Ὁ ποιητὴς Φερνάζης τὸ σπουδαῖον μέρος
τοῦ ἐπικοῦ ποιήματός του κάμνει.
Τὸ πῶς τὴν βασιλεία τῶν Περσῶν
παρέλαβε ὁ Δαρεῖος Ὑστάσπου. (Ἀπὸ αὐτὸν
κατάγεται ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ). Ἀλλ’ ἐδῶ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ ἀναλύσει
τὰ αἰσθήματα ποὺ θὰ εἶχεν ὁ Δαρεῖος:
ἴσως ὑπεροψίαν καὶ μέθην· ὄχι ὅμως — μᾶλλον
σὰν κατανόησι τῆς ματαιότητος τῶν μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται τὸ πρᾶγμα ὁ ποιητής.
Ἀλλὰ τὸν διακόπτει ὁ ὑπηρέτης του ποὺ μπαίνει
τρέχοντας, καὶ τὴν βαρυσήμαντην εἴδησι ἀγγέλλει.
Ἄρχισε ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Ρωμαίους.
Τὸ πλεῖστον τοῦ στρατοῦ μας πέρασε τὰ σύνορα.
Ὁ ποιητὴς μένει ἐνεός. Τί συμφορά!
Ποῦ τώρα ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ,
μ’ ἑλληνικὰ ποιήματα ν’ ἀσχοληθεῖ.
Μέσα σὲ πόλεμο — φαντάσου, ἑλληνικὰ ποιήματα.
Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία!
Ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχε θετικὸ μὲ τὸν «Δαρεῖο»
ν’ ἀναδειχθεῖ, καὶ τοὺς ἐπικριτάς του,
τοὺς φθονερούς, τελειωτικὰ ν’ ἀποστομώσει.
Τί ἀναβολή, τί ἀναβολὴ στὰ σχέδιά του.
Καὶ νἆταν μόνο ἀναβολή, πάλι καλά.
Ἀλλὰ νὰ δοῦμε ἂν ἔχουμε κι ἀσφάλεια
στὴν Ἀμισό. Δὲν εἶναι πολιτεία ἐκτάκτως ὀχυρή.
Εἶναι φρικτότατοι ἐχθροὶ οἱ Ρωμαῖοι.
Μποροῦμε νὰ τὰ βγάλουμε μ’ αὐτούς,
οἱ Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Εἶναι νὰ μετρηθοῦμε τώρα μὲ τὲς λεγεῶνες;
Θεοὶ μεγάλοι, τῆς Ἀσίας προστάται, βοηθῆστε μας.—
Ὅμως μὲς σ’ ὅλη του τὴν ταραχὴ καὶ τὸ κακό,
ἐπίμονα κ’ ἡ ποιητικὴ ἰδέα πάει κι ἔρχεται —
τὸ πιθανότερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καὶ μέθην·
ὑπεροψίαν καὶ μέθην θὰ εἶχεν ὁ Δαρεῖος.