεσίας πηγάζοντα, μύρον εὐωδίας βρύοντα». Δηλαδὴ ὁ Δεσπότης Χριστὸς μᾶς χάρισε πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλοῦμε σωτηρία, τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, ποὺ μὲ πολλοὺς τρόπους πηγάζουν τὶς εὐεργεσίες καὶ ἀναβλύζουν μύρο εὐωδίας. Κάθε τόπος ὅπου ἔζησε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ τάφος του, τὰ λείψανά του καὶ τὰ ἐνδύματά του, ὅλα ἔχουν τὴ χάρη τῆς ἁγιοσύνης. Γι’ αὐτό, ὅλ’ αὐτὰ οἱ χριστιανοὶ τὰ τιμοῦν καὶ τὰ σέβονται, σὰν τὸν πολυτιμότερο πνευματικὸ θησαυρό. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Θεὸς μοίρασε μαζί μας τοὺς Ἅγιους· ἐκεῖνος πῆρε τὶς ψυχὲς καὶ σ’ ἐμᾶς ἀφῆκε τὰ ἱερὰ λείψανά τους.
Μὰ ὅ,τι λέμε γιὰ ὅλους τους Ἁγίους, περισσότερο καὶ πρῶτα ἔχουμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει καὶ διατυπώνει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας• «Τὴν Θεοτόκον, ὡς κυρίως καὶ ἀληθῶς Θεοῦ μητέρα, τιμήσωμεν»· ἂς τιμήσουμε τὴ Θεοτόκο, ποὺ δικαιωματικὰ καὶ ἀληθινὰ εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, καθὼς ψάλλομε στὸ γνωστὸ τροπάριο, μεγαλύνει τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, «τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Ἡ ἁγία Παρθένος εἶναι ὄχι μόνο πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ καὶ παραπάνω ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους· εἶναι ἡ «ὄντως Θεοτόκος», ὅπως ὀρθόδοξα ἐδογμάτισε ἡ τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ εἶπε• «Ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον,..».
Ἡ Ἐκκλησία ἰδιαίτερα τιμᾶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἀπονέμει στὸ σεπτὸ πρόσωπό της τιμητικὴ προσκύνηση. Ὅλες οἱ Θεομητορικὲς ἑορτές, καὶ εἶναι πολλὲς ὅλο τὸ χρόνο, εἶναι ἑορτές, ὅπου ἡ Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῆς ἁγίας Παρθένου τιμᾶ καὶ ἐκφράζει σεβασμὸ στὴ γυναίκα, τὴ μητέρα τὴν ἀδελφὴ καὶ τὴ σύζυγο. Ἄλλες, φτιαχτὲς ἑορτὲς γιὰ τὴ γυναίκα, ὅπως εἶναι «ἡ ἑορτὴ τῆς μητέρας», περνᾶνε ἀπαρατήρητες, ἐνῶ ὅλες οἱ ἑορτὲς γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁμιλοῦν βαθιὰ στὴ ψυχὴ τῶν πιστῶν. Τρεῖς ἀπὸ τὶς Θεομητορικὲς ἑορτὲς ἀναφέρονται στὰ ἱερὰ ἄμφια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου· πρώτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς μετακομιδῆς τῆς ἁγίας Ζώνης, ποὺ ἑορτάζεται στὶς 12 Ἀπριλίου· δεύτερη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς κατάθεσης τῆς ἁγίας Ἐσθῆτος ποὺ ἑορτάζεται στὶς 2 Ἰουλίου· καὶ τρίτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς κατάθεσης τῆς ἁγίας Ζώνης, ποὺ ἑορτάζεται στὶς 31 Αὐγούστου.
Σήμερα λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἑορτάζει τὴν κατάθεση τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων, ποὺ ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, πῆραν τὴν ἁγία Ζώνη ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ τὴν ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὓστερ’ ἀπὸ τετρακόσια χρόνια, ὅταν ἀρρώστησε ἡ Βασίλισσα, ἄνοιξαν «τὴν ἁγίαν σορόν», δηλαδὴ τὴ λειψανοθήκη στὴν ὁποία φυλαγότανε τὸ ἱερὸ ἄμφιο· ὁ Πατριάρχης πῆρε τὴν ἁγία Ζώνη καὶ τὴν ἀκούμπησε ἐπάνω στὴν ἄρρωστη, ἡ ὁποία ἔγινε καλά. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ συναξαριακὸ δίστιχο στὴ σημερινὴ ἑορτή· «Χρυσῆν κορωνίδ’ οἶα, σεμνὴ Παρθένε, τῷ τοῦ χρόνου τίθημι σὴν Ζώνην τέλει». Σὰν χρυσὴ κορῶνα, σεμνὴ Παρθένε, ἐπάνω στὸ τέλος τοῦ χρόνου βάζω τὴ ζώνη σου. Ἀμήν.